ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ «ΚΑΙΣΑΡΙΩΝΑ» – Ελένη Πατηνιωτάκη

Από το τεύχος 11 του περιοδικού των Εκδόσεων Ραδάμανθυς

Ο Κ. Π. Καβάφης έχει διαμορφώσει τον δικό του ποιητικό κόσμο και, ως εκ τούτου, κάθε προσπάθεια του αναγνώστη να συναντηθεί με αυτόν τον κόσμο είναι μια προσπάθεια αναμέτρησης με την ιστορία, τον ηδονισμό, την ειρωνεία, την ιδιοτυπία στη  γλώσσα και στο μέτρο, τα πολλαπλά προσωπεία. Είναι, με άλλα λόγια μια διαρκής αναγνωστική διεκδίκηση ενός ποιητή που δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένος. Κάθε προσέγγισή του μοιάζει να περνάει μέσα από δαιδαλώδεις ερμηνευτικούς λαβυρίνθους και κάθε ποίημα ενέχει ποικίλες οπτικές και ερμηνείες, οι οποίες διατρέχουν όχι μόνο τα στεγανά της ποίησης αλλά κινούνται ελεύθερα στον χώρο της ιστορίας, της ποιητικής ελεύθερης αναδημιουργίας, του λυρισμού, του ερωτισμού, της φιλοσοφίας. Κάθε ποίημα ανοίγει το έδαφος για  μια νέα ανακάλυψη, όσες φορές κι αν κάποιος το μελετήσει. Με δεδομένα τα ως άνω, θα προσπαθήσουμε να κινηθούμε ερμηνευτικά σε ένα ποίημα που συνδυάζει μεν όλα τα  παραπάνω, αλλά δύναται να μελετηθεί και να αναδειχθεί μέσα από δύο μόνο ερμηνευτικά μονοπάτια:  α) ως ποίημα ποιητικής β) ως ποίημα ιστορικής μνήμης. Πρόκειται για το ποίημα «Καισαρίων», που συνδυάζει την Καβαφική ιστορική μνήμη για πρόσωπα δευτερεύουσας σημασίας παράλληλα με την αυτοαναφορικότητα της ποιητικής δημιουργίας ως ποίημα για την ίδια την ποίηση.

Το περιοδικό των Εκδόσεων Ραδάμανθυς (τεύχος 11)

Προκειμένου να προχωρήσουμε στην δική μας ανάγνωση καλό είναι να γνωρίζουμε ότι κατά δήλωση του ίδιου του ποιητή ήταν ποιητής – ιστορικός. Έχει ως αντικείμενο τού ιστορικού ενδιαφέροντός του κυρίως την Ελληνιστική εποχή και την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ενώ τα πρόσωπά του είναι είτε πλασματικά είτε ιστορικές προσωπικότητες, συνήθως λιγότερο γνωστές. Δίνει έμφαση στη συντριβή, στην ήττα και την αποτυχία που καραδοκεί,  ενώ την ίδια στιγμή προσπαθεί να ανασύρει τα ιστορικά πρόσωπα από τη σκόνη του χρόνου και να τους δώσει μια θέση στην αιωνιότητα με την ποίησή του, γιατί η ιστορία δεν τα ανέδειξε ποτέ.

Καισαρίων[1]

Ἐν μέρει γιά νά ἐξακριβώσω μιά ἐποχή,

ἐν μέρει καί τήν ὥρα νά περάσω,

τήν νύχτα χθές πῆρα μιά συλλογή

ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων νά διαβάσω.

5        Οἱ ἄφθονοι ἔπαινοι κ’ ἡ[2] κολακεῖες

εἰς ὅλους μοιάζουν. Ὅλοι εἶναι λαμπροί,

ἔνδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί·

κάθ’ ἐπιχείρησίς των σοφοτάτη.

Ἄν πεῖς γιά τές γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές,

10      ὅλες ἡ Βερενίκες[3] κ’ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές.

