ΕΝΤΟΛΗ
«Δε χρειάζομαι άδεια από τους σφραγιδοφύλακες για να κρατήσω την ιδεολογία μου…»
….«Τα νέα είναι πολύ άσκημα…»
«Δηλαδή;»
«Θα τα πούμε. Δε λέγονται στο πόδι.»
«Δε λέγονται» έκανε και η Λέλα που ήταν πάντα η ηχώ της φωνής εκείνου.
Δεν επέμενα να μάθω. Παραδόθηκα στη φλυαρία της Λέλας που δεν έχανε ευκαιρία να παινέψει τον άντρα της. «Ο Νικήτας είπε… Ο Νικήτας πιστεύει…».
Τον θαύμαζε και τον παραχάιδευε. Είχε ωστόσο μια δική της ευγένεια, ανάκατη με συστολή. Έμοιαζε με ήρεμο ποταμάκι που τραβάει αθόρυβα κι υπομονετικά το δρόμο του. Στο χαρακτήρα είχε κάποιες ομοιότητες με το Σωτήρη. (Πόσο πλήξη θα νιώθανε αν ήτανε οι δυο τους ζευγάρι!) Ταραχοποιός στην παρέα ήταν ο Νικήτας. Όμως κι εγώ δεν πήγαινα παρακάτω. Όταν ο ένας παράσταινε τον αετό, ο άλλος έκανε το γεράκι. Συζητούσαμε με πάθος, διαφωνούσαμε, καβγαδίζαμε. Ήταν φανερό πως άρεσε ο ένας στον άλλον. Ωστόσο κι οι δυο υποκρινόμασταν πως δεν το καταλαβαίνουμε. Ίσως γι’ αυτό και οι συζητήσεις μας είχαν τόση εριστικότητα.
Ο Νικήτας ήταν ανήσυχος, εκδηλωτικός, σχεδόν νευρωτικός, με αδρά χαρακτηριστικά, χοντρά χείλη, μάτι καστανό ειρωνικό, φορές φορές γινόταν απόλυτα τρυφερό. Είχε σπουδάσει χημικός, μα παράξενος καθώς ήταν σε όλα του, έκανε επάγγελμα τη δημοσιογραφία και χόμπι την επιστήμη. Το μυαλό του προέτρεχε κοφτερό, σκεπτικό, επιθετικό. Το θεωρούσε προσβολή να τον πεις διανοούμενο.
«Παρασταίνουν τις Πυθίες, έλεγε για να δείξουνε πόσο σπουδαίοι είναι.» Τ’ άρεσε να χλευάζει και να λέει ασυνήθιστες κουβέντες που μοιάζανε με παραδοξολογίες. Όταν τον άκουγες ένιωθες κάτι παράξενο, σαν ν’ απογύμνωνε τους ανθρώπους, τη ζωή, τα ιδανικά.
Η Άννα τον κατηγορούσε για ερασιτεχνισμό. Είχε μετατρέψει το σπίτι του σ’ επιστημονικό εργαστήρι. Έπαιζε με έρευνες και μικροεφευρέσεις. Καμία καριέρα δεν τον συγκινούσε. Γι’ αυτό και προτίμησε την αφάνεια του ανώνυμου μεταφραστή.
«Μονάχα έτσι μπορεί κανείς να μείνει τίμιος και αδέσμευτος» έλεγε. Από μαθητής είχε αρχίσει πολιτική δράση. Ανέβηκε γρήγορα στα πιο ψηλά αξιώματα της κομμουνιστικής νεολαίας. Αργότερα διαφώνησε με την ηγεσία, ταλαντεύτηκε, έφυγε, ξαναγύρισε και τέλος αποτραβήχτηκε οριστικά. «Δε χρειάζομαι άδεια από τους σφραγιδοφύλακες για να κρατήσω την ιδεολογία μου» έλεγε.
Τον φωνάζαμε «λαθολόγο» και Κασσάνδρα, γιατί και στις πιο «ρόδινες» εποχές, όταν κανείς από μας δεν τολμούσε ούτε νοερά ν’ αμφισβητήσει το «αλάθητο» της πολιτικής γραμμής, αυτός φώναζε για λάθη και πρόβλεπε καταστροφές. Δεχόταν επιθέσεις απ’ την παρέα. Μα δεν το ’βαζε κάτω. Ήταν σίγουρος πως βλέπει και κρίνει σωστά. Μ’ εμένα έδειχνε κάποια ανοχή, παρ’ όλο που τον αντιμετώπιζα περισσότερο με πειράγματα και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς παρά μ’ επιχειρήματα.
