Οι πρώτες σελίδες – Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη

Οι πρώτες σελίδες από το βιβλίο του Χρήστου Τσαντή

«Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης»

3η Έκδοση, 2018, Εκδόσεις Ραδάμανθυς

«Από ένα τριαντάφυλλο δηλαδή κρέμεται η ισορροπία του κόσμου;»

Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη

 

Ι

ΚΑΠΟΤΕ, ΝΑ… ΣΑΝ ΧΘΕΣ, σ’ ένα μέρος που βρίσκεται πολύ μακριά από δω αλλά και τόσο κοντά μας που κανείς δεν βάζει με το νου του, περπατούσε ανέμελα ένας νέος.

Είχε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Χαμογελούσε. Έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό χαζεύοντας τ’ αστέρια που κρέμονταν από πάνω του σαν διάφανη οροφή του κόσμου. Ήταν τόσα πολλά, τόσο ίδια, μα και διαφορετικά, όπως τα βότσαλα στο ακρογιάλι, χιλιάδες, αναρίθμητα. Φορούσε κομμάτια από ρούχα πολύχρωμα και μια μικρή τσάντα στην πλάτη του. Αν κάποιος τύχαινε να τον συναντήσει, μάλλον δεν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά. Έμοιαζε με εικόνα από παραμύθι που μόνο στη φαντασία μας μπορούσε να διαδραματιστεί και ποτέ στην αληθινή ζωή. Κοιτούσε δεξιά-αριστερά κι έκανε βόλτες γύρω από τον εαυτό του σαν να μη γνώριζε πώς βρέθηκε εκεί. Σαν να είχε χαθεί. Πίσω του υπήρχε πέτρινος τοίχος, απομεινάρι ίσως μισογκρεμισμένου σπιτιού, ενός αρχοντικού από άλλη εποχή που μας άφησε μια πλευρά του στο διάβα του χρόνου σαν ανάμνηση.

Ένα παράθυρο κλειστό, χωρίς παντζούρια. Μια ξεφτισμένη κουρτίνα άφηνε το φως του φεγγαριού να περάσει. Πλησίασε στο παράθυρο. Το άνοιξε σιγά-σιγά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πρόσωπο του έλαμψε. Ένιωσε ανακουφισμένος. Ο ήχος από το αντιμάμαλο έφτασε στα αυτιά του. Έμοιαζε τώρα σίγουρος, ήσυχος και γαλήνιος, απολαμβάνοντας τη στιγμή. Άφησε τις αισθήσεις του να γαληνέψουν με τη μουσική του νερού, με τα τραγούδια που έφερναν στα αυτιά του τα κοχύλια και η άμμος, τα πετραδάκια στην ακτή που χόρευαν στο ρυθμό των απαλών κυμάτων.

Από μακριά έφερε ο άνεμος τη φωνή μιας λύρας. Οι νότες ταξίδευαν με το αγέρι και πότε-πότε ακούγονταν πιο καθαρά οι μελωδίες. Όταν φυσούσε ο αέρας, έπαιρνε τα πυκνά χρυσαφένια του μαλλιά και τ’ ανέμιζε μαζί με το φουλάρι που είχε περασμένο στο λαιμό του. Ναι, ήταν σίγουρος τώρα. Κάπου κοντά του υπήρχαν άνθρωποι. Δεν ήταν σε λάθος μέρος. Είχε έρθει στην ώρα του. Όλα ήταν όπως τα είχε φανταστεί.

