Ο Τίμων ο Αθηναίος ή Μισάνθρωπος είναι παλαιά μορφή της τέχνης. Ο Σαίξπηρ την πήρε από τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό κι έφτιασε ένα έργο ξεχωριστό και μοναδικό για την ποιητική του ανωτερότητα, την τραγική ειρωνεία και τη δραματική του απλότητα. Είναι άλλωστε και το πιο σύντομο μετά τον Μάκμπεθ έργο του.
Εδώ τώρα μπαίνουμε σε μια τραγική περιοχή χωρίς ορίζοντα, επάνω σε πεδίο ασύνορο, όπου το χάος περιβάλλει απειλητικό το πνεύμα: ο θάνατος του ήρωα είναι ένας τελειωτικός θάνατος, χωρίς καμιά παρηγοριά, θάνατος πιο «ολοκληρωτικός» από το θάνατο του βασιλιά Ληρ, του Άμλετ, του Οθέλου, του Βρούτου. Είναι ο θάνατος του ανθρώπου που έχασε την πίστη του στον άνθρωπο.
Ο Τίμων είναι ο στενότερος συγγενής του βασιλιά Ληρ. Και με τον έναν και με τον άλλον ο ποιητής μας παρουσιάζει τον άνθρωπο που πίστεψε σε ιδανικό κι ο θεός αυτής της πίστης απάτησε την εμπιστοσύνη του. Έπειτα από αυτό δε μπορεί πια να ζήσει στον κόσμο των ανθρώπων.
Ο Ληρ πίστεψε στην στοργή των θυγατέρων του και τους μοίρασε το βασίλειό του. Κι όταν η πραγματικότητα του διαψεύδει τη πίστη του σ’ αυτή την στοργή, έξαλλος βγαίνει έξω στην έρημη από ανθρώπους φύση και στη μπόρα τ’ ουρανού και καταριέται τις κόρες του.
Με τον Τίμωνα, το ιδανικό δεν περιορίζεται στη στοργή την οικογενειακή, παρ’ απλώνεται πλατιά, γενικά στην ανθρώπινη αγάπη, στη φιλία. Ο Τίμων δε ζει στο φεγγάρι, ζει στην Αθήνα και βέβαια ξέρει πως υπάρχουν και δούλοι και κλέφτες και τοκογλύφοι κι απατεώνες και κίβδηλοι κι Απήμαντοι. Αυτός όμως πιστεύει στη φιλία, πιστεύει σ’ αυτό το ιδανικό κι αυτό είναι η μεγάλη αξία της ζωής γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και μοιράζει τα πλούτη του αλογάριαστα: χαρίζει στη φιλία, επειδή η φιλία τ’ αξίζει όλα, όλα τα πλούτη της γης είναι λίγα για ένα τέτοιο ιδανικό. Ο Τίμων δεν χαρίζει για ν’ αποχτήσει φίλους, παρά γιατί λατρεύει το ιδανικό του και θυσιάζει σ’ αυτό όπως κάθε πιστός στο θεό του.
Ω, τι ακριβή παρηγοριά είναι να έχει κανείς τόσους, σαν αδέρφια, που να ορίζουν ο ένας τα αγαθά του άλλου… λέει και δακρύζει ο Τίμων από τη συγκίνηση που του φέρνει αυτό το συναίσθημα.
Έτσι, όταν χάνει αυτή την πίστη και σβήνει ο ήλιος του ιδανικού που φώτιζε και ζέσταινε κι ομόρφαινε τον κόσμο, ο Τίμων τα βλέπει όλα αναποδογυρισμένα, γκρεμισμένα. Ένας άνθρωπος που πίστεψε σε ιδανικό, με τον τρόπο που πιστεύει πάντα ο αληθινός ιδεολόγος, δεν μπορεί πια να ζήσει έπειτα απ’ την καταστροφή του ιδανικού του: φεύγει απ’ τους ανθρώπους και καταριέται την ανθρωπότητα. Λέει κατάρες φοβερές για μικρούς και μεγάλους, γι’ αθώους κι ενόχους, για γεννημένους κι αγέννητους. Αυτός που τον γνωρίσαμε σεμνόν, καλόκαρδον και γλυκομίλητον, ξεστομίζει τώρα τόσο φοβερά κι αισχρά αναθέματα, που μπροστά σ’ αυτά δεν είναι τίποτα η κακιά και πικρή γλώσσα του κυνικού Απήμαντου. Ο Απήμαντος πάει γυρεύοντας να βρει άνθρωπο για να τον βρίσει και να τον ερεθίσει, αλλά ο Τίμων δεν θέλει πια να ιδεί άνθρωπο, δεν πιστεύει πια στον άνθρωπο, ούτε τις κατάρες του τις ξεστομίζει για γδικιωμό, παρά τις λέει όπως κάθε αδύνατος κι απαρηγόρητος, που δεν του μένει τίποτα άλλο να κάνει.