«Ξέρετε πού είναι το δικό μου ασυγχώρητο λάθος; ξέσπασε μια μέρα. Σκέφτομαι (θανάσιμο παράπτωμα να σκέπτεσαι και μάλιστα με προοπτική). Βλέπω τα λάθη πριν γίνουν, ενώ οι αρχηγοί μας προτιμούν να τα βλέπουν κατόπιν εορτής και σε κάποια «ιστορική» ολομέλεια να τ’ αναγνωρίζουν με φιγουρατζίδικες αυτοκριτικές. Όμως και να κουνήσουν απ’ τα «πόστα» δε λένε! Εκεί, στο σβέρκο του κινήματος, Ισόβιοι κληρονομικοί άρχοντες. Να είσαι ανεπαρκής είναι θεμιτό. Μα να διαιωνίζεις την ανεπάρκεια σου και να την επιβάλεις σαν κάτι ιερό και απαραβίαστο, αυτό, να με συμπαθάτε, λέγεται…»
«Σταμάτα, Νικήτα, του φώναξα, σταμάτα επιτέλους!»
«Εγώ σταματώ, μα τα γεγονότα δε σταματούν… Κάτι ξέρουν οι “λεβέντες” που κρατούνε “πάση θυσία” τ’ ανώτερα πόστα τους. Είναι πολύ δύσκολο να χτυπήσεις κάποιον που βρίσκεται ψηλά, γιατί ο κάποιος αυτός έχει έντεχνα μπερδέψει τον εαυτό του με το Κόμμα.»
«Γίνε συ αρχηγός. Γιατί δε γίνεσαι;» του είπε κάποιος.
Κι εγώ πρόσθεσα: «Έτσι που μιλάς, κάνεις τον άλλον να ξεχνάει ποιος είναι ο αληθινός εχθρός.»
Με κοίταξε μ’ απορία. «Αυτό είναι! είπε. Κινδυνεύουμε να θεωρηθούμε “ύποπτοι”, γιατί δε χασμουριόμαστε όμοια με τον αρχηγό. Φτάσαμε σε σημείο να πιστεύουμε πως καλός επαναστάτης είναι κείνος που βάζει στο μούσκιο τη σκέψη του. Τί με κοιτάς με τέτοια φρίκη; Είναι ψέματα πως δειλιάζετε ν’ αντικριστείτε με την πραγματικότητα και να πείτε τις αληθινές σας σκέψεις; Σας συνέχει φόβος και τρόμος μη θίξετε όνειρα και είδωλα. Κοντεύει να μην ξεχωρίζουμε πια τα είδωλα απ’ τα ιδανικά μας».
Νέα αποδοκιμασία. Ο Νικήτας κουνούσε το κεφάλι πικραμένος, μα απτόητος.
«Το πιο ανησυχητικό μ’ εσάς είναι ο εφησυχασμός σας. Μάθατε ν’ αφήνετε τους άλλους να σκέφτονται για λογαριασμό σας και μάλιστα “εν λευκώ!” Κλειδαμπαρώνεστε μέσα σ’ έναν κατευχαριστημένο δογματισμό. Σταματήσατε να ερευνάτε, να καταλαβαίνετε τι καινούργιο γεννιέται. Κίνημα δεν είναι ο ένας ή οι δέκα “αλάθητοι” που λυμαίνονται τις εξουσίες, μα όλοι εμείς! Κι όλοι εμείς έχουμε ευθύνες για ό,τι στραβό γίνεται. Αυτή τη συναίσθηση της ευθύνης πασχίζω να σας ξυπνήσω…»
…Ξεκινήσαμε για τα Μεσόγεια με σκοπό να καταλήξουμε στο Σούνιο. Ο Σωκράτης είχε γερό αμάξι και τ’ άρεσε να τρέχει. Η ματιά λιμασμένη δε χόρταινε ν’ αρπάζει φευγαλέα σχήματα και χρώματα. Απαλοί λόφοι και χωράφια με κόκκινο παχύ χώμα και παντού ατέλειωτες σειρές κλήματα με κρουστό κεχριμπαρένιο σταφύλι. Το ρετσίνι και το θυμάρι ευωδίαζε κι ανάμεσα από ασημένιες ελιές και κοντόσωμα πεύκα φαινότανε και χανότανε, κομματιαστή, η γαλάζια θάλασσα. Ο ίλιγγος έδινε μια ρευστότητα στις εικόνες και η Αυγή που ήταν ζωγράφος την παρομοίασε με ανεικονική τέχνη. Η συζήτηση άναψε. (Να ’ταν αντίδοτο για ν’ αποφύγουμε τα πολιτικά;)
Ανακαλύψαμε ένα απόμερο λιμανάκι όπως το ’θελε ο «αρχηγός». (Έτσι φωνάζαμε το Νικήτα στις εκδρομές.) Ο Σωκράτης και η γυναίκα του αρχίσανε να βγάζουνε από το «πορτ μπαγκάζ» ένα σωρό μικροεκπλήξεις: Ένα φορητό ψυγείο, μια πλαστική βάρκα, μικρά δέματα που γίνονταν στο άψε σβήσε αναπαυτικές πολυθρόνες και στρώματα και ομπρέλες, όλα πρωτότυπα, φερμένα από το εξωτερικό. Γελούσαν ευχαριστημένοι κάθε που εκδηλώναμε με ομαδικά επιφωνήματα το θαυμασμό μας. Σκέφτηκα με πίκρα πως οι άνθρωποι αυτοί αντικαταστήσανε τα επαναστατικά τους ιδανικά με τούτα δω τα φουσκωμένα αέρα πλαστικά.
