Χώμα κόκκινο – Μιχάλης Τζανάκης

Χώμα κόκκινο. Αραιή βλάστηση και κάπου στο πουθενά ένα μπαομπάπ να απλώνεται με τα αραιά κλαδιά του να δίνουν ένα εκπληκτικό φόντο, ειδικά τώρα που ο ήλιος χαμηλώνει. Ζώα περπατούν νωχελικά αναζητώντας κάποιες εστίες από συστάδες χόρτων, ενώ από τις λασποκαλύβες ακούγονται ομιλίες σε ρυθμό που παραπέμπει σε μουσική ραπ ή φιλονικία εφήβων. Σε πολλά σημεία έχει υποχωρήσει το χώμα και φαίνεται το πλαίσιο από τα ξυλώδη καλάμια που συγκρατούν το εναπομείναν χώμα πριν υποχωρήσει κι αυτό.
Σε λίγα λεπτά θα φύγουμε από την κοινότητα. Η αίσθηση είναι παράξενη. Μια βδομάδα κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, σε αυτή τη φύση και όλοι νομίζουμε ότι απλά βρεθήκαμε σε ένα σενάριο ενός ντοκιμαντέρ σε ρόλο κομπάρσου.

Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Η απόφαση να βρεθώ σ’ αυτήν την ομάδα στο βάθος της σαβάνας σ’ ένα τοπίο που δεν θα μπορούσα να φανταστώ καν ότι υπάρχει, ακόμα κι αν στο τρίτο έτος της σχολής μου παρακολούθησα στο πλαίσιο του μαθήματος Αφρικανολογίας την σύγχρονη ιστορία της περιοχής που αποκαλούμε «Κέρας της Αφρικής».

Ο καθηγητής εκείνος ελληνικής καταγωγής, αλλά ζώντας επί σειρά ετών στο Χαρτούμ, την πρωτεύουσα του Σουδάν μας μετέφερε τις γνώσεις αλλά κυρίως τις εμπειρίες του από το μεγαλύτερο «σχολείο» του πλανήτη μας, την Αφρική. Αν και μάθημα επιλογής το παρακολουθούσα ανελλιπώς, αφού ήταν ένα εβδομαδιαίο «ταξίδι» που έμελλε να κάνω μετά από είκοσι χρόνια, ακόμα πιο νότια από το Κέρας της Αφρικής, αλλάζοντας τέσσερα αεροπλάνα, βλέποντας από αεροπορική πτήση την κορυφή του Κιλιμάντζαρο, πατώντας για πρώτη φορά τη γη της υποσαχάριας Αφρικής σ’ έναν αεροδιάδρομο που τον διέτρεχαν δεκάδες μαϊμούδες.

Οι μέρες πέρασαν και η κοινότητα θα μας αποχαιρετήσει. Δέκα μέρες κοντά τους ήταν μια φωτεινή «αστραπή» για όλους μας με εκτυφλωτικό φως, τρομακτική ενέργεια και έναν απροσδιόριστο κίνδυνο να μας «πλήξει» καίρια όχι τόσο στο σώμα, αλλά την ψυχή. Αργά μεσημέρι ή νωρίς απόγευμα και το τραγούδι επισκίαζε τον ανυπόφορο ήχο του safari-bus που επιστρατεύτηκε για την μεταφορά μας σ’ εκείνον τον εξωτικό τόπο.

Η υποδοχή εκτοξεύει την αδρεναλίνη μας. Μια πανδαισία χρωμάτων, ήχων και κινήσεων, κάτι μεταξύ χορού και διονυσιακού δρώμενου, αυτοσχέδιες σφυρίχτρες, κρουστά όργανα από φυσικά υλικά, λαρυγγισμοί έκστασης και δεκάδες ζευγάρια χέρια σε ανάταση σαν να απευθύνουν ικεσίες στην κορφή του ουράνιου θόλου που διακοσμείται εκείνη την ώρα από αραιά σύννεφα πάλλευκα σαν κομμένα βαμβάκια. Το ξάφνιασμα είναι έντονο, αν και είχαμε εξοικειωθεί με την κοινότητα αυτή, τα περισσότερα μέλη της ήταν δε οροθετικοί.


