ΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΑΨΑ – ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ

Με φόντο την παλιά Πάτρα…

«Το Ταβερνείο του Χάψα«, είναι το δεύτερο διήγημα της Ελένης Παπαφιλίππου που δημοσιεύουμε στη σελίδα. Εξαιρετικό και αυτό. Το πρώτο ήταν «Οι λίρες» και αναφερόταν στην προπολεμική Πάτρα. Στις «Λίρες», η συγγραφέας με απλότητα περιγράφει τη ζωή των ανθρώπων αλλά και σκηνές από την καθημερινότητα μιας πόλης που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Οι λέξεις «περπατούν» στους δρόμους της πόλης, σεργιανούν στις παλιές γειτονιές της και θυμούνται…

Το «Ταβερνείο του Χάψα», πίσω από το Σκαγιοπούλειο, στην Πάτρα, γίνεται το σκηνικό ενός δράματος, μιας ιστορίας που έχει στο επίκεντρο τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ηρωίδα της Ελένης Παπαφιλίππου ξεδιπλώνει αργά-αργά την αφήγησή της και μας χαρίζει ένα εξαιρετικό διήγημα με φόντο την παλιά Πάτρα.

Χρήστος Τσαντής 

παλιά Πάτρα

Το ταβερνείο του Χάψα – Ελένη Παπαφιλίππου

   Η Ρουμπίνη έσιαξε τη μάλλινη φούστα της και τράβηξε με τρόπο το στρίφωμα για να καλύψει την τρύπα στο καλσόν της. Φεύγοντας απ’ το σπίτι η τρύπα ήταν ίσα με το μικρό της νυχάκι, μα σαν πάτησε το σκαλάκι του ταβερνείου την ένιωσε ν’ ανοίγει και να μαγκώνει το αφράτο γόνατό της.

   Το μυαλό της πέταξε στη Φωφώκα. Εκείνη δε θα ’χε πια τρύπες στα καλσόν. Αλλά ούτε και η Ρουμπίνη είχε κάποτε. Οι δουλειές με το μισακό ταξί – ένα απ’ τα πρώτα της πόλης – πήγαιναν «καλύτερα κι από καλά» όπως έλεγε κι ο Γιώργης και κάνα δυο φορές που έτυχε να την πιάσει να μαντάρει ξεσήκωσε το σπίτι με τις φωνές του.

  • Βάλτο καλά στο μυαλό σου! της είπε. Τη γυναίκα μου τη θέλω κυρία κι όχι να μαντάρει σαν καμιά δούλα! Καινούργια θα τ’ αγοράζεις όλα, ακούς; Καινούργια!

   Αυτά στην αρχή. Τότε που οι γλύκες και η περιποίηση λύγιζαν τ’ αφράτα γόνατα της Ρουμπίνης κι έκανε το σταυρό της που βρήκε τέτοιον άντρα.  Με τον καιρό όμως ο Γιώργης άρχισε να ξεμυαλίζεται. Οι φίλοι του ξαφνικά αυγατίσανε και μαζί και τα κεράσματα στα καφενεία και τα ταβερνεία. Η Ρουμπίνη δε μιλούσε αλλά κάπου εκεί στον έκτο μήνα που κουβαλούσε το παιδί τους, άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια. Μακαρόνια είχαν να μπουν στο σπίτι πάνω από μια βδομάδα, το λάδι είχε μείνει μόλις μια παλάμη στη νταμιτζάνα – τι λάδι δηλαδή, μούργα ήταν το μισό και παραπάνω –  κι όσο για ψάρι και κρέας, η Ρουμπίνη είχε να φάει απ’ την Πρωτομαγιά κι ήδη την επαύριο θα γιόρταζαν οι Ελένες και οι Κωστήδες.   

   Όταν βρήκε το κουράγιο κι εξέφρασε τις ανησυχίες της στη μάνα της, την κυρά Τασία, εκείνη πέταξε τη λεκάνη με τα καρύδια απ’ την ποδιά της και την άρπαξε απ’ το τσουλούφι.

