Τέχνη και κοινωνικές επιστήμες

-Η σπουδαιότητα και ο ρόλος της τέχνης στην έρευνα και τη γνώση

-Επιστημονικές και Ανθρωπιστικές Προσεγγίσεις στη Συνείδηση

-Η Θέση της Τέχνης στη Διαφορετικότητα

-Η Αναστοχαστική Πλευρά της Τέχνης

-Η Έρευνα, Γνώση, Αλήθεια στις Εικαστικές Τέχνες και τις Κοινωνικές Επιστήμες

-Η Τέχνη ως μεθοδολογικό εργαλείο των Κοινωνικών Επιστημών

Περιλήψεις ανακοινώσεων στο Διεπιστημονικό Συμπόσιο «Δυνατότητα και όρια των βασισμένων στην τέχνη ποιοτικών μεθοδολογιών: Διευρύνοντας τις προοπτικές στον ερευνητικό σχεδιασμό».

Επιμέλεια Μάριος Α. Πουρκός

Το Διεπιστημονικό Συμπόσιο διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης-Σχολή Επιστημών Αγωγής-Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Αγωγής και από το Εργαστήριο Ψυχολογικής Έρευνας-Μονάδα Οικολογικής Ψυχολογίας & Βιωματικής, Ευρετικής & Διαλογικής/Επικοινωνιακής Ψυχοπαιδαγωγικής, στις 25/26 και 27 Νοεμβρίου του 2011.

ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ

«Το πιο ωραίο πράγμα που μπορούμε να βιώσουμε είναι το μυστηριώδες. Είναι η πηγή όλης της πραγματικής τέχνης και της επιστήμης»Albert Einstein

«Ποτέ δεν έκανα ένα πίνακα ως ένα έργο τέχνης, όλη αυτή η διαδικασία είναι μια έρευνα»Pablo Picasso

2

Οι βασισμένες στην τέχνη ερευνητικές μεθοδολογίες και πρακτικές, όπως είναι αυτές που σχετίζονται με την αφήγηση, τη λογοτεχνική γραφή, την ποίηση, τη μουσική, το κολάζ, τις περφόρμανς, την κίνηση και το χορό, τις οπτικές τέχνες, την εικαστική αναπαράσταση, το φιλμ (κινηματογράφος, ντοκιμαντέρ), το ιχνογράφημα, το θέατρο, το τραγούδι κ.λπ., είναι ένα σύνολο μεθοδολογικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται από τους ποιοτικούς κυρίως ερευνητές ως νέα μεθοδολογικά εργαλεία και ως τρόπος διεύρυνσης του ερευνητικού τους σχεδιασμού. Μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες ή σε μερικές μόνο φάσεις της ερευνητικής διαδικασίας από τη συλλογή μέχρι την ανάλυση, ερμηνεία και αναπαράσταση των δεδομένων. Οι ερευνητές των προσεγγίσεων αυτών επιχειρούν να αξιοποιήσουν και να προσαρμόσουν τις δυνατότητες και τα μέσα που διαθέτουν οι διάφορες δημιουργικές τέχνες για να ερευνήσουν και να αναπαραστήσουν κοινωνικά ερευνητικά ερωτήματα. Πρόκειται για ολιστικούς, συμμετοχικούς και ενσώματους τρόπους ερευνητικής προσέγγισης όπου πέρα από τις προσπάθειες σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη υπάρχει η φιλοδοξία να αποτελέσουν μια νέα θεωρητική και επιστημολογική βάση για την έρευνα των κοινωνικών επιστημών.

Στόχος του διεπιστημονικού συμποσίου είναι η πραγμάτευση και ο κριτικός αναστοχασμός καίριων θεωρητικών, επιστημολογικών, ηθικών, δεοντολογικών και μεθοδολογικών ζητημάτων που αφορούν τις τέχνες (ζωγραφική, ποίηση, μουσική, χορός, κινηματογράφος, θέατρο κ.α.) και τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένες ποιοτικές προσεγγίσεις στην έρευνα των κοινωνικών επιστημών (π.χ. εθνογραφική, φαινομενολογική, ερμηνευτική, οικολογική, κοινωνικοπολιτισμική, βιογραφική, αφηγηματική, έρευνα-δράση, κ.ά.), έχοντας ως βασικό άξονα προβληματισμού τις δυνατότητες δημιουργικής τους σύνθεσης και κατά συνέπεια διεύρυνσης και εμπλουτισμού του ερευνητικού σχεδιασμού. Ένας άλλος βασικός στόχος του συμποσίου είναι να παρέχει στους φοιτητές και νέους ερευνητές εναλλακτικές προσεγγίσεις της ποιοτικής έρευνας και καινούργιους τρόπους σκέψης σχετικά με την καλλιτεχνική-ερευνητική-διδακτική τους ταυτότητα. Μιλώντας πιο συγκεκριμένα, μερικοί από τους στόχους του συμποσίου είναι:

1. Να προσδιοριστούν και να διερευνηθούν οι ρόλοι που διαδραματίζει η τέχνη στην ποιοτική έρευνα των κοινωνικών επιστημών και γενικότερα το ζήτημα της τέχνης ως γνωστικής και ερευνητικής διαδικασίας.

2. Να κατανοηθούν οι σχέσεις μεταξύ των διαδικασιών και των αναπαραστατικών μορφών της τέχνης και των διαδικασιών και αναπαραστατικών μορφών της έρευνας.

3. Να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά και οι ποιότητες της έρευνας που σχετίζονται ή βασίζονται στην τέχνη και με σχετικά ζητήματα.

4. Να προσδιοριστούν και να αναδειχθούν οι δυνατότητες και τα όρια των εναλλακτικών αυτών μεθοδολογιών.

3Στην παρουσίαση των προσεγγίσεων αυτών, που θα προσπαθήσουμε να γίνει με τη μορφή πάνελ, ο προβληματισμός και η συζήτηση θα εστιαστεί στα ακόλουθα βασικά ζητήματα:
1. Πώς η τέχνη συνδέεται με τη γνώση και γιατί και πώς η τέχνη και η έρευνα συναντούνται ή μπορούν να συναντηθούν για την προώθηση της γνώσης;
2. Τι θέση έχει η τέχνη ή θα μπορούσε να έχει στα διάφορα πλαίσια της έρευνας των κοινωνικών επιστημών;
3. Πώς η τέχνη μπορεί να συνδυαστεί με την έρευνα των κοινωνικών επιστημών; Πώς η τέχνη μπορεί να πλαισιώσει και να επηρεάσει τη θεωρία και την πρακτική των κοινωνικών επιστημών;
4. Πώς οι βασισμένες στην τέχνη ερευνητικές μεθοδολογίες των κοινωνικών επιστημών λειτουργούν στην πράξη;
5. Ποια είναι η σχέση της βασισμένης στην τέχνη έρευνας των κοινωνικών επιστημών με τις άλλες μορφές έρευνας;
6. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των διάφορων μεθοδολογιών και ειδών της βασισμένης στην τέχνη έρευνας των κοινωνικών επιστημών;
7. Πώς η ποιότητα των εναλλακτικών αυτών μορφών έρευνας κρίνεται ή αξιολογείται;
8. Ποιες είναι οι δυνατότητες και τα όρια της σύνδεσης των τεχνών με την έρευνα των κοινωνικών επιστημών;
9. Τί τάσεις υπάρχουν σχετικά με τις βασισμένες στην τέχνη ερευνητικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις των κοινωνικών επιστημών;
10. Γιατί είναι αναγκαίες οι βασισμένες στην τέχνη μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την έρευνα των κοινωνικών επιστημών;
11. Τι είδους αλήθειες, που αφορούν την έρευνα των κοινωνικών επιστημών, παράγονται από τις συγκεκριμένες εναλλακτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις; Ποια είναι η φύση της ποιότητας των αληθειών που παράγονται στο πλαίσιο των βασισμένων στην τέχνη μεθοδολογικών προσεγγίσεων;
12. Τι είδους κριτήρια αξιολόγησης της έρευνας (κριτήρια αξιοπιστίας και εγκυρότητας) ισχύουν στις συγκεκριμένες εναλλακτικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις και σε τι διαφέρουν τα κριτήρια αυτά από τα κριτήρια που εφαρμόζονται στις ποσοτικές και θετικιστικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις;