Μας παρασύρουν χωρίς δεύτερη κουβέντα στο χορό τους, μας μπιζάρουν στις άγαρμπες κινήσεις μας που μάταια προσπαθούν να μιμηθούν έστω στο ελάχιστο τα λικνίσματά τους που ήταν κινήσεις «ζωής» σε αντίθεση με τα δικά μας που πρόδιδαν «παρακμή» και οσμή μούχλας, αυτής της δυτικότροπης μούχλας, απόρροια μιας υγρασίας αιώνων που προετοιμάζει την οριστική αποσύνθεση αυτού που αποκαλούν κάποιοι «δυτικό» πολιτισμό.
Ο ιδρώτας τους μυρίζει γλυκόξινα, αλλά όχι αποκρουστικά. Τα χαμόγελά τους δείχνουν δόντια σάπια, αλλά η σαγήνη τους είναι τόσο διαπεραστική που σε κάνουν να παραλύεις.

Οι φωνές δυναμώνουν, λόγος πλέον απόλυτα επιφωνηματικός και ρυθμός που αναγκαστικά σε ωθεί σε αυτοσχέδια κίνηση. Ρούχα φαρδιά σκεπάζουν σώματα που οστά και δέρμα είναι ένα. Βλέπω τις φλέβες να φουσκώνουν από ένταση και ξεχνώ πως αυτοί οι άνθρωποι νοσούν και η επιβίωσή τους είναι αβέβαιη στις αμέσως προσεχείς μέρες. Αυτή η διάλεκτος των σουαχίλι έχει μια φοβερή ζωντάνια. Ακούγεται ρωμαλέα και καταιγιστική σε σημείο να την καταλαβαίνεις από ένστικτο.

Το σύνθημα δίνεται από τον επικεφαλής της κοινότητας. Οι ήχοι θα κοπάσουν και θα έχουμε τις φιλοφρονήσεις προς τους τιμώμενους. Ο ήλιος συνεχίζει να κατεβαίνει και η παλέτα του πια περιλαμβάνει έντονα χρώματα, σαν εκείνα των ρούχων που φορούν οι πιο νέες γυναίκες της κοινότητας. Καταφέρνουν με τα «σπασμένα» αγγλικά και την «εσπεράντο» των σουαχίλι να σκορπούν πια δάκρυα συγκίνησης σ’ όλους μας. Πυρπολούν τα συναισθήματά μας μ’ έναν τρόπο που θα ζήλευαν κι οι ικανότεροι λυρικοί ποιητές. Λόγια, λόγια, λόγια… άπλετα μιλούν, διακόπτουν με ηχηρά γέλια και θεατρινίστικες χειρονομίες και μετατρέπουν την σωματική αδυναμία τους σε ρωμαλέα επιβολή. Χειροκροτούν ρυθμικά, απευθύνονται στον καθένα ξεχωριστά χαρίζοντάς μας κι ένα παρατσούκλι, συνήθως ζώου όπως μας εξηγούν.

Νομίζω πως αισθάνομαι στενάχωρα. Πενήντα εξήντα άνθρωποι στην άκρη της σαβάνας όπου οι μισοί διατρέχουν κίνδυνο από ασιτία και οι άλλοι μισοί καλοζωισμένοι και ροδομάγουλοι συνθέτουν ένα ασύμμετρο σύνολο. Παράξενο να τιμούν οι μεν τους δε και άλλο τόσο οι άσιτοι να φεγγοβολούν τα πρόσωπά τους και οι χορτάτοι να έχουν ζωγραφισμένη τη θλίψη των ενοχών στα δικά τους πρόσωπα.

Ενόσω εξελίσσεται η γιορτή και οι καρδιές όλων χτυπούν ξέφρενα θέλω να απομακρυνθώ από το χώρο. Νιώθω έντονο βάρος να συμμετέχω σε μια γιορτή που οι τιμώμενοι δεν είναι εκείνοι, αλλά εμείς. Τύψεις; Ενοχές; Αυτοκριτική; Ενσυναίσθηση; Δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία από πού απορρέει η τάση φυγής μου εκείνη την ώρα. Σηκώνομαι διακριτικά, κάνοντας κάποιες κινήσεις για να δείξω ότι οι κουρασμένοι μύες μου πρέπει να διαταθούν. Είναι το πιο βολικό πρόσχημα να απομακρυνθώ εύσχημα. Σκονισμένος, με το κοκκινόχωμα να έχει εισδύσει παντού, ακόμα και στον κοκάλινο σκελετό των γυαλιών ώστε το φως του ήλιου να το βλέπω ακόμα πιο βαθύ, ακολουθώ ένα τυχαίο δρομάκι ανάμεσα στις λασποκαλύβες, εξωτερικά παραπήγματα εν είδει τουαλέτας υπαίθριας, παραστιές στο χώμα κάποια οικόσιτα ζώα που αναζητούν κι αυτά απεγνωσμένα κάποια πρασινάδα ή κάποιους σπόρους.