Πήγε και κάθισε στο πέτρινο πεζούλι. Μπροστά υπήρχε αρκετός κόσμος. Καθισμένοι σε καρέκλες, σαν θεατές, τον παρακολουθούσαν αμίλητοι. Έμοιαζε τώρα με σκηνικό θεατρικού έργου, όπου ο πρωταγωνιστής καθόταν και κοιτούσε το πλήθος χαμένος, βυθισμένος στο ρόλο του, κι εκείνοι αποσβολωμένοι, ατάραχοι αλλά με μια φανερή δόση απορίας στα πρόσωπά τους, παρατηρούσαν. Εκείνοι είχαν την δυνατότητα να τον δουν. Να τον ακούσουν. Ακόμη και να του μιλήσουν. Εκείνος όχι. Εκείνος δεν μπορούσε ούτε να τους δει ούτε να τους ακούσει, για την ώρα. Καθισμένος στο πέτρινο πεζούλι έβγαλε την τσάντα από την πλάτη του. Την άνοιξε, πήρε ένα κομμάτι χαρτί, ένα μολύβι και άρχισε να ζωγραφίζει το τοπίο. Οι θεατές βαριεστημένοι έπιασαν τα χασμουρητά, αφού δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς έκανε τόση ώρα ο νεαρός, κι εκείνος  σήκωνε κάθε τόσο το κεφάλι και τους κοιτούσε. Έτσι, κάποιοι νόμισαν πως τους ζωγράφιζε, χωρίς να ρωτήσει.

Ορισμένοι άρχισαν να διαμαρτύρονται αλλά μάταια. Οι φωνές τους δεν έφταναν στ’ αυτιά του κι εκείνος συνέχισε να ζωγραφίζει. Ηρέμησαν μόνο όταν τους γύρισε την πλάτη και είδαν, ανακουφισμένοι, πως δεν αποτύπωνε τις μορφές τους, μα σχεδίαζε τα άστρα που κρέμονταν από πάνω του, το χρώμα του ορίζοντα που άρχισε τώρα να γίνεται πιο λαμπερός, πιο φωτεινός.

Τα άστρα απομακρύνθηκαν. Η σελήνη χάθηκε και απ’ το παράθυρο, τώρα, έβλεπε μακριά τη θάλασσα. Ο νεαρός αναστέναξε.

 

2

«Άργησα», είπε. «Έπρεπε να ζωγραφίσω πιο νωρίς. Δεν πειράζει όμως. Θα περιμένω. Έχω λίγο χρόνο ακόμα. Άλλη μια νύχτα εδώ… δεν είναι άσχημη ιδέα».

Δίπλωσε τα χαρτιά του προσεκτικά, όπως φυλάει κανείς κάποιο πολύτιμο αντικείμενο και τα έβαλε πάλι μέσα στη τσάντα. Θόρυβος από κουδουνάκια, του τράβηξε την προσοχή, κουδουνίσματα και βελάσματα από ένα κοπάδι πρόβατα. Θυμήθηκε τότε τις ζωγραφιές με τ’ αρνάκια που του είχε κάνει εκείνος ο συμπαθητικός κύριος, όταν συναντήθηκαν, τυχαία, παλιότερα στην έρημο.

«Τι θυμήθηκα;» είπε με νοσταλγία, περπατώντας σιγά προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. «Πού να βρίσκεται εκείνος ο άνθρωπος; Και πόσο καλός ήταν! Όμορφες μέρες! Μα απ’ όλα περισσότερο μου έκανε εντύπωση που δέχτηκε να ζωγραφίσει ό,τι του ζήτησα, χωρίς να με ρωτήσει. Κι αλήθεια είναι… χωρίς τις δικές του ζωγραφιές, τώρα δεν θα καταλάβαινα αν αυτά τα κουδουνίσματα προέρχονται από αρνάκια ή από κάποιους βόες που καταβροχθίζονται αλύπητα από μεγάλους ελέφαντες. Χμ! Πόσο είχε εκπλαγεί, όταν του είπα πως εγώ δεν θα δέσω ποτέ το αρνάκι μου. Μμ! Μάλλον δεν θα με πίστεψε».

Ξαφνικά όμως το πρόσωπό του σκοτείνιασε σαν να τον είχε τυλίξει μια μελαγχολία ή κάποια σκέψη ανησυχητική.

«Καλύτερα έτσι», μονολογούσε.

