Πόσο λογάται μια ζωή;
Μεσημέρι Αυγούστου στο κατάμεστο Ρέθυμνο, ο ήλιος να καίει ανελέητα το κορμί δίχως τη παρηγοριά της θάλασσας πλάι, πράγμα που κάνει την κατάσταση με τη ζέστη ακόμα πιο ανυπόφορη. Σχεδόν τρέχοντας, διασχίζω τα δαιδαλώδη στενά, ώσπου κάτι με κάνει να σταματήσω χωρίς δεύτερη σκέψη… ένα παλιατζίδικο στέκει μπροστά μου, όμοιο με τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά, γεμάτο θησαυρούς, με προκαλεί με επιμονή να σταματήσω. Ένα παλιατζίδικο που δεν φέρει ίχνος υγρασίας και σκόνης, ένα παλιατζίδικο υπαίθριο, προσαρμοσμένο στο φως, απαρνούμενο τη σκόνη της λήθης που συνοδεύει τα παλιά πράγματα.
Στροβιλίζω στα χέρια μου παλιές περίτεχνες δαντέλες και κάνω στο μυαλό μου διαγωνισμό καλλιγραφίας στις παλιές καρτ ποστάλ. Οι πάγκοι μπροστά μου στέκουν σαν άλλο γιουσουρούμ, βινύλια παλιές ευχητήριες κάρτες, νομίσματα από κάθε γωνιά της γης, μπαντανίες φτιαγμένες στον αργαλειό και χίλια άλλα αντικείμενα χρηστικής αξίας κατά τις περασμένες δεκαετίες, συνθέτουν το πολύχρωμο πάζλ των αναμνήσεων. Το βλέμμα μου που αδηφάγα περιπλανιέται παντού, σταματά ενστικτωδώς σε δυο μικρά καλάθια 0,40 – 0,70 γράφουν με έντονα χρώματα στο πάνω μέρος της κάθε καλάθας, αυτό είναι το κόστος… το κόστος!
Δυο πανέρια γεμάτα παγωμένες στο χρόνο αναμνήσεις, βλέπω ανθρώπους χαρούμενους με τα καλά τους ρούχα να χορεύουν σε γάμους, νονές να κρατούν με περηφάνια τα νεοφώτιστα μωρά σε βαφτίσεις, ανθρώπους σκυθρωπούς σε φωτογραφίες που μάλλον δεν ήθελαν να βγάλουν και κάποιος τους ανάγκασε, μωρά με το απλανές βλέμμα της αθωότητας και νύφες με περίτεχνα νυφικά κεντρικές φιγούρες στη μοναδική ίσως «παράσταση» της ζωής τους. Πόσο κοστολογείται μια ανάμνηση; Πολλές φωτογραφίες φέρουν χειρόγραφες αφιερώσεις.
Στον παππού μου με πολύ αγάπη, Βαγιούλα.
Στην πολύ αγαπημένη μου θεία, με αγάπη Μαρία.
Μόναχο 1957.
Αχόρταγα διαβάζω και διαβάζω αφιερώσεις και λόγια παρηγοριάς και αγάπης, πνίγομαι και έχοντας πλέον φορτιστεί απίστευτα μπαίνω στα ενδότερα του μαγαζιού.
-Κύριε να σας ρωτήσω κάτι; Οι φωτογραφίες είναι παλιών Ρεθεμνιωτών;
-Ναι μου απαντά, όλες από σπίτια του Ρεθύμνου.
-Ποιος αγοράζει τις φωτογραφίες που έχετε στα πανέρια;
-Ουυυ πολύς κόσμος και πολλοί φοιτητές.
-Και τι τις κάνουν;
-Τους αρέσουν, πολλοί δεν έχουν ξαναδεί καν ασπρόμαυρες φωτογραφίες και εγώ έχω πολλές στο σπίτι μου, μου αρέσουν και τις παίρνω και τις κρεμώ.
Μου δείχνει τα συρτάρια με τις φωτογραφίες ανά κατηγορίες.
-Εδώ έχω του γάμου, εδώ του στρατού.
