Αρίστου Σταυρόπουλου-Αίγιο, Αύγουστος 1930
…Τριετής παραμονή στη Πόλη, σχέσεις και γνωριμίες επιφανών Τούρκων, Πατριαρχική υποστήριξη απεριόριστη, δωροδοκίες Υπουργών, όλα τα συνήθη της εποχής μέσα, χρησιμοποιούνται για να προπαρασκευάσουν κατά το έτος 1815 την επιστροφή του εξόριστου…
-Α΄Μερος-
Μια νύχτα του έτους 1809 στο αρχοντικό του κυρ Ανδρέα, του νεαρού κληρονόμου του Μωραγιάννη τής Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντου, μεγάλη, διεξάγεται εορτή.
Είναι συνηθισμένο πράγμα στη Χώρα το ξεφάντωμα στο Λοντέικο σπίτι, γιατί, από τότε που ο γέρο-Σωτηράκης, ασκεί στην Τριπολιτσά τα καθήκοντα του συμβούλου, κοντά στον Πασσά του Μωρέως, το αρχοντόπουλο συχνά-πυκνά διασκεδάζει την ανία της επαρχιακής ζωής και τη θλίψη του υπόδουλου, με γλέντια που κάποτε φθάνουν τα όρια της κραιπάλης (από προφορική παράδοση: Σπηλιάδη Τ. Α. Σελ. 260, επιστολή Γκούρα).
Είναι νέος ζωηρός και αχαλίνωτος. Πλούσιος και γενναιόδωρος, υιός και εγγονός αρχόντων, που επί αιώνας κράτησαν τα πρώτα σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, αγαπά με πάθος όλα τα ωραία πράγματα που ομορφαίνουν τη Ζωή και «η άτακτος και εκλελυμένη νεότης» του (Mendels Τ. Α. Σελ. 248) χαρακτηρισμός, που με άδικη συντομία του αποδίδει ο Mendelssohn, θυμίζει ζωηρά την παράδοξη φυσιογνωμία ενός άλλου ευπατρίδη, που προ δυο χιλιάδων χρόνων, κράτησε αμείωτη, την προσοχή των Αθηναίων.
«Ομιλητικός και εξαιρέτως φιλόφρων, αγάπα την ευθυμία, τα άσματα και τα συμπόσια,» (Ν. Δραγούμη απομνημονεύματα Τ. Α. Σελ. 77) με όση θερμότητα θ’ αγαπήσει αργότερα την Δόξα και την Ελευθερία, την Πολιτική και τις Δολοπλοκίες της.
Αν η φυσική ωραιότης ευνοούσε περισσότερο τον παραλληλισμό, ο Ανδρέας Λόντος θα ήτο ωρισμένως ο Αλκιβιάδης της εποχής του…
Αλλά η γιορτή που δίνεται εκείνη την νύχτα στο σπίτι του νεαρού άρχοντα έχει εντελώς εξαιρετικό χαρακτήρα.
Το συμπόσιο
Ο μεγάλος οντάς, με τα ξυλόγλυπτα καφάσια και το σκαλιστό Βυζαντινό ταβάνι, είναι καταστόλιστος. Ασημένια πολύφωτα και ορειχάλκινα λαμποκοπούντα καντιλέρια, φωτίζουν άπλετα πολύτιμους τάπητες περσικούς, που σκεπάζουν τα χαμηλά διβάνια. Στην πόρτα ακίνητος και σιωπηλός ο Αναγνώστης Κουνινιώτης «ο Αρχιταχυδρόμος» (αρχείο Λόντου) του Κοτζάμπαση, περιμένει διαταγές.
Δεκάδες προκρίτων με χρυσοΰφαντες φέρμελες και αρρενωπών παλικαριών με κατάλευκες φουστανέλες και χρυσοστόλιστα άρματα, ο Δημητρίου ο Αλεξανδρόπουλος ο ’Ορεινός και ο Χρυσανθόπουλος, ο Πατσαβάς, ο Κανάτας ο Σπανογιάννης, ο Παππασταθόπουλος από την Κουνινά και ο Ροδόπουλος από την Μυρόβρυση, παρακάθουνται, γύρω από πλούσια στολισμένο σοφρά.
Στην κορυφή, ξαπλωμένος αναπαυτικά σε μεταξωτά μαξιλάρια, αναπαύεται ηδονικά, ένας εικοσαετής νεανίας, αμούστακος και αγένειος με «ωραία χαρακτηριστικά, με μάτια θαυμάσια και πυρρόξανθα μαλλιά» (A Maurois T. A. Σελις 68) ωραίος σαν δαίμονας, ονειροπόλος σαν ποιητής και υπερήφανος σαν Λόρδος…
Ο Ανδρέας Λόντος, ο απόγονος των Στρατολατών του Βυζαντίου, φιλοξενεί εκείνο το βράδυ, έναν πατρίκιο της Αγγλίας, τον ποιητή Γεώργιο Βύρωνα.
