(Από την «Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας. Τόμος 40ς. Το διήγημα από τις αρχές του στον 19ο αιώνα ως τις μέρες μας» του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη. Αθήνα: Εκδόσεις Τα Νέα Ελληνικά).
Επί τέλους κάποτε-ήταν της τύχης; το σκάρωσε η μεσίτρα;-η Λουκρέτσια, ένα δειλινό που επήγε στη γριά σ’ ένα κουτάκι λίγον καφέ τριμμένο, που τον είχε καβουρντίσει εκείνη την ημέρα, ευρήκε μέσα το Λούκα. Κοκκίνισε, κ’ έκανε να φύγει, αλλά κάθισε. Εκείνος άρχισε να μιλεί γα τη θέση του. Όπου και νάταν θα προβιβαζόταν. Ο διευθυντής του το δήλωσε: θαν τόβαζε στο κασκέτο το χρυσό σειρήτι. Αλλά ποιό το όφελος;.. Ύστερα μίλησαν για άλλα πράματα. Η γριά επήγε να τους ψήσει καφέ, από τον φρέσκο της Λουκρέτσιας, κ’ εκείνος, δίνοντας ένα μπουκετάκι από ρεζεντά και μπουγαρίνια, της είπε, χωρίς άλλο προοίμιο, και χωρίς να της προσθέσει τίποτα:
– Ετούτο μονάχα σου λέω, Λουκρέτσια: Ο πόνος της καρδιάς μου είναι αβάσταχτος!
Έφυγε αναστατωμένη. Εκείνη τη νύχτα ήταν σα μεθυσμένη. Δε μπόρεσε να κλείσει μάτι, μυριζόταν κάθε τόσο τα μπουγαρίνια, τραβιόταν στην άκρη του κρεβατιού, να μην ακουμπήσει απάνω της ο Μαλτέζος που ανασηκωνόταν πάντα στον ύπνο του και αναδευόταν στο στρώμα.
Την ίδια βδομάδα η ιστορία είχε τελειώσει. Η γριά μεσίτρα την κατάφερε να πάει να μιλήσει μισή ώρα με το Λούκα στο σπίτι της. Μάτι δεν θα τους έβλεπε. Με το σουρούπωμα ο δρόμος ήταν έρημος. Κ’ εκείνη θα είχε το νου της στις πόρτες, και στη δική της και στης Λουκρέτσιας, που ήταν λίγο παραπάνω. Εκείνη στη αρχή αρνήθηκε, αλλά είπε γρήγορα το ναι. Το περίμενε άλλωστε, σαν ένα πράμα που ήταν αδύνατο να αποφύγει. Έφυγε από εκεί ερωμένη του Λούκα.
Από τότε άρχισε το μαρτύριο του δυστυχισμένου του Μαλτέζου. Η Λουκρέτσια τον εβασάνιζε, τον απόπαιρνε, τον μεταχειριζόταν σα δούλο. Ο Τραμπακέρας έκανε να επέμβει μια-δυο φορές και ναν της πει ότι δεν κάνει καλά να φέρεται έτσι σ’ αυτόν τον κακομοίρη που δούλευε για όλους, αλλά, χωρίς ηθικό πια από την εξάντληση του που προχωρούσε, κι από την ιδέα πως εζούσε από την κόρη του, δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μαζί της. Παρηγορούσε μόνο τον Μαλτέζο, όταν ήταν παρέα οι δυο τους μόνοι, κι άρχισε να τον κάνει περισσότερο παρέα έξω στα ουζάδικα.
Εκείνος μια-δυο φορές σκέφτηκε να φύγει και να την αφήσει. Θάμπαινε ναύτης στο πρώτο αυστριακό που θα περνούσε από το λιμάνι και θα πήγαινε στο Τριέστι, και ύστερα στη Μάλτα.
Είχε υπερτιμήσει τις δυνάμεις του. Όταν ήρθε η ημέρα να εκτελέσει το μυστικό σχέδιό του και μπήκε στο αυστριακό της γραμμής, για να κάνει τις προτάσεις του για το άλλο ταξίδι του βαποριού, αν δεν μπορούσαν να τον πάρουν αμέσως, κι ο πλοίαρχος του είπε ότι μπορούσε από τώρα να μείνει στο καράβι, ο Μαλτέζος, αφού έμεινε λίγη ώρα σιωπηλός, σα να συλλογιζόταν αν είναι εντελώς έτοιμος για να φύγει, είπε στη γλώσσα του:
– Ευχαριστώ… Μου κάνετε μεγάλη ευεργεσία.
