«Νίκος Καζαντζάκης – Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» -Χρήστος Τσαντής

«Βαθιά ανησυχώ για την Ελλάδα και για την τύχη της ανθρωπότητας. Πολύ πρόωρα ο γορίλας, ο λεγόμενος άνθρωπος, ανακάλυψε τρομακτικές δυνάμεις. Μεγάλος ο κίντυνος να τις χρησιμοποιήσει για τον όλεθρο…», Νίκος Καζαντζάκης, Γράμματα στον Πρεβελάκη, 22 Σεπτέμβρη 1946 

Από την εκδήλωση που έγινε στον Πολυχώρο Ραδάμανθυς στο πλαίσιο του αφιερώματος «Βιβλία και Κινηματογράφος» τον χειμώνα του 2021

Το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας των Εκδόσεων Ραδάμανθυς διοργάνωσε τις εκδηλώσεις με θέμα: «Βιβλία και Κινηματογράφος» για πρώτη φορά το χειμώνα του 2021. Τα εμπόδια που έθεσαν οι υγειονομικοί περιορισμοί δεν επέτρεψαν στο εγχείρημα να συνεχιστεί, και έτσι η συνέχεια του αφιερώματος, που στοχεύει στην ανάδειξη των βιβλίων, θα εξελιχθεί από τον Οκτώβριο του 2022. Στην εκδήλωση για το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», με το οποίο άνοιξαν οι εκδηλώσεις, μίλησε και ο Σήφης Μιχελογιάννης, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη. Θα ακολουθήσει σε επόμενη ανάρτηση η δημοσίευση και της δικής του ομιλίας. Σήμερα, δημοσιεύουμε το βίντεο με την ομιλία του Χρήστου Τσαντή, συντονιστή του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας των Εκδόσεων Ραδάμανθυς. 

   

Απόσπασματα από την ομιλία του Χ. Τσαντή

«Αυτές τις ημέρες τελειώνω το μυθιστόρημα που άρχισα», γράφει στον Πρεβελάκη ο Καζαντζάκης τον Αύγουστο του 1948. «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, θα γίνει 500 σελίδες, είναι σύγχρονο και γίνεται σ’ ένα χωριό της Μικράς Ασίας και δεν υπάρχει εγώ. Φυσικά δεν ξέρω αν είναι καλό, μα το γράφω με κέφι. Το μυθιστόρημα έγινε για μένα ένα  debouche (ξεμπουκάρισμα, διέξοδος) όπου μπορώ να χρησιμοποιήσω μερικές ανθρώπινες ιδιότητές μου, που δεν μπαίνουν με τη μορφή αυτή  στην ποίηση ή στην τραγωδία….».

Σκεπτόμενοι την παραδοχή του Καζαντζάκη ότι «το μυθιστόρημα αποτέλεσε μία διέξοδο», μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι πηγές της έμπνευσής του συνδέουν το χθες με το συγγραφικό παρόν του. Είναι οι μνήμες και οι διηγήσεις από την Κρήτη της εποχής της Τουρκοκρατίας, οι αναμνήσεις από τη μάχη που έδωσε ο ίδιος για τη σωτηρία των Ελλήνων του Καυκάσου το 1919-1920 ως διευθυντής του υπουργείου περιθάλψεως της κυβέρνησης Βενιζέλου, οι πληγές που άνοιξαν στη Μικρά Ασία με τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την Ιωνία, η Κατοχή και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος που είχε πάρει πλέον διαστάσεις όταν ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει το συγκεκριμένο βιβλίο.

[…] Η αντιστοιχία του μύθου στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» με την ταραγμένη εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά, δεκαετία 1940-1950, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Μην ξεχνάμε ότι η προσφυγική εμπειρία το 1947 στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, είναι νωπή και έντονη. Από τις αρχές του αιώνα έχουμε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, είτε με συμφωνίες ανάμεσα σε κράτη είτε χωρίς, ο Πρώτος Παγκόσμιος, οι μεγάλοι διωγμοί στην Τουρκία και στην νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, ο μεγάλος διωγμός των Εβραίων και όσων αντιστέκονταν στον φασισμό, τα στρατόπεδα εξόντωσης στη Γερμανία.

Στην ίδια την Ελλάδα έχουμε τεράστιες – για τα δεδομένα της χώρας – μετακινήσεις πληθυσμών που επιβλήθηκαν δια της βίας, με σκοπό την αποψίλωση των ορεινών όγκων ώστε να μη βρίσκουν πηγές ανεφοδιασμού και στρατολογίας οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Ταυτόχρονα, εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς ως φτηνό εργατικό δυναμικό ή ως πολιτικοί πρόσφυγες.  

