Η ΕΛΕΝΗ ΚΑΠΟΚΑΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΑΛΥΧΤΩ» ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΦΡΑΓΚΑΚΗ

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·

ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση

και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.

Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…», αναφέρει στο ποίημα του με τίτλο Μνήμη Α’, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης και με αυτούς τους στίχους έρχεται να ταυτιστεί και η Κατερίνα με την ποιητική της συλλογή «Αλυχτώ».

Αναδημοσίευση από το τεύχος 9 του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ραδάμανθυς»:

ΔΩΡΕΑΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΗΨΗ

Κατερίνα Φραγκάκη – Αλυχτώ

Μνήμη είναι η διαδικασία του ανθρώπου να θυμάται τις εμπειρίες, τις εντυπώσεις, τις γνώσεις που αποκομίζει. Διακρίνεται σε βραχύχρονη και μακρόχρονη. Ως ανάμνηση ορίζεται ένα βιωμένο γεγονός από το παρελθόν που μπορεί κάποιος να ανακαλέσει στη μνήμη του. Υπάρχουν ευχάριστες ή δυσάρεστες αναμνήσεις. Υπάρχουν και αυτές οι αναμνήσεις που γίνονται αφορμή να γράφονται βιβλία όπως το παρόν. Η δημιουργός δίνει τη δική της εκδοχή ορισμού για τη μνήμη και αναφέρει χαρακτηριστικά… «Τη λέω μνήμη μα μοιάζει ειρκτή. Με το πέρασμα του χρόνου αρθριτικά με σκεβρώνει. Πούδρα η σκόνη, βρωμιά στα κλαμένα μάγουλα των τοίχων»…

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η μνήμη είναι μια αέναη, υπαρκτή κατάσταση ανά τους αιώνες, μια πανανθρώπινη, καθολική διαδικασία, που πολλές φορές αποκτά κοινωνική, ιστορική ή ακόμα και πολιτισμική χροιά. Τα νοητικά και κοινωνικά πρότυπα βασίζονται στη μνήμη, στην εικόνα δηλαδή που έχει ο ίδιος ο διαμορφωμένος ανά τους αιώνες κοινωνικός νους, για τον ίδιο τον εαυτό. Από την άλλη, η ανάμνηση είναι μια διαδικασία επιλογής, μια ακούσια ή εκούσια διαδικασία που ακολουθεί ο άνθρωπος με βάση το συναίσθημα ή το βίωμα του σε περιπτώσεις που θέλει να αποφύγει το παρόν ή θέλει να κάνει μια βουτιά στην ασφάλεια των βιωμένων του παρελθόντος, κάτι που πολύ συχνά κρατά τον άνθρωπο αγκιστρωμένο και αδύναμο να προχωρήσει.

Στο «Αλυχτώ», το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί εναγωνίως να ξεφύγει και από τη μνήμη και από την ανάμνηση του παρελθόντος, του βιωμένου χρόνου και πόνου και όλων εκείνων που το αναγκάζουν τελικά να παραμένει προσκολλημένο, αφανές, με αποτέλεσμα να αλυχτά, δηλαδή να ουρλιάζει σαν σκυλί για όλα τα χαμένα, για όλα τα απολεσθέντα.

Το ρήμα «αλυχτώ» ανήκει κατά αποκλειστικότητα στα σκυλιά, μιας και κυριολεκτικά σημαίνει γαυγίζω, όμως εδώ η δημιουργός το δανείζεται και το χρησιμοποιεί μεταφορικά, ποιητικά, για να δηλώσει το ουρλιαχτό, τη φωνή, την αντίσταση του ποιητικού υποκειμένου. Ο λόγος για να αλυχτήσει κάποιος είναι η ανάγκη για ωδή στον πόνο και το παράπονο της ίδιας της ψυχής, όχι μόνο επειδή απορρίφθηκε, απατήθηκε ή έπεσε θύμα κοροϊδίας και πλεκτάνης, αλλά επειδή δεν πραγματώθηκε η σφαίρα φαντασίας και πλασματικής ευτυχίας που το μυαλό δημιουργεί με την πρώτη γνωριμία και θεοποίηση ενός αντικειμένου.

…«Θα σ’ αγαπώ σαν το μυρμήγκι και σαν ιππόκαμπος μέχρι να βρεθεί η σφαίρα που θα χωρέσει τη φαντασία μου. Και επιτέλους θα μπορέσει το τελευταίο το καταλληλότερο της ψυχής μου σαρκίο να υπάρξει στον δυο μας το τώρα, το αύριο, το πάντα…», αναφέρει η δημιουργός στο ποίημα με τίτλο «Αυτοκριτική και κάτι ακόμα» και μας επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω.

