Η μνήμη
Η Θεοδώρα περπατούσε στο δρόμο. Είχε συννεφιά. Έβλεπε τον κόσμο να τρέχει βιαστικός. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα είχε παράξενο συναίσθημα. Η μέρα της γιορτής του πολυτεχνείου ήταν πάντα ιδιαίτερη γι’ αυτήν.
Οι μνήμες από εκείνη την ημέρα ήταν ακόμα ζωντανές. Και όχι μόνο από εκείνη την ημέρα αλλά όλων εκείνων των χρόνων. Θυμόταν τα πάντα: Τις μέρες της χούντας , του φασισμού , τον στρατιωτικό νόμο, το πολυτεχνείο, στο οποίο ήταν μέσα εκείνη την ημέρα, τα τανκς και αυτούς που πέθαναν.
Η θυσία των συναγωνιστών της δεν είχε σβήσει καθόλου από το μυαλό της. Ακόμα περισσότερο σήμερα που ήταν περισσότερο διαχρονικές από ποτέ. ‘’ Θα μπορούσα να μην ανησυχώ, ούτε να τα σκέφτομαι όλα αυτά’’ σκέφτηκε, ‘’έφτασα σχεδόν 60 χρονών. Η δύση της ζωής μου έχει αρχίσει να φαίνεται. Όμως το σήμερα μου θυμίζει τόσο πολύ το χθες ….’’
Προχωρώντας στη συνέχεια είδε δύο νέα παιδιά να τσακώνονται . Όταν πλησίασε άκουσε ότι ο λόγος που λογομαχούσαν ήταν για δύο πολιτικές παρατάξεις. Τότε οι μνήμες της δυνάμωσαν περισσότερο. ‘’ Έτσι ήμασταν και εμείς πριν συμβεί το κακό. Η μεγάλη μας συμφορά δεν ήταν εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και επέβαλαν την δικτατορία άλλα η δική μας νοοτροπία και το δικό μας πείσμα. Πάντα οι Έλληνες είχαν τη συνήθεια να γίνονται ομάδες, να σπάνε σε κομμάτια. Τότε είναι που ο φασισμός βρίσκει διέξοδο και εγκαθιδρύεται. Όπως ο τύραννος στη Πολιτεία του Πλάτωνα υπόσχεται στους ‘’κηφήνες’’ σταθερότητα και προστασία και τότε επιβάλλει το δικό του καθεστώς. Μόνο τότε όμως καταλαβαίνει κανείς ότι αυτή η σταθερότητα δεν υπήρξε ποτέ στη πραγματικότητα’’.
Όλες αυτές οι σκέψεις την συντρόφευαν στο δρόμο. Είχε μία πικρή διάθεση. Εκείνη είχε δώσει αυτό τον αγώνα για την ελευθερία. Ήταν τυχερή που σώθηκε , όμως δεν περίμενε ποτέ να έχουν περάσει 41 χρόνια και να μην έχει αλλάξει τίποτα στη πραγματικότητα.
Καθώς προχωρούσε πέρασε δίπλα μία πορεία από διαδηλωτές που διαδήλωναν για το πολυτεχνείο. Φώναζαν το σύνθημα : Ψωμί-Παιδεία –Ελευθερία. Τότε η Θεοδώρα άρχισε πάλι να σκέφτεται: ‘’Μακάρι να τα πιστεύουν. Γιατί και το ψωμί είναι σημαντικό και η παιδεία απαραίτητη και η ελευθερία προϋπόθεση για τα άλλα δύο. Το σπόρο της δικτατορίας τον θρέψαμε εμείς, με τις πολιτικές μας έριδες , τα μικροσυμφέροντα μέχρι που φύτρωσε και παραλίγο να μας πνίξει και μόνο με την θυσία και το αίμα κάποιων ξεράθηκε. Κι όμως τώρα αυτό ξανά φυτεύτηκε και είναι ζήτημα καιρού να ξαναφυτρώσει. Κι αυτή τη φόρα τους πιστεύουν πιο πολύ κι αν ανέβουν θα πέσουν δύσκολα’’.
Όλα αυτά της δημιουργούσαν τέτοιες σκέψεις. Τα γεγονότα του πολυτεχνείου ήταν πιο επίκαιρα από ποτέ. Σκεφτόταν διαρκώς εκείνα τα γεγονότα. Κάποιες καρδιές την μία στιγμή χτύπησαν πιο δυνατά από όσο μπορεί να χτυπήσει μία καρδιά και την επόμενη στιγμή σταμάτησαν να χτυπούν. Και αυτή η θυσία σήμερα θεωρείται ένα ψέμα επειδή κάποιοι τα ξέχασαν και πήραν άλλο δρόμο.
