Ο κύριος με το καπέλο

Γράφουν: Αργυρώ Δελή, Ανδρομάχη Χουρδάκη, Γιώργος Πατεράκης, Ελευθερία Αποστολάκη

Συλλογική άσκηση στο Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας (Καστέλι Κισσάμου)

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ψιλόβρεχε. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, ελάχιστοι κυκλοφορούσαν. Ένας κύριος, τυλιγμένος με την καμπαρντίνα του και με το καπέλο του κατεβασμένο, κάπνιζε αργά το τσιγάρο του και κοιτούσε επίμονα την απέναντι πόρτα. Ήταν μια συνηθισμένη πόρτα ενός φτωχικού, ετοιμόρροπου σπιτιού, μα εκεί είχε τρυπώσει πριν από λίγο ο άνδρας τον οποίο παρακολουθούσε. Δουλειά κι αυτή! Να πρέπει να παίρνεις από πίσω όποιον υποψιάζεται το καθεστώς.

Ο κύριος με το καπέλο δεν ήταν χαφιές εκ συνειδήσεως. Ήταν εργαζόμενος, αστυφύλακας, αλλά είχε την ατυχία να διοριστεί σε καιρούς σκληρούς, σε χρόνια πέτρινα. Ο Εμφύλιος τυπικά είχε τελειώσει, αλλά η καχυποψία του καθεστώτος παρέμενε. Κάθε πληροφορία που έφτανε στην υπηρεσία έπρεπε να αξιοποιείται. Έτσι, την προηγούμενη ημέρα, τα αυτιά και τα μάτια του καθεστώτος μετέδωσαν την πληροφορία ότι ο ανιψιός ενός φακελωμένου κομμουνιστή, έπειτα από χρόνια, επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι όπου σπούδαζε. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να τεθεί υπό παρακολούθηση. 

Η γειτονιά είχε λουφάξει. Ήταν μια συνοικία της εργατούπολης. Οι αυλές των σπιτιών όλο ενοικιαζόμενα δωματιάκια με στοιχειώδεις ευκολίες.

Χώθηκε πιο βαθιά στο γιακά του. Χαμογέλασε σαν θυμήθηκε πόσες Κυριακές είχε περάσει από αυτό το δρόμο με τον φίλο του πηγαίνοντας στο γήπεδο. Μια απόλαυση του είχε μείνει, τα Κυριακάτικα παιχνίδια, η βόλτα με το φιλαράκι του, η χαρά του φιλάθλου. και τώρα να κόβει βόλτες σαν να καραδοκούσε το θήραμα. Και το σπίτι πάλι; Δεν ήταν του δασκάλου, του Παντελίδη;

«Πόσο κόσμο δεν βοήθησε ο άνθρωπος αυτός; Κόσμος και κοσμάκη, «αριστερός» θα μου πεις. Άι Σιχτίρ… να τα παρατούσα όλα και να γύριζα στο χωριό μου!».

Το τσιγάρο τσούζει στα μάτια. Σχεδόν καπνίζει το φίλτρο. Κατεβάζει την τελευταία πικρή ρουφηξιά και κάνει να περπατήσει. Πώς έφτασε ως εδώ; Με τι όνειρα είχε ξεκινήσει από το χωριό για να σπουδάσει και πού βρέθηκε τελικά;

Τον έψηνε καιρό ο σπιτονοικοκύρης του. 

«Βρε, μην είσαι χαζός. Πήγαινε στη χωροφυλακή να ξεπεινάσεις, να γίνεις άνθρωπος! Θα ‘χεις σίγουρο μεροκάματο».

 Έσβησε η λάμπα στο μικρό παράθυρο του δασκάλου. Ένα τσιγάρο ακόμα άναψε στη γωνιά του δρόμου. Το καπέλο σκέπασε πιο πολύ το πρόσωπό του. Το ψιλόβροχο είχε πια σταματήσει και ο ουρανός ξαστέρωνε. Η παγωνιά όμως, λες και είχε περάσει το βαρύ του πανωφόρι, σαν να περνούσε στο κορμί του μουδιάζοντας την καρδιά του. Τα γόνατά του λύγιζαν και η μέση του είχε κοπεί από την πολύωρη ορθοστασία. Όχι, δεν θα άφηνε τον εαυτό του να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα.

Άναψε νευρικά ένα ακόμα τσιγάρο και με πείσμα στύλωσε το βλέμμα στο σκοτεινό παράθυρο, που μέχρι πριν λίγο τον κρατούσε ξυπνητό. Ωστόσο, του φάνηκε πως είδε κάτι σαν φως, σαν καύτρα τσιγάρου πίσω από την κουρτίνα. Και μετά κι άλλη μία πιο έντονη, στο στενό απέναντι, στη γωνιά του ετοιμόρροπου σπιτιού, κι άλλη πιο κάτω, κι άλλη…

Ο ήχος από ένα σπίρτο που άναψε, ακούστηκε πίσω του. Αιφνιδιάστηκε  και τίναξε ενστικτωδώς το χέρι κρατώντας το καπέλο του…

ancient antique art black and white

    

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s