Ο θόρυβος απ’ τα κουδουνίσματα που ξεμάκραινε σιγά-σιγά, έσβησε εντελώς.

«Σκέψου ένα από αυτά να έτρωγε το λουλούδι μου; Ευτυχώς που δεν το έφερα μαζί μου», μουρμούρισε με μια δόση ικανοποίησης και ανακούφισης μαζί, μα πριν προφτάσει να αφουγκραστεί τα συναισθήματά του, βαρύς αχός ακούστηκε που ερχόταν όλο και πιο κοντά, σαν ποδοβολητά αλόγων. Τώρα μπορούσε καλύτερα να διακρίνει. Τρόμαξε, κι αφού πρώτα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, περπάτησε πίσω απ’ τον τοίχο και κρύφτηκε.

backlit beach clouds dawn

Σούσουρο έγινε στα πρώτα καθίσματα της αίθουσας. Κάποιοι ακόμα διαμαρτύρονταν, χειρονομούσαν. Μια γυναίκα είπε να κάνουν ησυχία και να έχουν υπομονή.

Ένας γέροντας σηκώθηκε και τους κοίταξε αμίλητος. Η φυσιογνωμία του κουρασμένη. Όμως στεκόταν όρθιος, στητός. Δεν έμοιαζε λιωμένος απ’ τα χρόνια. Μόνο τα ράσα του ήταν μπαλωμένα και φαγωμένα απ’ τους καιρούς που κουβαλούσαν πάνω τους. Για μια στιγμή έγινε σιωπή.

«Και τι πετυχαίνετε με τις φωνές;» γύρισε και τους είπε.

«Άσε μας παπά, να έχεις την ησυχία σου. Καλά καθόμασταν στα βιβλία μας. Σου είπε κανένας πώς ήθελα να γίνω θεατρίνος;» αντέδρασε ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας, που πρωτοστατούσε στη φασαρία.

«Θαρρείς πώς σε φοβούμαι; Κάλεσμα έγινε κι ήρθαμε. Τι μας φοβερίζεις;» του αποκρίθηκε ο γέροντας ορθά-κοφτά κι ο παλικαράς δεν μίλησε πάλι, παρά κάθισε στη καρέκλα του κι ανταριαζόταν.

Ένας άλλος προσπαθούσε να παίξει λύρα και έκανε νοήματα σε κάποια γυναίκα που καθόταν κοντά του.

«Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα μ’ αυτούς εδώ σήμερα. Να μου το θυμάσαι», μονολογούσε ο λυράρης.

«Έχε χάρη που είσαι παπάς. Αναθεματισμένοι… Μια χαρά καθόμουνα στα βιβλία μου μέσα. Τι με φέρατε εδώ;» συνέχισε να διαμαρτύρεται ο παλικαράς μέσα απ’ τις μουστάκες του.

Η γυναίκα έσκυψε στο πλάι του και κάτι του μίλησε στ’ αυτί που δεν ακούστηκε. Εκείνος σαν να ηρέμησε.

Ο παπάς, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και πήγε να τρυπώσει πίσω απ’ την αυλαία που στο μεταξύ είχε πέσει.

«Πού πας γέροντα; Έλα πίσω. Δεν είναι ακόμα η ώρα σου», του φώναξε πιο μαλακά τώρα ο άντρας.

«Πρέπει να φύγω. Ετούτο το παιδί μήνυμα απ’ το Θεό φέρνει. Δεν θα τ’ αφήσω να χαθεί».

«Δεν ξέρω αν είναι του Θεού παιδί ή του διαόλου εγγόνι…», έμπηξε μια φωνή ο μουστακαλής, «μα ένα ξέρω να σου πω. Αν ήταν να έρθει η ώρα σου, θα στο είχε ειπωμένο αλλιώτικα ο Θεός».