Αλλ’ αντί να πάει στον υποπλοίαρχο να τον περάσουν στα χαρτιά του πλοίου, όπως του είπε ο καπετάνιος, ετράβηξε με αργό βήμα στη σκάλα του βαποριού και κει στάθηκε κ’ εκοίταζε την προκυμαία, τα σπίτια, το μικρό σταθμό του σιδηροδρόμου. Ύστερα τα μάτια του έπεσαν στη μπαράκα του, που ξεχώρισε στο ύψωμα που ήταν στη ρίζα του μώλου, στη σταφιδαποθήκη, που ήταν λίγα μέτρα πιο δεξιά, λίγο χαμηλότερα, όπου καθόταν άλλοτε ο Τραμπακέρας με τα παιδιά του. Ύστερα το βλέμμα του αναζήτησε το σπίτι του, τις ακρογιαλιές και τις αποθήκες που δούλευε τόσα χρόνια. Του φάνηκε πως κάπου είδε τον Τραμπακέρα να πηγαίνει κούτσα-κούτσα με το δεκανίκι του. Τότε άρχισε να βλέπει δεξιά κι αριστερά σα φοβισμένος, σαν άνθρωπος που έκανε ένα μεγάλο κακό και φοβόταν μην τον ανακαλύψουν. Δυο άνθρωποι του βαποριού που πέρασαν από μπροστά του τον κοίταξαν με υποψία. Είχε το ύφος ενόχου.
Εγύρισε ύστερα πάλι το βλέμμα προς την παλιά του μπαράκα κ’ εκοίταζε εκεί πολλή ώρα. Αναθυμόταν. Περνούσε από το μυαλό του η Λουκρέτσια, όπως στις καλές ημέρες που ήταν κορίτσι και δεν είχε αγριέψει όπως τώρα. Χθες ακόμη τον έβρισε, τον εφώναξε «ρεντίκολο τση ρούγας» μπροστά στον κόσμο, γιατί έκοψε ο κακομοίρης ένα κόκκινο γεράνι από τη γλάστρα και το έβαλε στο αφτί του.
Τα μάτια του είχα πάρει μια θολάδα αλλόκοτη, σα να είχαν διαλυθεί οι κόρες και να μην έβλεπε τίποτε. Κάποιος σκοτεινός κόσμος περνούσε στην ενθύμηση και στη φαντασία του. Και ύστερα από κάμποση ώρα, σκυφτός, περπατώντας σαν κατάδικος που τον εγύριζαν δεμένο αθέατοι χωροφύλακες στη φυλακή απ’ όπου είχε δραπετεύσει, κατέβηκε τη σκάλα, επήδησε σε μια βάρκα και βγήκε στην προκυμαία.
Ετράβηξε σαν υπνωτισμένος στην ταβέρνα, όπου επέρασε στην ώρα του κι ο πεθερός του, και ήπιε, ήπιε πολύ! Όχι, ήταν αδύνατο να φύγει. Καλή-κακή, η Λουκρέτσια αυτή ήταν. Πώς θα μπορούσε να περάσει ένα ημερόνυχτο χωρίς να είναι κοντά της; Πολλές φορές, όταν περνούσε όλη την ημέρα στη δουλειά, την ώρα του φαγητού, που ξεκουραζόταν μισή ώρα, τα ρουθούνια του αναρουφούσαν τον αέρα, αναζητώντας τη μυρωδιά του κορμιού της Λουκρέτσιας.
Το πήρε πια απόφαση να την υποφέρει. Έτσι συνήθισε σιγά-σιγά την κακή και τη φαρμακωμένη ζωή που τούκανε η γυναίκα του. Της είχε υποταγεί, όπως το υπομονετικό άκακο άλογο στον τυραννικό διεστραμμένο άνθρωπο.
