ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΕΜΠΛΙΔΑΚΗ – «ΑΓΓΕΛΙΚΑ»

Εκδόσεις Ραδάμανθυς
ΓΥΝΑΙΚΑ – (Συλλογικό) Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας. Πίνακας εξωφύλλου: “Hope”, 1885, George Frederic Watts

Από το βιβλίο «Γυναίκα – 17 Κείμενα με προορισμό το θέατρο και αφετηρία τη μουσική»

«ΑΓΓΕΛΑ»

Η Αγγέλικα Νίκλη κόρη προσφύγων από την Μάνη, εκπάγλου καλλονής όπως λέγεται, έζησε από 13 χρονών κοπέλα στο σπίτι του πλούσιου ταμπακέρη κόντε Νικολάου Σαλαμών. Αν και η νόμιμη γυναίκα του κόντε πέθανε μετά από δύο χρόνια και η Αγγέλικα είχε ήδη τεκνοποιήσει, ο κόντες την παντρεύτηκε και νομιμοποίησε τα δυο τους παιδιά την παραμονή του θανάτου του. Τα παιδιά, ο δεκάχρονος Διονύσιος – ο εθνικός μας ποιητής – και ο επτάχρονος Δημήτριος, παραδόθηκαν σε επιτρόπους οι οποίοι τους απομάκρυναν από την ποπολάρα μητέρα και τους έστειλαν για σπουδές στην Ιταλία. Η Αγγέλικα πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του κόντε παντρεύτηκε τον Μανώλη Λεονταράκη, ποπολάρο και συνεργάτη – σε τοκογλυφίες – του κόντε, με τον οποίο απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά. Το πρώτο ο Γιάννης Λεονταράκης, όταν μεγάλωσε, ζήτησε δικαστικώς να αναγνωριστεί ως νόμιμος τρίτος γιος του Νικολάου Σαλαμών. Για πολλά χρόνια οι δίκες των Σολωμών, οι καταθέσεις των μαρτύρων και οι πιπεράτες λεπτομέρειες που αποκαλύφθηκαν, υπήρξαν δημοφιλή κουτσομπολιά όλων των Επτανήσων. Το αντικείμενο της διαμάχης, πέραν του αν ήταν ο Γιάννης Λεονταράκης γιός ή όχι του κόντε, είχε να κάνει με την μεγάλη του περιουσία, η οποία θα πήγαινε κατευθείαν σ’ εκείνον ως τέκνο γεννημένο εντός γάμου. Στη δίκη αυτή, που έληξε με νίκη των αδελφών Διονυσίου και Δημητρίου, η μητέρα πήρε το μέρος του Γιάννη, αφού κατέθεσε ενόρκως ότι ήταν παιδί του κόντε. 

Το γεγονός αυτό δεν της συγχώρεσε ποτέ ο Διονύσιος, γιατί θεώρησε ότι η μητέρα τους, που την υπεραγαπούσε, τον απαρνήθηκε και όπως έγραφε ο ίδιος «του λάβωσε την καρδιά».

* * *

Σε μια καρέκλα καθισμένη η Αγγέλικα, ντυμένη με μαύρα. Από τον δρόμο ακούγεται  τραγουδισμένος από κανταδόρους ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν».

 Αγγέλικα: Ακούτε; Ούλα τα καντούνια του Τζάντε γεμίσανε από τσου καντοδόρους. Κι ούλοι λένε τα τραγούδια του. Για να τονε τιμήσουνε. Από  τότε σας που μαθεύτηκε το νέο δεν έχουνε σταματημό. Και στσι ρούγες ούλοι γι’ αυτόνε λένε. Τον ποέτα. Τι κρίμα που απέθανεν τόσο να νέος. Και τι ωραία που ήτονε τα ποιήματά του! Πόσο συγκινητικά! Ετούτος σας ο ύμνος εις την Ελευθερίαν ούλους τους είχε κάνει να κλάψουνε. Ούλους τσου ποπολάρους. Που εβλέπανε εκεί τα πάθια τους. Και τα’ ολπίδες τους. Μόνο οι αρχόντοι τον ακούγανε και εξυνίζανε. Ετούτοι βλέπεις, τζόγια μου, δεν εθέλανε πολέμους κι αναταραχή. Δεν εθέλανε να ξεσηκωθεί το πόπολο και να τους χαλάσει τη μανέστρα. Καλά βολεμένοι ήτονε ούλοι τους. Αυτοί στα σαλότα και τα ντομινικάλε τους με τσ’ άμαξες και τσ’  υπηρέτες. Και το πόπολο να μην έχει να λαδώσει την κοιλίαν του. Να ψωμολυσά και να γυρίζει ούλη την ίζολα μπας και βρεθεί κιανείς Χριστιανός να τονε συμπονέσει και να του πετάξει ένα ξεροκόμματο. Και τα παιδία τους να αποθαίνουνε από την πείνα. Το ξέρω. Κι εγώ το ψωμί το χόρτασα μόνο απείτις με πούλησε ο παπάκης μου στον κόντε.  Ένα  σακούλι φλωρία τούδωκε. Εγώ μικρή  ήμουνα. Κοπελοπούλα άπραγη. Ε. τότε σας να δείτε. Όχι, όχι από την αρχή. Μα από τότε που με έβαλε στο μάτι και στο κρεβάτι του ο γέρο ταμπακέρης. Ε, τότε σας να δείτε μεγαλεία. Και φαγιά και πιοτά. Και φουστάνια και τζοβαϊρικά. Μα αν με ρωτήσεις καλλιά θαρρώ πως ήτονε να απόθαινα από την πείνα.