Ο λυράρης παρακολουθούσε τη σκηνή και πότε-πότε έπαιζε καμιά δοξαριά, χωρίς με παίρνει θέση στα τεκταινόμενα, αν και με αυτό τον τρόπο ίσως ήδη να είχε τοποθετηθεί.

Κοντοστάθηκε για λίγο ο παπάς. Σκέφτηκε πριν αποκριθεί. Έγειρε λίγο το κεφάλι του και ξάφνου στάθηκε πάλι περήφανος, σαν να κορδωνόταν.

«Άκου να δεις και του λόγου σου, Καπετάν Μιχάλη», είπε κοιτώντας τον παλικαρά… κι εσύ, Ζορμπά, που άλλο δεν κάνεις, από το να γρατζουνάς τα όργανα. Εγώ έμαθα να ανοίγω δρόμους στη ζωή», είπε ο παπάς. «Να περιπλανιέμαι κυνηγημένος. Να ζητιανεύω, ναι… μονάχα την Αγάπη! Να σκύβω εγώ στο φόβο δεν έμαθα. Κι αν είναι ετούτη η ώρα μου, καλώς τα δεχτήκαμε! Άντε. Γεια τώρα… και στην ευχή του Θεού να πας. Εγώ πάω να την συναντήσω. Χρόνους πολλούς τη γυρεύω», φώναξε και χάθηκε.

 

«Τα έχασε πάλι τα μυαλά του μωρέ ο παπα-Φώτης;» αναρωτήθηκε ο Ζορμπάς.

 «Όφου! Σε μπελάδες θα μας βάλει ο γέρο τράγος. Πάμε να τον προλάβουμε πριν κάνει πάλι καμιά τρέλα», φώναξε ο Καπετάν Μιχάλης.

«Πάμε, αλλά εγώ θα φύγω. Με περιμένουν…», είπε πονηρά, κλείνοντας το μάτι σε μια γυναίκα.

«Άμε στο διάολο, μωρέ. Το νου σου συνέχεια στο ποδόγυρο είναι», αντέδρασε με νεύρο ο Καπετάν Μιχάλης και τον τράβηξε απ’ το ρούχο. Ανέβηκαν στη σκηνή και χάθηκαν κι αυτοί πίσω από τον τοίχο.

Σκοτείνιασε το στερέωμα. Τα ποδοβολητά ξεμακραίνανε τώρα. Πέρασε κάμποση ώρα. Το σκηνικό ήταν το ίδιο, όπως πρώτα. Ο μισογκρεμισμένος τοίχος, το παραθύρι που έστεκε καλά και σιγαλιά από κάτω. Τώρα όμως η θάλασσα είχε γαληνέψει. Η μέρα φώτιζε κι όλα ήταν ήσυχα στη φύση.

«Εεε… Νέε μου… πού κρύβεσαι;» φώναξε ο γέροντας.

«Εδώ… εδώ είμαι», ακούστηκε εκείνος και ξεπρόβαλε.

«Σκιάχτηκες τους καβαλάρηδες;» ρώτησε ο παπάς.

«Φοβήθηκα λιγάκι. Ποιοι ήταν αυτοί; Τι θέλουν;»

«Τέρατα είναι… κυνηγοί, αναθεματισμένοι. Δεν σβήνουν στους χρόνους, μονάχα θεριεύουν. Λες και τους ταΐζει αίμα ο κόσμος κι εκεί που λες ανάσανα, προβάλουνε πάλι. Προύχοντες κι εξουσίες, Παναγιώταροι και Τούρκοι. Θύματα και θύτες που άλλο δεν ξέρουν παρά το φόβο και το μαστίγιο».

«Κι εσύ ποιος είσαι; Και πού τους ξέρεις;»

brown book page

«Είμαι ο παπα-Φώτης και γυρίζω καιρό σε τούτα τα μέρη. Πάλεψα για θάνατο μαζί τους. Νίκησα, έχασα, μα πάντα θα παλεύω. Πότε μένω και παλεύω, πότε φεύγω και παλεύω. Το πάλεμα γίνεται παντού. Δεν έχει τόπο. Μεταξύ μας… το πιο πολύ φεύγω όμως».

