ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΧΕΡΙ

ΔΙΗΓΗΜΑ-Γ. ΚΙΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο γιατρός ο Μένεγος μπαίνοντας στον αυλόγυρο της εκκλησίας είδε, μέσα στους άλλους τρεις-τέσσερις ζητιάνους, και μια γυναίκα μαυροφορεμένη, ως εξήντα ετών. Στεκόταν ταπεινή και σιωπηλή σε μια γωνιά και περίμενε την ελεημοσύνη των χριστιανών. Του φάνηκε γνωστή του γυναίκα και πριν ακόμη προφθάσει να τη θυμηθεί, ένα συναίσθημα πόνου τον έτσουξε. Σταμάτησε για μιά στιγμή και μαζί μ’ αυτόν ο φίλος του, γιατρός κι αυτός, που τον συνόδευε.

Τη γνώρισε καλά, ναι, αυτή ήταν, η Ευφρόσυνη, δεν υπήρχε αμφιβολία, μ’ όλο που ήταν τρομερά καταβλημένη, και με το ένα χέρι της βλαμμένο. Ο πόνος του έγινε πιο πραγματικός και πιο βαθύς, και μαζί μ’ αυτόν στη ψυχή του ένοιωσε ένα σωρό συναισθήματα να κυκλοφορούν, κάτι σα ντροπή, σα ξεφύλλισμα ενός δροσερού άνθους που ήταν μέσα του, σαν κτύπημα στη συνείδησή του, σα νοσταλγία, σαν αλτρουϊσμός. Θα ήθελε νά πήγαινε κοντά της, να της έπιανε το χέρι, να της το έσφιγγε με θέρμη και να της έλεγε:
— Θυμάσαι, Εσμέ, θυμάσαι ; Τί κάνει ο υπαστυνόμος ο Τούρκος, που αλλαξοπίστησες γι’ αυτόν ; Και μένα το δασκαλάκι σου, με θυμάσαι ;

Κοινωνία και ψυχική υγεία12Μα ήταν γιατρός σήμερα, επίσημο άτομο στην κοινωνία, κι η θέση του δεν επέτρεπε τέτοιο αστείο. Είπε «αστείο», και όμως ένοιωθε πόσο ήταν αληθινό και πόσο ήταν ψυχική ανάγκη αυτό που ήθελε να κάνει. Σαν άγνωστος μπροστά σε άγνωστη, έβγαλε ένα ασημένιο νόμισμα, το έδωσε στη ζητιάνα και γύρισε τις πλάτες του προχωρόντας προς την εκκλησία. Πίσω του ακούσε μιά φωνή γεμάτη ευγνωμοσύνη :
— Ο Χριστός κ’ η Παναγιά να σ’ ευλογά, κύριέ μου.

Η φωνή, αυτή ήταν πολύ γνωστή του, ήταν σχεδόν απαράλλακτη όπως την άκουε προ δεκαπέντε χρόνια, μια φωνή μαλακιά και γλυκειά, που βρήκε αμέσως απήχηση στις εσώτερες χορδές του.
Ο φίλος του, κάπως περίεργος, τον ρώτησε γιατί τόση ευσπλαχνία.
— Μια γνωστή μου φτωχιά γυναίκα, θα σου πω άλλη φορά μια ιστορία, απήντησε ο Μένεγος, μα κατά βάθος δεν ήθελε ούτε στο φίλο του να πει τίποτε.

Προχώρησε στην αυλή, από ‘κει πέρασε το διαμέρισμα που χρησίμευε για Δημοτικό Σχολείο, εκεί που στέγασε μια ολόκληρη παιδική ζωή. Πόσοι φόβοι, πόσες συγκινήσεις, πόσες αθώες χαρές μέσα στα δωμάτια εκείνα, μέσα στην αυλή που περνούσε!
Λίγο πιο πέρα και να η μικρή εκκλησία του Αϊ-Γιώργη. Είναι σαν πιο μικρή ακόμη απ’ ό,τι την ήξερε, όλα είναι σα στενόχωρα, σα γερασμένα, πράγματα και πρόσωπα, μα όλα του γεννούν νοσταλγία, τρυφερά συναισθήματα, μια ανοιξιάτικη πρασινάδα απλώνεται στο εσώτερο εγώ του. Να, η γλυκειά φωνή του δεξιού ψάλτη ακούεται πάλι και την ώρα που, προχωρημένος πια στο βάθος της εκκλησίας, σταματά, ξεχωρίζει το ευφρόσυνο : «Ωσαννά εν τοίς υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος».

ΆτοκοςΟ Μένεγος είναι συγκινημένος. Νομίζει ότι είναι δεκαπέντε ετών παιδί, όλα μεσά του είναι ελαφρά και τρυφερά. Θαρρεί πως μόλις χθες ήταν πάλι εκεί, μόλις λίγες μέρες, λίγες ώρες πέρασαν από την τελευταία φορά που ήρθε στην εκκλησία. Έχει μάθημα να μελετήσει απόψε, αύριο πάλι θ’ αντικρύσει τον αυστηρό καθηγητή με το ψαρό γενάκι και τα μεγάλα ματογυάλια. Κι έρχεται πάλι στο νού του η Ευφροσύνη, σαράντα ετών εκείνη τότε, αυτός μόλις δεκαπέντε. Παιδιακίσια πράγματα, αστεία πράγματα, ξαναείπε, και θέλει να σοβαρευτεί, να βρει τον επιστήμονα, μα όχι, δεν είναι αστεία, είναι ψυχική ανάγκη και δε μπορεί να ξεφύγει, ζει τη ζωή του μικρού μαθητή.

Όλοι γύρω τον κοιτάζουν με σεβασμό, σχεδόν με θαυμασμό, καμαρώνουν τον σπουδαίο γιατρό που τους ήρθε από την Αθήνα, γέννημα του τόπου τους, παιδί από φτωχούς γονιούς. Είναι αλήθεια, ωραίος άνδρας, το ξεύρει κι ο ίδιος, με αψηλό κανονικό ανάστημα, ωραία καστανά μάτια, πλούσια μαλλιά καί ξανθό-ξανθό γενάκι.
Και μικρός ήταν ετσι ομορφόπαιδο… Κι άλλη μια φορά θέλει ν’ αφήσει αυτά τα παιδιακίσια πράγματα. Αλλά καταλαβαίνει πως δε μπορούσε να ξεχάσει ένα τέτοιο ζωντανό και σημαντικό επεισόδιο της ζωής του, το μεγάλο άλφα της ζωής του. Αυτή ήταν η γυναίκα που πρωτογνώρισε, σ’ αυτήν έδωσε παρθένο όλο τον εαυτό του, το τρυφερό του σώμα μέσα στα φαρδιά στήθη της σπαρτάρησε κι ένιωσε τους πρώτους ηδονικούς σπασμούς. Τι σωματική θυσία τότε, τι λιβανοτός στη θρησκεία της Αφροδίτης!
— Αγοράκι μου, τρυφερό μου, • αγγελούδι μου ! Να σε φάω! Να σε ρουφήξω ζωντανό! Ακόμα λίγο, ακόμα λίγο, κι άλλο, κι άλλο, αχ, χρυσό μου αγόρι,. .

Αυτά και χίλια άλλα γλυκόλογα τού έλεγε η Ευφροσύνη με τη μαλακιά και παθητικιά της φωνή.
Τώρα η ίδια εκείνη φωνή του έλεγε :
—O Χριστός κ’ η Παναγιά να σ’ ευλογά, κύριέ μου.

Και μ’ όλο που ήταν μια μουσική παραφωνία που του πείραζε τη ψυχική διάθεση, όμως, άθελα του, άκουε και ξανάκουε στ’ αυτιά του να ηχούν τη φωνή της Ευφροσύνης και τη φωνή της ζητιάνας, και δε μπορούσε να πιστέψει πως ανήκαν σ’ ένα και το ίδιο στόμα οι δυο φωνές.
Νά κι ο Επίτροπος της Εκκλησίας με τη γυαλιστερή φαλάκρα, να κι ο παπά Δανιήλ, και οι δυο με τους δίσκους στο χέρι. Αυτοί σα να μη γεράσαν καθόλου, είναι οι ίδιοι όπως τους εγνώριζε, ιερά ερείπια.
— Για βοήθεια της εκκλησίας, είπε ο ένας.
— Βοήθεια για τους φτωχούς, είπε ο άλλος.
Κι ο Μένεγος έδωσε τον όβολό του για τους φτωχούς.

παλιό σπιτικόΩ, να, να, έκει κοντά στο σκάμνο τού Προξένου στέκεται ο δάσκαλός του, ο αυστηρός, ο τρομερός, με τα γυαλιστερά μάτια και το μυτερό γενάκι. Άσπρισε πολύ, γέρασε πια ο καϋμένος. Πώς ήθελε να τον πλησιάσει τώρα, να του φιλήσει το χέρι με θέρμη και ευγνωμοσύνη !
Ο Μένεγος βλέπει πως όλοι τον παρακολουθούν, τον κοιτάζουν με συμπάθεια, με περηφάνεια. Κι αισθάνεται μια λαχτάρα ζωηρή, να ανέβει έκει, πάνω στο σκάμνο που είναι δίπλα του, και να φωνάξει :
— Αγαπημένοι μου συμπατριώτες, πόσο σας αγαπώ, πόσο τρυφερά και πόσο ζεστά με κάνετε να αισθάνομαι !
Και πάλι θέλει να βρει τη ψυχραιμία, τον ακαδημαϊσμό του, και διερωτάται πως ξέφυγε απ’ την επιστημονική του βάση. Είναι γεμάτος νοσταλγία κι αφήνεται να είναι μόνο ο ανήλικος μαθητής. Μ’ όλο που δε θέλει πια να πιστεύει στη θρησκεία κι ήρθε στην εκκλησία μόνο για τον τύπο, ο λιβανωτός και οι ψαλμωδίες σήμερα τον συγκινούν.

Όλοι τον θαυμάζουν γυρω ενώ αυτός λικνίζεται, μέσα στο θαύμα της παιδικής ψυχής.
Ο παπά-Δανιήλ, σκυφτός, τρεμουλιαστός, λέει πάλι από την θύρα του ιερού το «Δι ευχών των Αγίων».
Η ζητιάνα στεκόταν πάντα στην ίδια θέση έξω στην αυλή. Περνώντας δίπλα της, έπιασε ελαφρά το χαλασμένο της χέρι και τη ρώτησε τί της συνέβη.

Μου το έσπασε ο υπαστυνόμος, κύριέ μου, αποκρίθηκε αυτή.
— Ποιός υπαστυνόμος ;
— Ο Μεχμέτ εφέντης, κύριε.
— Και γιατί;
— Γιατί ήταν μεθυσμένος και γιατί ήθελε να είμαι πάντα Τούρκισσα. .Μα εγώ μετάνοιωσα. . . Ξαναγύρισα στήν πίστη μου.
— Α, έγινες Τούρκισσα; Και γιατί ;
— Εκείνος με φοβέρισε. . . Είχα και την ανάγκη του. . . Μα μετάνοιωσα γρήγορα, κύριέ μου, είναι δεκαπέντε χρόνια που είμαι πάλι χριστιανή. Η Παναγία κι ο Χριστός να με συγχωρέσουν.

ΜοναστηράκιΈβαλε το σταυρό της, ενώ ένα δάκρυ σαν καθαρό διαμάντι κύλησε στα μάγουλά της.
Ήταν γερασμένη τρομερά, χωρίς ηθικό, ετοιμόρροπο ερείπιο, μ’ όλο που δεν ήταν περισσότερο από πενηντα-πέντε ετών. Το μούτρο της ήταν γεμάτο ρυτίδες βαθειές με τα ίχνη του πόνου και της μιζέριας χαραγμένα, τα μαλλιά ήταν σχεδόν όλα άσπρα, τα περισσότερα δόντια της έλειπαν. Όλο το σώμα της ήταν ακάθαρτο, με δυσκολία σκεπασμένο από παλιά και λερωμένα ρούχα. Κι όμως στα μάτια της, κάτω, σε μακρινό βάθος, φαινόταν κάτι ακόμα από την πρώτη φλόγα και ζωηράδα της.

Ο Μένεγος ήθελε να πει στο φίλο του την ιστορία που τον ένωνε με τη γυναίκα αυτή, μα πάλι προτίμησε να σιωπήσει. Του είπε απλώς πως τη θυμάται από μικρός, ήταν μια φτωχειά βασανισμένη γειτόνισσά του. Αλλά μέσα στο μυαλό του περνά σιωπηλά μιά ζωή έντονη που ήταν γι’ αυτόν η πρώτη συνείδηση του ατομισμού του. Που ανέβηκε αυτός και που ξέπεσε εκείνη !

Ήταν και τότε δυστυχισμένη γυναίκα, χήρα, έρημη, απροστάτευτη. Αλλά τό χέρι της ; Τό χέρι της ; Μπορούσε και να μην τής το έσπαζε ο Τούρκος, αν έμενε πάντα μαζί του. Κ’ ίσως το σπάσιμο του χεριού, με το να μη μπορεί να ξενοδουλέψει, να ήταν η αφορμή που κατάντησε ζητιάνα. Φταίει αυτός,  ίσως ναί, αυτός ό ίδιος, που της έκανε το δάσκαλο και με το φανατισμό του την πρότρεπε να φύγει από τον Τούρκο, να ξαναγυρίσει στούς Χριστιανούς.

Ήταν δα κι αυτό ένα πρόσχημα με το όποιο γελούσε τους αθώους γονείς του. Της έκανε τάχα το δάσκαλο, την κατηχούσε για να γυρίσει στούς κόλπους του Χριστού. Κι έτσι κάθε μέρα πότε ερχόταν εκείνη σπίτι τους και πότε αυτός πήγαινε στο δικό της, όταν ο υπαστυνόμος έλειπε σε υπηρεσία ή σε κανένα χωριό. Και γινόντουσαν τότε δυο ειδών μαθήματα. Κείνη του έκανε τη δασκάλα κι αυτός το δάσκαλο.

Οι ψευτιές όμως έγιναν αλήθειες τρομερές σιγά-σιγά. Στην αρχή είχαν ριχθεί με όλες τις φυσικές τους δυνάμεις στη θρησκεία του υλισμού, στην οποία θυσίασαν αλύπητα τα σώματά τους. Κατόπι εκείνος ένοιωσε μέσα του να γενιέται ζωηρός ένας ατομισμός. Είχε ήδη μιά γυναίκα ερωμένη, και θά παιζε επί πλέον ένα ρόλο θρησκευτικό καί κοινωνικό !

Κρητικά ΠάτραΚι ενώ πρώτα η θρησκευτική και εθνική διδαχή του ήταν ένα πρόσχημα, τώρα έγινε ιδεολογία, φιλοδοξία, σκοπός. Μ’ όλο που η Εσμέ του έλεγε ότι δεν είχε που την κεφαλή κλιναι αν άφηνε τον υπαστυνόμο και ότι ακόμη φοβόταν μήπως εκείνος την εκδικηθεί, αυτός επέμενε στην κατήχηση και στην αξίωσή του. Δεν υπήρχε στη γή πιό ένδοξο έθνος από τό ελληνικό, ούτε θρησκεία πιο αληθινή από τη χριστιανική. Αργά ή γρήγορα ο Θεός θα την τιμωρούσε αυστηρά γι’ αυτό που έκανε, ν’ αρνηθεί τον μονογενή υιόν του. Κι ο Αλή-πασάς αγάπησε μιά Ευφροσύνη, πού ήταν νέα και πεντάμορφη, και την είχε ντυμένη στα ολόχρυσα, μα εκείνη προτίμησε να πέσει στη λίμνη και να πνιγεί παρά να μείνει γυναίκα του. Γιατί και ψέματα έλεγε ακόμη ο Μένεγος για να επιτύχει στην κατήχησή του.

Μ’ αυτή την καθημερινή διδαχή είχε ποτισθεί, είχε συμμορφωθεί η Εσμέ και προσπαθούσε να βρει στήριγμα, έστω και ξενοδουλεύοντας, για ν’ αφήσει τον Τούρκο. Ύστερ’ από τρία χρόνια κακό δρόμο, το απολωλός πρόβατο θα ξαναγύριζε στη μάνδρα τού ποιμένος. Ούτε τον αγαπούσε τον Μεχμέτ, ούτε τό ψωμί του ήταν πια γλυκό. Έτυχε να πεινάσει, να περάσει μαύρες μέρες, κι ο Θεός θα τη συγχωρούσε γι’ αυτό που έκανε, ν’ αλλαξοπιστήσει, για να σωθεί.

Έτσι πέρασε ενας χρόνος αφ’ ότου ο Μένεγος με τους γονείς του πήγε και κατοίκησε στη γειτονιά της. Τώρα πια τελείωσε το Γυμνάσιο και με τη βοήθεια ενός πλούσιου θείου του θα πήγαινε στην Αθήνα να σπουδάσει. Το εθνικοθρησκευτικό του έργο έμενε ακόμη ατέλειωτο όταν έφευγε, μα να, τώρα, ύστερ’ από δεκαπέντε χρόνια, το βρίσκει τελειωμένο. Μα σήμερα δεν είναι περήφανος για το έργο του. Αισθάνεται πόνο και κάποιο βάρος στη συνείδηση. Κάθεται στο γραφείο του και σκέπτεται όλ’ αυτά και, μ’ όλο που τώρα μόλις γύρισε από την εκκλησία, σκέπτεται το ψέμα πού κλείουν οι θρησκείες, τα μίση και τες συμφορές που προκαλούν οι εθνικισμοί. Δεν είναι πια τρυφερά συγκινημένος, έφυγε από μέσα του το παιδί. Τώρα είναι ο άνθρωπος της σκέψης, ο λειτουργός τής επιστήμης. Σχίζει και κόβει κάθε σάπιο, είτε σώμα είναι, είτε ιδέα. Τι αλήθεια είναι η θρησκεία του. Η σκιά της Ευφροσύνης είναι μπροστά του, τη βλέπει γηρασμένη, ζητιάνα και με σπασμένο ακόμη το χέρι που έπρεπε να πάρει τον οβολό. Καταλαβαίνει, ναι, τώρα πώς δεν είναι πιά παιδί με την αλαφρή ψυχή όπως ήταν πρό ολίγου, είναι ο ψημένος εργάτης της Επιστήμης. Ναί. Κι όμως γιατί δεν είναι και τόσο ήρεμος, τόσο ψύχραιμος; Είναι ψυχικά ενοχλημένος ενόσω βλέπει την Ευφροσύνη με το σπασμένο χέρι. Του φαίνεται σαν ένα σύμβολο που εικονίζει το ψέμα κάθε θρησκείας, κάθε εθνισμού, κάθε κοινωνίας. Αν ήταν ζωγράφος ή γλύπτης, έτσι θ’ απεικόνιζε το κατάντημα των ανθρώπων που τρέφονται, με το ψέμα : Μιά ζητιάνα μέ σπασμένο τό δεξί χέρι. Και πάλι λέει: Το σύμβολο αυτό το ζωντανό που ήταν μπροστά του, ήταν έργο δικό του. Ναί, δικό του. Μόνο, αντί να αισθάνεται δόξα για το έργο του αυτό, αισθάνεται ένα κτύπημα στη συνείδησή του.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s