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ

• Τέχνη και Κοινωνικές Επιστήμες: Η Σπουδαιότητα και ο Ρόλος της Τέχνης στην Έρευνα και τη Γνώση
• Τέχνη και Διεπιστημονικές (Transdisciplinary) Ερευνητικές Πρακτικές
• Θεωρητικό Πλαίσιο, Βασικές Παραδοχές και Θέσεις των Βασισμένων στην Τέχνη Μεθόδων Έρευνας
• Ζητήματα Ανάλυσης Δεδομένων, Ερμηνείας και Αναπαράστασης στις Βασισμένες στην Τέχνη Μεθόδους Έρευνας
• Ζητήματα Αξιολόγησης των Βασισμένων στην Τέχνη Μεθόδων Έρευνας
• Ζητήματα Σωματικότητας και Υποκειμενικότητας στις Βασισμένες στην Τέχνη Ερευνητικές Πρακτικές
• Αισθητικά και Δεοντολογικά Ζητήματα στις Βασισμένες στην Τέχνη Μεθόδους Έρευνας
• Προοπτικές και Όρια των Βασισμένων στην Τέχνη Μεθόδων Έρευνας: Πλεονεκτήματα και Μειονεκτήματα των Καλλιτεχνικών Ερευνητικών Προσεγγίσεων
• Πρακτικές Συνεπαγωγές των Βασισμένων στην Τέχνη Ερευνητικών Πρακτικών στις Κοινωνικές Επιστήμες
• Βίωμα, Μεταφορά και Βασισμένες στην Τέχνη ΜέθοδοιΈρευνας
• Ηθική και Αισθητική της Εικόνας και της Αναπαράστασης στην Ανθρωπολογία
• Διάλογοι μεταξύ Ανθρωπολογίας και Σύγχρονης Τέχνης στο Πλαίσιο της Επιτόπιας Έρευνας
• Το Ντοκιμαντέρ στην Έρευνα των Κοινωνικών Επιστημών: Το Παράδειγμα του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας (1903-1957)
• Η Οπτική Τέχνη ως Μέθοδος Έρευνας
• Η Τέχνη ως Ερευνητικό Εργαλείο στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση
• Ο Ρόλος της Τέχνης στην Ψυχαναλυτική Ερευνητική Μεθοδολογία
• Η Χρήση του Μύθου στην Κοινωνική Έρευνα
• Τα Animations και τα Κόμικς στην Ποιοτική Έρευνα των Κοινωνικών Επιστημών
• Η Ποίηση και το Γκράφιτι ως Μέθοδος Έρευνας στις Κοινωνικές Επιστήμες
• Ο Χορός και η Κίνηση στην Έρευνα των Κοινωνικών Επιστημών
• Οι Εικαστικές Τέχνες ως ΜέθοδοιΈρευνας
• Το Θέατρο και το Performance ως Μέθοδος Έρευνας

4

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ:
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ:

Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Πρόεδρος: Μανόλης Δαφέρμος

1. Οι Βασισμένες στην Τέχνη Ποιοτικές Μέθοδοι Έρευνας: Μια Εισαγωγή

Μάριος Πουρκός
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Κατά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να βρισκόμαστε σε ένα σημαντικό κομβικό σημείο όσον αφορά την ανάπτυξη της έρευνας και της μεθοδολογίας στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Έχει γίνει και συνεχίζει να γίνεται αρκετή συζήτηση για τις ποσοτικές και ποιοτικές ερευνητικές μεθοδολογίες, για τα θετικά και τα αρνητικά τους, για τις δυνατότητες και τα όριά τους, καθώς και για τις δυνατότητες μείξης και άρσης του διπόλου μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, οι προσεγγίσεις αυτές αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες ενός όλο και αυξανόμενου αριθμού ερευνητικών πρακτικών που σχετίζονται με την τέχνη, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας/ενημέρωσης και τον ερευνητικό σχεδιασμό.

Πέρα από το δίπολο των ποσοτικών και ποιοτικών προσεγγίσεων, γίνεται προσπάθεια στο πλαίσιο των πρακτικών αυτών να αναπτυχθούν μεθοδολογικές προσεγγίσεις στη βάση νέων οντολογικών και επιστημολογικών παραδοχών σχετικά με τη φύση και την αξία της έρευνας. Στην εργασία αυτή εξετάζουμε τις προοπτικές και τα όρια, τη δυναμική και τη σπουδαιότητα των βασισμένων στην τέχνη μεθόδων έρευνας δείχνοντας πως αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη ενός νέου παραδείγματος για την έρευνα και τη γνώση των κοινωνικών επιστημών στο πλαίσιο των υπερεπιστημονικών προσεγγίσεων (transdysciplinary approaches). Στην εργασία αυτή αναφερόμαστε:

