Η Κρήτη του 1817 – Βολανάκης και Sieber

Ο ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΙΟΥΔΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ F. SIEBER (μετάφραση: Ιωάννης Βολανάκης) «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΚΡΗΤΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ ΤΟ 1817»

Από το τεύχος 11 του περιοδικού των Εκδόσεων Ραδάμανθυς

ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Το νησί μας βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αρκετών φιλέρευνων ταξιδιωτών ιδίως τα τελευταία 300 χρόνια. Το αρχαιολατρικό πνεύμα, καθώς και η πρόοδος των φυσικών επιστημών κατά την εποχή της αποδρομής του μεσαιωνικού κόσμου φέρνουν στην Κρήτη πολλούς -δυτικούς κατά κύριο λόγο- περιηγητές, συγγραφείς και χαρτογράφους. Αξίζει λοιπόν να γίνει μια σύντομη μνεία σε κάποιους από αυτούς που προηγήθηκαν της έλευσης του Sieber στην Κρήτη. Ο Φλωρεντινός Cristoforo Buondelmonti είναι εκείνος ο οποίος εκπροσωπεί την αναγεννησιακή κρητολογία με την ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ το 1415. Οι επισκέψεις πυκνώνουν τρεις αιώνες μετά. Το πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού αυτή τη φορά φέρνει στην Κρήτη, αρχικά τον Γάλλο Joseph Tournefort με το ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΝΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ, το 1700. Κατόπιν τον Βρετανό Richard Pockoke, με την ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΛΛΩΝ ΧΩΡΩΝ το 1745, από την οποία περιγραφή 32 σελίδες αναφέρονται στο νησί της Κάντιας. Ακολουθούν πάλι οι Γάλλοι, συγκεκριμένα ο Claude-Ettiene Savary με τα ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – «ΚΡΗΤΙΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ» το 1779, και σχεδόν ταυτόχρονα, το 1783, οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dimas οι οποίοι συγγράφουν από κοινού την ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ. Στην ίδια χρονική φάση (1794) εντάσσεται και το έργο του ομοεθνούς τους Guillaume-Antoine Olivie ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΣΙΑ, όπου περιέχεται και εκτενής αναφορά στο νησί της Κρήτης, ως μέρος της μεγάλης αυτοκρατορικής επικράτειας της Ανατολής.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί διακριτά, εκτός δυτικής βιβλιογραφίας, το ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1668-1671), του Εβλιγιά Τσελεμπή, στο οποίο εξετάζεται και η περίπτωση της, νεοκατακτηθείσας τότε για τους Οθωμανούς, Κρήτης. Πολλοί περισσότεροι περιηγητές, βέβαια, έρχονται στην Κρήτη κατά τον 19ο αιώνα, αλλά, επειδή γράφουν μετά τον Sieber, και θα τους άξιζε μια ξεχωριστή μονογραφία, δεν θ’ αναφερθούν στην παρούσα περίσταση.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΚΡΗΤΗ

Το βιβλίο το οποίο καλούμαστε σήμερα να παρουσιάσουμε δεν συμπτύσσεται καθόλου εύκολα. Και αυτό όχι τόσο εξαιτίας του όγκου του, όπως εύκολα θα υπέθετε κανείς, όσο εξαιτίας του γνωσιακού και ψυχικού μόχθου που αυτό μεταφέρει. Ο μόχθος αυτός θα έλεγα ότι μοιράζεται εξίσου ανάμεσα στον συγγραφέα Sieber και στον μεταφραστή Βολανάκη. Όλοι εμείς, ο υπεύθυνος της έκδοσης, οι παρευρισκόμενοι και οι παρουσιάζοντες της αποψινής συνάντησης, καθώς και οι αναγνώστες, οφείλαμε και οφείλουμε κατ’ αρχήν να συμμερισθούμε, ο καθένας με τον τρόπο του, έστω ένα τμήμα του πνευματικού βάρους που συνοδεύει ετούτη την έκδοση.