[…] Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε το βιβλίο το 1948 στην Αντίμπ και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1954 από τις εκδόσεις Δίφρος. Είχε προηγηθεί η έκδοσή του στη Σουηδία, στη Νορβηγία, στη Δανία, τη Φιλανδία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Το 1946 σηματοδοτεί τη στροφή του στο μυθιστόρημα και μέσα σε μία δεκαετία θα γράψει τα διαχρονικά έργα-διαμάντια της παγκόσμιας λογοτεχνίας: «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Ο Φτωχούλης του Θεού», «Οι αδερφοφάδες», διαδρομή που ολοκληρώνεται το 1957 με την «Αναφορά στον Γρέκο».

Βλέπουμε δηλαδή ότι το έργο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» δεν είναι αποκομμένο από την υπόλοιπη συγγραφική του δραστηριότητα, αλλά ενταγμένο σε ένα σύνολο έργων που έχουν κοινές αναφορές, τον ουμανισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, την Ελευθερία, την απαλλαγή της θεολογίας από το σκοταδισμό, και πάνω απ’ όλα την Ειρήνη.

 «Αν η φράση του Γάλλου συγγραφέα: ″Δεν γράφουμε τα βιβλία που θέλουμε να γράψουμε″ ισχύει για τους περισσότερους ποιητές ή πεζογράφους, για τον Καζαντζάκη θα ίσχυε περισσότερο η φράση: δεν γινόμαστε το είδος του συγγραφέα που θέλουμε να γίνουμε». Με αυτή την παρατήρηση ξεκινά ο Νάσος Βαγενάς σε ένα κείμενό του: «Πεζογράφος ή ποιητής;» και συνεχίζει: «Γιατί ο Καζαντζάκης τα βιβλία που ήθελε να γράψει τα έγραψε. Αλλά έγραψε και βιβλία που δεν τα είχε φανταστεί, τα μυθιστορήματα της τελευταίας περιόδου της ζωής του – και ήταν αυτά που άλλαξαν την εικόνα του ως συγγραφέα, που τον μετέγραψαν από τα κατάστιχα της ποίησης, στα οποία βρισκόταν ως τότε, στα κατάστιχα της πεζογραφίας. Διότι ως τα τέλη της δεκαετίας του 1940 (δηλαδή ως τα 60-63 του χρόνια) ο Καζαντζάκης εθεωρείτο ποιητής, και μάλιστα από τους κορυφαίους του καιρού του».

 «Οι αντιστοιχίες του μύθου με το εθνικοκοινωνικό δράμα είναι φανερές, γράφει ο Ερατοσθένης Καψωμένος, και συνεχίζει: «Μπορεί κανείς εύκολα να αναλογιστεί σε μια εποχή που ο στυγνός αντικομουνισμός αποτελούσε το θεμέλιο της επίσημης ιδεολογίας, τι σήμαινε η ταύτιση της λαϊκής επανάστασης με τον γνήσιο Χριστιανισμό, με την κοινωνική δικαιοσύνη, με το δοκιμαζόμενο ελληνισμό και η συνακόλουθη καταγγελία των κρατούντων μέσα από την έμμεση ταύτισή τους προς τους προεστούς της Λυκόβρυσης. Και όπως λειτουργούσε η αναλογία του ηττημένου λαϊκού κινήματος προς τη συγκινητική κατάληξη της νέας εξόδου των προσφύγων, που ηθικά δικαιωμένοι στη συνείδηση του αναγνώστη, ξεκινούσαν για νέες δοκιμασίες…», τελειώνει ο Ερατοσθένης Καψωμένος.

[…]«Βαθιά ανησυχώ για την Ελλάδα και για την τύχη της ανθρωπότητας», γράφει στον Πρεβελάκη στις 22 Σεπτέμβρη του 1946. «Πολύ πρόωρα ο γορίλας, ο λεγόμενος άνθρωπος, ανακάλυψε τρομακτικές δυνάμεις. Μεγάλος ο κίντυνος να τις χρησιμοποιήσει για τον όλεθρο».

Και λίγο αργότερα, στις 24 Φλεβάρη του 1947, γράφει: «Μερικά θέματα για τραγωδίες και βιβλία σαρκώνονται μέσα μου. Είμαι σαν την όρνιθα που σφάζουν και τη βρίσκουν γεμάτη κρόκους που δεν πρόλαβαν να γίνουν αυγά. Τι μου χρειάζεται; Μονάχα καιρός, άνετος καιρός. Και δεν τον έχω… Φριχτή η κατάσταση στην Ελλάδα, φριχτή στη Γαλλία. Πάντα μου έχω την ιδέα πως η μεταβατική αυτή αβεβαιότητα, από τον έναν πολιτισμό στον άλλον, θα βαστάξει διακόσια χρόνια, από το 1900. Δηλαδή στα 2100 θα έχουμε κάποιο σταθερό έδαφος και κάποια ισορρόπηση. Ως τότε, πόλεμοι και ανακωχές και αθλιότητα».

  Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο.

Στις 5 Ιουλίου του 1951 γράφει: «Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να μου ανανεώσει το διαβατήριο! Έχω προξενικό διαβατήριο – κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε. Με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ’ εξοντώσουν… Δεν λέγεται η αηδία και ο θυμός για τον τόσο διωγμό που μου κάνουν. Αν μπορέσω, ποτέ δεν θα ξαναπατήσω στην Αθήνα».

Λίγο καιρό πριν το πέρασμά του στην αθανασία, η ασπρόμαυρη ταινία γαλλο-ιταλικής συμπαραγωγής “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται” («He who must die»), σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν (Jules Dassin) θα προβληθεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και θα τιμηθεί με Ειδική μνεία. Τα γυρίσματα είχαν πραγματοποιηθεί σε ένα χωριό της Κρήτης, τα Κριτσά Λασιθίου, το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1956.

«Μωρέ, θεριό, αλήθεια, είναι ο άνθρωπος, συλλογίστηκε. Ό,τι θέλει κάνει, όποια στράτα θέλει παίρνει. Η πόρτα της Κόλασης κι η πόρτα της Παράδεισος είναι κολλητά, κι όπου θέλει μπαίνει… Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μοναχά στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος, όπου θέλει!»

-Γειά σου, μωρέ μεγαθήριο Αδάμ! φώναξε δυνατά κι άρχισε πάλι να τραγουδάει έναν παλιό σκοπό, που χρόνια και ζαμάνια είχε να τον θυμηθεί και τώρα ξαφνικά του ήρθε στο νου και στα χείλια:

Εγώ ΄μαι τσ’ αστραπής παιδί και της βροντής αγγόνι

και θέλω αστράφτω και βροντώ και θέλω ρίχνω χιόνι!

Χρήστος Τσαντής


Χρήστος Τσαντής, «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ – ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ», Εκδόσεις Ραδάμανθυς

Καζαντζάκης - Ένα πουλί πάνω από την άβυσσο
Χ. Τσαντής – Ν. Καζαντζάκης – Ένα πουλί πάνω από την άβυσσο

Το βιβλίο εστιάζει σε ορισμένα στιγμιότυπα της θεωρίας και της πράξης του Νίκου Καζαντζάκη, τα οποία είναι ανοιχτά σε περαιτέρω έρευνα. Ο συγγραφέας στρέφει το φακό του στην Κρητική Ματιά του Νίκου Καζαντζάκη, αναδεικνύοντας τη συνθετική οπτική του και τη σχέση του με τον Σπινόζα. Παράλληλα, μια συνομιλία με τις θέσεις της Λιλής Ζωγράφου για τη θεωρία περί «ξενών ιδεών» στο έργο του Καζαντζάκη ανοίγει ευρύτερους προβληματισμούς για την πηγή της έμπνευσης, ενώ οι κοινωνικοπολιτικές του αναζητήσεις, η επιχείρηση διάσωσης των Ελλήνων της Ρωσίας, ο διωγμός του στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, καθώς και όσα αναφέρει ο Μενέλαος Λουντέμης για τον Νίκο Καζαντζάκη, θίγουν ορισμένες πλευρές της ζωής και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη που παραμένουν σε έναν βαθμό στη σκιά. Ο χαρακτηρισμός που έδωσε ο Ειρηναίος Γαλανάκης, στη συγκλονιστική ομιλία που είχε κάνει σε ανύποπτο χρόνο για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Ένα πουλί πάνω από την άβυσσο», “φωτογραφίζει” με τον καλύτερο ίσως τρόπο την προσωπικότητα του μεγάλου λογοτέχνη, ποιητή και στοχαστή.

Δείτε εδώ για παραγγελία του βιβλίου:

https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/christos-tsantis-nikos-kazantzakis-ena-poyli-pano-apo-tin-avysso/

ή καλέστε στο 6983091058

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s