Το κρητικό και επτανησιακό θέατρο

Ομιλητής: Σπύρος Ευαγγελάτος
Σκηνοθέτης, Καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιστημονικές Επιμορφωτικές Διαλέξεις, 6/2/1996

“Νεοελληνικό Θέατρο (17ος-20ός αι.)”
Η Νεοελληνική δραματουργία: Συνέχεια και Τομές. Από την κρητική αναγέννηση στο θέατρο του 20ού αιώνα
Το κρητικό και επτανησιακό θέατρο

Το πρώτο θέμα της σειράς αυτής των διαλέξεων, είναι για το κρητικό και επτανησιακό θέατρο. Επειδή έχω την ελπίδα ότι απευθύνομαι κυρίως σε μη ειδικούς πλην κάποιων εξαιρέσεων που βλέπω ήδη στον χώρο, θα πρέπει να πω ορισμένα πράγματα, να προσδιορίσω τί σημαίνει κρητικό και επτανησιακό θέατρο.
Χρειάζεται να το προσδιορίσω όχι μόνο γεωγραφικά όπως καταρχήν ο όρος μας παραπέμπει, αλλά και σύμφωνα με τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της τότε εποχής και να δούμε ποιάς εποχής είναι, ώστε να μπορούμε να έχουμε όλο το φάσμα μπροστά μας και από εκεί να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε ποιά είναι η αξία η ιστορική ή η ιδεολογική ή η θεατρική των κειμένων των οποίων σώθηκαν οι μαρτυρίες για θεατρικές παραστάσεις. Γιατί ασφαλώς όταν λέμε θέατρο, εννοούμε δύο βασικά σκέλη: Τη δραματουργία, αλλά και την θεατρική πράξη, το αν έγιναν, δόθηκαν παραστάσεις δηλαδή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, το ίδιο σημαντικό, για να μη σας πω ότι καμιά φορά το δεύτερο είναι σημαντικότερο, με την έννοια ότι θεατρικά έργα γράφονται καμιά φορά, αλλά δεν σημαίνει καθόλου ότι παριστάνονται. Μπαίνουν στο συρτάρι ή τυπώνονται…
….Όταν μιλάμε για κρητικό και επτανησιακό θέατρο, ο γεωγραφικός χώρος είναι σαφής. Χρειάζεται επίσης ένας χρονικός προσδιορισμός. Μιλάμε για την εποχή της βενετοκρατίας. Ξέρουμε ότι σταδιακά μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, σιγά-σιγά όλος ο ευρύτερος ελλαδικός χώρος ή αν θέλετε ο υπό τον “ελληνικόν πολιτιστικόν ήλιον” χώρος, δηλαδή ο χώρος της ελληνιστικής ακμής, οι περιοχές της Μικρός Ασίας και βεβαίως της κυρίως Ελλάδος και ο νησιωτικός χώρος, κατελήφθη σιγά-σιγά από τους Τούρκους. Τα νησιά παρεδόθησαν ή κατελήφθησαν τελευταία και από τους Φράγκους πέρασαν στους Τούρκους: το 1522 η Ρόδος, το 1571 η Κύπρος (μετά από βενετική κατοχή που δεν διήρκεσε ούτε 100 χρόνια: 1489-1570). Περισσότερο ανθεκτική ήταν η Κρήτη, όπου αδιαλείπτως από το 1204 ως το 1669 παρέμειναν οι Βενετοί.
Ο μεγάλος κρητικός πόλεμος και η προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν την Κρήτη άρχισε το 1645. Οι Τούρκοι κατέλαβαν πρώτα τα Χανιά, τον επόμενο χρόνο το Ρέθυμνο και μετά άρχισε ο μεγάλος – 25 χρόνια, παραπάνω περίπου – πόλεμος, για να καταληφθεί ο Χάνδακας ή το Μεγάλο Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο.
Σ’ αυτά τα χρόνια του πολέμου, στην ουσία η Σητεία εγκαταλείφθηκε, δεν παραδόθηκε. Εγκαταλείφθηκε, έφυγαν οι κάτοικοι όλοι και κλειστήκανε στον Χάνδακα. Ωστόσο και μέσα στον πολιορκούμενο Χάνδακα από το 1646-1669, έχουμε θεατρικές παραστάσεις. Έχουμε τουλάχιστον αποδεδειγμένη δραματουργία που γράφτηκε εκείνη την εποχή.
Από το 1669 που πέφτει η Κρήτη ολοκληρωτικά στους Τούρκους επικρατεί πλήρες σκοτάδι. Για να καταλάβετε πόσο πλήρες σκοτάδι, έπρεπε να περάσουν 100 χρόνια για να έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, το τραγούδι του Δασκαλογιάννη, που απέχει περίπου 100 χρόνια από την τουρκική κατάκτηση.Φραγκοκάστελο Χανιά
Τα Επτάνησα στάθηκαν πιο τυχερά. Τα Επτάνησα, άλλα νωρίτερα, άλλα αργότερα περιήλθαν στους Βενετούς. Η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος ήδη από τον 15ο αιώνα περίπου, η Κεφαλονιά το 1500 ακριβώς, Χριστούγεννα, και η Λευκάδα πολύ αργότερα, το 1684 με τον 4ο ή 5ο βενετοτουρκικό πόλεμο, που ήταν εκείνη την εποχή ακριβώς. Η Λευκάδα είναι το μόνο νησί από τα Επτάνησα που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι (1479) μαζί με μέρος της Στερεάς Ελλάδας, κοντά στην Πρέβεζα, απέναντι από την Αγία Μαύρα. Ωστόσο μιλάμε για έναν ευρύτερο χώρο, που εκτείνεται από την Κέρκυρα μέχρι τα Κύθηρα κάτω τα νησιά αυτά είχαν την τύχη – πλην της Λευκάδας – να μη τα πατήσουν ποτέ Τούρκοι.
Αυτός ο γεωγραφικός χώρος ενώθηκε καταυτόν τον τρόπο πολιτικά έως την κατάλυση της Γαληνοτάτης – έτσι ονομαζόταν η Βενετική Δημοκρατία. – Είναι σημαντικό ότι το πολίτευμά της ήταν περίπου σαν της Ιταλίας. Γιατί η Ρώμη, με την οποία για λόγους πολιτικούς δεν διατηρούσε και πολύ καλές σχέσεις, ήταν φέουδο του Πάπα. Από την άλλη μεριά ήταν οι Μέδικοι στην Φλωρεντία, ήταν οι Σφόρτσα (Sforza) στο Μιλάνο, ήταν με ηγεμόνες, με πρίγκηπες ή άλλους τιτλούχους τα κρατίδια. Οι Βενετοί είχαν βέβαια μία δημοκρατία πατρικίων. Μη φανταστείτε ότι όλοι όσοι κατοικούσαν στη Βενετία εξέλεγαν την αρχή τους. Απλώς αυτοί οι πατρίκιοι, οι ευγενείς, εξέλεγαν ένα συμβούλιο των δέκα το οποίο ήταν πάντοτε πανίσχυρο, και τον Δόγη. Εν πάση περιπτώσει, αυτοί είχαν αναπτύξει μία πολύ αξιόλογη θαλασσοκρατορία, ένα πολύ σημαντικό δίκαιο και ήταν άτεγκτοι στο δίκαιό τους ακόμα και στις αποικίες όπως ήταν η Κρήτη και τα Επτάνησα.
Το 1797 ο Ναπολέων με την εκστρατεία του στην Ιταλία διέλυσε την Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία. Τότε αυτομάτως κατέλαβαν οι “Δημοκρατικοί” Γάλλοι τα Επτάνησα (1797-99), τους Γάλλους ακολούθησαν οι Ρώσοι, μετά ξαναήρθαν οι “Αυτοκρατορικοί” Γάλλοι (1807-1809) και τελικά οι Άγγλοι που έμειναν ως την ένωση με την Ελλάδα, το 1864. Έτσι αρχίζει μία άλλη περίοδος.
ΘέατροΕμάς ενδιαφέρει ο ενετοκρατούμενος χώρος, γιατί εκεί προσδιορίζεται ο όρος που έχει καθιερωθεί ως κρητικό και επτανησιακό θέατρο.
Βέβαια, περιττό να πω, ότι η βενετική κατοχή ήταν πολύ πιο ανθρώπινη απ’ ότι ήταν η τουρκική στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αλλά βέβαια αυτό είναι σχετικό, γιατί όπως απεδείχθη κατά τον κρητικό πόλεμο, ήταν τόσο κακή η συμπεριφορά της ενετικής εξουσίας στην Κρήτη, ώστε όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι τα Χανιά και το Ρέθυμνο, σχεδόν όλο το μέρος του αγροτικού πληθυσμού πήγε με το μέρος των Τούρκων.
Έκαναν και μια έξυπνη και πονηρή πολιτική, οι Τούρκοι. Έφεραν έναν εκκλησιαστικό, τον οποίο έχρισαν δήθεν σαν Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, ενώ ο καθολικός κλήρος δεν άφηνε παρά μονάχα πρωτοπαπάδες να υπάρχουν εκεί. Έκαναν κάτι τέτοιους ελιγμούς και συχνά παρατηρήθηκε το τραγικό φαινόμενο, στα λαγούμια που έσκαβαν, γιατί τότε ένα μεγάλο μέρος του πολέμου (της πολιορκίας του Χάνδακα) διεξήγετο κάτω, σκάβανε λαγούμια οι μεν, λαγούμια οι άλλοι. Οι μεν για να μπουν και να χτυπήσουν μέσα το κάστρο, οι άλλοι για να χτυπήσουν το στρατόπεδο. Και συναντιόντουσαν καμιά φορά οι λαγουμιτζήδες, έπεφτε κατά τύχη το ένα λαγούμι πάνω στο άλλο και γινόταν μάχη σώμα με σώμα και το τραγικότερο απ’ όλα ότι ήταν Έλληνες με Έλληνες. Ήταν και αξιωματικοί βέβαια Ενετοί ή Τούρκοι, αλλά κυρίως ο μαχόμενος πληθυσμός ήταν Ελληνες. Όσοι δεν είχαν φύγει για τα Επτάνησα, για τη Βενετία ή για άλλες περιοχές, ήταν μέσα στο κάστρο κλεισμένοι.
Εν πάση περιπτώσει παρόλα αυτά, δεν υπάρχει σύγκριση με τον τουρκικό ζυγό, υπήρχε καταρχήν μία δυνατότητα προσβάσεως προς τα πνευματικά κέντρα της εποχής. Υπήρχε η δυνατότητα προσβάσεως νεαρών σπουδαστών στα πανεπιστήμια της Ιταλίας και ιδιαίτερα της Πάντοβα, γιατί η Βενετία δεν διέθετε η ίδια πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο της Παδούης που λέγανε οι παλιοί ή της Πάδοβα ή της Πάντοβα όπως θέλετε, ήταν κυρίως το λίκνον του κρητικού και επτανησιακού σπουδαστικού χώρου.
