Ν. Κ. Κωνσταντινίδης
ΟΑΣΕΙΣ
Οάσεις χλοερές,
τις αψηλές σας φοινικιές
και τις καλύβες σας τις ισκιερές,
τ’ αποσταμένα καραβάνια λαχταρούν
που μες την άμμο ολοένα προχωρούν.
Τι κι αν παραμονεύουν άγριες φυλές,
κι αν λυσσοδέρνει αλύπητα ο Σιμούν,
τα καραβάνια μες την έρημο περνούν.
—
Οάσεις χλοερές,
οι αποσταμένοι μα καρτερικοί ταξιδευτές,
στα χείλια τους σαν φέρνουν τα στεγνά
τα ολόφλογα ποτήρια για να πιούν
τις χιλιοπυρωμένες αντηλιές, πώς λαχταρούν
τις στάμνες σας και τα νερά!
—
Μα σαν ξεφύγουν της ερήμου τα στοιχειά,
και ξαποστάσουνε στους ίσκιους σας και τις δροσιές,
τότε, ναι, τότε πιά,
οάσεις χλοερές,
μες τα καλύβια σας τα φωτερά
θ’ ακούγονται τραγούδια και χαρές.