Αγαπώ – πονώ – νοώ: η αδιαίρετη τριάδα των ρημάτων τα οποία καλείται ο κάθε άνθρωπος να αντιμετωπίσει και να πραγματώσει στη ζωή του για να μπορεί να λέγεται πραγματικός άνθρωπος. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει κόπος, άκοπα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Η αγάπη του Sieber είναι πολυδιάστατη: Αγάπη για την επιστημονική έρευνα, αγάπη για τα ίχνη της αρχαιότητας, αγάπη για τη φύση, για τον εξωτισμό και την περιπλάνηση, αγάπη για τον Θεό. Όλα αυτά έχουν μόχθο. Και η ανταπόδοση μοιράζεται απλόχερα σε όλους εμάς: μια ουσιαστική προσέγγιση του κρητικού και του πανανθρώπινου γίγνεσθαι, μια προσέγγιση σοφίας. Η αγάπη του Ιωάννη Βολανάκη είναι πρωτίστως αγάπη για την Κρήτη, πώς αλλιώς; Μέσα από επίπονες και πολυετείς μελέτες, ο ερευνητής Βολανάκης εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς την Κρήτη, την αρχέγονη μάνα, τη γενναιόδωρη γενέτειρα.

Βολανάκης και Sieber

Βολανάκης και Sieber ζητούν από εμάς να σκύψουμε και να εντρυφήσουμε στους κόσμους τους. Ο κόσμος του Sieber είναι ο αυτοκρατορικός κόσμος της κεντρικής Ευρώπης των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Ναπολέοντας έχει μόλις πριν τρία χρόνια ηττηθεί και η Αυστρία κυριαρχεί, όχι μόνο μέσα στα σύνορά της αλλά και σε εξωτερικές ζώνες, οπουδήποτε υπάρχει κενό, όπως αυτό που διαφαίνεται να αφήνει η προβληματική γειτονική της Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Sieber περνά από τη μια αυτοκρατορία στην άλλη συνειδητοποιώντας σταδιακά ότι καταδύεται σε μιαν άβυσσο αδικίας και δυστυχίας για τους λαούς. Από τις Δαλματικές ακτές της δικής του αυτοκρατορίας δεν εισέρχεται στο βαλκανικό χαοτικό εσωτερικό της Οθωμανικής διοίκησης, αλλά δια θαλάσσης καταπλέει στην Κρήτη, την πραγματική απαρχή του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η Κρήτη του 1817 είναι ένα σφραγισμένο καζάνι λίγο πριν τον ολοκληρωτικό βρασμό. Η αγωνία του περιηγητή είναι να διασώσει κάτι από έναν αρχαίο κόσμο για τον οποίο δεν νοιάζονται ούτε οι καταπιεζόμενοι κρητικοί, ούτε οι καταπιεστές τούρκοι. Ανάλογη αγωνία διαπνέει την ερμηνευτική (μεταφραστική και όχι μόνο) προσπάθεια του Βολανάκη. Βλέποντας τη νεωτερική σύγχρονη Κρήτη να αναπτύσσεται με δυσανάλογο πολιτιστικό κόστος, νοσταλγεί τον κόσμο που έζησε ως παιδί: την παραδοσιακή Κρήτη των άυλων αξιών, αυτών που σήμερα υποχωρούν και δίνουν τη θέση τους στην τουριστικοποίηση και στην απώλεια της ιστορικής σχέσης των κατοίκων με τον χρόνο και τον χώρο.

Ο επιστημονικός λόγος του Sieber δεν είναι μια απλή περιηγητική καταγραφή σαν τις πολλές. Τα γραπτά του προσπαθούν να συνομιλήσουν με τον ιατρικό κόσμο του Ιπποκράτη, τον βοτανικό του Θεόφραστου, τον γεωγραφικό του Στράβωνα, του Παυσανία και του Πλίνιου. Ο αυστριακός συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει την έννοια της ενδημικότητας και έχει στον νου του μια συγκεχυμένη εικόνα για την εξέλιξη των ειδών σε μια εποχή που ο Δαρβίνος είναι ακόμα παιδί και ο Μέντελ (αυστριακός και αυτός) δεν έχει γεννηθεί ακόμη.

Ο πολιτικός λόγος του Sieber είναι παντού και πουθενά. Ένας θρησκευόμενος κεντροευρωπαίος, ο οποίος μάλλον πιστεύει στην ανάγκη να  κανοναρχεί μια φωτισμένη δεσποτεία στους λαούς. Θεωρεί, λοιπόν, τις δυστυχίες των κρητικών ως αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης των τούρκων, τους οποίους επιφανειακά μόνο σέβεται, έχοντας ωστόσο στο βάθος του μυαλού του τις δύο πολιορκίες της Βιέννης…

Τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά στο κείμενο του Sieber είναι οι εναργείς περιγραφές με έμφαση στη λεπτομέρεια, οι παραστατικές αφηγήσεις κυρίως σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, καθώς και οι Ηροδότειες παρεκβάσεις, ιδίως όταν πρόκειται να αναφέρει την προσωπική ιστορία κάποιου ατόμου με το οποίο ήρθε σε άμεση ή έμμεση επαφή. Η ποιητική του δηλωτικότητα διαπνέει όλο σχεδόν το έργο: μεταφορικές εκφράσεις και παραβολές για το φυσικό τοπίο αλληλεπιδρούν με την εσωτερική διάθεση της στιγμής, στοιχείο που αναδεικνύει κατά το μάλλον έναν ευαίσθητο εμπειριστή ψυχογράφο και κατά το ήττον έναν θετικιστή ερευνητή. Το ότι στις αποσκευές του ο Sieber κουβαλά τις λογοτεχνικές παρακαταθήκες της γερμανικής λογοτεχνίας φαίνεται κι από την παράθεση του ποιήματος του Schiller «Τα βουνά», κατά την υψιπετή στιγμή της πρώτης θέασης του Ψηλορείτη.

Μια θάλασσα αγάπης για την Κρήτη

Όλο αυτό το διττό, αισθαντικό και παράλληλα νοοκρατικό, πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου δεν θα έφθανε στον αναγνώστη, χωρίς την επιτυχημένη μεταφορά του από τον μεταφραστή Βολανάκη. Ο κόσμος του Βολανάκη περικλείεται, όπως προαναφέρθηκε, από μια θάλασσα αγάπης για την Κρήτη, γι’ αυτό και μπορεί να αντικαθιστά ένα δύστροπο αρχικό κείμενο, με ένα νέο, περισσότερο στρωτό. Ο Βολανάκης δεν αποδίδει απλώς τη συμπάθεια του Sieber για τον χώρο και τους κατοίκους, αλλά μέσω της κατατοπιστικής εισαγωγής, των καίριων σχολίων και της πνευματικής μετάφρασης καταφέρνει και ανασυστήνει όλο τον κόσμο της μεσογειακής προνεωτερικότητας με μια διάθεση νοσταλγίας και νοητής επαναβίωσης του τρόπου ζωής των κρητικών, ο οποίος πολύ λίγο άλλαξε μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Κύρια έγνοια, τόσο του συγγραφέα, όσο και του μεταφραστή είναι η πολιτισμιολογική σύνδεση της Κρήτης του 19ου και του 20ού αιώνα με τη μινωική γενέτειρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ως πρόδρομος του ιστορικού ντετερμινισμού, ο Sieber θεωρεί τις κλιματολογικές – μετεωρολογικές, μαζί με τις γεωλογικές – εδαφολογικές συνθήκες ως κύριους παράγοντες διαμόρφωσης του χαρακτήρα των κρητών. Βλέπει λοιπόν τους τούρκους ιθύνοντες ως ξένο σώμα μέσα σε αυτήν γεω-ιστορική χαρακτηρολογία, παραβλέποντας κάπως το γεγονός ότι και οι περισσότεροι μουσουλμάνοι του νησιού από γηγενείς κρητικούς προέρχονται. Ο αναφερόμενος ως «παλαιός κόσμος», δηλ. η αρχαιότητα, συμφιλιώνεται μέσα στο βιβλίο με τις απαντώμενες από τον ίδιο λαϊκές παραδόσεις, τις διατροφικές συνήθειες, το αρμοστό ήθος και τη μυστικιστική θρησκευτικότητα του ντόπιου πληθυσμού.

Βεβαίως, από ένα περιηγητικό έργο τέτοιου όγκου, δεν είναι δυνατόν να λείπουν κάποιες ανακρίβειες ή μικρά και μεγάλα λάθη. Εδώ έρχεται ο μεταφραστής Βολανάκης να διορθώσει και να διευκρινίσει, πάντοτε με πνεύμα κατανόησης προς τον συγγραφέα του πρωτότυπου, έχοντας επίγνωση των αντικειμενικών δυσκολιών που εκείνος αντιμετώπισε κατά την αρχική καταγραφή. Οι υποσημειώσεις του Βολανάκη καταφέρνουν να επικαιροποιήσουν σε τέτοιο βαθμό την προ 200ετίας έρευνα του Sieber, ώστε να την καθιστούν δυναμική και λειτουργική, απαλείφοντας τον μουσειακά λαογραφικό χαρακτήρα της. Κάθε νέα μέθοδος και ανακάλυψη τής αρχαιολογίας, κάθε πρωτοποριακή προσέγγιση της λαογραφίας, κάθε καινοτόμο βήμα των θετικών επιστημών κατατίθενται, όχι για να αναιρέσουν την αξία του πρωτότυπου έργου, αλλά για να την αναδείξουν και να την προστατεύσουν από τις άδικες κριτικές.