Βέβαια τυπογραφείο δεν άφησαν ποτέ στην Κρήτη να γίνει, δεν άφησαν και στα Επτάνησα με μία εξαίρεση μόνο του Νικοδήμου Μεταξά, ενός σπουδαίου λογίου εκκλησιαστικής παιδείας, ο οποίος στα Μεταξάτα της Κεφαλονιάς ίδρυσε ένα βραχύβιο τυπογραφείο, αλλά στην ουσία δεν λειτούργησε τυπογραφείο στους χώρους αυτούς. Δεν θέλανε, επίτηδες βέβαια, δεν αφήνανε.
Ερωτόκριτος1Ωστόσο έχουμε εντοπίσει ότι υπήρξαν πολλές ιταλικές επιρροές στην Κρήτη στον τομέα της λογοτεχνίας, στην ποίηση ειδικότερα, στο θέατρο, στη ζωγραφική. Αν και δεν έσβησε η βυζαντινή παράδοση επιτελέσθη μία πρόσμειξη, ιδιαίτερα στα Επτάνησα, ορισμένων δυτικών στοιχείων με την εκκλησιαστική βυζαντινή παράδοση της εικονογραφίας. Επιδράσεις έχουμε και στη μουσική. Η μεν βυζαντινή μουσική, ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, είχε μία ιδιοτυπία την οποία διατηρούν ακόμα μέχρι τώρα απ’ όσο γνωρίζω. Στην Κρήτη ο καθηγητής Νικ. Παναγιωτάκης εντόπισε και έντεχνο συνθέτη, τον Φραγκίσκο Λεονταρίτη, ο οποίος έζησε τον 16ο αιώνα. Ήταν δυτικής νοοτροπίας. Αυτός έκανε καριέρα και στο Μόναχο και στην Βενετία. Ήταν ένας εκκλησιαστικός συνθέτης, ελάσσονος σημασίας, αλλά ιστορικά πολύ σημαντικός για μας. Υπήρχε λοιπόν στον ενετοκρατούμενο χώρο μια γενική άνθηση. Και βεβαίως για τη λογοτεχνία αρκεί να αναφέρω τα έργα του κρητικού θεάτρου που θα μας απασχολήσουν και τον Έρωτόκριτο”.
Αλλά από την άλλη μεριά, χωρίς να έχουμε τόσο συνταρακτικά δείγματα ακμής, παράλληλα έχουμε μία αξιόλογη δράση και στα Επτάνησα. Πρέπει ακόμα να πω μερικά λόγια για την κοινωνική διάταξη, τα κοινωνικά στρώματα που υπήρχαν τότε. Αναφέρομαι κυρίως πρώτα στην Κρήτη, γιατί πιο απλου- στευμένα υπήρχαν παρόμοια και στα Επτάνησα.
Στην Κρήτη η ανώτερη τάξη, ήταν οι ονομαζόμενοι Ευγενείς Βενετοί. Δεν ήταν εκ Βενετίας, όλοι είχαν γεννηθεί στην Κρήτη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και παραπάνω γενιά. Αλλά αυτοί είχαν τον τίτλο “nobili Veneti”, δηλαδή ήταν η ανώτατη αριστοκρατία. Ήταν εκείνοι οι οποίοι μπορούσαν να πάρουν υψηλότερα αξιώματα. Ο Δούκας της Κρήτης και το επιτελείο του διορίζοντο και έρχονταν πάντοτε από τη Μητρόπολη, από τη Βενετία. Για άλλες θέσεις συμβούλων κλπ., παίρνανε γηγενείς Βενετοκρητικούς. Αυτή η ανώτερη τάξη ήταν καθολικοί. Αν βαφτιζόσουν ορθόδοξος, έχανες την «nobili Veneta» την βενετική ευγένεια. Έπρεπε να μείνουν καθολικοί.
Αγία Τριάδα Τζαγκαρόλων-Χρήστος ΤσαντήςΟι καθολικοί ήταν μία μικρή μειοψηφία στο νησί. Όλη η ύπαιθρος ήταν ορθόδοξοι, όλοι ανεξαιρέτως – που λέει ο λόγος ανεξαιρέτως – αλλά και μέσα στις πόλεις οι καθολικοί ήταν μόνο μία μικρή κάστα ανθρώπων. Πέρα βεβαίως των υπαλλήλων που ερχόντουσαν, οι Βενετοί, αυτοί ήταν καθολικοί ούτως ή άλλως. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι και αυτοί οι ίδιοι, βάζανε τα παιδιά τους να μάθουν ιταλικά, διότι δεν ξέρανε ιταλικά. Επίσημη γλώσσα ήταν βέβαια η ιταλική και ιδιαίτερα η βενετική διάλεκτος. Για να κάνεις καριέρα στο δημόσιο έπρεπε να ξέρεις ιταλικά. Είχαν απωλέσει τη γλώσσα τους γιατί κάνανε συχνά κάποιες επιμειξίες μεταξύ ευγενών, οι οποίοι κατά παραχώρηση έπαιρναν κόρες ορθοδόξων, λέγοντας ότι από τα παιδιά τους τουλάχιστον ο πρωτότοκος θα βαφτιστεί οπωσδήποτε καθολικός. Μετά τον πρωτότοκο, αρχίζανε οι εκπτώσεις, βέβαια. Διότι η μητέρα άρχιζε τις πιέσεις. Αν μάλιστα καμιά φορά κάποιο μωρό κινδύνευε να πεθάνει, το βαφτίζανε στον αέρα ορθόδοξο, και αμέσως λέγανε “τώρα είναι ταμένος στον Άγιο Νικόλα, αποκλείεται, δεν μπορεί, θα γίνει ορθόδοξος”. Με τον τρόπο αυτό υποχωρούσε ο άλλος γονιός. Δεν υπήρχε και μεγάλος φανατισμός. Οι Βενετοί, εκείνη την εποχή λόγω του φόβου του Πάπα που ήθελε να πατήσει πόδι, κάνανε λίγο τους ανεξίθρησκους. Όταν φτάνανε τα πράγματα πολύ στην άκρη, παίρνανε το μέρος των Λατίνων, των λατινοφρόνων, των καθολικών δηλαδή. Αυτή η ανώτερη τάξη είχε ελάχιστες δεκάδες οικογενειών.
Η εποχή που μας ενδιαφέρει είναι η εποχή της ακμής για το θέατρο, δηλαδή τέλη 16ου αιώνα, από το 1585 περίπου που εμφανίζεται ο Χορτάτσης μέχρι το 1669 που πέφτει η Κρήτη. Εκεί ήταν λίγες δεκάδες ευγενών οικογενειών με τα μέλη τους, που δεν ήταν όλα ορθόδοξα.
Δεύτερη τη τάξει ομάδα κοινωνική, ήταν οι ονομαζόμενοι ευγενείς Κρητικοί, “nobili Cretensi”. Οι ευγενείς Κρητικοί μπορεί να ήταν ελληνορθόδοξοι, αλλά μπορεί να ήταν και κατά διαφόρους τρόπους εκπεσόντες γόνοι τέως καθολικών οικογενειών.
Το να πέσει κανείς από την βενετική ευγένεια, ένας λόγος ήταν λόγω οικονομικής ανέχειας, άλλος ήταν λόγω ταπεινής καταγωγής. Πώς ταπεινής; Ήταν νόθος. Οι μούλοι, όπως τους λέγανε τότε, ήταν πάρα πολύ σύνηθες φαινόμενο και στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Και μάλιστα αυτοί αναγνωρίζονταν από τις διαθήκες. Δηλαδή ένας ευγενής έκανε μερικά παιδιά με την πρώτη γυναίκα του, αλλά έβρισκε και καμιά παραδουλεύτρα, ή κάτι τέτοιο, “παιδιά να υπάρχουν σου λέει”. Αυτά τα αναγνωρίζανε συνήθως. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι έπαιρναν τίτλο ευγενείας, αλλά λέγανε στη διαθήκη “αφήνω του μούλου μου του Γιώργη για να με θυμάται” και του άφηναν κανένα χωραφάκι.
Όλα ήταν δηλαδή μέσα στο παιχνίδι, σύμφωνα με την επικρατούσα “αξιοπρέπεια” του 18ου αιώνα και εδώ και στη Δύση. Ας θυμηθούμε το δίκαιο της πρώτης νυχτός μέχρι πότε υπήρχε; Σύμφωνα με αυτό ο φεουδάρχης όταν πάντρευε μια κοπέλα με ακόλουθό του, την πρώτη βραδιά του γάμου κοιμόταν μαζί της ώστε να της κάνει την τιμή, να την καταστήσει εκείνος γυναίκα. Αυτό το έθιμο έμεινε ζωντανό ως τα τέλη του 18ου αιώνος περίπου. Ο Beaumarchais στους “Γάμους του Φίγκαρο” το σαρκάζει σαν ένα γεγονός το οποίο ίσχυε ακόμα εκείνη την εποχή. Δηλαδή μέχρι την Γαλλική Επανάσταση περίπου σε κάποιες ίσως πιο ακραίες περιοχές, όχι μέσα στο Παρίσι πιθανόν.
Οι ευγενείς Κρητικοί αποτελούσαν λοιπόν την δεύτερη τάξη. Αυτοί ήταν αριθμητικά πολύ περισσότεροι και ήταν είτε ευγενείς είτε αστοί που ανέβηκαν για λόγους οικονομικούς ή και λόγους πνευματικής αίγλης, μορφώσεως πιθανόν. Κάποιοι γιατροί, δικηγόροι. Όχι ακριβώς δικηγόροι. Οι δικηγόροι ξέρετε ήταν ειδική περίπτωση. Υπήρχαν καταρχήν οι διδάκτορες του δικαίου, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών, ήταν ευγενείς και δεν ασκούσαν δικηγορικό επάγγελμα, δηλαδή σπανίως το ασκούσαν. Ήταν όμως και κάποιοι οι οποίοι ασκούσαν το επάγγελμα του δικηγόρου πρακτικά. Δηλαδή δεν είχαν σπουδάσει σε κανένα Πανεπιστήμιο.