  1. στη φύση της τέχνης και στο είδος των ερευνητικών ερωτημάτων που μπορούν να απαντηθούν μέσω της χρήσης των βασισμένων στην τέχνη μεθόδων, στο τι μπορούν οι μέθοδοι αυτές να αποκαλύψουν και αναπαραστήσουν που δεν μπορεί να γίνει με τις παραδοσιακές ποιοτικές μεθόδους, στο πως μπορούν οι μέθοδοι αυτές να εφαρμοστούν ώστε να έχει κανείς πρόσβαση στις καταπιεσμένες φωνές,
  2. στην τέχνη ως μέσο ή εργαλείο έρευνας,
  3. στο πως η τέχνη και οι βασισμένες στην τέχνη ποιοτικές μέθοδοι έρευνας μπορούν να συμβάλουν και να διευρύνουν τη γνώση μας,
  4. στα βασικά πεδία εφαρμογής των βασισμένων στην τέχνη μεθόδων έρευνας,
  5. στις προοπτικές και στην βιωσιμότητα της βασισμένης στην τέχνη έρευνας,
  6. στα ζητήματα της αξιολόγησης, στο πως μπορεί η γνώση που αποκτάται από τις μεθόδους αυτές να μπορεί να αξιολογηθεί, στο ποιες είναι οι βασικές διαστάσεις αξιολόγησης και τι μεθοδολογικές στρατηγικές είναι σύγχρονα διαθέσιμες, στο πως επίσης οι πρακτικές αυτές προωθούν το διάλογο σχετικά με την κατασκευή της γνώσης,
  7. στα όρια και τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε μια τέτοια μορφή έρευνας.

5

2. Επιστημονικές και Ανθρωπιστικές Προσεγγίσεις στη Συνείδηση: Η Σπουδαιότητα της Τέχνης στην Έρευνα και τη Γνώση

Φίλιππος Β. Καργόπουλος
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η συνείδηση ως αντικείμενο εμπειρικής εξερεύνησης και θεωρητικής εξήγησης βρίσκεται στα σύνορα της έρευνας για την ψυχολογία, την γνωσιοεπιστήμη, τις νεύρο-επιστήμες, την ψυχιατρική και θεωρείται ως ο τελευταίος λίθος που θα επιστεγάσει μια τελική κοσμοθεωρία.

Όμως οι απόπειρες δημιουργίας θεωρίας συνείδησης προσκρούουν, από την μια μεριά, στο ότι δεν είναι ξεκάθαρες οι αναγωγικές σχέσεις μεταξύ των συγγενών πρωταρχικών εννοιών (προθετικότητα, νοημοσύνη, συμπεριφορά, αξία) που μαζί με τη συνείδηση απαρτίζουν τον γρίφο της ένταξης του ανθρώπου στην γενικότερη εικόνα του φυσικού κόσμου. Από την άλλη μεριά αναγνωρίζεται ότι στην συνείδηση ως βιολογικό φαινόμενο συναντιόνται (αλλά δεν συνταιριάζονται θεωρητικά), το υποκειμενικό βίωμα της ανθρώπινης ύπαρξης (που εκφράζεται αναπόδραστα σε πρώτο πρόσωπο) με το αντικειμενικό ιδεώδες της ανθρώπινης επιστήμης (που εκφράζεται κατά κανόνα σε τρίτο πρόσωπο).

Οι παραπάνω επισημάνσεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως αν για τη μελέτη της νοημοσύνης είναι απαραίτητη μια διεπιστημονική προσέγγιση (η γνωσιοεπιστημονική), κατά μείζονα λόγω στη μελέτη της συνείδησης απαιτείται επί πλέον της διεπιστημονικής, περαιτέρω διεύρυνση των προσεγγίσεων για να συμπεριληφθούν τα ανθρωπιστικά γράμματα και οι τέχνες, γιατί στις ανθρωπιστικές σπουδές και στις τέχνες συναντιόνται η αμεσότητα του υποκειμενικού βιώματος, η προοπτικότητα του υποκειμένου, και η αξιολογική διάσταση.