Έλεος και φόβος
ευσέβεια, δίκιο, ειρήνη, αλήθεια, σέβας σπιτικό,
νυχτερινή ησυχία, γειτονία, μόρφωση, ήθη,
τέχνες, εμπόρια, τάξεις, τύποι, παραδόσεις
και νόμοι να ξεπέσετε στ’ αντίθετά σας,
να γίνει του χαμού!
Τέτοια καταριέται τώρα ο Τίμων και φεύγει απ’ την Αθήνα, με μόνο εφόδιό του το μίσος. Αλλ’ ούτε το κορμί του μπορεί να τραφεί με ρίζες ούτε ο νους του με το μίσος. Εκεί, στην άγρια φύση, που καταφεύγει για να κρύψει την ύπαρξή του από μάτια ανθρώπινα, δε βλέπει πια τίποτα που να μπορεί να τον κρατήσει στη ζωή. Στο θάνατο μόνο αποβλέπει και γι’ αυτόν ετοιμάζεται.
Για να μας δείξει ίσα-ίσα αυτό ο ποιητής, πως δεν είναι ο χαμός του πλούτου που έκανε τον ήρωα του δυστυχισμένο, του βάζει μπροστά του πάλι μεγάλο θησαυρό, που μ’ αυτόν μπορεί πάλι να έχει δόξες, μεγαλεία, ακόμη και να εκδικηθεί. Έρχονται οι άρχοντες της Αθήνας και του προσφέρουν την ανώτατη εξουσία. Αλλ’ αυτός δεν δέχεται τίποτα, δεν θέλει τίποτα ν’ ακούσει, δεν έχει παρά μόνον ειρωνεία γι’ αυτούς και τις προτάσεις τους, και τι τραγική ειρωνεία! Τί αξία μπορεί να έχουν τώρα τα παρακάλια τους, είτε η εκδίκηση είτε η ζωή, αφού δεν υπάρχει πια ιδανικό; Αφού η φιλία, τότε που αυτός βρέθηκε στην ανάγκη, δεν έκανε το χρέος της γιατί δεν υπήρχε; Τί μπορεί τώρα να μπει στη θέση του χαμένου ιδανικού; Τί μπορεί να γεμίσει το χάος;
Τί να τις κάμει τώρα ο Τίμων τις τιμές της ανάγκης; Οι άνθρωποι έρχονται τώρα να τον δουν, τώρα που τους σφίγγει η δική τους ανάγκη, κι όχι η δική του που την περιφρόνησαν κι εξευτέλισαν την ανθρωπιά. Ο Τίμων ο αγαθός, ο φίλος, ο Τίμων ο έξαλλος τώρα βλέπει πιο καθαρά απ’ όλους, ματιάζει το βάθος της ζωής, πως η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να ισορροπήσει ικανοποιώντας μόνο την ανάγκη του Εγώ, πως το δίκιο δεν μπορεί να περπατήσει όταν δεν στηρίζεται και στα δύο σκέλη, πως πρέπει να δίνουμε το χέρι στον άλλον με την ίδια προθυμία που θα θέλαμε κι εμείς να μας το έδινε ο άλλος, πως πρέπει στον άλλον να δικαιώνουμε την ύπαρξή μας, αλλιώς η κοινωνία προσπαθεί να σταθεί με το ένα σκέλος του Εγώ κι ειν’ αυτό ίσα ίσα που πατάει το δίκιο στο λαιμό….
Η ζωγραφιά της εποχής, της εποχής του Σαίξπηρ, είναι πλούσια και πιστή, και μας δείχνει πολλές ομοιότητες και μ’ άλλες εποχές και βέβαια και με την εποχή μας. Αν παιζόταν σήμερα το έργο τούτο θα θύμιζε στους ακροατές πάρα πολλά «οικεία κακά».
Όσο κι αν οι ορίζοντες έχουν πλατύνει και μπορεί ίσως ο σημερινός θεατής να ιδεί και κάποιαν αφέλεια της εποχής εκείνης ή και του ποιητή για τ’ ανθρώπινα μέτρα, το τραγικό νόημα της απελπισίας του Τίμωνα για το χαμό της πίστης του κι η έξοχη ποιητική ουσία του έργου μένουν και θα μένουν αξίες από τις πιο πολύτιμες στο θησαυροφυλάκιο της ανθρωπότητας.
Εισαγωγή του Βασίλη Ρώτα στο έργο του Σαίξπηρ «Τίμων ο Αθηναίος».
1989, Εκδόσεις Επικαιρότητα.