ΖάκυνθοςΣτα Επτάνησα υπήρχε ένας θεσμός που ήταν σε ισχύ ως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, οι υποδικηγόροι καθώς τους έλεγαν. Θυμάστε τους υπομηχανικούς; Οι υπομηχανικοί ήταν μέχρι πότε; Τώρα δεν υπάρχει ο όρος, είναι μειωτικός. Παλιά ήταν οι υπομηχανικοί, που τελειώνανε κάποιο κατώτερο έργο. Το επάγγελμα του δικηγόρου ασκούσαν λοιπόν κάποιοι υποδικηγόροι που τελειώνανε το γυμνάσιο, νυν λύκειο. Αυτοί κάνανε κανένα χρόνο κάποια σπουδή ή και εμπειρικώς.
Στην Κρήτη οι δικηγόροι ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, που είχαν γνώση του βενετικού δικαίου, ήταν κοινού κύρους και αναλάμβαναν ή διαιτησίες ή και να παραστούν σε δίκη ενώπιον του επισήμου βενετοκρητικού δικαστηρίου, να υποστηρίζουν τις απόψεις των πελατών τους. Αυτή ήταν η δεύτερη τάξη, που αριθμούσε αρκετές εκατοντάδες οικογενειών.
Η τρίτη τάξη ήταν οι αστοί. Οι αστοί ήταν – ποπολάρους τους λέγανε στα Επτάνησα – η πολυπληθέστερη τάξη από την αστική τάξη, από τα ανώτερα στρώματα. Από αυτήν προήλθαν αργότερα πνευματικοί άνθρωποι και ισχυρότατοι οικονομικοί παράγοντες, επιστήμονες και εκκλησιαστικοί βεβαίως ανώτερης μορφώσεως.
Και αφού μίλησα για μόρφωση, θέλω να σας πω ότι τα σχολεία που υπήρχαν τότε ήταν ιδιωτικά. Οι δάσκαλοι λειτουργούσαν με ειδικές συνθήκες συμβάσεως εργασίας. Έλεγαν δηλαδή στους γονείς των παιδιών “Θα μάθω στο παιδί σου αυτά τα γράμματα στο τάδε διάστημα ή θα του μάθω αυτή την τέχνη, θα δουλέψει μαζί μου, θα τρώει και θα κοιμάται τσάμπα μετά θα του δώσω δουλειά για τόσα χρόνια και μετά ας φύγει”.
Οι δε μορφωμένοι άνθρωποι και στην Κρήτη και στα Επτάνησα, οι “επισήμως” μορφωμένοι ήταν αυτοί που σπούδασαν σε ιταλικά πανεπιστήμια και ιδιαίτερα στην Πάντοβα. Αυτοί ήταν κυρίως ανωτέρας τάξεως και δεν ησχολούντο πάρα πολύ με τη λογοτεχνία. Αυτοί ήταν ιταλογράφοι και γράφανε ή και εξέδιδαν καμιά φορά στην Ιταλία κάποια έργα τους, με την ελπίδα του επαρχιώτη που θέλει να αναγνωριστεί στη μητρόπολη.
Ελληνικά καλά ξέρανε ελάχιστα άτομα βαθύτατης εκκλησιαστικής παιδείας. Αν δείτε τα έγγραφα των συμβολαιογράφων, διαθήκες κλπ. που γράφανε, αν δείτε δάσκαλο να γράφει – δάσκαλος που είναι και συμβολαιογράφος, κατά τεκμήριο μορφωμένο άτομο – μη μιλάτε περί ορθογραφίας. Η ορθογραφία ήταν φωνητική. ΦορτουνατοΣτην Κρήτη, για παράδειγμα, υπήρχε πολύ διαδεδομένο το έθος να γράφουν ελληνικά με λατινικά ψηφία, τα λεγόμενα “φραγκοχιώτικα”. Ένα κορυφαίο παράδειγμα είναι ένας πολύ σημαντικός θεατρικός συγγραφέας ο Μάρκος Αντώνιος Φώσκολος που έγραψε τον “Φορτουνάτο”. Το χειρόγραφο του ποιητή μας σώζεται, είναι γραμμένο στα “φραγκοχιώτικα”.
Οι κατώτερες τάξεις ήταν από τη μιά οι τεχνίτες των πόλεων – τα αστικά στρώματα – βαρελάδες, μπαρμπέρηδες, μικροστρατιωτικοί, μισθοφόροι και κάτι τέτοια και από την άλλη ο λαός της υπαίθρου: αυτές ήταν οι δύο τελευταίες τάξεις. Αυτές ζούσαν πιο επώδυνα, γιατί αυτές έπρεπε να επανδρώσουν τις αγγαρίες, τις γαλέρες, να φτιάξουν τα τείχη κλπ. κλπ.
Κάτι παρόμοιο υπήρχε και στα Επτάνησα. Ήταν οι ευγενείς χωρίς μεσάζοντα βαθμό τους ευγενικούς Κρητικούς. Ήταν οι ευγενείς που ήταν ευγενείς και μόνο και μετά ήταν οι αστοί και βεβαίως τα δύο λαϊκά στρώματα. Για να γίνεις ευγενής, έπρεπε να αποδείξεις ότι τουλάχιστον επί δύο γενεές δεν είχε κερδίσει ένας πρόγονός σου χρήματα, με εξαίρεση το επάγγελμα του χρυσοχόου, που εθεωρείτο υψηλότερης τάξης.
Όταν άρχισε να πέφτει οικονομικά η Βενετία, πουλάγανε τους τίτλους συνέχεια “αρματώνω δυό γαλέρες και κόντες θα γίνω” λέγανε. Τα κοντέϊκα με αυτό τον τρόπο πουληθήκανε τα πιο πολλά. Μόνο που στα Επτάνησα υπήρχε μία βασική διαφορά. Υπήρχε μεταξύ των νησιών, για ιστορικούς λόγους, μεγάλη διαφορά στην εθνογραφική διάταξη του πληθυσμού, ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον αδόκιμο όρο. Δηλαδή σε όλα τα νησιά υπήρχε ο γηγενής πληθυσμός που ήταν κυρίως ελληνικός. Βέβαια στην Κέρκυρα επειδή ήταν και πρωτεύουσα και πιο κοντά, αν θέλετε, στην μητρόπολη οι βενετόφρονες ήταν πολύ περισσότεροι από ότι ήταν στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, στο Ληξούρι ή στη Ζάκυνθο. Η Κέρκυρα λόγω της θέσης της αλλά και του πλούτου της είχε προσελκύσει πολλούς στρατιωτικούς, που ήταν εξουσία εκεί, που έμεναν μέσα στη χώρα της και όχι στην ύπαιθρο.
Ίσως δεν είναι τυχαίο, ότι δεν μας έχει σωθεί ένα κερκυράίκό θεατρικό έργο. Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά μπορεί και να μην είναι. Όταν έχουμε από την Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και μεταφράσεις ακόμα και από τα Κύθηρα τα καημένα. Τα λέω καημένα, επειδή είναι μικρά και κάτω-κάτω και μακριά μάλιστα σε σχέση με τη Βενετία.
ΚέρκυραΕπίσης, οι Κερκυραίοι ήταν πάρα πολύ αυστηροί στην παροχή του τίτλου ευγενείας, το ίδιο και οι Ζακυνθινοί. Στην Κεφαλονιά αντιθέτως υπήρχε μία τάξη, δηλαδή στην ουσία θεωρητικώς η τάξη των ποπολάρων δεν υπήρχε. Όλοι ήταν μισοευγενείς. Λέει ένας ιστορικός, ότι ενώ κανονικά οι ευγενείς κάνανε τις συνελεύσεις τους σε μια αίθουσα ή σε ένα “παλάτζιο”, στην Κέρκυρα ή στην Ζάκυνθο, ήταν πάνω από πέντε χιλιάδες αυτοί οι ευγενείς της Κεφαλονιάς – πέντε χιλιάδες χωράει το Ηρώδειο – που συναθροίζονταν στην ύπαιθρο, όπου τους επισκέπτονταν και οι σέμπροι τους. Οι σέμπροι είναι αυτοί που καλλιεργούσαν τα κτήματά τους, δηλαδή δουλοπάροικοι σχεδόν. Έρχονταν με τα άλογά τους και γινόταν χάβρα των Ιουδαίων και όλους αυτούς τους δήθεν ευγενείς της Κεφαλονιάς, οι Κερκυραίοι και οι Ζακυνθινοί τους έλεγαν βρώμικους. Υπήρχε μία τέτοια διαφορά.
Τώρα, σ’ αυτόν τον χώρο υπήρχε ανά πάσα στιγμή, από την άλλη μεριά, ο τουρκικός κίνδυνος. Ξέρουμε ότι έχουν γίνει 4-5 βενετοτουρκικοί πόλεμοι μέχρι να φτάσουμε στον κορυφαίο, σ’αυτόν που κατέληξε η Κύπρος το 1570. Τέταρτος είναι αυτός. Οι ιστορικοί μοιράζονται, άλλοι λένε του 1680 τέταρτο, άλλοι λένε αυτόν πέμπτο.
Έγινε η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), νικήσανε τους Τούρκους, δεν το εκμεταλλεύτηκαν όμως οι δυτικοί ακολούθησε μια λίγκα, μία ιερά συμμαχία από τον Δον Χουάν από την Ισπανία κλπ. κλπ. Δηλαδή,όπως διαπιστώνουμε είναι μία πορεία ζωής αγχώδης πολιτικά, με καταπίεση, με την Δύση, και με μία διάρθρωση κοινωνικών τάξεων, η οποία αλλού είχε ρευστότητα, αλλού ήταν πιο σκληρή.
Και πώς ήταν ο ιδιωτικός βίος, γιατί συνήθως μιλάμε για τον δημόσιο βίο. Πρέπει να θυμηθούμε ότι βεβαίως θεατρικά οικοδομήματα δεν υπήρχαν στην Κρήτη. Το πρώτο έγινε στην Κέρκυρα. Το 1680 άρχισε να χτίζεται και ολοκληρώθηκε γύρω στο 1700 περίπου το χτίσιμό του. Γύρω στο 1720 γίνανε οι πρώτες παραστάσεις. Το κτίριο υπάρχει, είναι το νυν Δημαρχείο Κερκύρας μεταλλαγμένο.
