
Ο Αθανάσιος Γάκης μέσα από μια ενδιαφέρουσα γραφή «ανακαλύπτει», «εξερευνά» και «αποκαλύπτει» ένα ακόμη μέρος του δημιουργικού εαυτού του. Επιλέγοντας πλέον (έχουν προηγηθεί ποιήματα και διηγήματα με βραβεύσεις σε διαγωνισμούς) την αφήγηση της «μεγάλης φόρμας» του μυθιστορήματος και με την έντονη γοητεία μιας περιπλάνησης, μας ταξιδεύει στο λογοτεχνικό του σύμπαν και κάνει το ευρύτερο κοινό κοινωνό, συμμέτοχο και ενδεχομένως «συνένοχο» σε ένα γεμάτο «λιμάνια» λογοτεχνικό ταξίδι. Ο συγγραφέας με μια γλώσσα ζωντανή και ρέουσα γεμάτη ρεαλιστικούς διαλόγους μας προσκαλεί να πάρουμε μέρος σε αυτή την πλούσια από εικόνες και συναισθήματα περιπλάνηση των «ηρώων» του. Σαν μια ταινία δρόμου που ξεδιπλώνεται γρήγορα μπροστά μας, μας συνεπαίρνει και μας «βουτάει» στην ιστορία του. Αδύνατον να μείνεις απλός θεατής. Την ίδια στιγμή, οι χαρακτήρες εκπέμπουν -επιτρέψτε μου τον όρο- μια «πρωτογενή αθωότητα», σαν τα παιδιά που δεν χόρτασαν το παιγνίδι και μέσα από τραύματα, όμορφες στιγμές, έρωτες, και όνειρα πορεύονται στο δύσκολο δρόμο της ενηλικίωσης.
Οι «ήρωες» του συγγραφέα καθημερινοί άνθρωποι της «διπλανής πόρτας», βιώνουν τα «μικρά» τους πράγματα αλλά παράλληλα και τα «μεγάλα» της πολιτικής και της ιστορίας σαν ένας ενιαίος αλληλένδετος κόσμος. Η κοινή τους μοίρα αλληλοπλέκεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, υφαίνοντας τον καμβά μιας σχεδόν αρχετυπικής κοινωνικής πραγματικότητας. Το τυχαίο ορίζεται μονάχα ως πρόκληση για συνάντηση και αναμέτρηση. Όλα συμβαίνουν γιατί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι «παίκτες» της ζωής επιλέγουν ή τους επιλέγουν να ερμηνεύσουν τον εαυτό τους ή και τους άλλους. Η ζωή νοηματοδοτείται μόνο μέσα σε αυτή την πολύπλοκη εξερεύνηση και η μοιρασιά είναι αυτή που δημιουργεί συνθήκες μιας βιωμένης ευφορίας. Ο συγγραφέας αγαπάει τη ζωή, όπως και τους «ήρωες» του. Η αφηγηματική γραφή του, κινείται με ευκολία ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. Επιλέγει τον «ανάλαφρο» τρόπο για να μη ταλαιπωρήσει και άλλο τον ήδη κουρασμένο από την ζωή αναγνώστη. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια «εύπεπτη» γραφή. Διαρκώς ομολογεί ή υπαινίσσεται πράγματα υπόγεια ή φανερά και δημιουργεί υποψιασμένους αναγνώστες. Δεν προσφέρει «μασημένη» τροφή, κινητοποιεί εντέχνως τη σκέψη και το πνεύμα ενώ ταυτόχρονα αγγίζει το συναίσθημα.
Ο αναγνώστης έχει την τύχη να μπορεί να έχει την ελευθερία του αναστοχασμού και των δικών του προεκτάσεων πάνω στη γραφή. «Τρέφομαι από τα όνειρα» λέει κάπου ο «ήρωας» του βιβλίου, για να μας υπενθυμίσει αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ όλοι μας. Αναλογιστείτε τις μέρες που ζούμε. Η απόδραση από ένα «φαύλο κύκλο» αποτελεί διαρκή ανάγκη όλων μας. Ο συγγραφέας με ιδιαίτερη μαεστρία υπογραμμίζει την «κυκλικότητα» της ιστορίας και την επίμονη επιστροφή της. Ο σημερινός άνθρωπος έχει την αίσθηση πως πρέπει να «δραπετεύσει» από αυτή τη σχέση, ενίοτε και από τον ίδιο του τον εαυτό για να «ελευθερωθεί». Οι χαρακτήρες του βιβλίου, έχουν συνεχώς ανησυχίες, δεν αρκούνται στο «κεραμίδι» πάνω από το κεφάλι τους. Τα βαθιά υπαρξιακά ζητήματα της ζωής είναι παρών: Ποιοι είμαστε; Πού πάμε; Σε τι κόσμο ζούμε και σε τι κόσμο θέλουμε να ζήσουμε; Υπό αυτή την έννοια το μυθιστόρημα του Αθανασίου Γάκη, αποτελεί φιλοσοφική και κοινωνιολογική πραγματεία. Θέτει τα ερωτήματα με τα οποία όλοι μας καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι, χωρίς να στοχεύει στην χειραγώγηση του αναγνώστη.