Ακούγεται τώρα από τους κανταδόρους «η Ξανθούλα».1

Για μένα τόγραψε τούτονα το ποίημα. Σανε γύρισε από τσι σπουδές του. Ολοένα και σκάρωνε ρίμες και στιχάκια. Έγραφε και για κοπελούδες. Ξανθές και γιόμορφες. Σαν την κακότυχη εμένα: τη μάρε του.

Ούλος ο Τζάντες έλεγε για την εμορφιά μου! Που ξετρέλανε τον γέρο ταμπακέρη. Και τον έκανε να απαρνηθεί τα νόμιμα παιδιά του για τα δικά μου. Αστεφάνωτη με είχε για να μην του φύγω τάχα. Και μόνο σαν εκατάλαβε πως και με ούλα του τα πλούτη, του Χάρου δεν του γλυτώνεις, μόνο τότε σας με εστεφανώθηκε. Για τα παιδία το έκαμε. Για να μην τα λένε μούλικα.

Σαν απόθανε εσκεφτόμουνα: εγλύτωσα από τον γέρο. Μα με είχε δεμένη καλά. Τα παιδία έπρεπε να σπουδάξουνε όπως άρμοζε στσι σειράς  τονε.  Χθες ήτανε μούλικα μα σήμερα γινήκανε ετσελέντζες. Και μου τα πήρανε τα πουλάκια μου. Πρώτα τον Νιόνιο μου, τον πρωτογιό μου και μετά τον Μίμη μου. Πόσο έκλαψα τότε σας. Και τα παιδία μ’ αποζητούσανε, μωρά ήτονε ακόμα, ούτε δέκα χρονώνε, μα οι καταραμένοι οι επιτρόποι τους εβάζανε λόγια. Ότι τάχα μου δεν τα ‘θελα και τα απαρνήθηκα. Εγώ τα μωρά μου; Το μόνο πράγμα που με έκανε να αντέχω όσο ζούσε ο γέρος και με πιλάτευε κάθε βράδυ; Ζωή ήτανε αυτή; Οντε νε γύρισε το  παιδάκι μου, ο Νιόνιος μου, από τσι σπουδές του, ε τότες σας ήτονε η καλύτερη ώρα.

Ήρθε και με βρήκε στο σπίτι μου, με σφιχταγκάλιασε και μου ‘πε πως πάντα με εσκεφτούτανε και με είχε εις την καρδίαν του. Και με τον άνδρα μου έκανε παρέα και τα άλλα μου παιδιά πολύ τα ηγάπησε. Εγώ, εγώ όσα παιδία και να εγέννησα… ετούτος ήτανε ο πρώτος μου. Κοπελοπούλα ήμουνα κι εγώ  οντε τονε έκανα. Εφώναζα σαν εκοιλοπονούσα. Μάνα στέρξε με. Μάνα βοήθησέ με και έκλαιγα από τον πόνο.

Μα κιανείς δεν ερχούτανε. Μόνο που μια στιγμή αιστάνθηκα να βγαίνει κάτι από μέσα μου. Σαν να εκατουρούσα. Ετότε σας εξεφούσκωσε λιγάκι ο πόνος. Και μετά μου εβάλανε στην αγκαλιά ένα τυλιγμένο μπόγο. Δεν ήξερα τι ήτανε. Κι απείτις ο μπόγος άρχισε να κλαίει. Βάλτο νε στο βυζί, μου λέγανε. Εγώ ανασήκωσα το πανί και είδα το ζαρωμένο μούτρο. Μου εφάνηκε… το ομορφύτερο μωρό. Το παιδάκι μου ο Διονύσιος. Ο ποέτας.