Προχωρώ μ’ ένα περίεργο βάρος και το μόνο που αντιλαμβάνομαι είναι τους ήχους από την παρατεινόμενη γιορτή που γίνονται ολοένα και πιο μακρινοί τεκμήριο της απόστασης που με χωρίζει με τους φίλους μου. Θέλω να σταθώ να κοιτάξω τον ήλιο. Κατάματα! Πετώ τα κοκάλινα γυαλιά, ανοίγω τα χέρια μου σε θέση υπέρ- έκτασης, έτοιμος ν’ αγκαλιάσω το σύμπαν∙ το δικό μου, το δικό τους. Θέλω να φωνάξω απελευθερωμένος από όλα όσα έμαθα, είδα, ένιωσα και γνώρισα όλα τα χρόνια της ζωής μου. Αλλά έχω τόση δύναμη μέσα μου συσσωρευμένη που σίγουρα θ’ ακουστώ από το χώρο της γιορτής κι αυτό δεν το θέλω σε καμία περίπτωση.

Σκέφτομαι διάφορα πράγματα, έρχονται σε ακατάστατη σειρά ασπρόμαυρα φιλμ της ζωής μου μέσα στον πυροκόκκινο ορίζοντα και σωριάζομαι σαν σακί στο χώμα. Τα ρουθούνια μου γεμίζουν χώμα και οι παλάμες μου απλώνονται στο ζεστή γη. Το ‘χω ανάγκη να γίνω ένα με κείνο το χώμα. Να το μυρίσω να το γευτώ να αισθανθώ τον χτύπο που αναδύεται από τα έγκατα εκείνης της γης. Κι όμως μόλις εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνομαι πως δίπλα μου πως γύρω-γύρω από εμένα υπάρχει ανθρώπινη παρουσία που με έχει εγκλωβίσει. Κείτομαι αδύναμος πια, αλλά δεν είμαι μόνος.

Γύρω μου αντιλαμβάνομαι εκατοντάδες ίσως χιλιάδες ίχνη. Πάνω στο κατακόκκινο χώμα αποτυπώματα από γυμνές πατούσες. Άλλα απ’ αυτά φρέσκα, θα πέρασαν οι ξυπόλητοι ήρωές μου πριν λίγο πιθανόν, άλλες πιο αχνές, άλλες μακρόστενες και ισχνές, άλλες μικρότερες, άλλες σχεδόν μικροσκοπικές. Κάθε ηλικίας και φύλου ίχνη στην πιο συγκλονιστική «ζωγραφιά» που είδα ποτέ στη ζωή μου. Σε καμιά πινακοθήκη, σε κανένα εκθεσιακό κέντρο, σε κανένα μουσείο δεν θα μπορούσα να δω ένα τέτοιο σπάνιο ανθρώπινο μνημείο!

Ταξίδεψα για δέκα ημέρες σ’ εκείνον τον τόπο κουβαλώντας για χιλιάδες χιλιόμετρα τρία ζευγάρια ακριβών και τεχνολογικά προηγμένων υποδημάτων. Και ξαφνικά νιώθω εντελώς «γυμνός». Νιώθω ασπαλάθια να μου τρυπούν τα πέλματα, νιώθω τους αστραγάλους μου εντελώς ασταθείς να παραπαίουν, νιώθω έντονο πόνο να διαπερνά όλο μου το σώμα. Απ’ τα πέλματά μου ο φριχτός πόνος ανεβαίνει και κατακάθεται στο στήθος μου. Βαραίνω πάρα πολύ. Πονάω πάρα πολύ. Και είμαι μόνος. Με τη θέλησή μου απομακρύνθηκα από όλους εκείνους που μπορούσαν να με βοηθήσουν. Αλλά αλήθεια θα μπορούσε κάποιος να με βοηθήσει; Κανένας δεν θα μπορούσε εκείνη ειδικά τη στιγμή.