Οι παραπάνω προσθήκες/προεκτάσεις μπορεί να μην διευκολύνουν την απόπειρα για μια αναγωγική εξήγηση του βιολογικού φαινομένου της συνείδησης, αλλά το εντάσσουν σε ένα ευρύτερο φιλοσοφικό πλαίσιο κατανόησης, μέρος του οποίου είναι το επιστημονικό. Αυτό που συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας θεωρητικής διεύρυνσης δεν είναι μόνο η πληρέστερη θεωρητική πραγμάτευση του φαινομένου και του γρίφου της συνείδησης αλλά και η προσθήκη στοιχείων που βοηθούν τόσο στην κατανόηση των σχετικών φαινομένων όσο και στις εφαρμογές που επιστήμες όπως η κλινική ψυχολογία και η ψυχιατρική απαιτούν. Ειδικότερα στην περιοχή της ψυχικής ασθένειας και θεραπείας η αναγνώριση ότι η ψυχική ασθένεια είναι ταυτόχρονα ασθένεια σωματική και ασθένεια συνείδησης οδηγεί σε διεύρυνση του γνωστού εξηγητικού τριδύμου στοιχείων (βιολογικό-γνωστικό-συμπεριφορικό) για να συμπεριληφθεί και ένα τέταρτο, το βιωματικό, για το οποίο οι τέχνες αποτελούν ιδανικό δρόμο προσέγγισης λόγω της αμεσότητας που παρέχει η εμπειρία της τέχνης τόσο ως δημιουργία όσο και ως αντίληψη.

6

3. Η Θέση της Τέχνης στη Διαφορετικότητα, Ενοποίηση και Ιεράρχηση της Γνώσης

Λεύτερης Ζούρος
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Η επιστήμη μπορεί να χαρακτηριστεί ως η προσπάθεια του ανθρώπου να απαντήσει στο σύνθετο ερώτημα του «πού, πότε, πώς και γιατί». Το «πού και πότε» αναφέρονται στον χωροχρόνο. Μπορούμε να δούμε ότι ο χωροχρόνος στον οποίο αναφέρεται μια επιστήμη διαφέρει από επιστήμη σε επιστήμη. Η Φυσική έχει το μεγαλύτερο δυνατό χωροχρόνο. Το αντικείμενό της αρχίζει από την πρώτη στιγμή της γέννησης του σύμπαντος και περιλαμβάνει θεωρίες για το τέλος του. Επίσης οι νόμοι της ισχύουν για κάθε σημείο του σύμπαντος. Η Χημεία έχει ένα πιο περιορισμένο χωροχρόνο, η δε Βιολογία ακόμα πιο πολύ αφού το αντικείμενο της έχει ηλικία μόνο 3.8 δισεκατομμύρια χρόνια και καταλαμβάνει ένα απειροελάχιστο χώρο μέσα στο σύμπαν.

Είναι εύκολο να δούμε ότι σ’ αυτή τη κλίμακα του χωροχρόνου η Ανθρωπολογία έρχεται μετά τη Βιολογία και ακολουθούν οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες και οι Τέχνες. Αυτή η διαφορά κλίμακας στο «πού και πότε» συνεπάγεται και διαφορές στο «πώς», δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο κτίζεται η γνώση γύρω από το αντικείμενο αναφοράς.

Όσο ελαττώνεται ο χωροχρόνος τόσο μειώνεται το πλήθος των «μονάδων» αναφοράς (υπάρχουν πολύ λιγότερες κοινωνίες απ’ ότι υπάρχουν ηλεκτρόνια) άρα και η ακρίβεια μέτρησης και προβλεψιμότητας, και αυξάνονται η πολυπαραγοντικότητα και ο ρόλος της τυχαιότητας και της ιστορικότητας. Επίσης μειώνεται η δύναμη του αναγωγισμού και αυξάνεται η χρησιμότητα της ολιστικής προσέγγισης.

Σε ένα τρίτο επίπεδο, οι διαφορές στο «πώς» φέρουν στο προσκήνιο το τελευταίο ερώτημα, το «γιατί». Η τελεολογία δεν έχει, θεωρητικά, θέση στις φυσικές επιστήμες, αυτές με το μεγαλύτερο χωροχρονικό φάσμα. Φαίνεται όμως ότι ο αποκλεισμός της τελεολογίας από μια ερμηνευτική προσπάθεια γίνεται τόσο πιο δύσκολος όσο το χωροχρονικό φάσμα στο οποίο αναφέρεται μια τέτοια προσπάθεια γίνεται μικρότερο. Η εισήγηση θα αναφερθεί σ’ αυτές τις σχέσεις που συνέχουν και διαφοροποιούν την προσπάθεια του ανθρώπου να δημιουργήσει ένα ερμηνευτικό μοντέλο για τον κόσμο και τον εαυτό του και να τον αναπαραστήσει με ό,τι ονομάζουμε επιστήμη και τέχνη.

