Η τύχη είναι δύσκολο να βρεθεί. Συχνά πολλοί δεν ξέρουν τι θα πει τύχη. Όταν τους ακούς να λένε ‘’μόνο 200 ευρώ θέλω’’ δε τους πιστεύεις. Έτσι κι αλλιώς δεν λένε αλήθεια. Ακόμα και να τα κέρδιζαν δεν θα σταματούσαν εκεί. Η απληστία του κόσμου δεν σταματάει σε κανένα ποσό.
Για τον Χάρη, όσοι αγόραζαν λαχεία ή έπαιζαν ξυστό ήταν άπληστοι. Ακόμα κι ο ίδιος όσες φορές είχε παίξει, τον είχε παρακινήσει η απληστία. Κι ας τα πουλούσε τώρα δεκαπέντε χρόνια για να ζει. Όταν είχε ξεκινήσει αυτή τη δουλειά ήταν μόλις είκοσι έξι χρονών και είχε φτάσει πλέον πάνω από σαράντα. Δεν είχε κάποιο σοβαρό παράπονο από αυτή τη δουλειά. Βασικά είχε μόνο ένα, ότι κάθε μέρα στη δουλειά του άκουγε τα ίδια. Όλοι όσοι αγόραζαν από αυτά που πουλούσε ήθελαν λεφτά. Μόνο για λεφτά άκουγε κάθε μέρα. Συνεχώς η ίδια γκρίνια. Όλοι είχαν ανάγκες. Κι όλοι γκρίνιαζαν. Κι ας είχαν όλοι την υγεία τους, κι ας είχαν οι περισσότεροι πιο πολλά χρήματα από εκείνον, κι ας είχαν ακόμα και πολύ όμορφες οικογένειες και ελεύθερο χρόνο. Δεν είχε σημασία.
Η μέρα του δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Αλλά ούτε και δυσάρεστη. Από τότε που πήρε το πτυχίο του και το μεταπτυχιακό του στη νομική, θα ήταν τώρα 17 με 18 χρόνια, δεν τον είχε πειράξει ιδιαίτερα που δούλευε στο δρόμο σαν λαχειοπώλης. Του φαινόταν πολύ καλύτερο από κάποιες άλλες δουλειές που είχε κάνει σαν νέος και οι περισσότερες ήταν σε γραφείο. Όταν ήταν 24 χρονών μάλιστα δούλεψε και σαν ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο ενός δικηγόρου εύπορου, αλλά περισσότερο από την πατρική του περιουσία, και όχι από τις δίκες του. Δεν είχε βέβαια δει και με αυτή τη δουλειά το όνειρο του να πραγματοποιείται αλλά περίμενε να ότι θα γινόταν κάποια στιγμή. Ωστόσο δεν είχαν περάσει σωστά δύο χρόνια όταν ο δικηγόρος που είχε το γραφείο τον απέλυσε καθώς έπρεπε να προσλάβει τον γιο του, ο οποίος επέτρεψε στα τριάντα του με ένα πολυπόθητο και πιθανότατα ακριβοπληρωμένο πτυχίο Νομικής και έπρεπε να κάνει την άσκηση στο γραφείο που θα κληρονομούσε για να αποδίδει δικαιοσύνη, την οποία σπούδαζε 12 χρονιά.
Λίγο καιρό, μετά από αυτή την εξέλιξη ο Χάρης κατάφερε να βρει αυτή την δουλειά και τότε έμαθε πολλά για τον κόσμο. Η πρώτη φορά που άκουσε επιδοκιμαστικά σχόλια γι’ αυτήν τη δουλειά ήταν και η πρώτη φορά που κατάλαβε ότι θα άφηνε τη μία από της δύο μεγάλες αγάπες που είχε από μικρός, όταν έμενε ακόμα στο χωριό του, που ήταν η αγάπη του για την Νομική, για να γίνει δικηγόρος. Από μικρός το ονειρευόταν. Δεν ήταν το γνωστό ρομαντικό όνειρο ότι θα απέδιδε δικαιοσύνη και θα έκανε τον κόσμο καλύτερο. Απλά του άρεσε η ιδέα ότι θα βρίσκεται στην αίθουσα του δικαστηρίου και θα δίνει μάχες για να κερδίσει, είτε είχε δίκιο –είτε άδικο. Όλη αυτή η περιπετειώδης ζωή του φαινόταν πολύ ελκυστικότερη από εκείνη στο χωριό.