Ούτως ή άλλως, σημερινός αναγνώστης του «Ταξιδιού στη Νήσο» μένει με την εντύπωση ότι η Κρήτη του 1817 βρίσκεται περισσότερο κοντά στο αρχαίο παρελθόν της και πολύ λιγότερο στο σύγχρονο παρόν του 21ου αιώνα. Αυτό ίσως είναι το πνεύμα του γερμανικού κλασικισμού του 19ου αιώνα, ο οποίος κλασικισμός παραβλέπει κάποια από τα προμηνύματα της νεωτερικότητας για χάρη της ιστορικής σύζευξης του χώρου με τον μακρινό χρόνο.

Το ταξίδι στον χώρο και στο στον χρόνο διεξάγεται από τον ξένο περιηγητή μέσω και των αισθήσεων. Στις στιγμές ξεγνοιασιάς, ο Sieber απολαμβάνει τα αρώματα και τις γεύσεις της κρητικής γης, χαίρεται οπτικά το φυσικό τοπίο και τις τοπικές καλλιέργειες, αφήνει τον εαυτό του στην παιδιάστικη χαρά της εξερεύνησης και της ανακάλυψης. Ταυτόχρονα όμως αξιολογεί, κρίνει ό,τι βλέπει και ό,τι ακούει με βάση το θεωρητικό οπλοστάσιο της κλασικής παιδείας και του εγκυκλοπαιδισμού του.

Μέσα στο βιβλίο, όμως, υπάρχουν και οι άλλες στιγμές, οι ανθρωπογενείς. Πράξεις των ανθρώπων που οδηγούν την ταξιδιωτική του εμπειρία στα όρια, πότε της αστυνομικής περιπέτειας και πότε της τραγωδίας. Εκεί, ο αισθησιακός παρατηρητής δίνει τη θέση του στον δρώντα ή πάσχοντα ήρωα, ο οποίος υπόκειται και ο ίδιος στους αντικειμενικούς κινδύνους της κρητικής σκηνής των αρχών του 19ου αιώνα.

Ως προς και την τελευταία αυτήν παρατήρηση, δεν μπορεί κανείς παρά να μην υποκύψει στον πειρασμό της σύνδεσης του Sieber με τον Κάφκα, εφόσον γίνεται λόγος για γερμανόφωνη λογοτεχνία της Πράγας. Και οι δυο τους, με διαφορά κάποιων δεκαετιών, νίκησαν και νικήθηκαν από το «κακό μεγαλείο» της ανθρώπινης φύσης, χαρίζοντάς μας πολύ δυνατές σελίδες για ανάγνωση. Επίσης δεν μπορεί ο θεωρητικός, διαβάζοντας το έργο του Sieber να μη σκεφτεί την περίφημη Σχολή της Πράγας και της ανάλυσης της λογοτεχνίας με βάση συγκεκριμένα δομικά συστήματα. Σε ποιαν άλλη πόλη θα μπορούσε να έχει ανδρωθεί ένας Sieber (κι ένας Κάφκα), παρά στη δίγλωσση τότε Πράγα του αψβουργικού μωσαϊκού; Σε ποιαν άλλη γλώσσα θα μπορούσε να έχει πιο δραστικά μεταφραστεί ο Sieber, παρά στην κοινή νεοελληνική, την εξέλιξη της γλώσσας της πρώτης συνειδητής συλλογικότητας της ιστορίας; Η σύγχρονη μετάφραση του Βολανάκη μιλά την κοινή νεοελληνική, μα απηχεί την κρητική διάλεκτο, ιδίως για εμάς που γεννηθήκαμε και την ξέρουμε. Το υστερογοτθικό κείμενο του Sieber μιλά τη γερμανική, μα παραπέμπει σε ομηρικές και αττικές γλωσσικές δομές.

Όπως και να ’χει, το μεταφραστικό και φιλολογικό εγχείρημα του κ. Ιωάννη Βολανάκη αποτέλεσε, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί ένα βιβλιογραφικό τοπόσημο, μια κεφαλόβρυση πολύτιμου πνευματικού ύδατος για ειδικούς και μη. Ως εκπαιδευτικός θα ήθελα να τονίσω την ανάγκη αξιοποίησης του παρουσιαζόμενου απόψε βιβλίου από τους διδάσκοντες την ιστορία, τη γεωγραφία, τη βιολογία, καθώς και τη λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Οι εκδόσεις Ραδάμανθυς εύχομαι από καρδιάς να συνεχίσουν να αναδεικνύουν τα άξια έργα και τα άξια πρόσωπα.


Δείτε εδώ για αγορά του βιβλίου:

Σχολιάστε