PAUL VERLAINE

ο πρίγκηπας των ποιητών

«Ο έρωτας ο ασάλευτος των αιώνιων πραγμάτων

Ο έρωτας των αρχαίων νεκρών και των θεών μαζί»

Γράφει ο Χρήστος Τσαντής

O PAUL VERLAINE γεννήθηκε στο Μέτς το 1844 και πέθανε στο Παρίσι το 1896.

Ο «πρίγκηπας των ποιητών», όπως τον φωνάζανε φίλοι και θαυμαστές, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Γαλλίας και του κόσμου ολόκληρου, έζησε μια ζωή γεμάτη από κακουχίες και αρρώστιες. Πολλές ποιητικές σχολές θέλησαν να τον παρουσιάσουν ως αρχηγό τους, μα διεκδικούσαν μια ποίηση που ήταν και παραμένει έξω από τα καθιερωμένα πλαίσια.

Να πως χαρακτηρίζει ο Francois Coppée τον Verlaine σ’ ένα μικρό πρόλογο αφιερωμένο στα ποιήματα του:

Ο Verlaine μας έδωσε μια ποίηση εντελώς ξεχωριστή και δική του, μια ποίηση… αιθέρια, με άπειρους χρωματισμούς, που θυμίζει τις πιο λεπτές δονήσεις των νεύρων και τα πιο αόριστα μουρμουρίσματα της καρδιάς… μια ποίηση φυσικότατη, πηγαία, σαν το δημοτικό τραγούδι μια ποίηση που οι ρυθμοί της ελεύθεροι ή τσακισμένοι, αφήνουν μια γλυκύτατη αρμονία, που οι στροφές στριφογυρίζουν και τραγουδούν σαν παιδιάτικος χορός, και που οι στίχοι —από τούς πιο ωραίους που έχουμε — σχεδόν είναι μουσική… Τέτοια ποιήματα είναι προορισμένα να ζήσουν.

ΒερλαίνΘα τολμούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως τον ποιητή της αθωότητας, της τρυφερότητας, τον ποιητή που εξέφρασε ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς το παιδί που έκρυβε μέσα του. Τον ποιητή που γοήτευσε τους αναγνώστες, καθώς το διάβασμα των στίχων του έμοιαζε με ατέλειωτο ταξίδι στη θάλασσα των συναισθημάτων. Παράλληλα όμως, η γραφή του καυτηριάζει την κοινωνική αδικία και ανισότητα, καταγγέλλει την καταπίεση στην οποία είχαν καταδικάσει τους φτωχούς οι ιθύνοντες της εποχής.

Το 1863 δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα και το 1866 η πρώτη του Συλλογή. Ο Βερλαίν είναι ένας από τους θεμελιωτές του ελεύθερου στίχου και ένας από τους πρωτοπόρους ποιητές που δεν φοβήθηκε να πειραματιστεί με νέες μορφές. Η μουσική που αναδύεται μέσα από τα γραπτά του πηγάζει από την αγάπη του για τους φτωχούς ανθρώπους, τους μαχητές της ζωής, καθώς κι ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς. Ο Βερλαίν εργαζόταν ως υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία και αργότερα στο Δημαρχείο του Παρισιού.

Πήρε ενεργά μέρος στον επαναστατικό αναβρασμό και στην έφοδο στους ουρανούς, που πραγματοποίησε η γαλλική εργατική τάξη με την Κομμούνα του Παρισιού. Έγραψε με τη δράση του στις σελίδες «της ποίησης που ερχόταν απ’ το μέλλον» και με τα κείμενά του καθώς ήταν υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της Παρισινής Κομμούνας.

Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου, το 1871, οι εργάτες του Παρισιού εξεγείρονται, οργανώνουν την άμυνα της πόλης και παράλληλα εγκαθιδρύουν εργατικό κράτος, το οποίο οργάνωσε εκλογές όπου πήραν μέρος πάνω από τους μισούς κατοίκους της πόλης, γεγονός πρωτοποριακό, για εκείνη την εποχή. Ο Βερλαίν υποστήριξε με την πένα του τα μέτρα της Κομμούνας που βελτίωναν άμεσα τη ζωή των φτωχών κατοίκων της πόλης. Το Παρίσι, εκείνη την περίοδο αριθμούσε κάτι λιγότερο από δύο εκατομμύρια κατοίκους, που η συντριπτική τους πλειοψηφία εργαζόταν υπό άθλιες συνθήκες στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη Παριζιάνικη βιομηχανία.

Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε η Παρισινή Κομμούνα ήταν:

  • Η κολεκτιβοποίηση των εργοστασίων
  • Το πάγωμα των τιμών των ενοικίων
  • Η κατάργηση της νυχτερινής εργασίας
  • Η καθιέρωση της δεκάωρης εργάσιμης ημέρας
  • Η καθιέρωση της δημόσιας δωρεάν παιδείας
  • Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών
  • Ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος

Ο Γάλλος ποιητής είδε με τα μάτια του τη σφαγή του Παριζιάνικου λαού από τα Πρωσικά στρατεύματα, με τα οποία συνθηκολόγησαν οι Γάλλοι βιομήχανοι και φεουδάρχες, προκειμένου να εξαφανίσουν από προσώπου γης την Κομμούνα. Από τότε πήρε και το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Περιπλανήθηκε στη Βόρεια Γαλλία αρχικά κι ύστερα στο Βέλγιο, στην Αγγλία. Επέστρεψε στη Γαλλία το 1877. Από το 1883 κι έπειτα σταδιακά, η ζωή του περνάει ανάμεσα στα νοσοκομεία και τις αρρώστιες, ώσπου να καταλήξει.

Γράφει ο Φουκώ στην Ιστορία της Τρέλας:

Στα 1532, η Βουλή του Παρισιού είχε αποφασίσει να συλλαμβάνονται οι ζητιάνοι και να υποχρεώνονται να δουλέψουν στους υπονόμους της πόλης, δεμένοι ανά δύο με αλυσίδες…

Όταν ο Ερρίκος ο Δ´ πολιορκεί το Παρίσι, η πόλη, που έχει τουλάχιστον 100.000 κατοίκους, διαθέτει πάνω από 30.000 ζητιάνους. Στις αρχές του 18ου αιώνα οργανώνεται μια οικονομική επιχείρηση: αποφασίζουν να εξαλείψουν με τη βία όλους τους άνεργους που δεν κατάφεραν να βρουν μια θέση στην κοινωνία. Με μια απόφαση της, στα 1606, η Βουλή αποφασίζει να μαστιγώνονται δημόσια οι ζητιάνοι του Παρισιού, να τους σημαδεύουν στον ώμο, να τους ξυρίζουν το κεφάλι κι έπειτα να τους διώχνουν από την πόλη. Τέλος για να μη μπορούν να επιστρέψουν, μια νέα διαταγή του 1607 τοποθετεί σώμα στρατιωτών στις πύλες της πόλης, που εμποδίζουν την είσοδο στους ζητιάνους.

Ο Τριακονταετής πόλεμος εξαφανίζει τα αποτελέσματα της οικονομικής Αναγέννησης. Τα προβλήματα της ζητιανιάς και της ανεργίας οξύνονται πάλι. Μέχρι τα μισά του αιώνα, η σταθερή αύξηση των φόρων πιέζει τις βιοτεχνίες και αυξάνει την ανεργία. Τότε ακριβώς έχουμε το ξεσήκωμα στο Παρίσι (1621), στη Λυών (1652), στη Ρουέν (1639)…

Το διάταγμα του 1656 διαβάστηκε και διακηρύχτηκε στους δρόμους. Παράγραφος 9: «Απαγορεύουμε αυστηρά σε όλα τα πρόσωπα όλων των φύλων και ηλικιών, όποια κι αν είναι η καταγωγή κι η ιδιότητά τους και σ’ όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται, υγιή ή ανάπηρα, ασθενή ή αναρρωνύοντα, ιάσιμα ή ανίατα, να ζητιανεύουν στην πόλη και στα περίχωρα του Παρισιού, στις εκκλησίες ή στις πόρτες των εκκλησιών, στις πόρτες των σπιτιών ή στους δρόμους ή σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, κρυφά ή φανερά, μέρα ή νύχτα…, με ποινή μαστιγώματος για όποιον συλλαμβάνεται για πρώτη φορά, και κάτεργου για τη δεύτερη».

κομμούναΣ’ ολόκληρη την Ευρώπη η εγκάθειρξη έχει παντού το ίδιο νόημα, τουλάχιστον στην αρχή. Αποτελεί μία από τις απαντήσεις που έδωσε ο 17ος αιώνας στη οικονομική κρίση, που προβάλλει τότε σ’ ολόκληρο το δυτικό κόσμο: πτώση των μισθών, ανεργία, εξαφάνιση ρευστού χρήματος, όλο αυτό το σύνολο γεγονότων πιθανόν να οφείλεται σε μια κρίση της ισπανικής οικονομίας…

Το πρώτο «Γενικό Νοσοκομείο» είχε ανοίξει στη Λυών 40 χρόνια πριν από το αντίστοιχό του στο Παρίσι, κι ότι πρώτη από τις γερμανικές πόλεις που απέκτησε το δικό της, το 1620, ήταν το Αμβούργο. Ο κανονισμός του, που δημοσιεύτηκε το 1622, είναι σαφέστατος. Οι εγκάθειρκτοι οφείλουν ανεξαίρετα να δουλεύουν. Η αξία του έργου τους υπολογίζεται με ακρίβεια και τους δίνουν για αμοιβή το ένα τέταρτο. Γιατί η δουλειά δεν πρέπει να είναι μόνο μία απασχόληση, πρέπει να είναι και παραγωγική…