Κατερίνα Φραγκάκη – Χειρώναξ

Έτσι και εδώ λοιπόν, η συγγραφέας αλυχτά βουβά ναι μεν, πολύ δυναμικά γραπτά δε, μέσα από στίχους που προκαλούν την εσωτερική κραυγή, όλων όσων μπορούν να ταυτιστούν με τα βιωμένα. Η απώλεια, το πένθος, ο έρωτας, οι αναμνήσεις, το τρίξιμο της μοναξιάς, η σκιά του θανάτου, τα μνήματα, η παρακμή αλλά και η άνοδος στον αντίποδα, η αυτοφροντίδα, η συνειδητοποίηση, ο επαναπροσδιορισμός, η τρυφερή πικρία και τελικά η αποδοχή, είναι ορισμένα από τα στοιχεία που δημιουργούν ανατριχιαστικές εικόνες μέσα στο «Αλυχτώ».

Μετά από χρονοβόρα πάλη το ποιητικό υποκείμενο καταφέρνει τελικά να συνειδητοποιήσει τι υπάρχει μέσα του, τι το αφορά και τι όχι και αυτό πολύ εύστοχα αποκαλύπτεται στο ποίημα «Στον τάφο του Κλωντέλ» από το οποίο ξεχώρισα τον εξής στίχο: …«Εκεί που σύμβολα και αισθήματα μοιάζουν ανακόλουθα, μόνο ένα δέντρο ριζωμένο από μέσα μου μπορεί να τρίξει τα δόντια στον χρόνο. Με αυτή την έννοια φύτεψε μου σε παρακαλώ και μια χαρά, τώρα, στη λύπη μου»…

Οι εικόνες που δημιουργούνται μέσα από τα ποιήματα του «Αλυχτώ» ταιριάζουν σε έναν θεατρικό μονόλογο, σε μια αρχαία τραγωδία, σε ένα οδοιπορικό για την απώλεια, το πένθος, το χάσιμο και πολύ εύστοχα η Κατερίνα έχει καταφέρει να τοποθετήσει τις σωστές λέξεις στη σωστή σειρά, ώστε να παράξει γενναιόδωρα και κλιμακωτά, απορία, διερώτηση, ανακάλυψη της εσωτερικής φωνής που καταλήγει τελικά σε κραυγή αγωνίας η οποία εκπροσωπεί καθολικά όλους εκείνους που βίωσαν κάτι αντίστοιχο.

Και ποιος δεν έχει αναρωτηθεί, πώς θα μπορέσει να ανασυρθεί απ’ το σκοτάδι στο φως σε μια δύσκολή στιγμή; Πώς θα ανακάμψει, θα σταθεί ξανά στα πόδια του ή θα ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του για να συνεχίσει την ύπαρξή του; Η δημιουργός στο ποίημα με τίτλο «Το πάτωμα», μέσα σε μόνο δυο στίχους εκφράζει αυτήν ακριβώς την συνθήκη ..«Έχω χάσει κάπως τον προσανατολισμό μου μεταξύ ταβανιού και πατώματος»… ενώ στο ποίημα «Μου μοιάζεις και εσύ» δίνει μόνη της τη λύση στα παραπάνω ερωτήματα. …«Μαζεύω τις λαμαρίνες μου, ξεβιδωμένες ανάγκες και χρόνια κοιτάγματα και πάω πάλι για επισκευή στον παράδεισο»…

Η φύση, τα χωράφια, η θάλασσα, τα κτήρια, οι ξεκάθαρες χωροχρονικές αναφορές, τα κάθε λογής ζώα όπως γάτες, σκύλοι, αράχνες, λαγοί, τερμίτες και πολλά άλλα, προσδίδουν στα ποιήματα το παρόντος πονήματος, όχι μόνο αμεσότητα και δημιουργία ολοζώντανων εικόνων, αλλά καταφέρνουν να μεταφέρουν με απόλυτη διαθεσιμότητα και παρουσία τον αναγνώστη, στο εκάστοτε πλαίσιο από στοιχεία τόσο απλά και καθημερινά που όμως προαπαιτούν παρατήρηση, ενδελεχή αφοσίωση και φροντίδα για να κατακτηθούν και να καταγραφούν στο χαρτί. Παντού υπάρχει αρχή μέση και τέλος ανεξάρτητα από το αν το υποκείμενο, έπειτα από την απώλειά του δηλώνει μισό ή ατελές.

