Ιστορίες από… «ΤΟ ΜΑΓΚΑΛΙ»
H MANA
Το «Κνωσσός» έδεσε στην προβλήτα στις έξι και μισή το πρωί κι εγώ πήγα στην καφετέρια του καραβιού προσδοκώντας να βρω έστω την τελευταία στιγμή κάποιον γνωστό, αλλά ατύχησα και πάλι. Βγήκα από το πλοίο και πήρα ταξί. Ζήτησα απ’ τον οδηγό να με κάνει μια γρήγορη βόλτα να δω παλιά στέκια. Μύρισα αέρα πατρίδας, αέρα Ηρακλειώτικο.
Η μάνα μου έμενε μόνη της στο πατρικό μας, σε μια εργατική συνοικία που βρισκόταν τρία χιλιόμετρα από την Κνωσσό. Ερχόταν στην Αθήνα αραιά για να μας δει, εμένα, την αδελφή μου, τις τρεις εγγονές της και δυο ξαδέλφια της που ζούνε, στη Νέα Σμύρνη ο ένας, και στο Παγκράτι ο άλλος. Μια γειτόνισσα στην ηλικία της μάνας μου, με είδε την ώρα που βγήκα από το ταξί.
«Καλημέρα! Καλώς όρισες, παιδί μου», μου είπε συγκινημένη και μου χάιδεψε το κεφάλι.
Συγκινήθηκα κι εγώ. Αρκεί μια κουβέντα για να θυμηθείς μια ολόκληρη εποχή. Μια δεύτερη γερόντισσα που ζούσε στο διπλανό σπίτι, προσφέρθηκε αξημέρωτα να μου φτιάξει καφέ. Της είπα πως πρέπει να πάω σπίτι και την ευχαρίστησα, μα πριν τελειώσω την κουβέντα μου είχε κιόλας βγει έξω κρατώντας ένα πιατάκι με κουλουράκια.
Δέκα λεπτά διήρκεσε το καλωσόρισμα της μάνας μου, μαζί με τις οδηγίες για το πού θα βρω τις πετσέτες μου, το σαπούνι, το σαμπουάν, καθώς και η ενημέρωση για τα ραντεβού που με περιμέναν και το μενού με τα φαγητά που σχεδίαζε να μου ψήσει. Έπειτα ξεκίνησε το ημίωρο κήρυγμά της με την υπενθύμιση των υποχρεώσεων. Είναι τα «πρέπει» που δεν γίνεται να αποφύγεις.
«Να πας, παιδί μου, στη θεία την Τερψιχόρη, στη Φορτέτσα. Είναι στα τελευταία της η καημένη. Να πας να δεις και τον ξάδερφό σου, τον Σήφη του Μαραγκογιώργη, που είναι στο νοσοκομείο, στο ΠΑΓΝΗ. Τον έχουν στην ογκολογική. Μπαινοβγαίνει για θεραπείες. Του βγάλανε το αριστερό νεφρό για να μην κάνει μετάσταση ο καρκίνος. Να περάσεις από την πολεοδομία, να πάρεις τα χαρτιά που τα έχει ο κύριος Δομοσίδης, γιατί πρέπει να τα υπογράψω. Να πεταχτείς στο χωριό να δεις πώς είναι τα λάστιχα για το πότισμα στ’ αμπέλια, να μάθεις αν θα φτιάξουν επιτέλους το δρόμο για το λιόφυτο που είναι γεμάτος λακκούβες. Ν’ ανοίξεις το δωματιάκι του παππού να δεις αν πέσαν τελείως οι σοβάδες από την υγρασία. Να βάλουμε έναν εργάτη να τους φτιάξει, να μην πέσει το σπίτι. Τις περιουσίες δεν τις αφήνουν να καταστραφούν! Αυτά είναι κειμήλια. Ν’ ανοίξεις το παράθυρο να μπει αέρας. Ν’ ανοίξεις το μπαούλο με τα πράματά του. Δεν ξέρω τι άλλο θα βρεις εκτός το μαγκάλι και τη μασιά που μου είπες να κρατήσουμε για ενθύμιο. Όλο ενθύμια μου λες να κρατώ. Ό,τι δεν θέλεις, να μην το κρατήσεις, μα αν βρεις μια σουπιέρα της γιαγιάς, να