Πώς ήταν όμως η ζωή τότε. Η ζωή ήταν μία ζωή μαζεμένη, περιορισμένη. Οι πειρατές πάρα πολύ συχνά ορμούσαν, καίγανε τα παράλια. Ο “Λουτζαλής” ένας σπουδαίος μεταξύ εθνικού ήρωος και πειρατού, έκαψε, το 1571, όλο το Ρέθυμνο, όλη την επαρχία μέχρι τον Μυλοπόταμο. Οι άνθρωποι, όσοι βέβαια είχαν την τύχη να μπορούν να κατοικήσουν μέσα στα τείχη, κλεινόντουσαν εκεί. Έγερση με την ανατολή του ηλίου και το βράδυ – κάτι που πια το έχουμε ξεχάσει εμείς, ακόμα και οι γονείς μου και οι παππούδες μου – μαζεμένοι στο σπίτι μόνο με το λυχνάρι, μόνο με την λάμπα κάποιος διάβαζε ένα ποίημα. Γι’ Ερωφίληαυτό βλέπετε ότι δεν είναι τυχαίο αυτοί, πέραν της ιταλικής μόδας, οι σχοινοτενείς μονόλογοι στον “Ερωτόκριτο”, στην “Ερωφίλη”. Ήθελαν να ακούνε πολύ. Ο ένας διάβαζε, ήξερε καλύτερα γράμματα και οι άλλοι ακούγανε. Ήταν “η διασκέδαση” της εποχής. Είχαν βέβαια τα πανηγύρια. Στα καρναβάλια παίζανε κάποιες παραστάσεις.
Στην περίοδο του καρναβαλιού φαίνεται ότι εδίνοντο κάποιες δημόσιες παραστάσεις, πέραν των παραστάσεων σε σπίτια ευγενών, ήταν όμως ιταλόφωνες. Η παλιότερη μαρτυρία για τον χώρο αυτό τον ευρύτερο – Κρήτη και Επτάνησα – είναι ότι το 1571 παίχτηκαν στην Ζάκυνθο οι “Πέρσες” του Αισχύλου σε ιταλική γλώσσα.
Αλλά φαίνεται, χωρίς να έχουμε καμία ρητή απόδειξη, ότι εγένοντο και παραστάσεις σε ελληνική γλώσσα, σε δημόσιους χώρους. Για μένα μόνο το καλοκαίρι μπορούσαν να γίνουν σε υπαίθριους χώρους, είτε στο καρναβάλι είτε και επί τη ευκαιρία κάποιων άλλων εορτών ή γάμων, σύμφωνα με μια μαρτυρία που υπάρχει ενός Κομνηνού Παπαδόπουλου. Οι γάμοι ήταν πάντα ευκαιρία για παραστάσεις.
Και στην Ιταλία όμως η ζωή ήταν μετρημένη. Οικονομικά σφιγμένα. Κάποιοι – όπως συμβαίνει πάντοτε – είχαν μεγαλύτερη άνεση. Προσπάθεια να ανέλθουν, να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Έρωτες όπως συνήθως. Η γυναίκα κλεισμένη, τουλάχιστον θεωρητικώς.
Έχω ήδη μιλήσει αρκετή ώρα και δεν έχω ακόμη αναφερθεί στα έργα, στα κείμενα του κρητικού και επτανησιακού θεάτρου. Εάν όμως δεν γνωρίσουμε, έστω σε αδρές γραμμές, την κοινωνία της εποχής στην οποία αναφερόμαστε δεν θα εκτιμήσουμε και κάποια στοιχειώδη ανάλυση των έργων που γέννησε. Γι’ αυτό προτίμησα να μοιράσω τον χρόνο μου έστω και κατά το ήμισυ προς τον τομέα αυτό γιατί μόνο έτσι μπορεί να έχει μια κάποια σημασία η αναφορά των έργων και η προσπάθεια αποτίμησής τους.
Από την Κρήτη μας σώζονται θεατρικά έργα από όλο το φάσμα της δραματουργίας που ανθούσε εκείνη την εποχή στην Ιταλία. Δηλαδή, έχουμε τραγωδίες, κωμωδίες, ποιμενικές κωμωδίες, εκκλησιαστικό δράμα. Θέτω ένα ερωτηματικό σ’ αυτό, θα εξηγήσω γιατί.
Δεν αναφέρω βεβαίως τον “Ερωτόκριτο” ως θεατρικό έργο, γιατί είναι ποιητικό μυθιστόρημα, ασχέτως αν πραγματοποιείται και αν μπορεί να γίνει παράσταση όπως έχει γίνει και να έχει μεγάλη απήχηση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Τραγωδίες. Ποιές είναι οι τραγωδίες και πώς σώθηκαν. Το πώς σώθηκαν, είναι ενδεικτικό της πιθανής απήχησης που είχαν. Οι τραγωδίες που μας σώζονται και κατά παράδοση θεωρούνταν κρητικές, είναι τρεις. Η μία είναι η “Ερωφίλη” του Γεωργίου Χορτάτση. Ο Χορτάτσης είναι ο παλαιότερος θεατρικός συγγραφέας. Είναι στην ουσία ο γενάρχης του νεοελληνικού θεάτρου.
Είναι ένα κεφάλαιο το οποίο ο σεβαστός αείμνηστος δάσκαλός μας ο Γιάννης Σιδέρης έθετε λίγο εκτός συζητήσεως, γιατί του ερχόταν πολύ άβολη η Κρήτη και τα Επτάνησα και άρχιζε την ιστορία του από τον Χάση (1790) του Γουζέλη, το θέατρο των παραδουνάβιων περιοχών και της Οδησσού και μετά δεχόταν τα Επτάνησα μόνο με τον “Βασιλικό” του Μάτεση.
ΧορτάτσηςΗ ιστορική αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι νεοέλληνας θεατρικός συγγραφέας ασχέτως διαλέκτου, ο πρώτος που γνωρίζουμε επωνύμως είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης, Ρεθύμνιος, ο οποίος φαίνεται ότι έζησε στην Κρήτη γύρω στα 1555 περίπου και πέθανε το 1610 πιθανότατα, αν οι έρευνές μου οι τελευταίες είναι όντως ορθές, κάτι που θα κληθεί να μου πεί η επιστημονική ομήγυρη μόλις δημοσιευτεί ένα νέο μελέτημά μου.
Εν πάση περιπτώσει και ασχέτως του μελετήματος αυτού και ασχέτως ποιός είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης – γιατί υπάρχει ερωτηματικό, λέμε Γεώργιος Χορτάτσης. Ποιός είναι; Ή ποιάς κοινωνικής τάξεως; Πότε ακριβώς έζησε; Αυτό, δηλαδή η ταύτιση ενός ονόματος με το υπαρκτό πρόσωπο που διαπιστώνουμε στα αρχεία και στα έγγραφα, μας δίνει την ταυτότητά του, τον χώρο του και μπορούμε να εκτιμήσουμε περισσότερο το ποιός είναι και τί προσέφερε. Ο Χορτάτσης υπηρέτησε και τα τρία είδη θεάτρου που ήταν πιο γνωστά, δηλαδή τραγωδία την “Ερωφίλη”, κωμωδία τον “Κατσούρμπο”, είναι όνομα ενός προσώπου και ποιμενική κωμωδία την “Πανώρια”, που παλιότερα ονομάζαμε “Γύπαρης”. Τα χειρόγραφα τα παλιά το λέγανε “Γύπαρης”. Ένα νεώτερο που βρέθηκε, το λέει “Πανώρια”.
Για να πάμε κατά είδη και ξαναγυρνόμε στον Χορτάτση. Η “Ερωφίλη” που φαίνεται ότι γράφτηκε εκεί στα τέλη του 16ου αιώνος, 1590, 1600, συμβατικά κάπου εκεί, είναι ίσως από πλευράς λογοτεχνικής ποιότητος, το σημαντικότερο νεοελληνικό έργο της περιόδου της βενετοκρατίας σε Κρήτη και Επτάνησα. Είναι ένα έργο το οποίο έχει μεγάλα προτερήματα και ικανά ελαττώματα. Το μεγάλο του προτέρημα είναι ότι πίσω από το έργο αυτό, στέκεται ένας αληθινός ποιητής, ένας άνθρωπος ποιητής όχι που γράφει στίχους, ένας άνθρωπος με όραμα, που αντιμετωπίζει τον κόσμο, που τολμάει να κρίνει στο μέτρο που επιτρέπεται την εποχή εκείνη, να σχολιάζει την κοινωνία. Που ξέρει να νιώθει πραγματικά τον έρωτα. Να μην είναι απλώς ρητορικός εκφραστής διανοημάτων. Ποιητής. Ο άνθρωπος που ζει καταστάσεις και που έχει το δώρο να μεταφέρει ροδοτις καταστάσεις του σε ανθρώπους του. Όταν σκεφτεί κανείς πρωταρχικά τα μεγάλα αισθήματα της ζωής, ο άνθρωπος απέναντι στη γέννηση, απέναντι στον έρωτα, απέναντι στον θάνατο, όταν μπορέσει να σκεφτεί όχι ρουτινιάρικα όπως τα λέμε όλοι μας. Όταν έρθει η στιγμή που ανακαλύπτει ξανά την αλήθεια των πραγμάτων και την προσφέρει έτσι ώστε να την γευτούμε εμείς με έναν άλλο τρόπο και να την επανανακαλύψουμε κι εμείς, τότε είναι ένας μεγάλος ποιητής. Και ανέφερα βέβαια τους τρεις μεγάλους σταθμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι συνδέονται με το πώς θα ζήσει, με το πώς θα φάει, με το ποιά είναι η αγωνία του, με το πώς θα σκεφτεί, που είναι πάρα πολλά.
Η “Ερωφίλη” έχει από τη μία μεριά μία συμβατική μεν διαγραφή χαρακτήρων, αλλά έξοχες καταστάσεις στους χαρακτήρες αυτούς. Δηλαδή, δεν θα αρχίσω να λέω τις υποθέσεις των έργων, γιατί είναι το ελάχιστον που μας ενδιαφέρει σήμερα. Πιο πολύ η ατμόσφαιρά τους μας ενδιαφέρει.
Είναι μία δραματική ιστορία. Η υπόθεση είναι εντελώς συμβατική. Ο Πανάρετος που υπηρετεί στο παλάτι του “Φιλόγονου” ενώ είναι γιός βασιλιά το έχει κρύψει για κάποιους λόγους. Ερωτεύεται την Ερωφίλη, και η Ερωφίλη τον ερωτεύεται. Έχουν κάνει έρωτα κρυφά και σε μια στιγμούλα που τον αποκαλύπτει ο βασιλιάς, αμιγώς δημοκρατικών αρχών, τον σφάζει, βγάζει τα σωθικά του και της τα στέλνει να τα φάει. Βέβαια, το θέμα αυτό που τώρα μας φέρνει μια αηδία μόνο που το αναφέρουμε, ήταν μοτίβα της εποχής. Ας μη ξεχνάμε ότι το έργο που επηρέασε τον Χορτάτση, είναι η «Orbecche» 1547 του Τζαν Μπατίστα Giraldi, γύρω στα 1550 ή ‘40, κάπου εκεί γράφτηκε το έργο και τυπώθηκε. Το ίδιο έργο επηρέασε τον Σαίξπηρ. Ο “Τίτος Ανδρόνικος” είναι επίσης ένα έργο που κόβουν γλώσσες, κόβουν χέρια, βιάζουν κλπ. Επηρεάστηκε κι αυτός από τον ίδιο συγγραφέα. Ήταν μία μόδα της εποχής.