  • Μωρή, θα σας φάνε το βιός οι ξένοι! της φώναξε και την έφερε μια γύρα όπως τότε που παιδούλα έχυνε το γάλα κατά λάθος. Μάζεψέ τον! Μάζεψέ τον αλλιώς να ξέρεις, εγώ στο σπίτι μου δε σας βάνω άμα πεινάσετε!

    Κι έτσι μια και δυο ξεκίνησε η Ρουμπίνη να βρει τον Γιώργη. Στο σπίτι δε τολμούσε να του μιλήσει. Με τα νεύρα που είχε τους τελευταίους μήνες, μπορεί και να της άστραφτε καμία και να την άφηνε στον τόπο έγκυο γυναίκα. Ενώ μπροστά στους «φίλους» του, θα ντροπιαζόταν κι αυτός κι εκείνοι που τρωγόπιναν εις βάρος του κι είχαν δημιουργήσει τέτοιο σοβαρό πρόβλημα στην οικογένειά της.

   Με το που την είδε ο Γιώργης να φτάνει στην πιάτσα – τότε βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πλατείας Υψηλών Αλωνίων – έριξε μια κλεφτή ματιά στους φίλους του και την αγκάλιασε ψευτομαλώνοντάς την που βγήκε πρωί πρωί με την ψύχρα.

πάτρα

Η Ρουμπίνη όμως δεν πτοήθηκε απ’ τα χάδια του. Είχε πάει αποφασισμένη για όλα. Αφού λοιπόν κάθισε σε μια απ’ τις ψάθινες καρέκλες που βρίσκονταν μόνιμα έξω απ’ το περίπτερο του κυρ Αντρέα, του γείτονα, τα έβγαλε όλα από μέσα της και στο τέλος τον απείλησε: «Ένα κι ένα κάνουν δύο, Γιώργη! Ή θα μαζευτείς ή χωρίζουμε!».  

   Ο Γιώργης την άκουσε προσεχτικά στρίβοντας το λεπτό του μουστακάκι κι αφού έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά στους φίλους του – τι τους κοιτούσε αυτούς συνέχεια, δε μπορούσε να καταλάβει – στο τέλος της το ξεφούρνισε: «Ε, αφού το θέτεις έτσι κυρά Ρουμπίνη, να χωρίσουμε…».

   Από τότε είχαν περάσει τρία χρόνια.  Το παιδί είχε γεννηθεί με το καλό – κορίτσι ήταν – κι ο Γιώργης συζούσε πια με την Φωφώκα και τα δυο αγόρια που της είχε σπείρει. Στη Ρουμπίνη είχε αφήσει το σπίτι με τα έπιπλα και κατά καιρούς της έστελνε και χρήματα. Αλλά το ένα πράγμα που την παρακαλούσε, εκείνη αρνιόταν να του δώσει: διαζύγιο.

   Βρε τι γνωστούς της έστελνε, τι μεσάζοντες, τίποτα η Ρουμπίνη. Ακόμη και η γειτονιά απορούσε με το πείσμα της.

  • Βρε Χριστιανή μου, της έλεγε η ίδια της η μάνα. Δωσ’ το το ρημαδιασμένο να πάει στο διάολο! Με το διαζύγιο θα μπορέσεις να ξαναφτιάξεις κι εσύ τη ζωή σου! Ενώ τώρα, τι κάνεις; Άντρα έχεις, κι άντρα δε βλέπεις!

   Η Ρουμπίνη όμως εκεί, «τα στήλωσε» που λένε. Μόνο μια φορά πέρασε απ’ το μυαλό της να ενδώσει. Ήταν τότε που ο ράφτης της γειτονιάς, ένας Ζακυνθινός με τραγουδιστή προφορά, την ζήτησε σε γάμο. Χήρος εκείνος με δυο παιδάκια, πλησίασε πρώτα τη μάνα της. «Να ενώσουμε τσι μοίρες μας, κυρά Τασία μου. Να σβήσουμε τα παλαιά και να ξεκινήσουμε αλέγρα ζωή με τη Ρουμπίνη! Αλέγρα ζωή, σου λέγω!».