4. Η Αναστοχαστική Πλευρά της Τέχνης: Συγνώμη και Συγχώρηση σύμφωνα με τον Πίνακα «Η Επιστροφή του Ασώτου» του Rembrandt (c. 1668)

Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Ρέμπραντ Η επιστροφή του Άσωτου υιού

Ο πίνακας «Η Επιστροφή του Ασώτου Υιού» (c. 1668) του Harmensz van Rijn Rembrandt είναι μια διάσημη ελαιογραφία σε φυσικό μέγεθος, 262X205 εκ. που βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Hermitage στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Πρόκειται περί ενός ιστορικού έργου που ανήκει στην τελευταία φάση της καλλιτεχνικής παραγωγής του Rembrandt και, για πολλούς, συνιστά την κορύφωση της καλλιτεχνικής πορείας του.

Ο καλλιτέχνης εικονογραφεί τη γνωστή παραβολή του ασώτου υιού από το ευαγγέλιο του Αγίου Λουκά (Λουκάς 22: 54-57) χρησιμοποιώντας τη σπάτουλα, απλώνοντας παχιές και πλατιές πινελιές από αδρό impasto και κάνοντας χρήση του πλούσιου χρώματος και της έντονης φωτοσκίασης ώστε να μεγιστοποιήσει τη δραματική ένταση του συμβάντος. Οι κριτικοί του έργου έχουν επισημάνει τη δημοτικότητα του θέματος στην Ολλανδία του 16ου και 17ου αιώνα, τις επιρροές του Rembrandt από μια ξυλογραφία του Maerten van Heemskerck και τη σχέση του πίνακα με θεολογικές διενέξεις ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες αναφορικά με την ερμηνεία της συγκεκριμένης βιβλικής παραβολής.

Ο στόχος μου σε αυτήν την ανακοίνωση είναι να ερευνήσω κατά πόσο το πρόβλημα της συγνώμης και συγχώρησης το οποίο απασχόλησε τον Rembrandt στη ζωή και σταδιοδρομία του, καθορίζει την αρχιτεκτονική σύνθεση της σκηνής, έτσι όπως τη ζωγραφίζει ο καλλιτέχνης. Η διάταξη των προσώπων της σκηνής για την ταυτοποίηση των οποίων δεν υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στους κριτικούς του Rembrandt, λειτουργεί ως όχημα του προβληματισμού του καλλιτέχνη για τη συγχώρηση στον ορίζοντα του ασυγχώρητου.

Ο Rembrandt ζωγραφίζει εκτός κέντρου του πίνακα τη συνάντηση πατέρα και γιου ώστε να δώσει χώρο και σημασία σε μια φιγούρα η οποία στέκεται κοιτώντας με καχυποψία τα τεκταινόμενα την οποία ο Christian Tümpel ταυτίζει με τον μεγαλύτερο αδελφό του ασώτου. Φαίνεται ότι ο πατέρας συγχωρεί χωρίς όρους τον επιστρέψαντα γιο του, κάτι το οποίο όμως δεν είναι διατεθειμένος να κάνει και ο μεγαλύτερος αδελφός του. Θα ήθελα να υποστηρίξω ότι με τη συγκεκριμένη διάταξη που διέπει τον πίνακα, προτείνεται η θέση ότι η μόνη δυνατή συγχώρηση λαμβάνει χώρα μόνο όταν ο φταίχτης είναι πραγματικά ασυγχώρητος, επιτρέποντας έτσι στον θεατή το στοχασμό πάνω σε ένα από τα πιο θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης.

Η προσέγγισή μου στον πίνακα είναι στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της τέχνης διότι πιστεύω ότι η σύνδεση της τέχνης με σημερινές και παρελθοντικές έννοιες και ιδέες της φιλοσοφίας και όχι στενά της αισθητικής, ενισχύει τη συμβολή της στο σύγχρονο πολιτισμό. Η τέχνη εκτός όλων των άλλων έχει και μια αναστοχαστική πλευρά και ο ρόλος της φιλοσοφίας της τέχνης είναι να αναδείξει την πλευρά αυτή, αποκαλύπτοντας το νοηματικό πλούτο του έργου τέχνης.