«Και τι θέλουν;» διέκοψε το συλλογισμό του γέροντα ο νεαρός.

«Προσκύνημα. Να σκύβεις, να δηλώνεις υπακοή, να κάνεις ό,τι σε προστάξουν. Α… πότε-πότε να φιλάς και το χέρι του δεσπότη. Να λες ευχαριστώ που σου κάνουνε τη χάρη και σε ανέχονται».

«Δεν καταλαβαίνω παπά μου. Γιατί να τα κάνουν όλα αυτά;»

«Γιατί είναι πολλοί οι προσκυνημένοι κι έχουν μάθει έτσι. Λυγάνε στους φόβους και λένε… έχει ο Θεός! Αλήθεια είναι! Έχει ο μέσα τους Θεός. Πάντα έχει αυτός, αλλά δεν θέλουν να το παραδεχτούνε και λένε… έχει ο απ’ έξω, ο υπεράνω. Αυτός που δεν μπορεί ποτέ να δώσει, αν δεν σηκωθεί ο μέσα να γυρέψει και να παλέψει. Άμα τη ζητιανεύεις, ποτέ δεν θα τη βρεις».

«Ποια;»

«Τη σωτηρία».

«Μα εγώ δεν γυρεύω τη Σωτηρία».

«Και τότε; Τι ζητάς εδώ του λόγου σου;»

 

«Εγώ ταξιδεύω, γνωρίζω τους κόσμους, ψάχνω για φίλους και κάνω μερικούς. Εδώ μ’ έφεραν τα σύννεφα. Μου είπαν μια ιστορία που με συγκίνησε πολύ κι ήρθα για να δω από κοντά. Εδώ στο σύνορο είπα, θα κάνω μια στάση πριν κατέβω στη γη, να δω αν ισχύουν όσα μου είπε το σύννεφο. Γιατί αν ισχύουν μπορεί και να καταφέρω να σώσω το τριαντάφυλλο μου. Πώς να στο πω να με καταλάβεις;

«Μίλα! Μίλα ελεύθερα. Τι φοβάσαι; Πριν από καιρό έτυχε να βρεθώ κι εγώ σε μια τέτοια θέση. Ήθελα να γλιτώσω τους ανθρώπους μου απ’ το θανατικό και από τη πείνα. Έκαψαν, έσφαξαν οι Τούρκοι, δεν χόρταιναν το αίμα. Αναγκαστήκαμε να ξεσπιτωθούμε. Γυρεύαμε σαν ζητιάνοι μια γωνιά να ξαναχτίσουμε τα σπιτικά μας, αχ…», αναστέναξε ο παπα-Φώτης και γύρισε το βλέμμα κατά τον ουρανό.

«Συγχώρα με, Θεέ μου. Εμείς που σηκώσαμε το κεφάλι στον ξένο, βρήκαμε το μπελά μας από τα ίδια τα αδέρφια μας. Θα στιγματίζονταν όσοι μας μιλούσαν. Έτσι έλεγαν. Ω! πόσα ψέματα είπανε. Πως είμαστε λεπροί και τάχα θα κολλούσαν όλες τις αρρώστιες του κόσμου έτσι και μας σίμωναν… Έπειτα έβγαλαν εντολή να μη μας πλησιάζει, να μη μας μιλά, να μη μας βοηθάει κανένας. Τι να κάναμε; Πιάσαμε τις σπηλιές της Σαρακήνας, να κάνουμε σπίτια από την πέτρα, ν’ αρχίσουμε μια νέα ζωή στους βράχους. Οι βράχοι όμως, σπίτια φτιάχνουν… ψωμί δεν γίνονται! Συγχώρα με πάλι, Θεέ μου. Πάνε τα θαύματα εκείνα τα παλιά. Τώρα δεν έχει θαύματα. Μα άλλο λέγαμε. Είπες… καλά άκουσα; Θέλεις να σώσεις το τριαντάφυλλο σου; Ένα λουλούδι δηλαδή;

«Το μοναδικό μου λουλούδι. Το τριαντάφυλλό μου».