Ὅταν κατόρθωσα τήν ἐποχή νά ἐξακριβώσω

θ’ ἄφινα τό βιβλίο ἄν μιά μνεία μικρή,

κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος[4]

δέν εἵλκυε τήν προσοχή μου ἀμέσως…

15      Ἄ, νά, ἦρθες σύ μέ τήν ἀόριστη

γοητεία σου. Στήν ἱστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται γιά σένα,

κ’ ἔτσι πιό ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μές στόν νοῦ μου.

Σ’ ἔπλασα ὡραῖο κ’ αἰσθηματικό.

20      Ἡ τέχνη μου στό πρόσωπό σου δίνει

μιάν ὀνειρώδη συμπαθητική ἐμορφιά.

Καί τόσο πλήρως σέ φαντάσθηκα,

πού χθές τήν νύχτα ἀργά, σάν ἔσβυνεν

ἡ λάμπα[5] μου —ἄφισα ἐπίτηδες νά σβύνει—

25      ἐθάρεψα πού μπῆκες μές στήν κάμαρά μου,

μέ φάνηκε πού ἐμπρός μου στάθηκες· ὡς θά ἤσουν

μές στήν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια,

χλωμός καί κουρασμένος, ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου,

ἐλπίζοντας ἀκόμη νά σέ σπλαχνισθοῦν

30      οἱ φαῦλοι — πού ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη[6]».

(1918)

Στον «Καισαρίωνα» ο αναγνώστης παρακολουθεί το ποίημα κατά τη στιγμή της δημιουργίας του (ως ποίημα ποιητικής) και μυείται, κατά μία έννοια, στις τεχνικές έμπνευσης του Καβάφη. Με άλλα λόγια, ο Καβάφης εμπιστεύεται τα μυστικά της Τέχνης του, αποκαλύπτοντας τον τρόπο δημιουργίας ενός ποιήματος. Παράλληλα, διατρανώνει την -ακατάληπτη για κάποιους- δύναμη της ποίησης.  Συγκεκριμένα, στο ποίημα αυτό, η ποίηση δρα επανορθωτικά αποκαθιστώντας την αδικία της ιστορίας εις βάρος του νεαρού Καισαρίωνα.[7] Οι πρώτοι 14 στίχοι, αποτελούν μία ιστορική καταγραφή, μέσα από τα Καβαφικά μάτια. Η καταγραφή κινείται σε δύο πλαίσια. Πρώτα, στην ίδια την ιστορία των Πτολεμαίων («Οἱ ἄφθονοι ἔπαινοι κ’ ἡ  κολακεῖες εἰς ὅλους μοιάζουν. Ὅλοι εἶναι λαμπροί, ἔνδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί· κάθ’ ἐπιχείρησίς των σοφοτάτη. Ἄν πεῖς γιά τές γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές, ὅλες ἡ Βερενίκες  κ’ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές»), και ακολούθως στην ιστορικότητα της καταγραφής του ποιήματος («τήν νύχτα χθές», «εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή», «πήρα μία συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω»- ένα βιβλίο με επιγραφές, δηλαδή με σήματα ιστορικά, με συνοπτικούς, δηλαδή, απολογισμούς της αξίας των βασιλέων –εν προκειμένω της δυναστείας των Πτολεμαίων– της τελευταίας προ της οριστικής επικράτησης των ρωμαϊκών λεγεώνων στην Αλεξάνδρεια).