Σκέφτηκε έπειτα πως ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι. Όσο κι αν είχε στεναχωρηθεί διατηρούσε μία βαθιά και αληθινή ελπίδα ότι οι νέοι θα βρουν το σωστό δρόμο. Αυτή η ελπίδα στηριζόταν στη μνήμη. Όσο αυτή τη μέρα τη γιόρταζαν και δεν έπαυαν να θυμούνται την αλήθεια , όχι την αλήθεια όμως που θέλουν κάποιοι να βλέπουν, η μνήμη θα δείξει το δρόμο για να διαφυλάξουν αυτά που κάποιοι υπερασπίστηκαν με το αίμα τους: Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία.
Το ημερολόγιο
Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα και ο κόσμος άρχισε πάλι να κυκλοφορεί με τα πόδια. Ήταν παραμονή της επετείου του πολυτεχνείου. Οι δρόμοι είχαν παντού αφίσες που μιλούσαν για τον εορτασμό αυτής της ημέρας και που καλούσαν τον κόσμο να κατέβει στη διαδήλωση που επρόκειτο να γίνει. Ο κόσμος όπως κάθε χρόνο είχε βρει την ευκαιρία να μιλήσει για αυτή τη μέρα. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να μιλούν γι’ αυτά τα γεγονότα μόνο την ημέρα που γιορτάζονται.
Ο Άρης βιαζόταν να πάει στο πολυτεχνείο. Είχε αργήσει πολύ για το μάθημα του και προχωρούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν έδινε καμία σημασία στις αφίσες, όμως στο ύφος φαινόταν ότι του προκαλούν δυσφορία. Συνεχίζοντας το δρόμο του άκουσε φευγαλέα κάποιους να μιλούν για την ημέρα της 17ής Νοεμβρίου και τις θυσίες των αγωνιστών του Πολυτεχνείου. Τότε το ύφος του άλλαξε καθώς άρχισε να αισθάνεται απογοήτευση. ‘’ Έχουν περάσει 41 χρόνια ..’’, σκέφτηκε ‘’ακόμα πιστεύουν σε παραμύθια ….’’. Έπειτα συνέχισε το δρόμο του.
Σε λίγη ώρα είχε φτάσει στο Πολυτεχνείο και άρχισε τότε να τρέχει για να προλάβει το μάθημα του. Ακριβώς την ώρα που έκλειναν οι πόρτες πρόλαβε και μπήκε. Οι ‘’δυσάρεστες’’ όμως εκπλήξεις δε θα σταματούσαν γρήγορα σήμερα. Ο καθηγητής του άρχισε κι εκείνος να λέει για την ημέρα του πολυτεχνείου. Πριν ξεκινήσει το μάθημα θεώρησε σωστό να κάνει μία μικρή μνεία σε όσους αγωνίστηκαν τότε και έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία και τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου. Η αγανάκτηση του Άρη βέβαια όλο και μεγάλωνε.
Αφού σχόλασε τον πλησίασε κάποιος συμφοιτητής του και τον ρώτησε αν θα πάει στην αυριανή πορεία. Δε μπόρεσε πια να συγκρατήσει το θυμό του:
- Μα είναι δυνατόν! Δεν έχετε βαρεθεί αυτή την ιστορία;
- Τι εννοείς; τον ρώτησε ο φίλος του
- Το πολυτεχνείο και το πολυτεχνείο…! Είναι γεγονός που πρέπει ακόμα να το γιορτάζουμε; Στις μέρες μας , με τόση ανεργία, τόση φτώχεια, τόση διαφθορά σε κάθε τομέα της ζωής μας και όλα αυτά έργο αυτής της δημοκρατίας. Αν είχαμε ακόμα δικτατορία θα υπήρχε διαφάνεια και σταθερότητα! Οι ήρωες που γιορτάζουμε κάθε χρόνο μας πήγαν στον πάτο!
