Περιγραφή ερευνητικών μεθόδων στη Συμβουλευτική
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Γράφει ο Χρήστος Τσαντής*
«Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει. Όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει. Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι απλώς κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση», (Bucay, 2011).
Είναι αναμφισβήτητη η αξία της παραπάνω διατύπωσης του συγγραφέα ως μια φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη για τον άνθρωπο και τη ζωή, όπως όμως θα δούμε παρακάτω αναλύοντας τις ερευνητικές μεθόδους, απαιτούνται μια σειρά από όροι για να διεξαχθεί με επάρκεια και αποτελεσματικότητα μία επιστημονική έρευνα.
Οι επιστημονικές έρευνες κατατάσσονται σε ορισμένες κατηγορίες ανάλογα με (Allen & Gross, 1998):
-Τον σκοπό που επιδιώκουν καθώς και την δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων (βασική, με στόχο την απόκτηση γνώσεων γύρω από ένα φαινόμενο και εφαρμοσμένη, όπου μας ενδιαφέρει να αντλήσουμε γνώση με στόχο την άμεση πρακτική αξιοποίηση της). Πολλοί υποστηρίζουν ότι η βασική έρευνα είναι μικρότερης αξίας γιατί δύσκολα βρίσκει άμεσες εφαρμογές, υπάρχουν όμως παραδείγματα όπως η έρευνα του B. F. Skinner πάνω στη συντελεστική μάθηση στα περιστέρια που στην εποχή του δεν φαινόταν να έχει δυνατότητες εφαρμογών, στην πορεία όμως έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της θεραπείας τροποποίησης της συμπεριφοράς, η οποία σήμερα εφαρμόζεται σε πλειάδα καταστάσεων άγχους και αλλού.
-Τον χώρο διεξαγωγής (μελέτη πεδίου ή εργαστηρίου). Στο εργαστήριο (χειρισμός των συμμετεχόντων και των αντιδράσεων τους σε προσομοιωτές ώστε να αντλήσουμε γνώσεις πάνω σε ορισμένα φαινόμενα-πάντα φυσικά μέσα στα πλαίσια δεοντολογίας και τους κανόνες ηθικής) παρέχονται μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου από τον ίδιο τον ερευνητή και τα αποτελέσματα δύσκολα αμφισβητούνται. Στο φυσικό πλαίσιο (είτε με παρατήρηση καταστάσεων και φαινομένων που λαμβάνουν χώρα σε πραγματικό χρόνο, είτε με συμμετοχική παρατήρηση όταν αυτή η έρευνα αφορά μια ομάδα ανθρώπων), μπορεί να μην υπάρχει ο απόλυτος έλεγχος του ερευνητή, όμως τα συμπεράσματα προσεγγίζουν σημαντικά την ίδια την πραγματικότητα.
-Τον σχεδιασμό της έρευνας με στόχο την περιγραφή, την πρόβλεψη της συμπεριφοράς, την σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Οι έρευνες εκτίμησης της σχέσης αιτίας-αποτελέσματος ήταν από τις πρώτες που διεξήχθησαν με τη χρήση πειραμάτων. Στην ίδια κατηγορία εντάσσουμε και την έρευνα συσχέτισης που εξετάζει τη σχέση ανάμεσα σε μία άλλη μεταβλητή ή ακόμα και σε ομάδες μεταβλητών. Η έρευνα συσχέτισης δεν έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με την πειραματική έρευνα στην ανάδειξη της σχέσης αιτίας-αποτελέσματος, όμως μας δίνει μια εικόνα για τη σχέση και την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διάφορες μεταβλητές. Η περιγραφική έρευνα μέσω της παρατήρησης δίνει συμπεράσματα που μπορούν να έχουν άμεσες εφαρμογές.
-Στον τρόπο και τα μέσα με τα οποία συγκεντρώνουν τα δεδομένα τους. Κατανόηση και παρακολούθηση των αλλαγών που συμβαίνουν στη διάρκεια του χρόνου σε κάποιο άτομο (μελέτη περίπτωσης, κλινική ή διαχρονική) ή σε κάποια ομάδα. Ερωτηματολόγιο (υποβολή γραπτών ερωτήσεων στους συμμετέχοντες), συνέντευξη με στόχο την συλλογή πληροφοριών από την συζήτηση μαζί τους, ενδοσκόπηση-ημερολόγιο (παρακολούθηση των συναισθημάτων και βιωματικών μας εμπειριών) κλίμακες αξιολόγησης διαφόρων τύπων.