Άρχισε πια να πίνει, για να βρίσκει λίγη ανακούφιση. Και μαζί του έκανε το ίδιο κι ο Τραμπακέρας, θες γιατί είχε ένα είδος τύψεις, γιατί τον αγαθό αυτό άνθρωπο, τον προστάτη τους τον αδικούσε η κόρη του, θες γιατί κι ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη να ξεχνάει τις στριγκλιές της. Μαζί πήγαιναν στην ταβέρνα, μαζί γύριζαν στο σπίτι μεθυσμένοι, και μαζί υπέφεραν τις βρισιές της Λουκρέτσιας , που εξαγριωνόταν πια μόνο που τους έβλεπε.
Πέρασε έτσι ένας χρόνος, μέσα στον οποίο το αλκοόλ εσκότωσε γρήγορα τον Τραμπακέρα. Απόκαμε τις λίγες δυνάμεις που του είχαν έμειναν, κ’ ένα κρυολόγημα τον εσάρωσε για τρείς ημέρες. Η καρδιά του είχε ξεκουρδιστεί και δε μπόρεσε να αντέξει στη μικρή αρρώστια.
Ο θάνατος αυτός ήταν φοβερό χτύπημα για το Μαλτέζο. Έχασε το μόνο του φίλο στον κόσμο, το σύντροφο που ανακουφιζόταν μαζί του, το μοναδικό αφτί που τον άκουγε.
Αλλά σε λίγο, ένα άλλο γεγονός ήρθε ν’ ανακουφίσει και να γλυκάνει την πικραμένη του ψυχή. Η γυναίκα έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο ξανθό αγόρι. Αυτή η γέννα ημέρεψε κάπως τη Λουκρέτσια, αλλά κυρίως έδωσε στον Μαλτέζο μια ευτυχία που τον αποζημίωσε για όλα όσα είχε υποφέρει. Όπως η φοβισμένη και περιφρονημένη του καρδιά δεν είχε που ν’ αφοσιωθεί, έριξε όλη την τρυφερότητά της στο παιδί.
Εβάφτισαν το μικρό και το έβγαλαν Γεράσιμο, στη μνήμη του μακαρίτη του Τραμπακέρα. Ο Μαλτέζος δεν εζούσε πια παρά γι’ αυτό το παιδί. Ήταν η διασκέδασή του, η αγάπη του, εκείνο που όχι μόνο δικαιολογούσε, αλλά έκανε ιερή την ύπαρξή του στον κόσμο. Η συνηθισμένη του ασχολία, όταν το παιδί ήταν ακόμη μωρό, ήταν να το ζυγιάζει κάθε τόσο. Τον ενθουσίαζε η φυσική αύξηση του βάρους του, σαν ένα προσωπικό του μεγάλο απόκτημα.
Ο Γεράσιμος αναπτυσσόταν γρήγορα. Φαινόταν πως θα γινόταν γερός, εύρωστος κ’ έξυπνος, σα να μεγάλωνε από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν ήταν παράξενο αν ο Μαλτέζος καμάρωνε έτσι το γιό του. Απάνω στα δυο του χρόνια άρχισε να του φτιάνει ένα καραβάκι, μια σκαλιστή γολέττα τρικάταρτη, σε μάκρος ενός σχεδόν μέτρου. Το μαστόρευε από Κυριακή σε Κυριακή, που δεν είχε δουλειά, και για να τελειώσει το παιχνίδι αυτό χρειάστηκε έξη μήνες. Έδωσε το όνομα του γιού του στο μικρό πλοίο. Ήθελε να συνηθίσει το παιδί με τέτοια πράγματα. Όταν θα μεγάλωνε, θα τον έκανε καπετάνιο. Μια μέρα ένα καράβι θ’ άραζε στη Μάλτα και οι παλιοί του σύντροφοι θα έβλεπαν τον πλοίαρχο, και θάλεγαν: «Ο γιός του Τζοβάνη».
Αυτές οι χαρές και οι ελπίδες και τα σχέδια έτρεφαν τώρα την ψυχή του και το μυαλό του. Χαρές κι ελπίδες και σχέδια για το Γεράσιμο.