Κάποτε ο Σωκράτης δεν ενδιαφερόταν για καριέρες. Οι πολιτικοί αγώνες είχαν το προβάδισμα. Σήμερα είναι ένας φτασμένος μηχανικός που δεν προλαβαίνει να κλείνει δουλειές. Συναισθηματικά και ιδεολογικά θα ’θελε να μείνει κοντά στο λαό. Η Ασφάλεια όμως έκανε ό,τι μπορούσε να εμποδίσει μια τόσο βολική ταχτοποίηση. Του γύρευε να «ξεκαθαρίσει» τη θέση του και του ’βαζε το δίλημμα όπως και σε χιλιάδες άλλους. «Ή θα κάνεις δήλωση μετανοίας ή θα πας εξορία.» Έριξε όσα μέσα είχε για ν’ αποφύγει και το ένα και το άλλο. Τελικά τον μπερδέψανε πιο πολύ οι ισχυροί φίλοι που αναλάβανε την προστασία του και δε γλίτωσε τη δήλωση.
Το παράξενο είναι πως την πιο έκδηλη δυσαρέσκεια την έδειξε η ίδια η γυναίκα του. Από ιδιοσυγκρασία η Αυγή ήταν μάλλον δειλή. Της άρεσε όμως η λεβεντιά. Καταγόταν από αστική οικογένεια διανοουμένων. Στη δικτατορία του Μεταξά ξεσπάθωσε μαχητικά. (Πάντα οι δικτατορίες γίνονται στρατολόγοι και πλουτίζουν τα επαναστατικά κινήματα.) Και ήταν η Αυγή την εποχή εκείνη τόσο ασύνετα εκδηλωτική που την τσάκωσε ο Μανιαδάκης, την κλείδωσε στα υπόγεια της Ασφάλειας, την πότισε ρετσινόλαδο και την κάθισε στον πάγο. Πέσανε τα σόγια της – ένας τραπεζίτης, ένας υπουργός, ένας στρατηγός – και γλίτωσε τη δήλωση και την εξορία.
Ο Νικήτας θύμωνε άμα μας άκουγε να κατηγορούμε για λιποψυχία και λιποταξία το Σωκράτη και την Αυγή. «Δεν είναι ο φόβος που τους έδιωξε από το κίνημα. Αν και για μένα ο φόβος είναι ένα φυσιολογικό κι απόλυτα σεβαστό ανθρώπινο συναίσθημα. Το σύμπτωμα είναι γενικότερο. Κείνο που απομακρύνει τους χτεσινούς συμμάχους μας είναι η ίδια η πολιτική μας. Δε νιώθουν πια τον αγώνα σαν κοινή υπόθεση. Θα ήταν λάθος να δημιουργήσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο ψυχολογία αποστάτη. Σε κάποια “ιστορική” ολομέλεια θ’ ακουστεί στα σίγουρα, πως μια από τις αιτίες που ηττηθήκαμε ήταν η έλλειψη συμμάχων.» «Μπράβο, δάσκαλε, τον ειρωνευτήκαμε. Μας έβαλες πάλι στη θέση μας…»
…Η Άννα λίγο ξαφνιάστηκε, μα δεν το ’δειξε. Έφερε με μαστοριά τη Νίνα στο παράδειγμα της Κατοχής (μακριά από κακοτοπιές).
«Ανάμεσα στη βάση και στην καθοδήγηση, υπήρχε τότε ανταπόκριση, σχεδόν ταύτιση στις επιδιώξεις και στην ταχτική που εφαρμόζαμε. Η γραμμή ξεκινούσε από τη βάση, συζητιόταν από τα όργανα και τελικά διαμορφωνόταν από την ηγεσία. Έτσι πλουτισμένη και επεξεργασμένη ξανακατέβαινε στη βάση. Η συλλογική σκέψη είναι απόσταγμα λαϊκής σοφίας. Περνά από το ατομικό στο ομαδικό μ’ επιλογές και διεργασίες τέλειες. Όπως γίνεται με τα δημοτικά τραγούδια, τις παροιμίες, το λαϊκό πολιτισμό. Μένει στο στέρεο, το αληθινό. Όταν η πολιτική μας βρίσκει αντιδράσεις στο λαό είναι σαν να λειτουργεί αυτόματα κάποιο προειδοποιητικό κουδούνι: Προσέχτε! Κάτι δεν πάει καλά.»
Ήθελα να της απαντήσω πως αυτό ακριβώς το προειδοποιητικό κουδούνι χτυπούσε εδώ και καιρό…