μου τη φέρεις, θαρρώ πως θα είναι εκεί. Μηδέ που θυμάμαι τι άλλο μπορείς να βρεις. Να βάλεις έναν εργάτη να κόψετε τη συκιά που φυτρώνει κάθε χρόνο στο κεφαλόσκαλο να μην ρημάξει τα τσιμέντα… δικές σας δουλειές είναι πια, εσένα και της αδερφής σου. Εγώ δεν μπορώ να κουνήσω. Ό,τι έκανα, έκανα! Απόκανα πια! Πάει και τελείωσε. Δε με βαστούν τα πόδια μου. Ο Θεός μού έδωσε χρόνια, μα θα μπορούσε να μου δώσει και πιο γερά πόδια να μην ταλαιπωρούμαι, να μην σας ταλαιπωρώ κι εσάς. Πρέπει να πας και στους αρρώστους. Να δεις και την περιουσία σου, την περιουσία σας… εσένα και της αδερφής σου είναι, τα κρατώ τόσα χρόνια, για σας. Να μάθεις μέχρι πού είναι το δικό σας αμπέλι στον Απόλλωνα και το λιόφυτο στα Σωμαριανά. Εκείνο το χωραφάκι στις Ποταμίδες να το ξεχερσώσεις, να του φυτέψετε κάτι, να το καλλιεργήσετε. Αν βάλετε πενήντα κουρμούλες και δέκα ελιδάκια, θα τρώτε δυο σταφύλια και λίγο λάδι αψέκαστο. Ξέρω πως δεν είστε γεωργοί μα είναι καλό να έχετε μια επαφή με τη γη. Ο άνθρωπος έχει ξεχάσει τη γη γι’ αυτό έγινε κακός και μίζερος. Υποχρεώσεις σου είναι! Δικές σας! Έχω και την αδελφή σου, καλό παιδί, το καλύτερο, μα ζει μόνιμα στον κόσμο της. Ούτε να πάει να τα δει θέλει. Έγινε κι αυτή πρωτευουσιάνα, σαν και σένα! Όταν κατεβαίνει, όλο με το αμάξι γυρνά, κι ο νους της στα μπάνια στη θάλασσα και στη ντόλτσε βίτα. Και μη μου πεις πως έχει δίκιο και θέλει να ξεκουραστεί. Κι εγώ θέλω να ξεκουραστώ, μα για να ξεκουραστώ πρέπει να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Να πας να δεις τους δικούς μας. Σόι σου είναι γιε μου κι αυτοί που ζούνε στο χωριό. Αποκόπηκες, παιδί μου και δεν είναι καλό. Να κρατάς τους δεσμούς σου. Οι δεσμοί με τους ανθρώπους μάς κρατάνε όρθιους και μαζί με μας και την κοινωνία. Αν σε πάρει κανένα μάτι… που θα σε πάρει, γιατί εδώ δεν είναι Αθήνα, ο τόπος είναι μικρός, αν σε δούνε πως κατέβηκες και δεν πέρασες να τους δεις, θα πούνε διάφορα και θα έχουνε δίκιο! Σε στενοχώρησα, παιδί μου, να με συγχωράς, αλλά έτσι είναι η ζωή. Αν δεν στα πει, αν δεν στα υπενθυμίσει η μάνα σου που έχει το θάρρος, ποιος θα το κάνει; Ο γείτονας; Ο γείτονας έχει να παλέψει τα δικά του. Να μη μου θυμώσεις που στα λέω! Άντε τώρα, κάτσε να σου φτιάξω καφέ, να σου ετοιμάσω, κάτι να φας. Αυτά τα αυγά τα έστειλε η ξαδέρφη μου, η Νίτσα, απ’ το χωριό. Να σου φτιάξω δυο, να τα φας, να ευχαριστηθείς. Όχι από εκείνα του πτηνοτροφείου που σας ταΐζουνε στην Αθήνα. Να σου ρίξω στο τηγάνι και μια κονσέρβα ντακόρ που σου αρέσει κι αν θέλεις και τραβά η όρεξή σου, ν’ ανοίξω φύλλο να σου φτιάξω δυο χορτοπιτάκια, παιδί μου, να ευχαριστηθείς. Σε δυο λεπτά θα τα φτιάξω, να