   Πολύ βασανίστηκε η Ρουμπίνη μετά την πρόταση του Ζακυνθινού. Να δώσει το διαζύγιο και να τα ξεχάσει όλα ή να συνεχίσει όπως και πριν; Κατά τις πέντε το πρωί, κι αφού δεν είχε  κλείσει μάτι όλη νύχτα προσπαθώντας να πάρει μια απόφαση, άξαφνα θυμήθηκε πως ξημέρωνε του Άη Φανούρη. Ήταν και Κυριακή, τι καλύτερο από ολόκληρο Άγιο να της δώσει σημάδι τι ρότα να πάρει;

   ΠάτραΚι είχε δίκιο. Το σημάδι ήταν πράγματι εκεί, καταμεσής της εκκλησίας.  Ντυμένη μ’ ένα πράσινο ταγιεράκι και φορτωμένη χρυσαφικά, η Φωφώκα της χαμογέλασε δειλά κι ίσως ίσως απολογητικά. Φουρκίστηκε η Ρουμπίνη. Είχε το θράσος να της χαμογελάει μέσα στον οίκο του Θεού η ξεδιάντροπη; Αλλά δεν ήταν τόσο αυτό που την τάραξε. Ήταν που παρατηρώντας τα μπασταρδέλια της, πρόσεξε για πρώτη φορά πως ενώ το μικρότερο ήταν πάνω κάτω ίδια ηλικία με την κόρη της, το άλλο ήταν τουλάχιστον δυο χρόνια μεγαλύτερο. Κοροϊδία λοιπόν περιωπής απ’ τον Γιώργη!

    Με την ευλογία και του Αγίου, η Ρουμπίνη αποφάσισε πως από δω και στο εξής θα τον κορόιδευε κι εκείνη όσο μπορούσε και με όσα μέσα διέθετε. Γι’ αυτό άλλωστε βρισκόταν εκείνη τη μέρα στο ταβερνείο του Χάψα, πίσω απ’ το Σκαγιοπούλειο. Μετά από ένα μήνα σιωπής, ο Γιώργης της είχε μηνύσει να βρεθούν εκεί να την κεράσει και με την υπόσχεση πως είχε να της κάνει μια προσφορά που αποκλείεται ν’ αρνιόταν. Η Ρουμπίνη δέχτηκε μετά χαράς, έτσι για να του δώσει ψεύτικες ελπίδες πως θα νομιμοποιούσε την άλλη του οικογένεια, αλλά κι από περιέργεια για το τι μαλαγανιά θα είχε σκαρφιστεί αυτή τη φορά.

   Ξανατράβηξε το στρίφωμα της φούστας της. Το καλσόν δεν μάγκωνε πια το δέρμα της, η τρύπα είχε μεγαλώσει.

  • Ευχαριστώ Δημητράκη, είπε χαμογελώντας στον μικρό που άφηνε μια καραφίτσα με κοκκινέλι μπροστά της. Το παιδί την κοίταξε στενοχωρημένο, κάτι πήγε να πει αλλά το μετάνιωσε κι έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι.

   Την ίδια ώρα κι απ’ το βάθος είδε τον Γιώργη να μπαίνει με κείνο τον ξάδερφό του τον μασκαρά, που τον πρώτο καιρό την έστηνε με τις ώρες έξω απ’ το σπίτι να της μιλήσει, να της πει να ’ρθει στα σύγκαλά της και να δώσει το διαζύγιο στον Γιώργη.

   Οι δυο άντρες χαιρέτησαν και κάθισαν απέναντί της.

  • Πως είσαι Ρουμπίνη; ρώτησε ο Γιώργης κάνοντας νόημα στον μικρό να φέρει άλλα δυο ποτηράκια.
  • Καλά, του απάντησε εκείνη.
  • Το παιδί;
  • Καλά κι εκείνο.
  • Ωραία, ωραία… είπε βγάζοντας το καβουράκι του κι αμέσως μετά στράφηκε στον μάγειρα. Φέρε μας τρείς σούπες, Μιχάλη!

   Κατόπιν στράφηκε και πάλι στη Ρουμπίνη.