Η κλασική εποχή χρησιμοποίησε την εγκάθειρξη με τρόπο διφορούμενο και για να την βάλει να παίξει ρόλο διπλό: να καταστείλει την ανεργία, ή τουλάχιστον να της εξαλείψει τα πιο φανερά κοινωνικά συμπτώματα, και να ελέγξει τις τιμές όταν ανέβαιναν πολύ, δρώντας μέσα σε περιθώρια εναλλακτικών λύσεων στη αγορά της εργασίας και στις τιμές παραγωγής…

Τα παλιά λατρευτικά έθιμα της αποδιοπομπής ξαναγεννήθηκαν μα, αυτή τη φορά, στον κόσμο της παραγωγής και του εμπορίου. Κι ακριβώς εδώ, στο χώρο αυτό της καταραμένης αεργίας, χώρο επινόηση μιας κοινωνίας που το νόμο της εργασίας τον αντιμετώπισε σαν μια ηθική διάσταση, θα εμφανιστεί η τρέλα και θα εγκατασταθεί… Ο 19ος αιώνας θα δεχτεί, και μάλιστα θ’ απαιτήσει, να μεταβιβαστούν αποκλειστικά στους τρελούς οι ίδιοι χώροι όπου, πριν από εκατόν πενήντα χρόνια θέλησαν να μαντρώσουν τους εξαθλιωμένους, τους απόκληρους, τους άνεργους…

 

Κι ο Βερλάιν «συμπληρώνει» με το ποίημα Οι Αλήτες:

Αυτοί δεν έχουν άλογα, τα πόδια καβαλλάνε,

ούτε και πλούτη, μα ‘χουνε χρυσάφινη ματιά

κι όπου τους βγάνει η άκρηα, για ‘κείνη ξεκινάνε,

κουρελιασμένοι πάντοτε, μ’ αγριωπή θωριά.

———–

Με περιφρόνια οι γνωστικοί, συχνά τους δασκαλεύουν,

μ’ οίκτο για τους τρελούς αυτούς οι ανόητοι μιλούν.

Κορίτσια σαν τους βλέπουνε κι αυτά τους κοροϊδεύουν,

και τα παιδιά τους δείχνουνε τη γλώσσα και γελούν.

————-

Κι αυτοί, που τους οικτίρουνε και τους περιγελάνε,

καθώς τραβούν απαίσιοι, μοιραίοι, κωμικοί,

και φοβισμένοι τους κοιτάν, σάμπως, λες, να κοιτάνε

κάποιο όνειρο, στα σούρουπα, κακό, είναι γιατί

————

στις λίρες τις ψιλόφωνες σπασμωδικά σα βάζουν

το χέρι, που τις λευτεριές σκορπίζει στην καρδιά

κάποια τραγούδια αλλιώτικα μάς σιγαναστενάζουν,

τραγούδια ωραία, νοσταλγικά κι επαναστατικά.

————–

Και τέλος, γιατί δείχνουνε στα μάτια τα βαθιά των,

πως κλαίει πικρά, και πως γελά πειραχτικά πολύ,

ο έρωτας ο ασάλευτος των αιώνιων πραγμάτων,

ο έρωτας των αρχαίων νεκρών και των θεών μαζί!

————–

-Εμπρός λοιπόν! αδιάκοπα το δρόμο σας τραβάτε!

καταραμένοι, πλανήτες, τραβάτε θλιβεροί!

στα έρμα ακρογιάλια, στους γκρεμούς, όπου κι αν τριγυρνάτε,

για σας είν’ οι παράδεισοι του κόσμου σφαληχτοί.

——————

Η φύση με τον άνθρωπο τα δυνατά της βάνει

κι οι δυο για να χτυπήσουνε όσο μπορούν βαριά,

τη θεία, την περήφανη μελαγχολία που κάνει

σαν περπατάτε να ‘χετε το μέτωπο ψηλά.

—————

Κι έτσι από μιαν εκδίκηση για την τρελή αφοβιά σας,

που κλείτε τέτοιες λευτεριές κι ελπίδες στη ψυχή,

στ’ αναθεματισμένα αυτά κίτρινα μέτωπά σας,

τη λύσσα των στοιχείων της την ξαπολάει σκληρή.

———————

Τα Καλοκαίρια καίγουνε κι οι πάγοι του Χειμώνα,

παγώνουν ως το κόκκαλο, το κρέας σάς μαδούν,

και τρέμουν απ’ τον πυρετό, κεφάλια, χέρια, γόνα,

τα πόδια τα ξυπόλητα, που αγκάθια τα ξεσκούν.

————————

Όλα σάς διώχνουν άσπλαχνα και σάς βαρυολυπούνε

κι όταν για σας ο θάνατος θα ‘ρθει καμμιά φορά,

το μελανό σας κι άσαρκο κουφάρι κι αν το βρούνε,

θα το περιφρονήσουνε κι οι λύκοι στα βουνά.

——————————————————————————————————————————————————————————————-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s