μην έχεις άδειο στομάχι. Θα σου βάλω και λίγο γιαχνιστό που έφτιαξα χθες και τυράκι. Έχω ωραίο κεφαλοτύρι, να ’ναι καλά η γειτόνισσα η Γιωργούλα. Όποτε κατεβεί στην αγορά με ρωτά αν χρειάζομαι κάτι. Να μπεις και στης Χριστίνας που έπεσε κι έσπασε τη λεκάνη της η κακομοίρα και περπατά με το πι. Να της πεις περαστικά. Σαν το γιο της σε είχε. Να πας. Δεν εγαϊδούρεψες τόσο στην Αθήνα; Ή εγαϊδούρεψες;»
«Μάνα, θα πέσω να κοιμηθώ μια ωρίτσα… Καφέ θα πιω όταν ξυπνήσω… Τότε φτιάξε τ’ αυγά και το ντακόρ. Χορτοπιτάκια να κάνεις το απόγεμα… Θα πάω να δω όποιον προλάβω, να σου κάνω το χατίρι! Ο Μανώλης της Βαγγελιώς, έχει ακόμη το ταξί; Ο δρόμος για το χωριό φτιάχτηκε;»
«Φτιάχτηκε κι έγινε φαρδύς, μα τρέχουνε, παιδί μου. Γίνονται δυστυχήματα γιατί δεν προσέχουν. Πίνουνε και να τ’ αποτελέσματα κι ύστερα κλαίνε οι δικοί τους, μα με το κλάμα δεν τους γυρίζουν πίσω. Το έχει το ταξί… μια στιγμή θα σου βρω το τηλέφωνο, να τον πάρεις να συνεννοηθείτε. Μπράβο το αγόρι μου! Να πας να τους δεις όλους… την ευχή μου να ’χεις».
«Εντάξει… είπαμε… θα πάω να πέσω λίγο, δεν με κρατάνε τα πόδια μου».
«Τι ώρα να σε ξυπνήσω;»
«Άσε με να κοιμηθώ ένα δίωρο. Μας κούνησε το καράβι. Είχε παλιόκαιρο».
Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο και ΕΔΩ
Ή μπορείτε να συμπληρώσετε τη φόρμα επικοινωνίας εδώ:
Ο Ιορδάνης ετοιμάζεται να παρουσιάσει στην γενέτειρά του το πρώτο του βιβλίο. Το ταξίδι του από την Αθήνα στο Ηράκλειο και η επιστροφή στην Κρήτη έπειτα από αρκετά χρόνια, φέρνουν στην επιφάνεια τα παιδικά του χρόνια, με τις ιστορίες δίπλα στο μαγκάλι και τα πρώτα του βήματα στη ζωή. Το ταξίδι του αναπλάθει την ατμόσφαιρα μιας εποχής που χάθηκε, μα δεν διαγράφηκε από την ατομική και συλλογική μνήμη.
Ο αναστοχασμός του μας οδηγεί μακριά, ως τις ρίζες και τις απαρχές της γραφής και της ανάγνωσης, στη Κίνα, στη Βαβυλώνα, στην αρχαία Αίγυπτο, στην Αθήνα. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να συνταξιδέψει με τους Βυζαντινούς και, αργότερα, με τους σταυροφόρους στους «Δρόμους του Μεταξιού», να νιώσει την ατμόσφαιρα της πολιορκίας του Χάνδακα, να αναπνεύσει το ζωογόνο αέρα της Ιστορίας…
Το ταξίδι της επιστροφής του Ιορδάνη στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, δεν είναι απλό. Και αν αναρωτιέσαι πως σχετίζονται τα λαϊκά παραμύθια, η θρησκεία, το Παρίσι, ο Μάης του 1968, η Τρούμπα, ένας γάμος, ένα διαζύγιο και ένα βιβλίο, με τους Σουμέριους, τον Γουτεμβέργιο και την ιστορία της τυπογραφίας, τότε κάνε τον κόπο να διαβάσεις… Αν αναρωτιέσαι, θα πει πως και το δικό σου μαγκάλι σιγοκαίει ακόμα!
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)