Αλλά όλοι στο Κατάκωλο ξέρανε πως αυτό το παιδί ήταν του Λούκα. Είχε με τον κλειδούχο μια ομοιότητα καταπληκτική. Η σχέση, άλλωστε, της Λουκρέτσιας με το Λούκα δεν ήταν πια μυστικό σε κανένα. Ο κλειδούχος εύρισκε τρόπο να μπαίνει και στο σπίτι της. Και όπως δεν εύρισκαν και κανένα εμπόδιο, δεν ελάβαιναν πια καμιά προφύλαξη και δεν είχαν καμία ντροπή.
Μόνο ο Μαλτέζος δεν εμάντευε τίποτα. Είχε μια υποψία, απλώς, αόριστη για το Λούκα, μια αντιπάθεια έμμονη, που τον έκανε να γυρίζει αλλού τα μούτρα του όταν τον έβλεπε. Αλλά ποιός μπορούσε να του πει το παραμικρό; Τον φοβόντουσαν. Από τον καιρό μάλιστα που άρχισε να τον κακομεταχειρίζεται η Λουκρέτσια, ο Μαλτέζος είχε πάρει μια παράξενη αγριάδα. Απέφευγε τους άλλους, με δυσκολία μιλούσε στον κόσμο, η ζωή του είχε αποξενωθεί από κάθε κοινωνικό ενδιαφέρον. Όπου έβλεπε πολλούς ανθρώπους, τραβούσε από άλλο δρόμο, επρόσεχε να μην ενοχλήσει κανένα στο παραμικρό, σα φοβισμένος από όλους. Αλλά όταν τον επείραζαν, ερεθιζόταν και γινόταν θηρίο. Όμως αυτό συνέβαινε πολύ σπάνια. Είχε κάτι καλύτερο να κάνει, παρά να προσέχει τους άλλους: έφτιανε το γιό του! Γιατί είχε μια αντίληψη αγωγής. Κυρίως, ήθελε να τον παρασκευάσει για το στοιχείο που ήθελε να τον παραδώσει-για τη θάλασσα. Όταν το παιδί μεγάλωσε λίγο, τόπαιρνε μαζί του, το μάθαινε κολύμπι, το είχε δίπλα του στο ψάρεμα, το κρατούσε να τον συντροφεύει στα διορθώματα που έκανε στις βάρκες, του έδινε τα πρώτα μεγάλα μαθήματα του θαλασσινού. Στην επιστροφή, το βράδυ, όταν το παιδί ήταν πολύ μικρό, το γύριζε στο σπίτι απάνω στον ώμο του, και όταν μεγάλωσε λίγο, το κρατούσε από το χέρι.
Στο Κατάκωλο το έλεγαν «το παιδί του Μαλτέζου», πολλοί έκαναν αστεία μπροστά στο μικρό για την πατρότητά του, που εκείνο δεν τα καταλάβαινε, αλλά κανείς δεν τολμούσε να σηκώσει το φρύδι του όταν περνούσε ο Μαλτέζος.
Έτσι το παιδί έφτασε εννιά χρονών.
Μια Κυριακή ο Μαλτέζος είχε πάρει το γιό του σε ψάρεμα με αγκίστρι στους βράχους που βρίσκονται ένα τέταρτο πιο πέρα από το μώλο, προς τα δεξιά, στην ανώμαλη ακρογιαλιά, την ανοιχτή προς το πέλαγος. Καθόταν στη ρίζα ενός ψηλού βράχου και είχε ρίξει το αγκίστρι για σμέρνες στις βαθιές κουφάλες. Σε μια στιγμή όμως που ήταν αφοσιωμένος στο αγκίστρι του, το παιδί εγλύστρησε κι έπεσε στη θάλασσα.
Ήταν βαθιά τα νερά. Ο Μαλτέζος βούτηξε αμέσως. Αλλά οι βράχοι εκεί ήταν πυκνοί, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο, ήταν μυτεροί κάτω από την επιφάνεια των νερών, και χρειάστηκε να κάνει δυό βουτιές για να βρει το παιδί. Το τράβηξε από το βάθος μιας πλατιάς κουφάλας και τόβγαλε απάνω. Το παιδί ήταν νεκρό! Πέφτοντας είχε χτυπήσει με το κεφάλι στη μυτερή γωνιά μιας πέτρας κάτω από τη θάλασσα και σκοτώθηκε πριν πνιγεί. Είχε μια φοβερή πληγή στον κρόταφο.