Η ποιοτική και ποσοτική προσέγγιση της μεθοδολογίας της Έρευνας
Αποτελούν τις δύο βασικές προσεγγίσεις στην έρευνα. Τα βασικά τους στοιχεία συμπυκνώνονται στα εξής (Σταλίκας, 2005):
Η ποιοτική έρευνα στοχεύει στην εμβάθυνση, ενώ η ποσοτική επιδιώκει την γενίκευση συμπερασμάτων. Η πρώτη επιδιώκει να αναλύσει τα νοήματα και τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα πράγματα, ενώ η δεύτερη μετρά και αναλύει συγκεκριμένες μεταβλητές. Σημαντική είναι και η διαφορά τους όσο αφορά τον βαθμό προσωπικής εμπλοκής του ερευνητή στην διαδικασία, καθώς και τον τρόπο συμμετοχής των ανθρώπων που παίρνουν μέρος σε μία έρευνα.
Στην ποσοτική ο ερευνητής είναι πιο μακριά από τους συμμετέχοντες, μπορεί ακόμα και να μην τους συναντήσει ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο, (για παράδειγμα ερωτηματολόγια μέσω ταχυδρομείων σε έρευνες μεγάλης κλίμακας, όπου η επικοινωνία μπορεί να είναι μέσω επιστολών και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), χρησιμοποιεί κυρίως ερωτηματολόγια, διάφορα τεστ, κλίμακες αξιολόγησης, ενώ η σχέση ανάμεσα σε ερευνητές και συμμετέχοντες είναι εκ των πραγμάτων πιο αντικειμενική.
Τα μέσα μέτρησης (τεστ, ερωτηματολόγια, κλίμακες διαβάθμισης) αποδίδουν καρπούς μόνο με την προϋπόθεση της άρτιας συγκρότησής τους. Όταν δηλαδή, μπορεί να φέρει στην επιφάνεια μικρές, λεπτές διαφορές της στάσης των συμμετεχόντων (ευαισθησία), όταν δώσει και πάλι παρόμοια αποτελέσματα εάν διεξαχθεί με τους ίδιους όρους (αξιοπιστία) καθώς κι εάν καλύπτει και μετρά ακριβώς αυτό που στόχευε εξαρχής να μετρήσει (εγκυρότητα).
Η ποιοτική έρευνα σχετίζεται με ένα εύρος επιστημονικών κλάδων και αλληλεπιδρά με μια σειρά από φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και κοινωνιολογικές θεωρίες και αντιλήψεις, έχοντας παράλληλα στενότερη σχέση με την ψυχοδυναμική και ανθρωπιστική προσέγγιση στην Ψυχολογία. Εδώ οι ερευνητές αναλύουν τα ευρήματα της διαπροσωπικής επαφής ερευνητή και συμμετεχόντων, αξιοποιώντας και καταγράφοντας ακόμα και τα στοιχεία της μη λεκτικής επικοινωνίας (Mc Leod, 2003).
Στην ποσοτική γενικεύονται τα αποτελέσματα σε συμπεράσματα μέσω της στατιστικής ανάλυσης. Είναι πειραματική, με επίδραση στην πορεία εξέλιξης της επιστήμης της Ψυχολογίας, ενώ συνδέθηκε πιο στενά με την Γνωσιακή-Συμπεροφορική προσέγγιση και θεραπεία.
Στα πλεονεκτήματα της ποσοτικής συγκαταλέγονται (Σταλίκας, 2005):
-Το γεγονός ότι έδωσε υπόσταση στην Ψυχολογία ως επιστήμη. Η πειραματική έρευνα σχετίζεται με τα πρώτα της βήματα ως επιστήμη καθ’ αυτή.
-Μετρά συγκεκριμένες κάθε φορά μεταβλητές, όπου (παίρνοντας ως δεδομένο ότι θα έχουν τηρηθεί οι δεοντολογικοί κανόνες και οι ηθικές αρχές που διέπουν την έρευνα), δίνει πολύτιμο υλικό στα χέρια των συμβούλων και των ψυχολόγων.
-Επιδρά στην εφαρμογή συγκεκριμένων θεραπευτικών μοντέλων αφού αν αποδειχθεί αποτελεσματική η εφαρμογή μιας θεραπείας σε ευρεία κλίμακα θα μπορούσε να γενικευτεί η χρήση της και σε άλλους ανθρώπους με τα ίδια προβλήματα (πάντα εξετάζοντας όμως συγκεκριμένα κάθε περίπτωση, γιατί κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός), για παράδειγμα η χρήση της συστηματικής απευαισθητοποίησης.