Πρέπει να βρω κουράγιο να σηκωθώ και να επιστρέψω κοντά στην ομάδα μου. Όμως θα ήταν κρίμα εκείνη η στιγμή να μην πάρω ένα μοναδικό ενθύμιο από τον χώρο. Ίσως λίγο χώμα; Το ‘χω ξανακάνει. Ένα κλαδάκι από τη φτωχή χλωρίδα; Κοινότοπο…
Αργά βγάζω τη συσκευή του κινητού. Εστιάζω στα ίχνη από τα γυμνά πέλματα. Φωτογραφίζω τα πιο μικρά από αυτά. Παιδικά ή ακόμα και νηπίων. Θα είναι οι εικόνες αυτές η «βιβλιογραφία» του νου μου για το μέλλον. Το δικό μου και των δικών μου ανθρώπων. Ίχνη ζωής σ’ ένα κόσμο που ο θάνατος είναι πανταχού παρών. Κι όμως αυτά τα γυμνά πόδια θα πορευτούν πληγιασμένα, πονεμένα, ματωμένα μα ίσως φτάσουν στον προορισμό τους. Γρηγορότερα και ασφαλέστερα ίσως από τις δικές μου αερόσολες….


Έργα του Μιχάλη Τζανάκη που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς

Μιχάλης Τζανάκης – Μυρίζοντας μόνο γιασεμί

«Είναι λοιπόν απαραίτητο να ξέρουμε, γιατί αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί…», Πρίμο Λέβι.

Η επίσκεψη στο μνημείο της οδού Κοραή 4 στην Αθήνα, οδηγεί σε μία απρόσμενη συνάντηση. Μέσα από την διήγηση ενός ανθρώπου που βρέθηκε κρατούμενος στο κολαστήριο της Kommandatur στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το ρολόι της ιστορίας γυρνά πολλά χρόνια πίσω και οι μνήμες ζωντανεύουν. Η μάχη για τη ζωή και την ελευθερία, η προδοσία, η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, σημάδεψαν ανεξίτηλα την ψυχή μιας πατρίδας που δείχνει να λησμόνησε το παρελθόν της. Το γιασεμί δίπλα στην πόρτα ευωδιάζει ακόμα…

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/michalis-tzanakis-myrizontas-mono-giasemi/

Μια σταγόνα δάκρυ – Μιχάλης Τζανάκης

Δεκαοχτώ αυτοτελείς ιστορίες, δεκαοχτώ μικρά επεισόδια της διαδρομής ανθρώπων που στο τέλος της ιστορίας τους άφησαν «μια σταγόνα δάκρυ», ως απόσταγμα της βιωμένης εμπειρίας τους. Άνθρωποι φτιαγμένοι με τα ίδια υλικά που είμαστε φτιαγμένοι όλοι μας. Πρόσωπα υπαρκτά ή φανταστικά που είδαν, άκουσαν,  γεύτηκαν τη ζωή και βίωσαν κάποιες ιδιαίτερα «ευαίσθητες» για τους ίδιους στιγμές∙ κάτι σαν αυτό που αποκαλείται από όλους μας «αλατοπίπερο της ζωής».

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/michalis-tzanakis-mia-stagona-dakry/

Ο αιώνας του καπετάνιου - Μιχάλης Τζανάκης
Ο αιώνας του καπετάνιου – Μιχάλης Τζανάκης

«Το βιβλίο του Μιχάλη Τζανάκη αποτελεί φόρο τιμής τόσο στον μεγάλο αγωνιστή Μιχάλη Κόρακα και στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Πόμπια, όσο και στους αγώνες των προγόνων μας για την Λευτεριά… Οι γλαφυρές περιγραφές είναι τόσο ζωντανές που ο αναγνώστης παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές του βιβλίου ολοζώντανους μπροστά του, βλέπει να ξεδιπλώνονται τα τοπία της Κρήτης και, θα τολμήσω να πω, να μυρίσει ακόμα και τα αρώματα της φύσης.»

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/leonidas-kakarogloy-sto-leyko-toy-vythoy/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s