Σαίξπηρ1Ανοίγω μία πολύ σύντομη παρένθεση. Όταν οι Ρωμαίοι πήραν στα χέρια τους την τραγωδία δηλαδή ο Σενέκας στην ουσία, παρεξήγησαν – λόγω ανικανότητος, δεν λέω προθέσεως – την αίσθηση του τραγικού με την αίσθηση του φρικιαστικού. Αυτή η παρεξήγηση γίνεται μέχρι τώρα. Με λίγα λόγια τί θα πει τραγωδία; Τραγωδία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να υπερκεράσει τις πεπερασμένες δυνάμεις του. Προσπάθεια να ανοίξει παράθυρα προς το άγνωστο, να μιλήσει προς τα μυστήρια που κρύβει ο έναστρος ουρανός, χωρίς να είμαι θεολογών, αμφιβάλλων παραμένω, αλλά νομίζω ότι ούτε ο πιο σκληρός υλιστής δεν θα αρνηθεί ότι κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό, υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει το μυαλό μας. Δεν χρειάζεται να είσαι θεολογών για να το πεις αυτό. Πρέπει μονάχα να μην είσαι ηλίθιος για να το πεις. Δεν ξέρεις. Γαλαξίες, γαλαξίες και παρακάτω άλλοι και παρακάτω άλλοι. Πού τελειώνουν; Δεν τελειώνουν ποτέ. Μ’ αυτές τις άρρητες δυνάμεις, υπάρχει μετά θάνατον ζωή; Τί είμαστε εμείς οι ίδιοι; Ποιά η υπόστασή μας; Με αυτά προσπαθεί το τραγικό πρόσωπο να αναμετρηθεί. Και αυτό το βλέπουμε βέβαια στους Έλληνες τραγικούς, στον Σαίξπηρ, στις μεγάλες συνθέσεις του Μπετόβεν, στου Βέμπερ, στου Ελ Γκρέκο και σε άλλων μεγάλων καλλιτεχνών. Το πήραν οι Λατίνοι και μπλέξανε την έννοια της φρίκης με την έννοια του τραγικού δέους. Την ώρα που λέει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα, στην πάροδο σε ένα σημείο, “υπάρχει Θεός αιώνιος” και μετά τη φράση που λες μπράβο θεολογεί λέει “και αν του αρέσει το όνομα, Δία κι εγώ τον ονομάζω”. Κοιτάξτε σκέψεις μέσα σε ένα στίχο. Ότι υπάρχει Θεός. Θέλετε τώρα να τον λέτε εσείς Δία; Λέγετέ τον Δία. Ότι υπάρχει, υπάρχει όμως. Λίγους αιώνες μετά μετέτρεψε το τραγικό ρίγος σε κόψιμο χεριών, σε ξερίζωμα γλώσσας κλπ. κλπ.
Αλλά τέτοια γίνονται μέχρι σήμερα. Η γλώσσα φθείρεται. Όταν βλέπουμε σήμερα στην εφημερίδα “τραγικό δυστύχημα στην εθνική οδό, έξι έχασαν τη ζωή τους”, ουδείς μας σοκάρεται. Ωστόσο, είναι παραφορά της λέξης τραγωδίας, διότι η τραγωδία σημαίνει συνειδητή αναμέτρηση. Δεν είναι το ατύχημα, ο ατυχήσας δεν είναι τραγικό πρόσωπο. Είναι δραματικό, είναι φοβερό. Τραγικός ήρωας που συνειδητά “αναμετριέται” με το άγνωστο. Εν επί γνώσει του θα νικηθεί. Είναι προσωπική η καταβολή και προσωπική επιλογή.
Τίτος ΑνδρόνικοςΔεν μπορούμε να πούμε βεβαίως ότι έχει γράψει φιγούρες ο Χορτάτσης – προς Θεού – που σχετίζονται με τον Σαίξπηρ ή με τους αρχαίους τραγικούς. Αλλά είναι σίγουρο ότι σε σχέση με τα μοντέλα της εποχής του όπως έχουν διαπιστώσει οι Ιταλοί κριτικοί της λογοτεχνίας, είναι καλύτερη η “Ερωφίλη” από το πρότυπό του. Και κυρίως η γλώσσα του είναι συναρπαστική. Έχει καταστάσεις, έχει όραμα, είναι ποιητής. Τα ελαττώματά του είναι αυτά της εποχής και οι πλατειασμοί. Χρειάζεται ένα καλόγουστο και με γνώση κόψιμο που λέμε στο θέατρο, μία περικοπή, για να ανθίσει το έργο, το οποίο είναι πάρα πολύ ωραίο.
Θα έχω τη χαρά να το παρουσιάσω το καλοκαίρι με το Αμφιθέατρο, σε μια συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, με πρεμιέρα στην Κρήτη και με χωριστό κλιμάκιο του Αμφιθεάτρου που θα εδρεύει στην Κρήτη. Και παρά το γεγονός ότι έχω ασχοληθεί από πολύ νέος φιλολογικά με τον Χορτάτση, έχω κάνει πολλά άλλα κρητικά και άλλα κείμενα, είναι πρώτη φορά που θα ανεβάσω έργο του Χορτάτση.
Η τραγωδία αυτή σώθηκε, τυπώθηκε, χωρίς μέριμνα του συγγραφέα, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, από χειρόγραφα που κυκλοφορούσαν. Τυπώθηκε με τερατώδη λάθη (επιμ. Ματθαίος Κιγάλας, 1637) και ξανατυπώθηκε μετά από έναν άλλο λογιότερο κρητικό εκδότη, ο οποίος προσπάθησε να επαναφέρει το γλωσσικό ιδίωμα του Χορτάτση στο μέτρο που μπορούσε (επιμ. Αλούσιος-Αμβρόσιος Γραδενίγος,ΐ676). Αυτό δείχνει ότι ο συγγραφέας το έγραψε, όπως λέει ο ίδιος, για διασκέδαση. Και επειδή άρεσε στον κόσμο και αντεγράφετο σε χειρόγραφα, το πήραν κάποιοι εκδότες και για οικονομικούς λόγους το τυπώσανε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του.
Η δεύτερη τραγωδία που σώζεται, είναι ο “Βασιλεύς Ροδολίνος” του Ιωάννη Ανδρέα Τρωιλου από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Ήταν μεταγενέστερος αυτός. Έζησε στον 17ο αιώνα. Είχε φύγει στη Βενετία και το τύπωσε ο ίδιος και το αφιερώνει στον Θωμά Φλαγγίνη έναν σπουδαίο Κερκυραίο λόγιο και πλούσιο άνθρωπο.
Και γράφει μέσα στον πρόλογό του, ότι «προς Θεού, δεν το γραψα εγώ αυτό το έργο για τα θέατρα, μόνο για να στο αφιερώσω». Δηλαδή το τύπωσε ο ίδιος. Δεν είναι αναξιόλογο έργο, είναι αξιόλογο. Μπορεί κάτω από τον Χορτάτση, αλλά αξιόλογο. Πάντως δεν γράφτηκε για να υπηρετήσει την θεατρική πράξη. Αυτό στηρίζεται σε ένα έργο του «Torquato Tasso», του πολύ μεγάλου ποιητή που λέγεται “ο Βασιλεύς Torrismondo» (Il Re Torrismondo).. Είναι ένα από τα ελάσσονα έργα του Tasso αλλά όταν είναι τόσο μεγάλος ποιητής και τα ελάσσονα έργα του είναι πλέον παραμείζονα για τον εκρηκτικό μιμητή του.
ΖάκυνθοςΗ τρίτη σώθηκε μόνο σε ένα χειρόγραφο. Είναι ο περίφημος “Νανιανός κώδιξ”, ενός Νάνι, ευγενούς Βενετού, που αγόρασε κάπου φαίνεται έξω από τη Ζάκυνθο κάτι νησάκια, αγόρασε έναν κώδικα και τον δώρισε στην “Μαρκιανή Βιβλιοθήκη” της Βενετίας και εκεί σώζονται διάφορα έργα.
Εκεί σώζεται ο “Φορτουνάτος” του Φώσκολου, σώζεται ένα αντίγραφο της “Θυσίας του Αβραάμ” και σώζεται και το μοναδικό χειρόγραφο από μία τραγωδία που λέγεται “Ζήνων”, αγνώστου ποιητού. Αυτή η τραγωδία εθεωρείτο μέχρι 25 ετών περίπου, ότι είναι έργο του κρητικού θεάτρου. Ο ομιλών αυτή τη στιγμή, είχε την τύχη να μπορέσει να δείξει ότι το έργο, το οποίο παίχτηκε στην Ζάκυνθο το 1682-83 πρώτη φορά και γράφτηκε στην Ζάκυνθο ή στην Κεφαλονιά, είναι επτανησιακό. Άποψη που έχει γίνει γενικά αποδεκτή και από τον τελευταίο κρητικό εκδότη, τον σπουδαίο λόγιο τον Στυλιανό Αλεξίου. Μονάχα ο Αλεξίου την χαρακτηρίζει αντί καθαρά επτανησιακή, κρητικοεπτανησιακή τραγωδία, γιατί λέει αυτός που το γράψε στα Επτάνησα μπορεί να ήταν Κρητικός. Πιθανόν, αλλά πρέπει να αποδειχθεί αυτό πριν το αποδεχτούμε. Το επτανησιακό είναι σίγουρο, γιατί έχουμε εσωτερικές μαρτυρίες του κειμένου.
Διονύσιος ΡώμαςΜάλιστα έχει γίνει για το θέμα αυτό μία προδρομική μελέτη από έναν σημαντικό θεατρικό συγγραφέα και λόγιο επτανήσιο τον Διονύσιο Ρώμα, η οποία με οδήγησε να προχωρήσω και εγώ την έρευνα. Αυτός υπήρξε ένας από τους τελευταίους πανεπιστήμονες Επτανησίους που ήταν και λογοτέχνης αξιόλογος και θεατρικός συγγραφέας αξιόλογος και άνθρωπος των γραμμάτων αξιόλογος.Ήταν πραγματικά μία από τις πνευματικές προσωπικότητες της Επτανήσου, αυτές που στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού υπήρχαν πολύ περισσότερες και παλαιότερα ακόμη.