Το  πρώτο και το δεύτερο  ιστορικό πλαίσιο αλληλοσυμπληρώνονται, συνυπάρχουν αριστοτεχνικά και παράλληλα συνδέονται με την τέχνη της ποίησης. Η σύμπλευση αυτή δηλώνεται με την αναφορά στη νύχτα, που είναι η χρονική-ιστορική στιγμή της δημιουργίας, το α΄ πρόσωπο, δηλαδή το ποιητικό υποκείμενο που ερευνά και συνάμα δημιουργεί, οι Πτολεμαίοι, δηλαδή τα ιστορικά πρόσωπα που αποτελούν και την πηγή της ποιητικής έμπνευσης. Ο ποιητής γίνεται συγχρόνως και ιστορικός. Με τη διπλή αυτή ιδιότητα κρίνει τις ιστορικές καταγραφές αφήνοντας την ειρωνική αιχμή του – Καβάφης είναι άλλωστε, αναπόφευκτη, επομένως, η ειρωνεία. Πιο συγκεκριμένα,  τονίζει ότι τα πολλαπλά επίθετα των επιγραφών που μελετάει είναι για όλους ίδια και, παράλληλα, χρησιμοποιεί  τους πληθυντικούς των κυρίων ονομάτων. Μέσω αυτών των δύο λεκτικών επιλογών (επίθετα και πληθυντικός) υπονομεύει ειρωνικά τους βασιλείς και την υποτιθέμενη θρυλούμενη αξία τους (λαμπροί, ένδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί, Βερενίκες, Κλεοπάτρες).

Η ιδιότητά του ως ιστορικός παραχωρεί εναργώς στη συνέχεια  τη θέση της στον ποιητή: «θ’ ἄφινα τό βιβλίο ἄν μιά μνεία μικρή,  κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος δέν εἵλκυε τήν προσοχή μου ἀμέσως…». Ο ποιητικός εαυτός του έλκεται από το ασήμαντο, τη μικρή μνεία, αυτή που η ιστορία άφησε για πάντα στο περιθώριο. Η ποίηση όμως έχει τη δύναμη να καταστρατηγήσει τα ιστορικά στεγανά και να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «μικρό» και αδικημένο Καισαρίωνα. Έτσι, το πεζολογικό και αδιάφορο πρώτο μέρος του ποιήματος (όπως ήταν κι ο Καισαρίωνας για την ιστορία) παραχωρεί τη θέση του στο δεύτερο μέρος, αυτό της δημιουργικής ανασύστασης του Καισαρίωνα («Ἄ, νά, ἦρθες σύ»). Η ιστορική έρευνα υποτάσσεται στην ποιητική φαντασία και μπροστά του εμφανίζεται ο Καισαρίων, αυτό το «συ» του παρόντος, αυτό το νεαρό αγόρι που τινάσσει από πάνω του τη σκόνη του παρελθόντος και βρίσκεται πια, μέσω της ποίησης, σε ένα διαρκές παρόν.

«Στήν ἱστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται γιά σένα, κ’ ἔτσι πιό ἐλεύθερα σ’ ἔπλασα μές στόν νοῦ μου». Οι προσωπικές επιθυμίες, λοιπόν, του ποιητή είναι εμφανείς μέσα από τη χρήση του προσωπείου του ιστορικού ήρωα, τον οποίο αποσπά από το ιστορικό του σκηνικό, τον ξαναπλάθει, τον φωτίζει με τη μισοσβησμένη λάμπα της μικρής κάμαρας, ώστε ο Καισαρίων να αποτελεί πλέον προσωπικό του δημιούργημα, πλάσμα της φαντασίας του, φορέα των βιωμάτων και των οραματισμών του.

Ο Καβάφης πλάθει μία ολοκληρωμένη μορφή νεαρού άνδρα («πλήρως σε φαντάσθηκα») με τα πλεονεκτήματα της ιδεώδους ομορφιάς στο πλαίσιο του αισθητισμού. Η ποιητική αποστροφή («Α, να, ήρθες συ») προσωποποιεί τη σχέση με το ιστορικά ασήμαντο πρόσωπο, ενώ η σχηματοποίηση της γοητείας του («ωραίο κ’ αισθηματικό», «ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά») αφήνει να αιωρείται η αισθητική μαγεία του ονείρου.