  • Ρουμπίνη, το ξέρεις πως έχουν περάσει πέντε χρόνια πια;
  • Τρία, τον έκοψε εκείνη. Πέντε είναι από τότε που κάνεις τις βρωμιές σου.
  • Έστω, απάντησε εκείνος ήρεμα. Το θέμα είναι πως είναι ώρα να τακτοποιήσουμε τα νιτερέσα μας, τι λες κι εσύ;
  • Τακτοποιημένα είναι όλα, ήταν η απότομη απάντησή της.

   Εδώ επενέβη ο ξάδερφος του Γιώργη.

  • Μωρή, το ξέρεις πως σε μελετάει ο κόσμος;
  • Τι είπεεες; Εμένα μελετάει;

      Έτοιμη ήταν να του χυμήξει η Ρουμπίνη.

  • Ναι εσένα! συνέχισε εκείνος ακάθεκτος. Στο φινάλε ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο ζευγάρι είστε που φτάνετε σ’ αυτή τη κατάσταση!
  • Εγώ δε ξέρω κανέναν άλλον να φτιάχνει δεύτερη οικογένεια πριν ξεκαθαρίσει με την πρώτη! του σφύριξε.
  • Ε, να που έμαθες! ανταπάντησε με περισσή ειρωνεία ο ξάδερφος.

   Ο Γιώργης έφερε την ανάποδη της παλάμης του στο στήθος του ξάδερφού του.

  • Σταμάτα! τον έκοψε κι αμέσως στράφηκε στην γυναίκα. Εδώ που τα λέμε, δε θα ’πρεπε να ‘χεις παράπονο από μένα, Ρουμπίνη… Και τα κρέατά σου τα στέλνω, και τα ψαράκια σου… Και το σπίτι δικό σου… Κανείς δε μπορεί να πει πως σας άφησα στο δρόμο…

   Η Ρουμπίνη άναψε. Απ’ τη μια ήθελε να του σπάσει το καραφάκι στα δόντια, να τσακίσει  τα χείλη που κάποτε αγάπησε, κι απ’ την άλλη ήθελε να τον αφήσει να μιλάει, να παιδεύεται να της αλλάξει γνώμη ενώ αυτή δεν είχε σκοπό να ενδώσει. Στο μεταξύ έφτασε κι ο μικρός μ’ ένα πιάτο σούπα και τ’ άφησε με προσοχή μπροστά της. Μέσα στην θαλασσοταραχή του νου της δεν πρόσεξε το τρέμουλο στα χέρια του μικρού. Όπως δεν πρόσεξε κι ότι ο ξάδερφος είχε σηκωθεί απ’ το τραπέζι και ξανακαθόταν μόλις τώρα μαζί τους.

  • Τέλος πάντων, φάε τώρα… την παρότρυνε ο Γιώργης.
  • Να μου πεις πρώτα ποια είναι η προσφορά…
  • Θα γίνει κι αυτό, της είπε εκείνος αδιάφορα και γυρίζοντας είδε τον μικρό να τους παρακολουθεί ακίνητος και κατάχλωμος. Τι κοιτάς εσύ ρε; Άντε πήγαινε από δω!

   Ο μικρός σάστισε και πισωπάτησε βουβός. Η Ρουμπίνη κοίταξε το πιάτο της και μετά τους δυο άντρες.

  • Εσείς δε θα φάτε…;
  • Ναι, καλά λες… Μικρέ!
  • Ορίστε;
  • Πού είναι οι σούπες μας;

   Ο μικρός δείλιασε λίγο κι ο ξάδερφος βρήκε ευκαιρία.

  • Μόλις μίλησα με τον μάγειρα. Δεν έχει, λέει, άλλη κρεατόσουπα. Φάε εσύ κι εμάς θα μας φέρει φασολάδα…

   Η Ρουμπίνη βούτηξε το κουτάλι στη σούπα και την ανακάτεψε. Λίγο το κρέας, αλλά σιγά μη του το χάριζε. Έβαλε μια μεγάλη κουταλιά στο στόμα της κι όπως σκούπιζε τα χείλη, τρόμαξε. Ο μικρός που τώρα βρισκόταν πίσω απ’ τους δυο άντρες, την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια κι ήταν κίτρινος σαν το φλουρί.