Αυτή η τραγωδία “ο Ζήνων”, έχει ως πρότυπο ένα ομώνυμο δράμα του Ιησουιτικού θεάτρου. Οι Ιησουίτες είχαν εντάξει, για λόγους προπαγανδιστικούς, στις δραστηριότητές τους θεατρικές παραστάσεις και γράφανε θεατρικά έργα, για να παίζονται στα κατά τόπους κολέγιά τους. Από την Ανδαλουσία μέχρι την Πράγα και από την Τήνο – τρόπος του λέγειν στην Τήνο – ως την Αγγλία. Ο συγγραφέας, ο Joseph Simon, είναι Άγγλος Ιησουίτης. Η υπόθεση αναφέρεται στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ζήνωνα και έχει πολλές βυζαντινές δολοπλοκίες.
Οι Ιησουίτες είχαν εφεύρει και χρησιμοποιούσαν μία “εσπεράντο” – όπως έχει γίνει τώρα σαν “εσπεράντο” η αγγλική γλώσσα – κλειστών χώρων. Ποιά; Τη Λατινική. Όλοι. Τσέχοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, όλοι οι Ιησουίτες γράφανε σε λατινική γλώσσα. Αρα είχαν το κοινό τους έτοιμο στα κολέγια. Όχι βέβαια στο ευρύτερο κοινό. Αυτός, Άγγλος, είχε γράψει λατινικά το έργο του και αυτό το έργο επιμελήθηκε ο άγνωστός μας Επτανήσιος ποιητής. Σίγουρα πρέπει να ήταν καθολικός και σίγουρα πρέπει να το γράψε υπηρετώντας την καθολική προπαγάνδα, αν και έχει αφαιρέσει πάρα πολλά στοιχεία τα οποία έχει το λατινικό πρωτότυπο. Δηλαδή είναι πιο ήπια η φιλολατινική προπαγανδιστική του τάση.
Βέβαια από την άλλη μεριά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο για μας, γιατί αφού είναι γραμμένο εκεί περίπου, στο 1682-83, είναι βαθιά στην εποχή του μπαρόκ και βλέπουμε ότι έχει επηρεαστεί από το θέατρο του μπαρόκ. Απαιτεί σκηνικές μηχανές μεγάλες, πολλά πράγματα, κάτι που δεν απαιτεί η “Ερωφίλη” ή η “Πανώρια”. Και είναι ένα έργο αρκετά αξιόλογο που βάσταξε μόνο για να παρασταθεί στη Ζάκυνθο που ξέρουμε ότι βεβαιωμένα παίχτηκε, ότι υπήρχε έστω και κατά πρωτόγνωρο τρόπο οργανωμένη μια θεατρική ζωή, που θα μπορούσε να παρουσιάσει ένα έργο που θα λέγαμε σήμερα σκηνικών αξιώσεων.
Αυτές είναι οι τραγωδίες που σώζονται. Οι κωμωδίες είναι πάλι τρείς. Η παλιότερη είναι ο “Κατσούρμπος” του Χορτάτση. Θέλω να πω ότι οι δύο πρώτες κωμωδίες, ο “Κατσούρμπος” και ο “Στάθης” – θα σας μιλήσω για τον “Στάθη” μετά – είναι σαφώς επηρεασμένες από την ονομαζόμενη λόγια ιταλική κωμωδία “commedia, erudita”, η οποία κατάγεται από τον Τερέντιο και τον Πλαύτο, τους Λατίνους μιμητές του Μενάνδρου, κωμικού ποιητή της νέας αττικής κωμωδίας.
ΤερέντιοςΟ Τερέντιος και ο Πλαύτος επηρέασαν τους πρώτους Ιταλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ένας μεγάλος πολιτικός της εποχής ο Νικολό Μακιαβέλι. Έγραψε το έργο “Μανδραγόρας”, το οποίο είναι ίσως το μόνο της εποχής που παίζεται μέχρι τώρα. Μία πολύ ενδιαφέρουσα και ερεθιστική ιστορία, σαν ροζ ιστορία είναι σήμερα. Πρωταγωνιστεί ένας άνδρας που του λένε ότι για να κάνει παιδί, πρέπει η γυναίκα του να κοιμηθεί με έναν άλλο άνδρα. Αυτός ο βλαξ πείθεται, αλλά αυτός θα πεθάνει λέει άμα πάρει το βοτάνι. Και του δίνουν το βοτάνι και πάει ο πραγματικός εραστής, κάνουν δήθεν ότι πέθανε ο άλλος και ξεφτιλίζει την εκκλησία, ξεφτιλίζει την οικογένεια. Φοβερά τολμηρό για την εποχή του έργο. Δηλαδή ο παπάς και η μάνα της κόρης την πείθουν ότι πρέπει να το κάνει. Εν πάση περιπτώσει πολύ πρωτοποριακό. Και αυτοί οι συγγραφείς επηρέασαν και τον Σαίξπηρ. Ας πούμε ο Αριόστο, που έχει γράψει ένα έργο “Οι υποκαθιστώντες κάποιον” που κι αυτό είναι σκαμπρόζικο. Είναι ερωτευμένος ο Γιάννης με την Γιαννούλα και ο Κώστας με την Κωστούλα. Αλλά η Κωστούλα αγαπάει τον Γιάννη και η άλλη αγαπάει τον άλλον. Και το βράδυ μεταμφιέζεται ο Κώστας σε Γιάννη και ο Γιάννης σε Κώστα, πάνε και κάνουν τη δουλειά τους και η καθεμία νομίζει ότι είναι με τον αγαπημένο της, ενώ είναι με εκείνον ο οποίος τη θέλει, ενώ αυτή θέλει τον άλλο.
Αυτό το έργο μιμήθηκε ο άγνωστός μας ποιητής του “Στάθη”, αυτή είναι η ιστορία. Και το ίδιο έργο μιμήθηκε και ο Σαίξπηρ στην δευτερεύουσα ιστορία της κωμωδίας του “Το ημέρωμα της στρίγγλας”. Αν θυμόσαστε το έργο, πέρα από το μοτίβο Κατερίνας-Πετρούκιου, υπάρχει και το μοτίβο του Λουκέντιου με την Μπιάνκα. Και εδώ έχουμε τον Τράνιο που υποκαθιστά το αφεντικό του και το αφεντικό του τον Τράνιο.
Είναι επηρεασμένος δηλαδή και ο Σαίξπηρ και ο άγνωστος ποιητής, που κατά πάσα πιθανότητα είναι και του Γεωργίου Χορτάτση ο “Στάθης”. Αυτή ήταν μιά παλιά μου εισήγηση, δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά έχει γίνει γενικά σιωπηρώς σχεδόν αποδεχτή. Γιατί είναι η ίδια γραφή, το ίδιο ύφος, καίτοι το έργο αυτό σώζεται κομμένο αρκετά. Μας σώζεται μια επτανησιακή version, όπου έχει γίνει από πεντάπρακτη κωμωδία, τρίπρακτη κωμωδία. Αλλά και ο “Στάθης” και ο “Κατσούρμπος” που σας είπα πριν – που είναι παλιότερος μάλλον ο “Κατσούρμπος” – είναι επηρεασμένα από την λόγια ιταλική κωμωδία. Έχει απίθανες βωμολοχίες για την εποχή εκείνη, τόσο που να λέει κανείς, ενώπιον ποίου κοινού παρεστάθη το έργο αυτό. Μπορεί γυναίκες, κυρίες ευγενών να ακούν αυτά τα πράγματα τα οποία, ακόμη και σήμερα, μπορεί να σοκαρούν κάποιον συντηρητικότερων αρχών. Έχει φοβερές βωμολοχίες και σατιρίζει όλους τους ήρωες που εμφανίζονται: τον ψευτοπαλικαρά καπετάνιο – δηλαδή αξιωματικό καπετάνιο ο οποίος φοβάται μόλις βγει ένας πραγματικός κίνδυνος μπροστά του – τον στενοκέφαλο δάσκαλο που μιλάει λατινικά, τον γέρο-χούφταλο, που ερωτεύεται μία νέα κοπέλα, την προξενήτρα ή τη ρουφιάνα. Όλοι αυτοί είναι οι τύποι που ξεκίνησαν από τον Μένανδρο, και έγινε όλο αυτό το παράξενο ταξίδι, δηλαδή Μένανδρος, Τερέντιος, Πλαύτος, Μακιαβέλι, Αριόστο κλπ. και από εκεί γύρισε πίσω στον “Κατσούρμπο” και στους Επτανησίους μεταγενέστερους. Αυτή είναι η δεύτερη κωμωδία και η τρίτη είναι ο “Φορτουνάτος” του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου που σας είπα προηγουμένως της οποίας σώζεται το πρωτότυπο.Χάνδακας

Ο “Φορτουνάτος” γράφτηκε το 1655, μέσα στην καρδιά του πολέμου, δηλαδή 14 χρόνια πριν πέσει η Κρήτη. Στην πραγματικότητα δεν έπεσε, παραδόθηκε το Ηράκλειο με συμφωνία. Αυτή ήταν και η σωτηρία ημών των φιλολόγων, διότι όταν έγινε η συνθήκη και άδειασε όλη η πόλη, έμεινε ένας παπάς και ένας σκύλος. Τίποτα. Όλοι οι άλλοι φύγανε. Έτσι λέει η παράδοση, ένας παπάς και ένας σκύλος μείνανε στον Χάνδακα. Ο Μοροζίνι, ο οποίος αργότερα βομβάρδισε την Ακρόπολη, είχε βάλει όρο μέσα στο συμβόλαιο, να παραλάβουν και όλα τα κρατικά αρχεία και τα αρχεία των συμβολαιογράφων. Όχι για να βοηθήσει τις μετέπειτα γενεές των φιλολόγων, αλλά διότι ήλπιζε ότι σε ένα-δυό χρόνια θα γυρνούσε και με τον τρόπο αυτό θα γνώριζαν τί ανήκει στον καθένα.Έτσι τα έβαλε σε τρείς γαλέρες. Η μία βούλιαξε έξω από τον Κάβο Μαλιά. Οι άλλες δύο φτάσανε ώς την Βενετία και πράγματι σήμερα έχουμε ένα τεράστιο πλούτο υλικού ιδιαίτερα για την Κρήτη.
Αυτό ήταν το τρίτο έργο, η τρίτη κωμωδία, στην οποία πάλι τα μοτίβα είναι τα ίδια. Τα ερωτευμένα ζευγάρια. Αλλά εκεί διαπιστώνουμε μιά αμυδρή πρώτη εισαγωγή κάποιων ηθογραφικών θεμάτων. Δηλαδή, αν δεν με απατά η δική μου κρίση και το δικό μου γούστο, βλέπουμε μία σαφή διαφοροποίηση.