…«Είπαμε για τις πιο καλές αμανιτιές, χοχλιδομάζωμα στα πρωτοβρόχια. Όπως αυλάκωνες ακούραστος τα πατατοχώραφα με μακρυμάνικα πουκάμισα και ένα αδρόσιστο λογισμό. Τα μάτια του λαγού γυαλίζανε στο συναπάντημα σας»… από το ποίημα «Όταν πέθανε ο πατέρας μου».

Το χαμένο παιδί, η χαμένη παιδικότητα και ο παραγκωνισμός των παιδικών συναισθημάτων, υποβόσκουν στις μετέπειτα επιλογές ή μάλλον καλύτερα προκαλούν άθελα τους μέσω των αναμνήσεων και της μνήμης τις επόμενες επιλογές που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά αειφόρες, ακλόνητες και αδιαπραγμάτευτες. Στο ποίημα «Μανάδες», αποδεικνύεται αυτή η ματαιότητα της μη αναγνώρισης της αυθυρπαξίας και η προσπέραση σε κάθε επόμενο, έτσι απλά, ασυναίσθητα, απαρατήρητα, διακριτικά, χωρίς να ενοχλήσουν.

…«Όλες οι μανάδες στέκουνταν στη σειρά αμίλητες. Ένα παιδί τις προσπέρασε, μία προς μία, και πήγε και στάθηκε βουβό κι αυτό πίσω από τη δική του μάνα»…

Ιδιαίτερη μνεία προσδίδεται στον έρωτα που δεν μπορεί να λείπει από μια συλλογή ποιημάτων όπως αυτών του «Αλυχτώ» καθώς έρωτας σημαίνει απώλεια, πόνος, καταστροφή, άδειασμα, εκμηδενισμός εαυτού, υπέρβαση ορίων, γενναιοδωρία, φουσκωμένα πατώματα και φουσκωμένα μυαλά, ομοιότητες και διαφορές, θεοποίηση και θυματοποίηση, ανοχή και απαντοχή, εξύψωση και πτώση.

Το ποιητικό υποκείμενο δείχνει να παρακμάζει και να ακμάζει ταυτόχρονα μέσα από την αγάπη και τον έρωτα και ωριμάζει σταδιακά. Προχωρά με βήματα αργά αλλά σταθερά, με πλήρη συνείδηση και επιλογή. Μας διηγείται έναν εμπεριστατωμένο έρωτα με προδοσία, με αλήθεια, με ψέμα, με ηδονή, με πόνο, με απόλυτη ένωση και απόλυτη διάσπαση.

Έναν έρωτα χαμένο, με κερδισμένα μαθήματα, με αυτοθυσία και απόλυτη γενναιοδωρία, με σκυμμένο κεφάλι, με ψηλή συνείδηση και ετοιμότητα. Έναν έρωτα με αναμονή, πείσμα, ολότητα, ολοκληρωτισμό, κατάρρευση, αντιθέσεις και εσωτερικές πάλες. Έναν έρωτα που καθρεφτίζει μέσα του, τους έρωτες που βιώθηκαν, βιώνονται και θα βιώνονται ενδεχομένως πάντα από την ανθρωπότητα, αλλά σχεδόν ποτέ ταυτόχρονα, ποτέ συγχρονισμένα και αμφίρροπα γιατί ο έρωτας συνήθως ή σχεδόν πάντα είναι μονόπλευρος.

«Όσο για μένα ο χρόνος μου συνεχίζει να διαστέλλεται και παρότι υπάρχει πάντα ο νοητός παραλήπτης, δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι τι θα ήσουν, αν δεν ήσουν ποίημα»… εκφράζεται με αγωνία στο ποίημα «Νοητός Παραλήπτης».

Ο έρωτας έχει την ικανότητα να παρατήσει σύξυλο το αντικείμενο του πόθου του, να το ξεγυμνώσει από κάθε αλήθεια, από κάθε συναίσθημα, και παρόλο που αυτό μένει αποσβολωμένο, γυμνό, απαρηγόρητο, ματαιωμένο, αναρωτιέται αν με ελπίδα, με προσδοκία, με φαντασίωση και αντίστροφη λογική, καταφέρει αυτή την ύστατη ώρα να κάνει κάτι ή έστω τα πάντα για να ξανακερδίσει έδαφος. Και ας ξεκινήσει αντίστροφα απ’ το τέλος. Δεν έχει και πολλή σημασία τελικά…

Σας ευχαριστώ

Δείτε ΕΔΩ για παραγγελίες του βιβλίου

Σχολιάστε