   Ψηλά Αλώνια Από μωρό τον ήξερε τον Δημητράκη. Ορφανό απ’ το Σκαγιοπούλειο, τον είχε πάρει ψυχοπαίδι μια γειτόνισσα, αλλά από τότε που πέθανε ξαφνικά ο άντρας της αναγκαζόταν να δουλεύει σε τούτο το ταβερνείο για να βοηθάει με τα έξοδα του σπιτιού. Όποτε όμως έβρισκε χρόνο, ο μικρός συναντιόταν με τους φίλους του στην αλάνα δίπλα στο σπίτι της Ρουμπίνης κι έπαιζαν με το αυτοσχέδιο τόπι από κουρελόπανα. Μάλιστα είχε κι αδυναμία στη Μαρίτσα της και συχνά πυκνά, την έπαιρνε να την κάνει μια βόλτα και να την ξαναφέρει στη μάνα της.

  • Δημητράκη…; Τι έπαθες…; ανησύχησε η Ρουμπίνη. Είσαι άρρωστος;

   Ο μικρός ξεθάρρεψε και την πλησίασε.

  • Καλά είμαι, κυρά Ρουμπίνη. Η Μαρίτσα που είναι; την ρώτησε και με τα δάχτυλά του χάιδεψε το κουτάλι που είχε αφήσει η γυναίκα στο πιάτο.
  • Στο σπίτι.
  • Μόνη…;
  • Με τη μάνα μου…

   Ο Δημητράκης ξεθάρρεψε ακόμη περισσότερο και κοιτώντας την με νόημα της είπε:

  • Θα χαρεί όταν γυρίσεις σπίτι, έτσι δεν είναι; κι αμέσως μετά κοίταξε καταπρόσωπο τους δυο άντρες. Ο Γιώργης γύρισε αλλού, αλλά ο ξάδερφος έμεινε να κοιτάζει τον μικρό κατάματα.
  • Φυσικά και θα χαρεί, του απάντησε γελώντας η Ρουμπίνη. Πως σου ’ρθε πάλι τούτο;

   Ο μικρός αντί για απάντηση, έσκυψε προς το μέρος της, την φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε.

  • Έλα τρώγε τώρα, μη κρυώσει…, επέμενε ο ξάδερφος.

   Συνάμα έφτασε κι ο μάγειρας με τις δυο αχνιστές φασολάδες. Η Ρουμπίνη έκανε να πάρει το κουτάλι της, αλλά εκείνο ήταν άφαντο. Ψαχούλεψε το τραπέζι, έψαξε κι από κάτω και τότε σαν να υποψιάστηκε κάτι, το βλέμμα της αναζήτησε τον μικρό που βρισκόταν όπως και πριν, πίσω απ’ τους δυο άντρες. Στεκόταν με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά στην ποδιά του κι ανάμεσα στα πλεγμένα του δάχτυλα, η Ρουμπίνη διέκρινε το κουτάλι της. Δε πρόλαβε να μιλήσει, κι ένας πονόκοιλος που άλλον τέτοιον δεν είχε ξαναζήσει της έσχισε τα σωθικά. Και τότε τα κατάλαβε όλα.

  • Να χαθείτε, αλήτες! άρχισε να τσιρίζει στους δυο άντρες που τώρα δεν τους χωρούσαν οι καρέκλες τους κι αντάλλασσαν ένοχες ματιές. Δολοφόνοι! Άνανδροι! και πιάνοντας την κοιλιά της βγήκε τρέχοντας απ’ το ταβερνείο.

   Μετά από μέρες κι όταν πια είχε περάσει ο πονόκοιλος, ο Δημητράκης ήρθε στο σπίτι και της τα φανέρωσε όλα. Ναι, είχαν προσπαθήσει να την δηλητηριάσουν. Ο ίδιος είχε ακούσει τον ξάδερφο να μιλάει κρυφά με τον μάγειρα εκείνο το πρωινό. Να την τρομάξουν μόνο ήθελαν, όχι να την σκοτώσουν, κι εκείνος ο ανεπρόκοπος ο Μιχάλης συμφώνησε έναντι αμοιβής να κάνει τα στραβά μάτια την ώρα που θα ’ριχνε ο ξάδερφος τη σκόνη. Ο ίδιος ο Χάψας δεν είχε ιδέα. Γι’ αυτό έπαιρνε όρκο ο Δημητράκης.