«Μόνο αυτό υπάρχει δηλαδή;»

«Μόνο για αυτό υπάρχω στη ζωή. Αν χαθεί, θα χαθώ κι εγώ μαζί του. Πώς να στο εξηγήσω;»

«Με λόγια! Σε ακούω».

red rose flower

«Ό,τι γίνεται σε ετούτο τον κόσμο επηρεάζει και το άστρο μου. Αυτή είναι η αλήθεια αφού θέλεις να στα πω όλα. Αλλά συμβαίνει και το ανάποδο. Ό,τι γίνεται στον δικό μου πλανήτη έχει το αντίχτυπό του κι εδώ».

«Ό,τι γίνεται εδώ το ξέρω καλά. Έξω από εδώ, ομολογώ, δεν έχω γνώση».

«Στον δικό μου πλανήτη δεν φυτρώνει τίποτα πλέον. Το χώμα σώθηκε. Η γη έμεινε στέρφα. Παλιότερα περνούσαν διάφοροι και στα ταξίδια τους έφερναν και μια χούφτα χώμα. Αυτό έφτανε για αρκετό καιρό. Ύστερα σταμάτησαν τα ταξίδια. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Λες κι έπαψαν οι ταξιδιώτες τις αναζητήσεις και τις αποστολές, σα να υπήρχε κάποιος που τους εμπόδισε να φτάσουν σ’ εμένα. Έτσι δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Είχα ξανάρθει και παλιότερα βέβαια. Πολλές φορές κουραζόμουν από το ταξίδι και στεκόμουν για λίγο να ξαποστάσω. Έτσι έμαθα κι εσάς, τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Εγώ δεν σταματούσα ποτέ το ταξίδι όμως. Εσείς δεν ξέρω τι πάθατε και σταματήσατε».

«Τι θες να πεις; Μίλα ξεκάθαρα».

«Το χώμα, στον πλανήτη μου, έπαψε να δίνει τροφή και το τριαντάφυλλο μου μαραίνεται. Αν αυτό συνεχιστεί θα πεθάνει. Και τότε ο αστερισμός μου θα χαθεί. Κι άλλα πολλά αστέρια θα σβήσουν. Μα πιο πολύ με νοιάζει για το τριαντάφυλλο μου, γιατί αν σβήσει αυτό… ε τότε… πάει. Όλα θα χαθούν μαζί του κι εγώ δεν θ’ αντέξω. Αν δεν καταφέρω να αναζωογονήσω με καινούργιο χώμα το άστρο μου, θα γίνει μεγάλο κακό».

«Από ένα τριαντάφυλλο δηλαδή κρέμεται η ισορροπία του κόσμου;» είπε τρομαγμένος ο παπα-Φώτης.

©Χρήστος Τσαντής, Εκδόσεις Ραδάμανθυς


Για να προμηθευτείτε το βιβλίο καλέστε στο 6983 091 058

ή συμπληρώστε τη φόρμα επικοινωνίας


Τιμή βιβλίου σε προσφορά: 9,50 + έξοδα αποστολής

Δωρεάν αποστολή με αγορές βιβλίων άνω των 30 ευρώ

ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ σε Ελλάδα και Κύπρο με αγορές άνω των 30 ευρώ 

  • Αγορά με αντικαταβολή: 5,00
  • Αγορά με εξόφληση μέσω τράπεζας: 3,00 ευρώ (απλή αποστολή)

[Λογαριασμοί κατάθεσης]

Εθνική: 489/006615-04

και IBAN GR95 0110 4890 0000 4890 0661 504

Πειραιώς: 6569-102972-851 και IBAN GR24 0171 5690 0065 6910 2972 851

man standing on stage

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s