Ο Μαλτέζος άρπαξε το πτώμα στην αγκαλιά του και κλαίγοντας με λυγμούς που ήταν σαν ουρλιάσματα, το μετέφερε στο σπίτι του. Η Λουκρέτσια έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε κόσμος. Αλλά ο αξιολύπητος ήταν ο Μαλτέζος. Πλάι στο κρεβάτι που ξάπλωσαν το παιδί, έκλαιγε γονατισμένος με αλλόκοτα μουγκρητά. Χτυπούσε τις γροθιές του απάνω στον τοίχο, έσφιγγε με τα δάχτυλα το φουσκωμένο λαιμό του. Τον ανάγκασαν να σηκωθεί για να ντύσουν το νεκρό. Εκείνοι που είχαν μπει στο σπίτι άρχισαν τότε κάτι να λένε μεταξύ τους για τον Μαλτέζο, και μια γυναίκα φώναξε άξαφνα:
– Το παιδί το σκότωσε αυτός!
Κι έδειξε το Μαλτέζο.
Όλοι εγύρισαν προς τη γυναίκα που φώναζε.
Εκείνη ξαναείπε με οργισμένη φωνή:
– Ο Μαλτέζος το σκότωσε, και τόριξε στη θάλασσα, να πει τάχα πως πνίγηκε, γιατί ήξερε πως δεν είναι δικό του. Να και τα αίματα!
Κ’ έδειξε το πουκάμισο του Μαλτέζου που ήταν κατακόκκινο από το ματωμένο κεφάλι του παιδιού, όπως τόσφιγγε στην αγκαλιά του την ώρα που το μετέφερε.
Ο Μαλτέζος σήκωσε τα φουσκωμένα θολά από το κλάμα μάτια του προς το πλήθος…
Όλοι τον κοίταζαν ύποπτα.
Έμεινε μια στιγμή σαν αποβλακωμένος, σα ζώο που το χτύπησαν στο κούτελο.
Οι τολμηρότεροι κ’ οι πιο κακοί από τους μαζεμένους εκεί, επήραν περισσότερο θάρρος. Κάποιος άλλος είπε:
– Κάνει σα να μη το ξέρουμε ότι το παιδί είναι του Λούκα.
Ο Μαλτέζος εγύρισε, με τα μάτια και το στόμα ανοιχτά, σα θηρίο που θέλει να δει που θα επιτεθεί. Σε μια στιγμή προχώρησε αργά, σα μεθυσμένος και τρικλίζοντας προς τη γυναίκα που φώναξε στην αρχή εναντίον του.
Μια άλλα φωνή ακούστηκε τότε:
– Φωνάχτε ένα χωροφύλακα να μη μας φύγει. Κάνει το μισοκακόμοιρο για να μας γελάσει-ο παλιόφραγκος, ο αβάφτιστος!..
Η Λουκρέτσια είχε σηκωθεί κι αυτή αγριεμένη. Στάθηκε μπροστά στον Μαλτέζο. Κοιτάχτηκαν άφωνα μια στιγμή. Εκείνος φάνηκε πως περίμενε να τον υπερασπιστεί η γυναίκα του. Αλλά εκείνη του φώναξε διαμιάς:
– Φονιά!
Τότε εκείνος, αφήνοντας ένα μουγκρητό φοβερό, σα μαχαιρωμένο ζώο, τινάχτηκε μ’ ένα πήδημα στη γυναίκα που εφώναξε πρώτη πως το παιδί δεν ήταν δικό του και την έπιασε με μανία από το λαιμό με τις ατσαλένιες παλάμες του.
Όσοι ήταν γύρω ετραβήχτηκαν στην αρχή με τρόμο, και ύστερα έκαμαν να τον πιάσουν για να γλυτώσουν από τα χέρια του τη γριά. Αλλά εκείνος την είχε πια γονατίσει χάμω και δεν την άφησε πάρα όταν την αισθάνθηκε νεκρή.
Έτσι έγινε στα σωστά φονιάς ο δυστυχισμένος ο Μαλτέζος.