«Μαρία Πολυδούρη» – Γράφει ο Αθανάσιος Γάκης

Από το περιοδικό των εκδόσεων Ραδάμανθυς

Καλησπέρα σας. Είμαι ο Θανάσης Γάκης, μέλος και εγώ της μεγάλης οικογένειας του Ραδάμανθυ, που πέρα των εκδόσεων και της δυνατότητας που μας παρέχει να γίνει γνωστό το έργο μας, παράγει πολιτισμό, γιατί μέσα από τέτοιου είδους εκδηλώσεις, όπως αυτό το διήμερο, το αφιερωμένο στη μεγάλη λογοτέχνη Μαρία Πολυδούρη, στηρίζεται ο πνευματικός μας πολιτισμός, αναγκαία ενέργεια στις μέρες μας.

Για να μη πλατειάζω, θα περάσω κατευθείαν σε αυτή τη μεγάλη μορφή της ποίησης τη Μ. Πολυδούρη που μέσα από μια πολύ σύντομη ζωή άφησε έργο τεράστιας αξίας. Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής γεννημένη στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου του 1902, κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας και σημειώστε σας παρακαλώ αυτό, με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες, πρωτοπόρα του καιρού της.

Η Μαρία, γυμνασιακές σπουδές έλαβε στην Καλαμάτα. Στα γράμματα εμφανίζεται μόλις στην ηλικία των 14 ετών με ένα πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», με αφορμή το θάνατο ενός ναυτικού που τα κύματα ξέβρασαν στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένη από το μανιάτικο μοιρολόγι. Σε ηλικία 16 ετών, μετά από εξετάσεις, διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας και εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Η πρώτη μεγάλη της απώλεια το 1920, όταν σε μικρό διάστημα χάνει πατέρα και μητέρα. Το 1921 παίρνει μετάθεση στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή. Στη Νομαρχία θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνο της Κώστα Καρυωτάκη. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί σφοδρός έρωτας μικρής διάρκειας, καθοριστικός όμως για τη ζωή και το έργο της.

Καλοκαίρι του 1922, και ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και φυσικά κοινωνικά στιγματισμένο. Της ζητά να χωρίσουν, λέγοντας της όλη την αλήθεια. Του αντιπροτείνει γάμο και ας μην κάνουν ποτέ παιδιά. Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη της. Αυτός δεν δέχεται τη θυσία της. Αμφιβάλλοντας για την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του, απομακρύνεται από κοντά του, μα δεν τον ξεπερνά ποτέ. Αρραβωνιάζεται στις αρχές του 1925 τον Αριστοτέλη Γεωργίου, μα ακόμα την κυριαρχεί ο έρωτας για τον δικό της Κώστα. Αυτό την εμποδίζει στο να συγκεντρωθεί σε κάθε δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο και εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στο Εθνικό και μάλιστα εμφανίζεται σε μια παράσταση ως ηθοποιός. Καλοκαίρι του 1926 φεύγει για το Παρίσι για να σπουδάσει ραπτική, αλλά προσβάλλεται από φυματίωση και επιστρέφει στην Αθήνα. Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, ένα πλήγμα ου πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν ξεπέρασε ποτέ. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν». Το 1929, η δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο χάος». Αφήνει την τελευταία της πνοή τα ξημερώματα στις 29 Απριλίου 1930 και μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για υποβοηθούμενη αυτοκτονία.

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της «παρακμής». Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίηση της. Ποίηση μεστή από πηγαίο λυρισμό, που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σπαραγμό. Η Μ. Πολυδούρη μας άφησε και 2 πεζά έργα. Το ημερολόγιο της και μια ατιτλοφόρητη Νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Θεωρείται ίσως η κορυφαία της ερωτικής σύγχρονης ποίησης, μα με έντονο το στοιχείο μιας ιδιότυπης κοινωνικής διαμαρτυρίας. Άλλωστε η ίδια η ζωή της, δείχνει μια ισχυρή και ανυπότακτη φύση. Γράφει κυρίως για τον Καρυωτάκη, αλλά δεν γράφει όπως ο Καρυωτάκης, δεν τον αντιγράφει, τραβά το δικό της δρόμο όπως πολύ εύστοχα έχει πει η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μελετήτρια του ελλ. λογοτεχνικού Μεσοπολέμου.

Σας ευχαριστώ που με ακούσατε και καλή συνέχεια σε αυτήν την αξιέπαινη προσπάθεια προσέγγισης του έργου της μεγάλης ποιήτριας.

Σχολιάστε