Μαζί με τον φίλο του Χομπχάουζ, ο νεαρός Άγγλος περιηγείται την Ελλάδα «συγκινημένος από τις αναμνήσεις του Περικλεούς, (Maurois Σελ. 173) μαγεμένος από το φως του τοπίου» (Maurois Σελ. 171) και σαγηνεύοντας πανταχού τους Ανατολίτες άρχοντες που τον φιλοξενούν.
Ο Αλή πασάς, γοητευμένος από τις «ξανθές μπούκλες των μαλλιών» και την «λευκότητα των αριστοκρατικών χεριών» (Maurois Σελ. 168) του ωραίου του ξένου, ζητεί να τον κρατήσει κοντά του, όσο μπορεί περισσότερο.
Ο Βελής, ηγεμόνας στη Τριπολιτσά, του προσφέρει υπερήφανο άλογο με χρυσοποίκιλτα χάμουρα, τον προσκαλεί σε ανατολίτικα συμπόσια και κυνήγια και τον αποκαλεί «γενναίο παλικάρι και εύμορφο παιδί.» (Corres pondances Byron—Moore).
Ο ωραιότατος ευπατρίδης της Βοστίτσας δεν μένει ασυγκίνητος από την παρουσία του εξωτικού τέκνου του Βορρά. Κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, μορφωμένος και γλωσσομαθής, μεταβάλλει σιγά —σιγά το επίσημο δείπνο σε Συμπόσιο Πλατωνικό!…
Μιλούν πολιτικά και φιλολογία. Ο Χομπχάουζ κρατεί σημειώσεις για να γράψει διήγημα (Maurois Σελ. 169) και ο Βύρων απαγγέλλει τις πρώτες του Τσάιλ—Άρολδ στροφές, που άρχισε να γράφει στα Γιάννινα! (Maurois Σελ. 169).
Ελευθερία: «η νέα Παναγία των Ελλήνων»
Ο Λόντος αναπηδώντας ξαφνικά σ’ ένα τραπέζι, αρχίζει να τραγουδά παθητικά, τον Ύμνο της Ελευθερίας Ρήγα, στο άκουσμα του οποίου θερμά δάκρυα αυλακώνουν τις ασυγκίνητες μορφές των παλικαριών του.
Διαβαίνοντας την ωραία εκείνη στιγμή ο Κατής της Βοστίτσας, μάθαινε, χαμογελώντας με ειρωνική συγκατάβαση, από τον Τούρκο που φρουρούσε στην είσοδο, ότι «το Αρχοντόπουλο ο Λόντος μέθυσε και ψάλλει ύμνους εις την νέα Παναγία των Ελλήνων την οποίαν αυτοί ονομάζουν Ελευθερία»… (Μένδελσ. T. Α. Σελίς 248—Ν. Δραγούμης Απομν. T. Α. Σελ. 75)
Είναι βαθύτατη η εντύπωση που άφησε στο Βύρωνα, ο οικοδεσπότης της βραδιάς εκείνης και το υπερήφανο περιβάλλον του.
«Γνώρισα» γράφει «τον Λόντο, μικρό μέν το σώμα, κρύπτονται όμως υπό επιφάνειαν μείρακος νούν πρεσβύτου και πνεύμα εξαίρετου φιλοπατρίας». Και προβλέποντας την ανάσταση της Ελλάδος προσθέτει: «Υπάρχει πολλή φωτιά κρυμμένη στη δουλωμένη φυλή των Ελλήνων και οι κρυμμένες φλόγες σιγά—σιγά θα ξαπλωθούν σε μεγάλη πυρκαϊά».… (Lettres-joui-nal Byron—Ασπρέας).
Η προφητεία του θα εκπληρωθεί σύντομα και ο ίδιος θα την επισφραγίσει, προσφέροντας την ένδοξη Ζωή του, ολοκαύτωμα στη πυρκαϊά που προείδε…
Κατά την εποχή που ιστορούνται τ’ ανωτέρω, ο Ανδρ. Λόντος προεστεύει ευδοκίμως από εξαετίας στο Καζά της Βοστίτσας, ως αναπληρωτής του πατέρα του, που άλλοτε αντιπροσωπεύει τον Μωριά στην Πόλι και άλλοτε προεδρεύει των Προκρίτων και των Αγάδων στη Τριπολιτσά.
Σπουδές στο Σχολείο της Βοστίτσας
Γεννημένος στα 1784 (έγγραφο οικογενειακό) σπούδασε τα εγκύκλια μαθήματα στο Σχολείο της Βοστίτσας, όπου ήταν σχολάρχης ο Ευστάθιος Παλαμάς, (Δεσποτοπούλου Έπικ. Λόντου Σελίς 21), ο περίφημος δάσκαλος από το Μεσολόγγι, πρόγονος τού Εθνικού Ποιητή.
Η μόρφωσή του, συμπληρώθηκε με ξένους δασκάλους και είναι σχεδόν άρτια.