Καμιά φορά σκέφτομαι… εγώ τον εγέννησα τούτονε τον παράξενο άνθρωπο; Τόσο μοναχικό, τόσο μακριά του κόσμου. Και τόσο σπουδαίο. Τονε γνωρίζουνε και εις τας Ευρώπας. Είναι σπουδαίο ποίημα ο Ύμνος του, λένε οι γραμματιζούμενοι, «προϊόν μεγάλης ποιητικής δεινότητος». Ούλα μου τα παιδία τα αγαπώ. Δεν αγαπάς ούλα τα δάχτυλα του χεριού σου; Μα σαν  ετούτον τον πρώτο, θαρρώ  δεν έχω κιανένα. Κι ας μου εκράτησε κακοσύνη που πήρα το μέρος του αδικημένου. Δεν τόκανα από την πλιότερη αγάπη που τούχα. Για το δίκιο τόκαμα. Εθαρρούσα έτσι έπρεπε. Να αποκατασταθεί η αδικία και να έρθει η τάξη. Και ούλοι θάμαστε καλά. Η περιουσία του ταμπακέρη έφτανε για ούλους έλεγα. Μα εσύ, παιδάκι μου, δεν το δες έτσι. Εσύ βεβαιώθηκες πως σ’ απαρνήθηκα. Πως  αγαπούσα τσ’ άλλους πλιότερο από σένα. Και από τον καημό μ’ εσυχάθηκες και μούκοψες την καλημέρα. Κι ο κόσμος; Έβαζε κι ετούτος τσι κουβέντες του. Η τούτη, η δείνα που τον ετούμπαρε τον κόντε. Λες κι εγώ, δέκα τριώ χρονώ που ήμουνα, όντε έπεσα στα χέρια του, ήξερα από τέτοια. Για τον γέρο που μ’ αγόρασε με τα λεφτά του και με μαγάρισε, τίποτα. Αυτός δεν έφταιγε πουθενά.

Η κοινωνία δεν είχε τίποτα να πει γι’ αυτόνε. Και τώρα; Τώρα που έφυγες παιδάκι μου, τώρα τίποτα δεν φτιάχνει. Δεν θα φιλιώσουμε ποτές ξανά. Το είδα ‘γω το όνειρο το κακό εψές το βράδυ. Ψάρια. Πολλά ψάρια. Και το ‘ξερα πως θα με βρει λαχτάρα, μεγάλη.

Δεν πρέπει να αποθαίνουν τα παιδία πριχού από τσου γονέους τους. Κι εγώ έχω θάψει κι άλλα. Το  τρίτο μου είσαι εσύ που μου φεύγεις. Κρίμα κι άδικο είν’ τούτο. Μα πάλε ο Θεός τα στέλνει ούλα. Και τα καλά και τα κακά. Κι ας στέλνει σε μερικούς, πλιότερες συμφορές από άλλους.

Ακούγεται πάλι από άλλους κανταδόρους η Ξανθούλα.

Η Αγγέλικα τραγουδά τον πρώτο στίχο: Την είδα την Ξανθούλα την είδα ψες αργά…

Αγγέλικα: Για μένα το έγραψε.

Για την βέρα μπελέτσα την ξανθούλα.

Τη μάρε του.

Μια μαντενούτα, μια σπιτωμένη.

Που τονε έπιασε δέκα τεσσάρω χρονώ κοπελοπούλα με τον εξηντάχρονο ιλουστρίσιμο κόντε Νικόλαο Σαλαμόν, τον ταμπακέρη.


Παραγγελία του βιβλίου


Ποέτας: ποιητής

Σαλότο: σαλόνι   

Ντομινικάλε: το αρχοντικό της πόλης

Ίζολα: νησί

Τζοβαϊρικά: χρυσαφικά

ετσελέντζας:  εξοχότατος, ευγενής

μαντενούτα: παλλακίδα

ιλουστρίσιμος:  επιφανής

μπελέτσα: καλλονή

  1. Από το δίσκο «Διονύσιος Σολωμός, Νίκος Ξυδάκης – Προς Τον Κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση», 1986, Lyra.

Σχολιάστε