   Η Ρουμπίνη αγκάλιασε τον μικρό και τον φίλησε. Ο μικρός όμως τραβήχτηκε απ’ την αγκαλιά της και την κοίταξε σοβαρός.

  • Δωσ’ το, κυρά Ρουμπίνη…
  • Ποιο να δώσω…;
  • Το ρημάδι το διαζύγιο! Δώστο να πάει στο καλό! Δεν αξίζει τον κόπο!

   Η γυναίκα του χάιδεψε τα μαλλιά. Ήταν δυνατόν ότι δεν είχαν καταφέρει οι μεσάζοντες, να το κατάφερνε ένα παιδί;

  • Άντε, άντε… Πάρε τη Μαρίτσα και πάτε μια βόλτα…, του είπε χαμογελώντας.

   Όταν τα παιδιά ξεμάκρυναν, η Ρουμπίνη κάθισε στην πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρό της κι άπλωσε το χέρι στο τραπεζάκι. Το καλσόν που φορούσε εκείνο το μεσημέρι στο ταβερνείο ήταν αφημένο πάνω στα ραφτικά της. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε πως ήταν και το τελευταίο που της είχε αγοράσει ο Γιώργης πριν φύγει απ’ το σπίτι. Η Ρουμπίνη πήρε το καλσόν στα χέρια και το έσφιξε για λίγη ώρα ανάμεσα στα δάχτυλά της. Κατόπιν, το ψαχούλεψε να βρει την τρύπα, έβαλε μέσα το δάχτυλό της και με μια ήρεμη κίνηση, του έδωσε μια και το ’σκισε στα δύο.

©Ελένη Παπαφιλίππου

Η Ελένη Παπαφιλίππου γεννήθηκε το 1969 στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας από Έλληνες μετανάστες. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα αγγλικά και ελληνικά, στον έντυπο και ηλεκτρονικό περιοδικό τύπο και το έργο της ‘Γυναικών’ έχει ανεβεί σε θεατρική σκηνή της Θεσσαλονίκης.
Μοιρασμένη ανάμεσα σε δυο πατρίδες και δυο γλώσσες, εργάστηκε επί σειρά ετών ως καθηγήτρια Αγγλικών σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια διαμένει μόνιμα στην Αυστραλία όπου εργάζεται ως Παιδαγωγός Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
Μέχρι σήμερα έχει εκδοθεί μία συλλογή διηγημάτων της, με τίτλο: «Σαν τον Μεγαλέξανδρο – 7 διηγήματα για μετανάστες», από τις εκδόσεις Φίλντισι.


 

Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη

Χωρίς τίτλο3
Ο Πϋργος του Β. Μια μαθηματική περιπέτεια – μυθιστόρημα, Σάκης Ροδίτης
εξώφυλλο τελικό
Τα δυο πουγκιά – μυθιστόρημα, Γιώργος Ηλιάδης
Εξώφυλλο Νοηματική
Νοηματική Γλώσσα – Μελέτη, Ελένη Καβαζίδου
%ce%b5%ce%be%cf%8e%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf
Migozarad, νουβέλα, Χρήστος Τσαντής;
%cf%87%cf%89%cf%81%ce%af%cf%82-%cf%84%ce%af%cf%84%ce%bb%ce%bf
Οι άνθρωποι του Αυγούστου, νουβέλα, Κώστας Βελούτσος
Ένα σεργιάνι-Γιώργος Κουτουλάκης
Ένα σεργιάνι-Γιώργος Κουτουλάκης
Ο ήρωας της θάλασσας
Ο ήρωας της θάλασσας – οικολογικό παραμύθι, Ελευθερία Τσικαλά
%ce%bd%ce%ad%ce%bf-%ce%b5%ce%be%cf%8e%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%bb%ce%bf
Η ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη, μελέτη, Δ. Δαμασκηνός
001
Καταιγίδα – Ιστορική νουβέλα, Μιχάλης Τζανάκης

 

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s