Η πολιτικότης του, μαζί με μία κληρονομική εντιμότητα ανεπίληπτη, τον καθιστούν αξιαγάπητο στο πλήθος, που λάτρευσε πάντοτε τους μεγάλους γλεντζέδες. Άλλωστε οι προσφιλείς του διασκεδάσεις δεν εμποδίζουν το νεαρό «βεκιαλετών» να κυβερνά τη χώρα «ως νέος εχέφρων, ενεργητικός και γενναίος, χωρίς να δει το λύκο ερχόμενο και ν’ αφήσει τα πρόβατα εκτεθειμένα» (Αρχείο Λόντου Σελ. 6).
Αλλά των τυράννων η εύνοια και του πλήθους οι αφοσιώσεις είναι πράγματα ασταθή και ευμετάβλητα. Οι ηγεμόνες και διερμηνείς του Φαναριού και οι Κοτζαμπάσηδες των επαρχιών, συχνότατα γνώρισαν την αχαριστία των δυο αυτών παραγόντων της υπόδουλης Ελλάδος.
Ραδιουργίες του αντιπάλου πολιτικού κόμματος της Καρύταινας, (Μ. Οικονόμου Ιστ. Τ.Α. Σελ. 27) που συμμάχησε με τους Αγάδες, με την υπέρφρονη αλαζονεία, πείθουν τον Μορά—Βαλεσί της Πελοποννήσου Ιτζελή Αχμέτ απηνή των χριστιανών διώκτη, ν’ αποκεφαλίσει εις την αυλή του Σεραγίου κατά Σεπτέμβριο του 1812 το Λογοθέτη Σωτήριον Λόντο.
Άμεσο αποτέλεσμα του θανάτου του πατρός, είναι η πτώση του υιού από τη τοπική πολιτική εξουσία και η φυγή του από τη Βοστίτσα.
Η πτώση και η επάνοδος
Ο Λαός, που ευνοεί μόνο τούς ισχυρούς της ημέρας, τον εγκατέλειψε χωρίς πολλούς δισταγμούς. «Κρίμάσιν οις είδε κύριος μετά τον θάνατον του πατρός του, εξ άγνοιας απατηθέντες και παρ’ άλλων παρακινηθέντες, δεν επαραδώκαμεν το πηδάλιον της διοικήσεως της μικράς ταύτης πολιτείας εις χείρας της ευγένειας του» (Αρχείο Λόντου Σελ. 6) θα γράψουν αργότερα πενήντα λαϊκοί αντιπρόσωποι πρόκριτοι και αγάδες του Καζά, όταν τον Μάρτιο του 1818 θα τον επαναφέρουν θριαμβευτικά στη διακυβέρνηση της επαρχίας.
Η Βασιλεύουσα είναι το άσυλο των πολιτικών εξόριστων της εποχής εκείνης, αφού δεν υπάρχουν πλέον Πέρσες, όπου οι αιώνιοι Έλληνες να ζητήσουν καταφύγιο.
όλα τα συνήθη της εποχής μέσα…
Τριετής παραμονή στη Πόλη, σχέσεις και γνωριμίες επιφανών Τούρκων, Πατριαρχική υποστήριξη απεριόριστη, δωροδοκίες Υπουργών, όλα τα συνήθη της εποχής μέσα, χρησιμοποιούνται για να προπαρασκευάσουν κατά το έτος 1815 την επιστροφή του εξόριστου, η τριετής απουσία του οποίου, έχει αμβλύνει τα πάθη και κινήσει σε συμπάθεια τις καρδιές των ευμετάβολων συμπολιτών….
Παρά ταύτα η πολιτική εμπειρία του Λόντου δεν επιτρέπει την άμεση ανάληψη της αρχής. Ξέρει να περιμένει. Άλλωστε, το πατρικό αίμα είναι ακόμα νωπό, για να του θυμίζει ζωηρά, των ανθρωπίνων πραγμάτων τον ασταθή ρου!
Αρνείται την προσφερόμενη αρχή και επί μίαν τριετία ακόμα, παραμένει θεατής της «γενικής αταξίας εις την διοίκηση, της ελαττώσεως του τοπικού νοφουσίου και της κατασπαράξεως του χρηματικού του τόπου από τους ταραχοποιούς και τους εχλιούρφιδες.»(Αρχείο Λόντου Σελ. 6)
Επιτέλους, μιαν ημέρα του 1818 σύσσωμος ο Καζάς, λαός, αγάδες και πρόκριτοι με τούς μητροπολίτες Κερνίτσης και Πατρών επί κεφαλής, ζητούν ως υπέρτατη χάρη να παραδώσουν ανεπιφύλακτα τις τύχες τους στα χέρια της «εξοχότητάς του» (Αρχείο Λόντου, σελ. 6).
Το έγγραφο διά του οποίου ο Ανδρέας Λόντος, διορίζεται κυβερνήτης του πολύπαθους Κάζα, είναι μνημείο περιφανές του Μεσσιανισμού, που υπαγόρευσε πάντοτε των Ελλήνων τις πολιτικές πράξεις. (Αρχείο Λόντου, σελ. 5).
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαντής