Από το τεύχος 12 του περιοδικού των Εκδόσεων Ραδάμανθυς

στη μνήμη του αδελφού μου Χρήστου
Παιδούλα ήταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και φώλιαζε στην αγκαλιά της μητέρας της για να δεχτεί τα χάδια της στα φωτεινά απομεσήμερα, καθισμένες κι οι δυο στη βεράντα της νότιας πλευράς του σπιτιού. Τα ζεστά πανέμορφα χέρια της μητέρας έμπαιναν απαλά στις μπούκλες της μικρής, με τα χρώματα του άγριου κάστανου. Αφηνόταν στην τρυφερότητα που ξανά όμοιά της δεν θα ξανάβρισκε σε ολόκληρη τη ζωή της. Τότε της φαινόταν πώς οι λεμονιές και ο φοίνικας του κήπου μεγάλωναν και θέριευαν, ανέβαιναν ψηλά και κυρίευαν το σπίτι, έφταναν στο υπερώο του. Ο μικρός λήθαργος που μέσα του έπλεε για λίγο δεν ταραζόταν από τίποτα, μόνο ίσως από το σφύριγμα κάποιου καραβιού σαν έμπαινε στο λιμάνι της πόλης. Ευθεία μπροστά στο σπίτι ο αρχαίος λόφος και πίσω από αυτόν, η θάλασσα… Η γνωριμία της με τη θάλασσα είχε γίνει ήδη και πολύτιμες εικόνες σαν ορμητικά πεφταστέρια χάραζαν τη χλωρή μνήμη της∙ νήπιο ακόμη αγκιστρωμένο στην πλώρη της μικρής βάρκας στην Κέρκυρα που τους πήγαινε στην ταβέρνα του μπάρμπα Σπύρου στη Γαρίτσα. Τότε είδε για πρώτη φορά και λάτρεψε τη διαφάνεια, πώς στίλβωνε και πώς απάστραπτε τα βότσαλα του βυθού κι εκείνη έσκυβε για να δει και να αγγίξει τη διαμαντένια υδάτινη λάμψη κι αργότερα την άλλη χρονιά τη ξανάδε τη θάλασσα από το αεροπλάνο, της την έδειχνε ο πατέρας της. Αλησμόνητα τα λόγια του: ‘’κοίτα πόσο όμορφη είναι η Κρήτη μας, ξαπλωμένη πάνω στο πέλαγος’’. Όμως η βαθιά γνωριμία με τη θάλασσα έγινε στην πόλη της, κάπου στην Αττική κι ήταν μόνη της . Ήταν καλοκαίρι. Έφυγε από το σπίτι δίχως να την καταλάβει κανείς, κοριτσόπουλο έξι χρονών περίπου είχε όρεξη για παιχνίδι και εξερευνήσεις. Έτρεξε προς τον αρχαίο λόφο, τρύπωσε από ένα άνοιγμα της περίφραξης. Βιαστική και λαχανιασμένη ανέβηκε στην κορυφή του λόφου και τότε την είδε, το απέραντο μπλε κρουστό χρώμα της να μοιράζεται ανάμεσα στην πόλη της και στο απέναντι νησί. Ήταν σαν να την είδε πρώτη φορά τη θάλασσα. Μια πρωτόγνωρη συγκίνηση τάραξε το κορμάκι της. Επέστρεψε τόσο γρήγορα που όλοι νόμισαν ότι έπαιζε στην αυλή. Εκείνη κράτησε το πολύτιμο μυστικό της, μια ανακάλυψη που άσκησε μιαν ακατανίκητη γοητεία στην παιδική ψυχή της. Η θάλασσα τότε επιβλήθηκε εντός της, γιατί μάντεψε τη δύναμή της σαν να άκουσε ήχους απόκοσμους από τα απύθμενα βάθη. Ρυτίδωνε η επιφάνειά της κι εκείνη φανταζόταν τα υπόγεια ρεύματα, τη μυστική ζωή του βυθού, τις αντιστάσεις της θάλασσας, τις ενάλιες αντιστάσεις. Αργότερα, πολύ αργότερα, στις μεγάλες χαρές και τις φριχτές οδύνες, η παιδική αυτή ανάμνηση είχε κληροδοτήσει στη γυναικεία της ύπαρξη τα μυστικά της θάλασσας στην άμυνα και στον αγώνα που απαιτεί η ίδια η ζωή. Σαν να καθρεφτίστηκε τότε η μικρή και έβαλε τα παιδικά της δάχτυλα να ψηλαφίσουν το πρόσωπο της θάλασσας και βρήκε ομοιότητες με το δικό της γιατί η θάλασσα είναι γυναίκα. Αργότερα έμαθε πώς και η μνήμη είναι γυναίκα.
https://www.ekdoseis-radamanthys.gr/products/andromachi-choyrdaki-ta-skoylarikia-tis-persefonis1/
Κι όταν ύστερα ήρθε ο έρωτας, όπως όλα τα κορίτσια στη Μεσόγειο αγνάντεψε τη θάλασσα για να τη συμβουλευτεί , έριξε στα νερά της μυστικά δάκρυα και γέλια, αγγίγματα και φιλιά .Και δέχτηκε δώρα των αληθινών ερώτων που ήταν όλα από υποβρύχιους κάμπους∙ ένα λευκό κοράλλι, το κέλυφος του μικρού αχινού και γυαλόπετρες που σμιλεύθηκαν με το θαλασσινό νερό όπως μόνο ο γλύπτης χρόνος γνωρίζει. Κι αν δέχτηκε προδοσίες, τις χώρεσε όπως η θάλασσα ή τις τιμώρησε ορθώνοντας τις ενάλιες αντιστάσεις της. Σιωπηλά ρεύματα σε ενάλιους αβύσσους πληγωμένων συναισθημάτων κι ύστερα να υψώνονται θεριεμένα κύματα και εκείνη να φεύγει, αφήνοντας μιαν ηγεμονική σιωπή σαν λάφυρο. Στα βράχια της ματαίωσης, σπασμένα μαδέρια και μπουκάλια σφραγισμένα με σημειώματα που θα διαβάσουν κάποτε οι πολύ ερωτευμένοι και οι δοξαστικά νέοι στις ακτές του μέλλοντος. Στην πορεία της ζωής της κάνοντας πάλι χρήση των εναλίων αντιστάσεων, ξεγέλασε συχνά το λίγο τους με το πολύ της και αποτιμώντας ανθρώπους και καταστάσεις σκεφτόταν περιπαικτικά για τους δράστες των κάπηλων ερώτων τον στίχο του ποιητή «Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει, μήπως δεν είμαι η θάλασσα;»
Κι όταν συναντήθηκε με το τρομερό φάσμα της απώλειας, πάλι τις ενάλιες αντιστάσεις της όρθωσε για να αντέξει. Εξάλλου η μητέρα της δεν της είχε πει πώς όλα μια γυναίκα πρέπει να τα αγγίζει; Κι εννοούσε βέβαια πώς πρέπει να περνάει μέσα από το καλό και το κακό και να βγαίνει καθαρή και διάφανη σαν τη θάλασσα και να τα χωρά όλα και να είναι απέραντη και δυνατή και ολοένα να ξαναγεννιέται! Γερνά ποτέ η θάλασσα; Κι έτσι άντεξε την πρόωρη απώλεια του αδελφού της. Τότε κάθε απόγευμα στύλωνε το βλέμμα της στον αρχαίο λόφο -πίσω του μάντευε τη θάλασσα -έπαιρνε δύναμη. Για σαράντα μέρες ακριβώς έτσι δυνάμωσε τις ενάλιες αντιστάσεις της. Πίσω ήταν η μεγάλη μητέρα, η θάλασσα. Στα κατοπινά απογεύματα της ζωής της εκείνη της ψιθύριζε μέσα από τα κλαδιά των δέντρων πώς πρέπει, οφείλει πάντα να κρατά σε εγρήγορση τις ενάλιες αντιστάσεις της κι έτσι έγινε και μετά από έναν πολύχρονο ωκεάνιο λυγμό – που κράτησε πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, ένα συνεχές μοιρολόι σαν το μουρμουρητό της θάλασσας – σηκώθηκε και με την απαντοχή της υποθαλάσσιας σιωπής και τις ενάλιες αντιστάσεις της που ορθώθηκαν πολλές φορές στον σωστό χρόνο σε τρομερά κύματα, άλλοτε παλίρροια κι άλλοτε άμπωτη, βρήκε τα βήματά της και πάτησε το μαύρο γιατί μέσα της είχε νικήσει το μπλε, η αλμύρα, η αλισάχνη που μας υπενθυμίζει ότι ανήκουμε στη ζωή. Εδώ στη Μεσόγειο θαρρώ πως τον τελευταίο λόγο τον έχει η θάλασσα.
Η γυναίκα αυτή πια έχει μεγαλώσει. Μεστή σε δύναμη, αποφάσισε πάντα να έχει γειτόνισσά της τη θάλασσα. Τον αρχαίο λόφο τον επισκέπτεται συχνά, όμως μένει στα μέρη μας. Πάντα στα τέλη Αυγούστου ανεβαίνει στο δώμα του προγονικού σπιτιού και αγναντεύει προς την Πελοπόννησο. Ορθώνει τις ενάλιες αντιστάσεις της, σαλεύει ο τρομερός βυθός της ψυχής της και στυλώνει το βλέμμα της σαν να ψάχνει στον μακρινό ορίζοντα με πυρετώδη ένταση. Αναζητά με νοσταλγία τρομερή να ξαναβρεθεί στη Λακωνία, στην ακτή του Αγερανού το 1992. Τότε αγκαλιάζει για τελευταία φορά τον αδελφό της, αυτός θα επιστρέψει Κρήτη, εκείνη Αθήνα. Θα ανταμώσουν σε είκοσι μέρες. Είναι πρωί, η παρέα κοιμάται, εκείνοι μιλούν όπως μιλούν τα αδέλφια, για τους γονείς και τόσα άλλα. Η συνομιλία τους καδράρεται από την ήσυχη αυγινή θάλασσα. Μια στιγμή για πάντα. Ο τελευταίος εναγκαλισμός τους, τελεσίδικος αποχαιρετισμός. Ποτέ δεν ξανασυναντήθηκαν.
https://www.ekdoseis-radamanthys.gr/products/andromachi-choyrdaki-feygoysa/
Αν μπορούσε να ξαναγυρίσει αυτή η στιγμή, να μπούμε μαζί στη βάρκα της παρέας του τότε, να ξαναδώ τον άνεμο να ανακατώνει τα μαλλιά σου, λίγες άσπρες τριχούλες, σημάδι μιας πρόσφατης ωριμότητας, να φωνάξω πολλές φορές το όνομά σου ‘’Χρήστο!’’ Χρήστο!’’ κι ύστερα εγώ η μικρή αδελφή σου, να σε μάθω να προβάλεις τις δικές σου ενάλιες αντιστάσεις στη ζωή. Δεν φτάνει μόνο το φλεγόμενο ανδρείο ήθος χρειάζεται και η απαντοχή της θάλασσας. Τώρα πια δεν μπορώ, δεν μπορώ να σε διδάξω τίποτε. Και μόνη μου παρηγορία η μνήμη κι από κοντά το ότι τα χέρια μου, τα δάχτυλά μου ολοένα και περισσότερο μοιάζουν με τα δικά σου, και σκέφτομαι πως ίσως φεύγοντας να φύσηξες εντός μου το χάρισμα της δημιουργίας γιατί η ζωή και η θάλασσα θερίζουν σαν κουρσάροι και χαρίζουν σαν άρχοντες.