Οι πολέμιοι της θεωρούν πως η αξιοποίηση της στατιστικής σε φαινόμενα που αφορούν τον ψυχισμό του ανθρώπου δεν μπορεί να δώσει αξιόπιστες απαντήσεις γιατί δεν διακρίνει εύκολα τον συγκεκριμένο άνθρωπο από την ομάδα την οποία μετρά, αλλά και γιατί δεν μπορεί να εμβαθύνει στην ανάλυση των αιτιών που ωθούν σε μια συμπεριφορά. Οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι αμφισβητήσιμη η επιστημονική εγκυρότητα πολλών μεθόδων στατιστικής ανάλυσης με συνέπεια να μην μπορεί κανείς να βασιστεί σε τέτοιου τύπου έρευνες.
Στα μειονεκτήματα είναι το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές είναι ιδιαίτερα δαπανηρές, απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και έχουν δυσκολίες στην οργάνωσή τους.
Στην ποιοτική έρευνα, τις περισσότερες φορές, δεν υπάρχουν ξεκάθαρα προσδιορισμένες υποθέσεις από την αρχή. Οι υποθέσεις συνήθως αναπτύσσονται στις πρώτες φάσεις τις έρευνας. Οι υπέρμαχοι της υποστηρίζουν ότι κανένα πειραματικό μοντέλο ή ομαδοποιημένη καταγραφή στάσεων, απόψεων και συμπεριφορών δεν μπορεί να δώσει σαφή εικόνα των ψυχικών διεργασιών γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή, αλλά διαμεσολαβούν πολλοί παράγοντες έτσι ώστε να τροποποιηθεί μια συμπεριφορά ή να ξεπεραστεί θετικά μία διαταραχή της προσωπικότητας.
Στα πλεονεκτήματά της (Banister, 1994) είναι το γεγονός ότι δίνει έμφαση στην διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ερευνητή και στο ζήτημα που μελετάει, στις ιδιαίτερες συνθήκες που περιορίζουν ή διευκολύνουν την έρευνα, στους σύνθετους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τα προσωπικά-κοινωνικά μας βιώματα. Θεωρεί την επιστήμη ως μια κοινωνική διαδικασία που παράγει υποθέσεις εργασίας. Δίνει ιδιαίτερη σημασία στην κατανόηση (παρά στη μέτρηση και την ποσοτική ανάλυση), μπορεί να δει πιο βαθιά και να εντοπίζει ζητήματα που δεν έρχονται στην επιφάνεια με μία μέτρηση. Μελετά τα φαινόμενα στο «φυσικό» τους πλαίσιο (μη-δομημένη συνέντευξη και παρατήρηση, αντί πειράματος).
Στα μειονεκτήματά της συγκαταλέγονται: το γεγονός ότι συνήθως αναφέρεται σε μικρά δείγματα με δυσκολία να γενικευτούν συμπεράσματα και να γίνουν συγκρίσεις, ενώ εξαρτάται κατά πολύ από τις υποκειμενικές αντιλήψεις του ερευνητή και η ενεργός του ανάμιξη μπορεί να αλλοιώσει το αποτέλεσμα.
Κλείνοντας θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι και οι δύο βασικές προσεγγίσεις στην έρευνα, η ποιοτική και η ποσοτική μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην ανάπτυξη και στην περαιτέρω εξέλιξη της συμβουλευτικής, αλλά και του κάθε συμβούλου ξεχωριστά, μεμονωμένα, αλλά και συνδυασμένα η μία με την άλλη (Mc Leod, 2003) .
©Χρήστος Τσαντής, 2012
Βιβλιογραφία
-Allen, J., & Gross, A. (1998). Έρευνα, στο Καλαντζή-Αζίζι, Α., & Αναγνωστόπουλος, Φ., (επιμέλεια), Εισαγωγή στην Κλινική Ψυχολογία, (σελ. 347-372). Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
-Banister, P., Burman, E., Parker, I., Taylor, M., & Tindall, C. (1994). Qualitative methods in psychology: A research guide. Buckingham: Open University Press.
– Bucay, J. (2011). Ιστορίες να σκεφτείς. Αθήνα: Εκδόσεις Opera.
-Mc Leod, J. (2003). Εισαγωγή στη Συμβουλευτική. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
-Newman, M., & Borkovec, T. (2002). Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία για την ανήσυχη σκέψη (worry) και τη γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, στο Σίμος, Γ., (επιμέλεια), Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία. Ένας οδηγός για την κλινική πράξη, (σελ. 219-250). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
-Σταλίκας, Α. (2005) Μέθοδοι Έρευνας στην Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
*Ο Χρήστος Τσαντής είναι συγγραφέας και σύμβουλος ψυχικής υγείας