Η άλλη του αγάπη ήταν, οι παραστάσεις του Καραγκιόζη, το θέατρο σκιών που λένε. Αυτές τις παραστάσεις τις έψαχνε συχνά όχι μόνο στο χωριό, αλλά και στην πόλη, κι όταν παντρεύτηκε και έκανε κι εκείνος τρία παιδιά, τρία αγόρια όπως και ο αγαπημένος του ήρωας. Ακόμα και τώρα στα σαράντα δύο του χρόνια. Πάντα του άρεσε αυτή η εναλλαγή των ρόλων του λαϊκού ήρωα. Μία αέναη προσπάθεια επιβίωσης μέσα από την ανεργία, από της διάφορες εργασίες από τα διάφορα τεχνάσματα. Για την λαϊκή τάξη, σύμφωνα με τον Χάρη, δεν μίλησε τόσο σωστά ούτε ο Ρίτσος, ούτε ο Μαρξ ούτε κανένας άλλος καλύτερα από τον Καραγκιόζη. Όλα τα μέλη της παράστασης και όλα τα σκηνικά ήταν αληθινά κομμάτια της κοινωνίας.
Μικρός σκεφτόταν ότι δε είχαν δείξει ποτέ τον Καραγκιόζη δικηγόρο. Αυτή η δουλειά θα του ταίριαζε γιατί τα έλεγε δικολαβίστικα και με ρητορικό τρόπο και έτσι θα κέρδιζε, θα έφτιαχνε καριέρα. Θα γινόταν μεγάλος. Αυτό μπορεί να σήμαινε και το τέλος του. Το τέλος δηλαδή των παραστάσεων του. Γιατί αν ο Καραγκιόζης γινόταν δικηγόρος θα ήταν για πάντα πλούσιος. Από μικρός σκεφτόταν γιατί κανείς δεν έκανε τον Καραγκιόζη δικηγόρο. Όμως η απάντηση ήρθε μέσα από εκείνη τη δουλειά.
Όταν είχε πρωτοξεκινήσει την δουλειά αυτή, ήταν πολλά αυτά που δεν του άρεσαν. Δεν του άρεσε ο κόσμος. Ο τρόπος που του μίλαγαν. Οι προλήψεις που έπρεπε να τις αντιμετωπίζει συνέχεια. Όλοι ζητούσαν λεφτά. Τα λεφτά αυτά τα ζητούσαν από τα καφενεία, από την ταβέρνα από τα πάρκα, και τα μαγαζιά τους την ώρα που οι πελάτες τους περίμενα να τελειώσουν από τα λαχεία.
Τα αφεντικά του ενδιαφέρονταν μόνο για το κέρδος τους. Αρκετές φορές του μίλησαν άσχημα, και αρκετές φορές ήθελε να φύγει όμως δεν έφυγε. Αν έφευγε δεν ήξερα που θα ξαναέβρισκε δουλειά. Σε αυτή τη δουλειά ένιωθε μία παράξενη ελευθερία. Τα όνειρα του όμως δεν είχαν σβήσει ακόμα . Αυτό έγινε αργότερα. Όταν γεννήθηκε ο πρώτος του γιος.
Όταν ο Χάρης έφτασε τα τριάντα, απέκτησε με την γυναίκα του το πρώτο τους παιδί. Όταν κάνεις ένα παιδί δεν έχεις πια χρόνο να κυνηγάς τα όνειρά σου. Έτσι είχε πει κι εκείνος. Αφού δε τα πρόλαβε πιο νωρίς, καλό ήταν να τα αφήσει να φύγουν. Άλλωστε κι αυτή η δουλειά καλή ήταν, ήταν δουλειά του λαού. Έβλεπες μέσα σε μία μέρα το χαρακτήρα τους, τις προλήψεις τους, τις επιθυμίες τους, τις ματαιοδοξίες τους. Όλοι όσοι έψαχνα την τύχη τους στο λαχείο δεν ήταν ματαιόδοξοι. Κάποιοι όμως ήταν. Κάποιοι είχαν όνειρα για μεγάλη ζωή αλλά δεν προσπάθησαν ποτέ ούτε για την μικρή.
Η ανακάλυψη όμως που έκανε ήταν άλλη, και ήταν αυτή που τον έκανε να τα ξεχάσει τελικά όλα. Αυτήν την ανακάλυψη την έκανε λίγο καιρό αργότερα. Είχε με τον καιρό ανακαλύψει ότι το επάγγελμα του λαχειοπώλη ταίριαζε περισσότερο με τον Καραγκιόζη. Όλα ταίριαζαν σε αυτή τη δουλειά με αυτή την παράσταση. Όλους αυτούς τους χαρακτήρες που έβλεπε στην παράσταση του Καραγκιόζη.
Ο Σταύρακας, για παράδειγμα, ο οποίος στις παραστάσεις του θεάτρου σκιών ήταν ο αργόσχολος και θρασύδειλος άνθρωπος που πέρναγε την ώρα του στο καφενείο, πίνοντας, χαρτοπαίζοντας, και κάνοντας ψευτοπαλικαρισμούς, έμοιαζε τρομερά με πολλούς από αυτούς που καθόντουσαν στα καφενεία που πήγαινε να πουλήσει τα λαχεία του. Δεν πίστευε πριν το δει ότι τόσοι άνθρωποι σπαταλιόνταν στις καρέκλες του καφενείου κάνοντας όλα τα παραπάνω.