Σε δεύτερο επίπεδο θεωρώ πως είναι παράλληλα ένα «πολιτικό» μυθιστόρημα. Σκεφθείτε, τι πιο πολιτικό από τις αγωνίες και τα «καθημερινά» πράγματα, όπως ακριβώς αυτά που απασχολούν τους χαρακτήρες του βιβλίου: η χαρά τις ζωής, οι μικρές απολαύσεις, οι εκπληρωμένοι, ή ανεκπλήρωτοι έρωτες, η αγάπη, η λύπη, οι στενοχώριες, οι μικρές γλυκιές «απατεωνιές», οι εγωισμοί, οι φόβοι, και στο τέλος στο πίσω μέρος του μυαλού ο ίδιος ο θάνατος. Βιάζετε να ζήσει ο «ήρωας», να προλάβει να χορτάσει τη ζωή, όπως άλλωστε όλοι μας. Ο συγγραφές πάνω από όλα είναι ένας σπουδαίος «κοινωνικός παρατηρητής», παρατηρεί τα καλά και τα άσχημα, τα μέσα και τα έξω, όπως και οι χαρακτήρες που διαπλάθει, βλέπουν αντλούν και εμπνέονται από τις ζωές των άλλων. Επιπλέον γίνονται «υποκείμενα» ενός ιστορικού χρόνου και τόπου. Θεσσαλονίκη, Βελιγράδι, Γερμανία. Η υπενθύμιση της ζοφερής βαλκανικής περιπέτειας. Χάδι στις πληγές και τα τραύματα του τόπου και ένα βλέμμα προς το αβέβαιο και μετέωρο μέλλον. Με αναφορές στην παλιά μετανάστευση και τα δύσκολα χρόνια, αλλά και τη νέα με καλύτερους όρους μετανάστευση, αφού οι «ήρωες» του βιβλίου, μας «υποχρεώνουν» να σκεφτούμε τον πόλεμο και τα δεινά του, την τραγωδία και τη φρίκη που επέφερε στον κόσμο η «υπεροχή της φυλής» και το μίσος για τον «άλλο». Με ορθάνοικτο δυστυχώς το ενδεχόμενο επιστροφής του.
Το εξαιρετικό εύρημα του δυισμού του «ήρωα», μια και ενσαρκώνει και τα δύο πρόσωπα, σαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, μας τοποθετεί στην αναγκαιότητα της ταύτισής μας με το «εμείς» έναντι του «εγώ», με το «άλλο» το διαφορετικό και γιατί όχι με το «ξένο». Μία ελεγεία στη μνήμη και τη μοναξιά. Το βιβλίο του Αθανασίου Γάκη, δεν στοχεύει στον «φθηνό» λογοτεχνικό εντυπωσιασμό, ούτε είναι το βιβλίο των «στρατευμένων» πολιτικών ιδεολογημάτων. Για κάτι τέτοιο ας ψάξει κανείς αλλού. Το λογοτεχνικό δημιούργημα του συγγραφέα, είναι ένα έργο με ατόφια την αίσθηση ενός πηγαίου πραγματισμού. Ένα βιβλίο που- χωρίς υπεκφυγές- έχει καθαρό βλέμμα, μας κοιτάει με ειλικρίνεια στα μάτια, αγγίζει με τρυφερότητα την καρδιά και μας λέει απλά πράγματα που νοιώθουμε, σκεφτόμαστε και συνήθως φοβόμαστε να εκφράσουμε. Η αλμύρα της θάλασσας ποτίζει το βιβλίο. Η απεραντοσύνη της διέξοδο στο πεπερασμένο της ύπαρξης, το ταξίδι, ο πλούτος αλλά και τα δεινά της. Η μεσόγειος και η χώρα μας, ταυτισμένη με την ναυτοσύνη ως ευλογία και κατάρα, αναγκαίος συμβολισμός και ιδιαίτερη σημειολογία για τον συγγραφέα. Η θάλασσα των πληγών, των ταξιδευτών, των ποιητών, που μας τρέφει, μας ταξιδεύει και τροφοδοτεί διαρκώς τα όνειρά μας.
Π. Γρηγοριάδης