Μετά από αυτό η διάθεσή του είχε χαλάσει τελείως. Αποφάσισε να πάει στο σπίτι του. Όταν έφτασε όμως σπίτι του έμπλεξε σε μία παρόμοια σκηνή. Οι γονείς του έβλεπαν τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι ειδήσεις στη τηλεόραση. Εκείνη τη στιγμή οι ειδήσεις μιλούσαν για το ίδιο θέμα. Τότε άρχισε ξανά την ίδια συζήτηση για το πόσο ανούσια είναι όλα αυτά για την σταθερότητα που θα υπήρχε από τα απόλυτα καθεστώτα και όλα αυτά που είχε πει και πριν. Ο πατέρας του τον άκουγε με υπομονή , όμως κάποια στιγμή αποφάσισε να τον διακόψει και του είπε :
- Περίμενε! Καλύτερα πρώτα να δεις κάτι έλα μαζί μου…
Πήγε με το πατέρα του στο δωμάτιο του όπου του έδωσε ένα τετράδιο. Ήταν το ημερολόγιο του μεγαλύτερου αδερφού του που σκοτώθηκε στο πολυτεχνείο όταν ήταν περίπου 26 χρονών. Ο πατέρας του τον συμβούλεψε να το διαβάσει και εκείνος αν και όχι πολύ πρόθυμα αποφάσισε να ρίξει μία ματιά. Όπως άρχισε να το ξεφυλλίζει το ημερολόγιο στάθηκε σε μία ημερομηνία και άρχισε να διαβάζει:
21 Απριλίου 1967
‘’ Δε περίμενα να ξημερώσει τέτοια μέρα. Ακόμα αναρωτιέμαι πότε θα καταλάβουν οι συμπατριώτες μου. Η Ελλάδα μετράει αιώνες δεινών και σκλαβιάς και τώρα που έχουμε πλέον την ελευθερία μας , τώρα θα τη στερήσουμε ο ένας από τον άλλον; Τα ραδιόφωνα μιλούν για την κατάρρευση της ‘’φαυλοκρατίας’’. Δε ξέρω πως μπορεί η πρόοδος να έρθει χωρίς ελευθερία…’’
Συνεχίζοντας το βιβλίο διάλεξε να διαβάσει τυχαία μία άλλη σελίδα:
18 Μαρτίου 1968
‘’ Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονται συνεχώς, όλοι μιλούν για διαφάνεια, για σταθερότητα, είναι λογικό…. Σε ένα τόπο που δεν μπορεί κανείς ούτε να κουνηθεί από τη θέση του πως μπορεί να υπάρξει αδιαφάνεια; Έχει νόημα να είναι κανείς σωστός με το ζόρι; Κάθε 28η Οκτωβρίου γίνεται μνεία για αυτούς που έπεσαν για την ελευθερία, κάθε 25η Μάρτη το ίδιο και τώρα που είναι αυτή η ελευθερία. Δεν έχει νόημα ένα έθνος να ναι τίμιο επειδή δεν μπορεί να είναι άτιμο….’’
Άρχισε να έχει κάποιες σκέψεις τότε. Έπειτα πήγε σε άλλη ημερομηνία:
05 Ιουνίου 1970
‘’ Εχθές φυλάκισαν κάποιους φοιτητές επειδή τόλμησαν να παραβούν τον στρατιωτικό νόμο. Όμως γι αυτούς που έχουν παραβεί τον ανθρώπινο. Θα έπρεπε να υπάρχει και για αυτούς που καταπατούν τα ιδανικά μίας ολόκληρης κοινωνίας. Θα έρθει άραγε κι αυτή η ώρα;’’
Κάποια στιγμή έφτασε στις τελευταίες σελίδες του ημερολογίου:
16 Νοεμβρίου 1973
‘’ Υπάρχει αναστάτωση. Το ’χουμε πάρει απόφαση. Δε θα βγούμε από εδώ. Θα διεκδικήσουμε ότι μας ανήκει. Ακόμα και ο θάνατος δε πρέπει να μας τρομάζει. Ο κόσμος είναι μαζί μας. Το σύνθημά μας πρέπει να το θυμούνται όλοι: ψωμί-παιδεία –ελευθερία!’’
17 Νοεμβρίου 1973
‘’ Έφτασε η κρίσιμη ώρα. Τα τανκς πλησιάζουν. Οι στρατιώτες είναι σαν εμάς, παιδιά του ίδιου λαού αλλά σε λίγο θα μας χτυπάνε. Τι φταίνε κι αυτοί; Άλλοι φταίνε. Φοβάμαι μα δε θα φύγω. Όλοι φοβόμαστε αλλά θα μείνουμε εδώ. Ο θάνατος μας είναι το μόνο που μας ανήκει. Αυτή είναι η τελευταία φορά που γράφω. Θα ήθελα αν βρει κανείς αυτό το ημερολόγιο να καταλάβει γιατί είμαστε σήμερα εδώ. Πέρα από τις πολιτικές διαφορές πρέπει πάνω από όλα να είμαστε ελεύθεροι. Μόνο με την ελευθερία και την αξιοπρέπεια οι άνθρωποι πάνε μπροστά’’.
Ο Άρης τώρα είχε καταλάβει. Όλα αυτά μπήκαν βαθιά μέσα του. Φύλαξε ξανά το ημερολόγιο. Έπειτα πέρασε από το σαλόνι όπου ήταν οι γονείς του. Κοίταξε τον πατέρα του και χαμογέλασε. Ο πατέρας του κατάλαβε. Την επόμενη μέρα κατέβηκε στη πορεία με τους συμφοιτητές του. Κατάλαβε ότι έπρεπε όλοι να διαφυλάξουν αυτό για το οποίο κάποιοι θυσιάστηκαν, την ελευθερία.