Ο Μπαρμπα-Γιώργος ήταν επίσης ένα πρόσωπο πολύ ανθρώπινο. Πόσοι στην εποχή μας εξακολουθούσαν, σκεφτόταν ο Χάρης κάθε φορά που τους συναντούσε, να φοράνε ρούχα λαογραφικού και μόνο πλέον ενδιαφέροντος, να μιλάνε αυτές τις απαίσιες ελληνικές διαλέκτους και φέρονται με τέτοιο τρόπο. Ήταν λες τους ξέχασε κανείς στην χρονομηχανή.
Ακόμη συχνά συναντούσε τον Μορφονιό. Πόσοι δύσμορφοι και συνάμα ηλίθιοι, και ηλικιωμένοι κοιτούσαν τα νεαρά κορίτσια και πίστευαν ότι μπορούσαν να τα συγκινήσουν ακόμα. Όσο για τον Χατζαηβάτη, τον φίλο του Καραγκιόζη ο κόσμος ήταν γεμάτος. Πόσοι ήταν αυτή που πίσω από το οικονομικό τους πρόβλημα έκρυβαν την κακομοιριά τους, την δουλοπρέπεια τους στα μεγάλα και τα μικρά αφεντικά, και καμιά φορά και κατέφευγαν σε απάτες και πονηριές.
Ο ρόλος τώρα, των Τούρκων είναι ολοφάνερος. Πάντα σε κάθε κοινωνία υπάρχουν εκμεταλλευτές, μεγάλα ψάρια που τρώνε τα μικρά, αυτή που είτε με τη βία, είτε με την ανάγκη σου κάθονται στο σβέρκο. Τέτοιοι είναι οι πολιτικοί, τα αφεντικά, τα μεγάλα τζάκια, αυτοί για τους οποίους δουλεύουν όλοι.
Όλους αυτούς τους ανθρώπους είχε γύρω του ο Καραγκιόζης. Αυτό ήταν που του άρεσε σε αυτήν την δουλειά. Είδε για πρώτη φορά τον εαυτό του να ταυτίζεται με τον αγαπημένο του ήρωα από τα παιδικά του χρόνια. Γιατί ο Καραγκιόζης δεν είναι αυτό που όλοι νομίζουν απατεώνας. Όλα αυτά τα χρόνια δε πρόσεξε κάνεις όλους τους υπόλοιπους. Αν τους πρόσεχε θα ήξερε ότι ο Καραγκιόζης δεν ήταν απατεώνας, είτε ο σύγχρονος βιοπαλαιστής που είχε να αντιμετωπίσει όλους αυτούς, τον αλλόκοτο χαρακτήρα των φίλων του, την νόμιμη εκμετάλλευση αλλά καμιά φορά και την ωμή βία των Τούρκων, αλλά και την ανάγκη της επιβίωσης του. Όλοι αυτοί που αναφέραμε ήταν εύποροι τεμπέληδες και άλλοι παράσιτα. Όλοι όμως έψαχνα την ευκαιρία να πλουτίσουν πιο πολύ, να παντρευτούν ωραίες γυναίκες και να μετά να πουν ότι έκλεισαν το κύκλο τους.
Ο Καραγκιόζης, ήταν πολύ αγνότερος γιατί ζητούσε μόνο ένα πιάτο φαΐ για εκείνον, για την γυναίκα του και τα παιδιά του-εντάξει ίσως δύο ή τρία για εκείνον- όμως δεν ονειρεύτηκε ποτέ όλες αυτές τις ανοησίες. Κάθε σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί με αυτόν. Ο Χάρης όμως πιο πολύ. Γιατί αν ο Καραγκιόζης, με το μεγάλο μυαλό που είχε, πουλούσε λαχεία σε αυτό τον κόσμο θα μπορούσε να ζει για πάντα από αυτό, γιατί θα κράταγε στα χέρια του την ελπίδα για αυτά τα ευτελή όνειρα. Οι ηλίθιοι μίας πόλης θα συντηρούσαν έναν έξυπνο.
Αυτά σκεφτόταν ο Χάρης κάθε μέρα. Έτσι τέλειωσε και άλλη μία μέρα του στη δουλειά. Γύρισε στο σπίτι του, που ήταν κάπως καλύτερο από την παράγκα του Καραγκιόζη, να ξαναδεί την οικογένεια του. Δε θα τον πείραζε ξανά ποτέ το ότι δεν θα έμπαινε στα δικαστήρια. Ήταν ένας σύγχρονος ήρωας, ήταν ο ‘’Καραγκιόζης Λαχειοπώλης και έτσι θα ήθελε να τον θυμούνται για πάντα.
Dorian Wright
Τέλος