Λαϊκά παιχνίδια Γκίκας
«Λαϊκά παιχνίδια» του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα

5. Η Έρευνα-Γνώση-Αλήθεια στις Εικαστικές Τέχνες και τις Κοινωνικές Επιστήμες: Αμφίδρομες Σχέσεις, Παράλληλες Διαδρομές, Κοινοί Τόποι

Κώστας Χριστίδης
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι, στην επιστημονική κοινότητα αναφορικά με τη φύση των επιστημονικών θεωριών, προβλημάτων και μεθόδων υπάρχει πλήθος ανοικτών διαφωνιών. Η εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών είναι μια ασυνεχής διαδικασία βίαιων ανατροπών. Δεν είναι λίγες οι φορές, που οι πεποιθήσεις μιας δεδομένης επιστημονικής κοινότητας σ’ ένα δεδομένο χρονικό σημείο, καθορίστηκαν από αυθαίρετες συνιστώσες (Kuhn, 2008: 56). Ωστόσο όλα αυτά, δεν είναι ικανά να μειώσουν την αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της επιστήμης, σε ότι αφορά την αναζήτηση της αλήθειας και τη θεμελίωση της γνώσης. Απλώς εδώ, δηλώνεται ότι, η επιστήμη είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο όπως όλα τα άλλα, τέχνη, θρησκεία, πολιτική κ.ά. (Κάλφας, 2008). Ένα βήμα παραπέρα, η δημιουργική εξέλιξή στο χώρο της τέχνης ισοδυναμεί με τη δημιουργική ανέλιξη της επιστήμης. Η καλλιτεχνική και επιστημονική δραστηριότητα κάθε εποχής ωθούνται στην ίδια κατεύθυνση από την ίδια πνευματική στάση και αναζήτηση.

Στην παρούσα εισήγηση επιχειρείται μια αναζήτηση των σχέσεων ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη όσον αφορά τις διαδικασίες έρευνας, γνώσης και αλήθειας. Προτείνεται μια εναλλακτική προσέγγιση σε βασικούς στόχους του διεπιστημονικού συμποσίου, για το πως μπορούν οι εικαστικές τέχνες -με ποιους τρόπους, εργαλεία, έννοιες, ιδέες, μεθοδολογία, μέσα και υλικά- να συνεισφέρουν στην κοινωνική και εκπαιδευτική έρευνα. Στην κατεύθυνση αυτή λαμβάνονται υπόψη έργα τέχνης και κείμενα θεωρητικών και καλλιτεχνών, που προσφέρουν σχετικό εννοιολογικό και οπτικό υλικό τεκμηρίωσης.

6. Η Τέχνη ως Μεθοδολογικό-ερευνητικό Εργαλείο των Κοινωνικών Επιστημών: Επιστημολογικοί Προβληματισμοί για τη μεταξύ τους Σχέση

Δέσποινα Σταματοπούλου
Πανεπιστήμιο Κρήτης

images (28)Η σχέση ατόμου-αισθητικού αντικειμένου κατά την αντιληπτική εμπειρία είναι ένα παλιό πρόβλημα τόσο της αισθητικής όσο και της ψυχολογίας της τέχνης (εμπειρικής αισθητικής). Επιπρόσθετα, η έννοια της εμπειρίας είναι ιδιαίτερα «ανθεκτική» στις προσπάθειες των ψυχολόγων να την προσεγγίσουν αναλυτικά, ενώ η αισθητική εμπειρία τείνει να είναι πρωταρχικά μια συνεχής ρέουσα διαδικασία θεμελιωδώς ενσώματη, ανοιχτή όμως σε κάθε πιθανή πολλαπλότητα νοημάτων (Cupchik, Shereck & Spiegel, 1994). Ενισχύοντας την άποψη περί πολυπλοκότητας του χαρακτήρα της αισθητικής εμπειρίας, υποστηρίζουμε (Stamatopoulou, 2010) ότι επάλληλες διαφορετικές «εκδιπλώσεις» από ακολουθίες συμβόλων επικάθεται η μία πάνω στην άλλη, με αποτέλεσμα την παραγωγή πολλαπλότητας πιθανών νοημάτων, όπου καθένα από τα συστήματα νοημάτων επιτρέπει μια σημαντική, ευκρινή, περιεκτική και μερικές φορές ανεξάρτητη συμβολική οργάνωση.