Τολμάω να ζητήσω περισσότερο μακάβριες, λόγω της φύσεως της δουλειάς μου. Μου απαντά ότι ανά διαστήματα βρίσκει. Λέω ότι θα επιστρέψω….
Παραζαλισμένη βγαίνω ξανά στον δρόμο, μια λατέρνα γεμίζει το στενό με παλαιικές μελωδίες. Λειτουργώντας σαν σε déjà vu, φαντάζομαι ότι βρίσκομαι πίσω στο Ρέθυμνο του 1950… Ο κόμπος που από ώρα έχει εγκατασταθεί στο λαιμό μου σφίγγει ακόμα περισσότερο, σχεδόν δακρύζω. Χαρτί και μελάνι θα σκεφτεί κανείς, παλιοπράγματα, άχρηστα. Όχι όμως εγώ… σε αυτά τα πανέρια, άκουσα σήμερα όλους τους ψιθύρους, όλα τα κλάματα, όλα τα γέλια και όλα τα κανακέματα, πόσα «σ΄ αγαπώ», πόσα «φοβάμαι», πόσα «τα κατάφερα»… ψίθυροι που ήρθαν από το παρελθόν με τύλιξαν μ’ ένα απόκοσμο πέπλο νοσταλγίας. Ένα συνονθύλευμα πόνου και περιέργειας κατέκλισε τη ψυχή μου. Πρόσωπα εντελώς άγνωστα σε μένα μα με μια παράξενη αίσθηση οικειότητας… Γνωστοί άγνωστοι σε άψυχα χαρτιά να καθρεπτίζουν την ύπαρξη τους στα γυάλινα μάτια τους ανά τα χρόνια.
Πέρασα αρκετή ώρα ανασκαλίζοντας τις παλιές φωτογραφίες, κάνοντας υποθέσεις και βρίσκοντας στοιχεία από τα χειρόγραφα, πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους είναι πια νεκροί, ένα ογδόντα της εκατό μετά βεβαιότητας και η ανάμνηση τους; Νεκρή και αυτή, η λήθη του χρόνου! εκεί έγκειται ο πραγματικός θάνατος, στη λήθη! Κανείς δε βρέθηκε; Ούτε ένας αγαπημένος να μαζέψει τις ψηφίδες του γένους του; Ούτε ένας να αποσώσει την προσωπική του ιστορία, τη γραμμή του; Τους «ιερούς» προγόνους του;
Μετά από μεγάλη επιμονή κατάφερα να επιβληθώ στον εαυτό μου που ήθελε διακαώς να πάρει παραμάσχαλα τα πανέρια και να αρχίσει να τρέχει και αγόρασα μονάχα τρείς φωτογραφίες… Η κάθε μια για διαφορετικό λόγο μίλησε λίγο περισσότερο στη καρδιά μου. Με την ελπίδα ότι θα ήταν πραγματικά πολύ όμορφο να δει τις φωτογραφίες κάποιος απόγονος τους και να μου διηγηθεί την ιστορία των ανθρώπων που κάποτε, για μια μονάχα στιγμή στάθηκαν και έβγαλαν πιθανόν τη μοναδική φωτογραφία της ζωής τους αναθάρρησα….
Αμέσως όμως επανήλθα. «Ουτοπίες, Αγγελική», σκέφτηκα, «άσε και ξέρω καλά από αυτές».
Έπιασα με πιο αργό βήμα αυτή τη φορά να περπατώ, να περπατώ βυθισμένη στις σκέψεις μου, πλάθοντας τα δικά μου σενάρια. Η όμορφη κυρία στη φωτογραφία με τη χειρόγραφη αφιέρωση στα γερμανικά, ίσως να διέπρεψε σε κάποιο θέατρο της εποχής, η αρμονική οικογένεια ίσως να πέρασε μια πολύ απλή αλλά όμορφη ζωή πίσω στο 1939 και τα αδέρφια της τρίτης φωτογραφίας, κατά πάσα πιθανότητα, ίσως να ζουν ακόμα και να διηγούνται τις ιστορίες τους και, ποιος ξέρει, κάποιοι να έγιναν πραγματικά κάποτε αφηγητές μου και να τους γνωρίζω ήδη καλύτερα απ’ όσο φαντάζομαι…