Απέχει και 60 χρόνια από τον Χορτάτση. Είναι δύο γενιές. Φυσικό είναι. Είμαστε πια πολύ βαθιά στην εποχή του μπαρόκ. Η “commedia dell’ arte” είναι στην ακμή της. Η λόγια κωμωδία “commedia erudita” ήταν από ερασιτέχνες, τη διαδέχθηκε η “commedia dell’ arte” που δεν είναι η κωμωδία της τέχνης, αλλά η κωμωδία των τεχνητών, επαγγελματική κωμωδία. Είναι το θέατρο που έβαλε τη γυναίκα στη σκηνή. Για πρώτη φορά. Μέχρι τότε παίζανε μόνο άνδρες. Όχι στην Αγγλία βέβαια. Στην Αγγλία μπήκαν πολύ αργά. Ο Σαίξπηρ είχε άνδρες. Εκεί βλέπουμε κάποια ηθογραφικά στοιχεία. Δηλαδή μυρίζει πιο πολύ Κρήτη ο δάσκαλος, παρόλο που μιλάει λατινικά, απ’ ότι είναι ο δάσκαλος του Χορτάτση κατά την κρίση μου.
Αυτές είναι οι κωμωδίες. Έχουμε και μία ποιμενική κωμωδία, που μας σώζεται με δύο τίτλους. Δηλαδή παλιότερο χειρόγραφο τη λέει “Γύπαρη” που είναι ο ήρωας του έργου, ένας ερωτευμένος νέος. Νεώτερο χειρόγραφο, ίσως εγκυρότερο, λέει το έργο “Πανώρια”, από την ηρωίδα του έργου. Δεν έχει σημασία και οι δύο πρωταγωνιστές είναι.
Αυτό ανήκει στην ονομαζόμενη ποιμενική ποίηση, και ξεκίνησε από την “Arcadia” του Jacobo Sannazaro, ενός Ιταλού λογοτέχνη, όπου Αρκαδία δεν ήταν ο νομός Αρκαδίας της Πελοποννήσου, ήταν ένας ιδανικός τόπος όπου θα ζούσε κανείς στην ύπαιθρο, στην εξοχή, σαν βοσκός, με έρωτες, και θα επικαλούνταν την θεά Άρτεμη να κατέβει μέσα στην ακμή του χριστιανισμού βεβαίως.
Αν δει κανείς τις γκραβούρες από βιβλία της εποχής, αυτοί δεν μοιάζουν με βοσκούς, είναι ντυμένοι σαν πρίγκηπες, οι οποίοι απλώς δεν βάλανε πολλά χρυσά για να κινηθούν χορεύοντας στα όρη της ιδανικής Αρκαδίας. Τα έργα αυτά μοιάζουν με κωμωδίες που όμως διαδραματίζονται μέσα στον χώρο της ιδανικής εξοχής, της ιδανικής υπαίθρου, όπου ζει κανείς κοντά στη φύση, μακριά από τις ραδιουργίες της αυλής και τα οικονομικά συμφέροντα. Η ποίηση αυτή, η βουκολική ποίηση, αντιπροσώπευε μία τάση φυγής. Είχε τεράστια επιτυχία στην Ιταλία και εν συνεχεία σε όλη την Ευρώπη Αυτή ήταν η “commedia pastorale”. Στη συνέχεια έγινε και μία αντίθετη, η “commedia pescatoria” των ψαράδων, όπου ο αγνός βοσκός αντικαταστάθηκε τώρα από τον αγνό ψαρά. Πάλι μία τάση φυγής.
Λότζια Έχουμε ένα έργο του Χορτάτση, την “Πανώρια” όπως ήδη ανέφερα. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα δύο βοσκών του Γύπαρη και του Αλέξη για δύο βοσκοπούλες, την Πανώρια και την Ανθούσα. Το έργο είναι γεμάτο από υπερβολές που βεβαίως σήμερα η “Πανώρια” με ένα καλόγουστο ανέβασμα, μπορεί να γίνει ένα θελκτικό έργο. Να μη το κάνει κάνεις παρωδία γιατί είναι λάθος, αλλά να του βρεί το σφυγμό του, ώστε εκείνη η υπερβολή, με ένα σχόλιο σημερινό να μπορέσει να λειτουργήσει. Μόνο που το σχόλιο δεν πρέπει να είναι παρωδία. Τότε είναι υπεκφυγή, δεν είναι λύση.
Το τελευταίο έργο του κρητικού θεάτρου που μας σώζεται, είναι “η θυσία του Αβραάμ”. “Η θυσία του Αβραάμ” είναι έργο αγνώστου ποιητή. Από πολλούς προσγράφεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο, όμως δεν έχει αποδειχθεί αυτό. Φαίνεται ότι είναι γραμμένο το 1635 και σαν πρότυπο έχει ένα έργο “ο Ισαάκ” του Γκρότο.
Ο Λουίτζι Γκρότο ήταν ένας πολύ αξιόλογος Ιταλός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας του 16ου αιώνα. Το έργο αυτό, μετά το θάνατό του, το τύπωσε ο γιός του, γι’ αυτό και δεν έχει σκηνικές οδηγίες και αυτό ήταν το πρότυπο. Ωστόσο, ενώ εν πάση περιπτώσει ο Γκρότο χωρίζει το έργο και λέει πρώτη πράξη, στο σπίτι του Αβραάμ, δεύτερη πράξη, πάει στο βουνό, κλπ. εκεί ο Έλληνας τα έχει γράψει όλα μαζεμένα και υπάρχει ένα τέτοιο μπέρδεμα που έχει προβληματίσει πάρα πολύ τους μελετητές του. Έχουν ακουστεί τα πιο απίθανα πράγματα. Ότι είναι σαν μίμηση της βυζαντινής αγιογραφίας, που έχει κάτω το σπίτι του Αβραάμ και ότι επάνω είναι το βουνό που θυσιάζει τον Ισαάκ. Στην βυζαντική αγιογραφία συντίθενται όλα μαζί. Άλλος λέει ότι είναι επίδραση δυτικών μυστηρίων. Ουδέποτε όμως στην Κρήτη είχαμε δυτικά μυστήρια. Άλλος λέει ότι είναι καινοτόμος, ρηξικέλευθος, πρωτοπόρος συγγραφέας της εποχής του. Κοντεύουμε να τον βγάλουμε ότι είναι και ο Σάμουελ Μπέκετ. Εγώ έχω υποστηρίξει ότι είναι ένα είδος αφηγηματικής ποίησης σε διαλογική μορφή. Δηλαδή πήρε αυτός ένα θεατρικό έργο, δεν το έγραψε με σκοπό να παιχτεί. Το έγραψε έτσι για να κυλάει ο λόγος και αφού είχε ένα πρότυπο θεατρικό έργο, δεν είχε λόγο να προσθέσει ανάμεσα ένα ποιητή, όπως έκανε ο Κορνάρος στον “Ερωτόκριτο”.
Πάντως, από πλευράς ποιότητος κειμένου, “η θυσία του Αβραάμ” είναι ένα από τα εντελώς κορυφαία έργα. Δηλαδή “Ερωτόκριτος”, “Ερωφίλη”, “Θυσία του Αβραάμ” και μετά η “Βοσκοπούλα”, είναι τα κορυφαία έργα της Κρητικής λογοτεχνίας. Είναι ένα έργο το οποίο έχει αδρά δομημένους χαρακτήρες, απλοϊκά αλλά αδρά, έξοχο στίχο και κυρίως δομείται μία αληθινή ψυχή από κάτω. Το έργο είναι ελληνικό, ούτε εβραίικο, ούτε ιταλικό. Είναι ελληνικό, ασχέτως αν ο μύθος του είναι από την Αγία Γραφή.
Παράλληλα έχουμε μία μετάφραση από τον Πιστό Βοσκό, “il pastor fido”, ένα κλασικό έργο πάλι ποιμενικής ποίησης του ιταλού Τζαν Μπατίστα Guarini. Υπάρχει μία μετάφραση του έργου με τίτλο “Ο πιστικός βοσκός” στην Κρήτη, στις αρχές του 17ου αιώνα, ανωνύμου, δεν ξέρουμε ποιος είναι ο μεταφραστής. Ενώ παράλληλα είχε αρχίσει και στα Επτάνησα, πριν από την πτώση της Κρήτης, να εμφανίζεται η λογοτεχνική δημιουργία. Είχαμε άλλη μία μετάφραση περίπου την ίδια εποχή, μέσα 17ου αιώνα (1650), από έναν Μιχαήλ Σουμμάκη ή Μιχαήλ Συμμαχικόν, Ζακυνθινό πάλι του “il pastor fido” με τίτλο: Παστόρ Φίδος ήγουν Ποιμήν Πιστός.
DSCN0493Έχουμε επίσης και ένα πρωτότυπο έργο, την “Ευγένα” του Θεοδώρου Μοντσελέζε. Το όνομα είναι βενετσιάνικο, αλλά είναι Ζακυνθινός ο συγγραφέας. Είναι το παραμύθι της κουτσοχέρας. Ένα παραμύθι που η κακιά μητριά στέλνει στο δάσος δύο πληρωμένους μπράβους να σκοτώσουν την κοπέλλα. Αυτοί της κόβουν τα χέρια όμως σώζεται και η Παναγία της ξαναδίνει τα χέρια της. Ένα παράξενο έργο – πρότυπό του το “Rappresentazio di Stella” – το οποίο είναι μεταξύ θρησκευτικού δράματος, κωμωδίας και θεάματος. Υπάρχει και μία σκηνή κονταροχτυπήματος μέσα εκεί. Και αυτό τυπώθηκε το 1645-46, ένα χρόνο διαφορά από τον “Βασιλέα Ροδολίνο”, πάλι στην Βενετία από το ίδιο τυπογραφείο. Τυπώθηκε όχι με φροντίδα του συγγραφέα, κάποιος το βρήκε και το έδωσε να τυπωθεί.
Την ίδια εποχή έχουμε στην Κεφαλονιά κάποια κωμωδία, της οποίας σώζεται μονάχα ο πρόλογος ή είναι πρόλογος πολλαπλής χρήσεως, για πολλές κωμωδίες. Ο τίτλος, όπως μας σώζεται σε ένα χειρόγραφο που πρωτοδημοσίευσε ο σοφός Κεφαλονίτης λόγιος ο Παναγιώτης Βεργωτής, στον οποίο έχει αφιερώσει εκτενή μελέτη ο αγαπητός δάσκαλος Γεώργιος Γ. Αλισανδράτος, λέει “Πρόλογος εις έπαινον της περίφημου νήσου Κεφαλληνίας πατρίδος μας και της των Ενετών αριστοκρατίας”. Και ενώ τα έχει όλα τόσο καθαρευουσιάνικα, λέει της περίφημου και όχι της περιφήμου. Αυτός είναι ένας πρόλογος που φαίνεται από την εσωτερική μαρτυρία ότι είναι γραμμένος πριν πέσει η Κρήτη στους Τούρκους, δηλαδή γύρω στο 1650-60 κάπου εκεί. Πάντως προ του ‘69 οπωσδήποτε, πράγμα που μαρτυρεί ότι υπήρχε θεατρική ζωή στα Επτάνησα και στην Κεφαλονιά από τον 17ο αιώνα.