Ταυτόχρονα, η δημιουργία-εμπειρία Τέχνης ή η εμπειρία-απόλαυση και κατανόηση της τέχνης αποτελεί πεδίο έρευνας των γνωστικών επιστημών, αλλά και ενδεχόμενο μεθοδολογικό εργαλείο μερικών προσεγγίσεων που διερευνούν τις κοινωνικές αναπαραστάσεις, την ταυτότητα-εαυτό, αξίες ή π.χ., την νοημοσύνη ή άλλων πιο πειραματικά προσανατολισμένων ψυχολογικών ερευνών που επιχειρούν την εισαγωγή διάθεσης και μελετούν την επίδραση αυτής στις νοητικο-συναισθηματικές λειτουργίες, μεταστροφή πεποιθήσεων κτλ.

Αν και το ενδεχόμενο σύνδεσης των τεχνών με την έρευνα των κοινωνικών επιστημών θα μπορούσε να λειτουργήσει ιδιαίτερα εμπλουτιστικά στην κατανόηση των δυνατοτήτων της εμπειρίας εν τω γίγνεσθαι, δηλαδή του συναισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι, η χρήση των τεχνών ως μεθοδολογικού εργαλείου που αντανακλά άμεσα αξίες ή πεποιθήσεις χρήζει ίσως μεγαλύτερου προβληματισμού που προέρχονται κυρίως, αλλά όχι μόνο, από την οργάνωση του ίδιου του συμβολικού συστήματος της τέχνης το οποίο ενέχει διάφορο πλαίσιο κινητοποίησης, φέρει και αυτόνομα χαρακτηριστικά οργάνωσης των συμβόλων του, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πολυεπίπεδο σύμπλοκο που κινείται αμφίδρομα από το κιναισθητικό στο νοητικό, ενίοτε αντισυμβατικά ή με αποκλίνοντα τρόπο.

Στη συζήτησή μας επιχειρούμε να θέσουμε πιθανά προβλήματα σε σχέση με την διττή προοπτική που αναδύεται, υποστηρίζοντας από την μια ότι (α) όποια ψυχολογική διερεύνηση οφείλει να λάβει υπόψη της την ενιαία συγκρότηση της εμπειρίας ανθρώπου-κόσμου-άλλου, την ενσώματη-ποιοτική διάσταση της εμπειρίας καθώς και την θεμελιακά αποβλεπτική (εμπρόθετη) προσανατολισμένη τάση των ανθρώπων να αναζητούν και να δίνουν νόημα στις καταστάσεις-δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκονται, αλλά (β) ενίοτε η ενδεχόμενη χρήση της τέχνης ως μεθοδολογικού εργαλείου, πιθανώς από την μία, να αγνοεί την οργάνωση του συμβολικού συστήματος της τέχνης, ή από την άλλη να μην αναλογίζεται το ενεχόμενο πρόβλημα που διέπει την σχέση φιγούρας/φόντου που είναι ένα τυπικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας της εμπειρίας τέχνης.

Αυτό γιατί θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι όσο επιτακτική και αν είναι η ανάγκη ανάδειξης της φιγούρας μέσα από την οργάνωση της μορφής, άλλο τόσο η θεματοποίηση της φιγούρας ως τέτοιας (ως θεματοποιημένη ανάδυση μορφής στο πεδίο της συνείδησης) δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά επιδέχεται διαφορετική θεματοποίηση, αν για παράδειγμα υπάρξει μεταβολή του κέντρου βαρύτητας ή του κέντρου του ενδιαφέροντος -της σφαίρας του νοήματος. Αντίστοιχα, το φόντο δεν είναι ποτέ άδειο, ούτε φαινομενολογικά ούτε σημασιολογικά, αλλά λειτουργεί ως υποστηρικτικό πλαίσιο, όπου όποια μεταβολή της προσοχής το καθιστά εν δυνάμει φιγούρα. Υπό αυτήν την έννοια, η θεματική οργάνωση της φιγούρας δεν προδιαγράφεται μόνο από το πεδίο, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο ή την ποιότητα της μετοχής του ατόμου στη δράση.

1

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s