Δεν παραφράζει την ιστορία ο Καβάφης, δεν δίνει στον ήρωά του διαφορετικό ρόλο από αυτόν που του επεφύλαξε η πραγματικότητα. Χρησιμοποιεί την ιστορία ως όχημα για να δώσει ζωή στον Καισαρίωνα και να τον φωτίσει στις τελευταίες του ώρες: «ὡς θά ἤσουν μές στήν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια, χλωμός καί κουρασμένος, ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου». Στον στίχο «ἐλπίζοντας ἀκόμη νά σέ σπλαχνισθοῦν οἱ φαῦλοι — πού ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη» διακρίνουμε με σαφήνεια τη θεματική προτίμηση του Καβάφη στην ήττα και τη συντριβή που είναι από τη μια ιστορικά  αναπόφευκτη και από την άλλη  ζωογόνος πηγή της τέχνης του. Οι φαύλοι δεν τον σπλαχνίστηκαν, όπως μας διδάσκει η ιστορία. Παράλληλα, όμως, η ποίηση τον κρατά για πάντα μακριά τους, τον αποσπά από αυτούς τη χρονική στιγμή πριν τη δολοφονία του, και τον διατηρεί έτσι για πάντα στη «ζωή».

Συμπερασματικά, στον «Καισαρίωνα» ενυπάρχει μία ανατρεπτική σύγκλιση ποίησης και ιστορίας και μια εντυπωσιακή τεχνική αποκάλυψης τού τρόπου με τον οποίο εργάζεται ο ποιητής πάνω σε ένα ποίημα. Ενδεχομένως, τελικά, στην Καβαφική αναμέτρηση μεταξύ ιστορίας και ποίησης, οι ρόλοι να είναι ξεκάθαροι. Η ιστορία αποτελεί την πηγή της ποιητικής έμπνευσης και η ποίηση  αποκαθιστά τις αδικίες της ιστορικής καταγραφής.


[1]ο πρεσβύτερος γιος της Κλεοπάτρας. Μετά την ήττα του Αντωνίου, ο Καίσαρ Οκτάβιος τον θανάτωσε (30 π.Χ.) γιατί οι σύμβουλοι του τού υπέδειξαν ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρχουν πολλοί Καίσαρες. (Βλ. Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα, Ίκαρος, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, τόμ. Α’, σ. 122).  Η αναγόρευση του Καισαρίωνα σε Καίσαρα είχε γίνει από τους Αλεξανδρινούς το 34 π.Χ. Το γεγονός, στο οποίο αναφέρεται ο Πλούταρχος στον Βίο του Αντωνίου, αποτέλεσε την αφετηρία του καβαφικού ποιήματος Αλεξανδρινοί βασιλείς. Όταν τέσσερα χρόνια αργότερα (30 π.Χ.), οι ρωμαϊκές λεγεώνες εισβάλλουν στην Αλεξάνδρεια, ο Καισαρίων είναι περίπου δεκαεφτά ετών, όταν και τον βρήκε ο θάνατος από τους φαύλους του τελευταίου στίχου.

[2] ἡ· οι. Πρόκειται για μία από τις χαρακτηριστικές ορθογραφικές ιδιοτυπίες του Καβάφη.

[3] Βερενίκη· σύζυγος του βασιλιά Πτολεμαίου του Α’.

[4] Αυτόν τον είπαν πιότερο απ’ τους μικρούς, αυτόν τον είπαν βασιλέα των Βασιλέων.

(βλ. Κ.Π. Καβάφης, Αλεξανδρινοί βασιλείς)

[5] Πρόκειται για λάμπα πετρελαίου.

[6] Πολυκαισαρίη· η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός ηγεμόνων (Καισάρων). (Βλ. Ομήρου Ιλιάδα, Β 204, οὐκ ἀγαθόν πολυκοιρανίη· δεν είναι καλό πράγμα η πολυαρχία).

[7] http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_1_04.html

Στηρίξτε τις πολιτιστικές δραστηριότητες των Εκδόσεων Ραδάμανθυς με μία δωρεά μέσω του Paypal

Λογαριασμός κατάθεσης για χορηγίες και ενισχύσεις:

Εθνική Τράπεζα IBAN GR9501104890000048900661504

Eurobank IBAN GR1202601350000540202048776

Σχολιάστε