Μαρτυρία θεατρική σχετική με το θέατρο της Κέρκυρας έχουμε μόνο μία, η οποία σχετίζεται με την Κέρκυρα μόνο κατά τούτο, ότι ο συγγραφέας της ήταν Κερκυραίος. Στην ουσία όμως αφορά ένα ιταλικό θεατρικό έργο. Υπήρχε ένας συγγραφέας πολύ παλιός, ο Αγκοστίνο Ricchi, Ιταλός ο οποίος έγραψε μία κωμωδία “Οι τρεις Τύραννοι” και δεν είναι άνθρωποι οι τύραννοι, είναι ηθικές αρχές. Σε μία πράξη του – πράγμα συνηθισμένο ότι βάζανε διαλέκτους στις κωμωδίες – ο συγγραφέας ήθελε ένα κομμάτι να είναι γραμμένο σε νεοελληνική γλώσσα, με κάποιους καπεταναίους που τσακωνόντουσαν ελληνικά. Και ανέθεσε στον Νικόλαο Σοφιανό, διαπρεπή λόγιο Κερκυραίο, να γράψει το ελληνικό μέρος της κωμωδίας του “Τρείς Τύραννοι”, κωμωδία που εξεδόθη το 1533.
Έχουμε μία έστω μακρινή από σπόντα σχέση της Κέρκυρας με το θέατρο, όπως έχουμε και μία άλλη που ενετόπισε στη Βενετία ο Άλφρεντ Βίνσεντ, Άγγλος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σίδνευ, όπου σε ένα αντίτυπο μιάς ιταλικής κωμωδίας που λέγεται “Το κορίτσι” (La fanciulla), γράφει επάνω “αυτή η κωμωδία αναγνώστηκε στην Κέρκυρα στις 5 Φεβρουάριου του 1593 ή 83”.Κέρκυρα
Μετά από τον Μοντσελέζε, έχουμε στην Κεφαλονιά τον σημαντικότερο Επτανήσιο θεατρικό συγγραφέα του 18ου αιώνος, που είναι ο Πέτρος Κατσαΐτης. Αυτός ήταν Ληξουριώτης ποιητής που έζησε από το 1665 περίπου έως το 1738-42. Αυτού σώζονται δυο θεατρικά έργα “η Ιφιγένεια” (1720) και “ο Θυέστης” (1721) και ένα άλλο έμμετρο κείμενο “Κλαθμός Πελοποννήσου”.
Η “Ιφιγένεια” είναι ένα έργο που έχει ως πρότυπό του την ομώνυμη τραγωδία του Lodovico Dolce. Στην τελευταία πράξη το κλίμα αλλάζει εμφανίζονται τύποι και καταστάσεις της Commedia dell’ arte. O Μπουρλάκιας πάει να βρει σε ένα φαρμακείο (σπετσαρία) κονφετούρες, γλυκά για τον γάμο. Άλλο επεισόδιο, είναι ότι κάτι μπράβοι κυνηγάνε να δείρουν τον μάντη Κάλχα (Χαλκιά στο έργο) γιατί έκανε λάθος μαντεία και παρ’ ολίγο να σκοτώσουν την κόρη του βασιλιά. Και έχουμε πάλι κωμικά δρώμενα, που ελάχιστα συνδέονται με το κυρίως έργο. Και ένα άλλο, έχει πάει ο Τιμπουρτζιος σε μια ταβέρνα κεφαλονίτικη να αγοράσει κρασί, για να έχουν να πιουν το βράδυ για το γάμο και ρίχνεται σαν σαλιάρης γέρος στην ταβερνιάρισσα και κυρίως μια μικρότερη που είναι εκεί κοντά και τελειώνει πάλι το έργο με ένα ξέσπασμα χαράς με τους γάμους.
Ο “Θυέστης” είναι πιο σοβαρό έργο. Κι αυτό είναι μίμηση του Σενέκα. Είναι ένα έργο που κι αυτό το έχω ανεβάσει κι εγώ παιδί, πολύ νέος, το ‘64 στις πρώτες μου σκηνοθεσίες. Είναι πιο δραματικό έργο. Δεν είναι κωμωδία, παρά μονάχα στην τελευταία μισή πέμπτη πράξη, όπου βάζει την Κλυταιμνήστρα να μιλάει σαν κουτσομπόλα γυναίκα του λαού. Λέει: “Η πεθερά μου μου έκανε αυτά”. Κάτι απίθανα πράγματα τα οποία εκεί σε προβληματίζουν γιατί πάει τόσο δραματικά το έργο. Φαίνεται δεν το άντεχε, ήθελε να το κάνει αυτό που λέμε “εμπορικό”. Πάντως είναι μια πολύ αξιόλογη παρουσία.
Μετά είναι ο Σαβόγια Ρούσμελης ή Σουρμελής. Αυτός είναι Ζακύνθιος ποιητής του 1745 περίπου και έγραψε δυο-τρία έργα: “Η Κωμωδία των Ψευτογιατρών”, Οι “Μωραΐτες”. Είναι πια ηθογραφικές κωμωδίες.
Δηλαδή έχουμε πρώτα τον Φορτουνάτο, μετά τον Κατσάΐτη, που βάζει κάποια ηθογραφικά στοιχεία και μετά σαφώς τον Ρούσμελη, που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Στην “Κωμωδία των Ψευτογιατρών”, οι κομπογιανίτες ήταν γιατροί που ήρθαν από τα Γιάννενα και εξαπατούσαν τους Ζακυνθινούς. Στην πλοκή του έργου μπαίνει ο Κεφαλονίτης καμπούρης, ο οποίος ξεγελάει και τους μεν και τους δε, και τους απατεώνες και τα θύματα, τους αρπάζει λεφτά και στο τέλος το σκάει ως άλλος μικρός μίνι Επτανησιακός Ιάγος.
Η Γλυκερία Πρωτοπαππά-Μπουμπουλίδου επάλεψε για το έργο του Σαβόγια Ρούσμελη και το πρόβαλε πολύ με αξιόλογες εκδόσεις. Εκείνη την εποχή, 1745, έχουμε και τη μετάφραση-διασκευή του “Αμύντα” του Tarquato Tasso από άγνωστο ποιητή. Τον ενετόπισα εγώ ύστερα από μία σειρά ερευνών αστυνομικής και χιουμοριστικής υφής. Συγγραφέας-διασκευαστής του είναι βεβαιωμένα ο Γεώργιος Μόρμορης ιατροφιλόσοφος από τα Κύθηρα που το έγραψε και το ετύπωσε όταν ήταν φοιτητής στην Βενετία. Δηλαδή έχουμε και μία τσιριγώτικη παρουσία.
Τελειώνει ο 18ος αιώνας με την πτώση της Βενετίας. Λίγα χρόνια πριν γράφεται ένα έργο θρύλος του επτανησιακού θεάτρου, “Ο Χάσης” (1790) του Γουζέλη. Χανιά1-Χρήστος ΤσαντήςΈνα έργο θρύλος, το οποίο – συγγνώμη που αναφέρω τον εαυτό μου, αλλά λίγα ψώνια σαν εμένα που ασχολήθηκαν μ’ αυτά τα πράγματα, γι’ αυτό και το αναφέρω – κατόρθωσαν ν’ ασχοληθούν με αυτό. Εγώ πολύ νέος ασχολήθηκε μαζί του και μόνο σε μία διασκευή σε σύντμιση γιατί ολόκληρο το κείμενο ήταν αδύνατον. Όταν μία φορά ο Άλκης Αγγέλου ανέθεσε στον Γιώργο Αλισανδράτο να το εκδώσει στην σειρά του “Ερμή” που ήταν τότε η Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, μου λέει: “Σπύρο μου, αμφιβάλλω αν ανήκει το έργο αυτό πλήρως στην ελληνική γραμματεία. Τα βενετσιάνικα στοιχεία του είναι τόσο πολλά”. Γιατί πράγματι, θέλει μία παρέμβαση σκηνοθετική. Φιλολογικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποκατασταθεί. Αλλά έχει κομμάτια εκπληκτικά. Ο Γουζέλης ήταν ένας λόγιος άνθρωπος. Το έγραψε 16 χρονών, παιδί, αυτό το έργο. Και έχει μία πολύ ωραία έκφραση. Αργότερα έγινε Φιλικός, πήρε μέρος στον αγώνα του ‘21. Μετέφρασε και έγραψε άλλα θεατρικά έργα στην καθαρεύουσα.
Ο Άγγελος Τερζάκης, μεγάλος μου δάσκαλος που τώρα έχουμε την τιμή να παίζουμε το κορυφαίο βυζαντινό έργο του “Θεοφανώ”, έλεγε για τον Γουζέλη, “ένας μεγαλοφυής νεαρός που μετά αυτοκτόνησε σε ένα καλαμάρι με μελάνι της καθαρευούσης”. Πράγματι έγραψε το έργο αυτό και μετά διαλύθηκε σαν συγγραφέας.
Ένας απόηχος ωχρός του “Χάση”, είναι το τελευταίο έργο χρονολογικά, στο οποίο θα αναφερθώ, που γράφτηκε το 1800. Πρόκειται για ένα έργο που τιτλοφορείται “Κωμωδία” και είναι μία κωμωδία ενός Διονυσίου Λουκίσα, Ζακυνθινού κι αυτό. Με αυτό το έργο κλείνει και αυτή η κοινή πορεία Κρήτης και Επτανήσου.
Φοβάμαι ότι σε κάποια σημεία έτρεχα και κακώς δεν σκέφτηκα νωρίτερα να σας πω να με φρενάρετε. Φοβάμαι ότι φλυάρησα λίγο παραπάνω, αλλά θεώρησα την εισαγωγή μου αξιόλογη για τον χώρο αυτό. Ελπίζω να μη σας κούρασα ιδιαιτέρως.
Εκείνο που μπορώ να ευχηθώ τελειώνοντας, είναι να κάνουμε ένα ωραίο ταξίδι όλοι μαζί, μια κρουαζιέρα στην Κρήτη και τα Επτάνησα, όπου να παίξουμε μία παράσταση καθ’ οδόν και να τα λέμε κάθε τόσο.

Από την έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (E.I.E.)
Υπεύθυνη των Ειδικών Μορφωτικών Εκδηλώσεων-Επιμέλεια Έκδοσης:
κ. Ελένη Γραμματικοπούλου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s