28. Σιγά-σιγά είχαν υποδουλωθεί όλοι σχεδόν οι λαοί, όσοι κατοικούν εδώ από τον Άλη ποταμό. Εκτός δηλαδή από τους Κίλικες και τους Λύκιους ο Κροίσος είχε υποδουλώσει όλους τους άλλους λαούς. Οι λαοί αυτοί είναι οι Λυδοί, οι Φρύγες, οι Μυσοί, οι Μαριανουνοί, οι Χάλυβες, οι Παφλαγόνες, οι Θράκες, οι Θυνοί και οι Βιθυνοί, οι Κάρες, οι Ίωνες, οι Δωριείς, οι Αιολείς, οι Πάμφυλοι.
Κροίσος και Σόλων
29. Κι όταν όλοι αυτοί είχαν υποδουλωθεί κι ο Κροίσος τους είχε προσθέσει στην επικράτεια του, φτάνουν στις Σάρδεις, που ήταν τότε σε ακμή εξαιτίας του πλούτου που είχαν, όλοι οι σοφοί της εποχής εκείνης από την Ελλάδα, για δικούς του λόγους ο καθένας. Ανάμεσα τους ήταν κι ο Σόλων. πολίτης της Αθήνας, που είχε συντάξει νόμους για τους Αθηναίους με διαταγή τους κι έφυγε από την πατρίδα ταυ για δέκα χρόνια, με πρόφαση του ταξιδιού του τη θεωρία, στ’ αλήθεια όμως για να μην αναγκαστεί ν’ αλλάξει κάποιον από τους νόμους που έβαλε. Οι Αθηναίοι μόνοι τους δεν είχαν την εξουσία να το κάνουν, γιατί είχαν δεσμευτεί με μεγάλους όρκους να εφαρμόσουν επί δέκα χρόνια τους νόμους που θα όριζε ο Σόλων,
3θ. Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους και παράλληλα και για να δει τον κόσμο έφυγε ο Σόλων και πήγε στην Αίγυπτο κοντά στον Άμαση κι ύστερα κοντά στον Κροίσο στις Σάρδεις, Ο Κροίσος τον φιλοξενούσε μέσα στο παλάτι. Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα με διαταγή του Κροίσου οι υπηρέτες γύρισαν το Σόλωνα στους θησαυρούς και του τα έδειχναν όλα, που ήταν μεγαλόπρεπα και ακριβά. Αφού τα κοίταξε όλα και τα παρατήρησε με την ησυχία του, τον ρώτησε ο Κροίσος:
«Ξένε Αθηναίε, έφτασε σ’ εμάς μεγάλη φήμη για τη σοφία σου και τα ταξίδια σου, ότι από φιλομάθεια έχεις επισκεφτεί πολλές χώρες, για να γνωρίσεις τον κόσμο. Τώρα λοιπόν μου γεννήθηκε η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κανένα που να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος». Αυτός ρώτησε ελπίζοντας πως θα είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος στον κόσμο ο Σόλων όμως χωρίς να τον κολακέψει, αλλά μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας του λέει- «Ναι, βασιλιά- τον Τέλλο τον Αθηναίο».
Απόρησε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ζωηρά• «Πώς κρίνεις ότι ο πιο ευτυχισμένος είναι ο Τέλλος;» Κι ο Σόλων είπε- «Ο Τέλλος από τη μια είχε πατρίδα που ευτυχούσε και μέσα σ’ αυτήν απόχτησε γιους καλούς κι ενάρετους και είδε να κάνουν όλοι παιδιά και να ζουν όλα• κι από την άλλη ενώ η ζωή του ήταν ευτυχισμένη, με τα ανθρώπινα μέτρα, τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος• σε μια μάχη δηλαδή των Αθηναίων στην Ελευσίνα με τους γείτονες τους πήρε μέρος κι εκείνος κι αφού έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς, σκοτώθηκε ηρωικά οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη στον τόπο που έπεσε (Τιμή εξαιρετική που έγινε γι αυτούς που σκοτώθηκαν στο Μαραθώνα) και του έκαναν μεγάλες τιμές».
31. Ο Σόλων εκθέτοντας τη διπλή και τριπλή ευτυχία του Τέλλου προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κροίσου, που ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο έπειτ’ από εκείνον ήταν βέβαιος ότι οπωσδήποτε θα έπαιρνε το δεύτερο βραβείο. Μα ο Σόλων του είπε- «Τον Κλέοβη και το Βίτωνα. Η καταγωγή τους ήταν από το Αργός. Είχαν περιουσία όση τους χρειαζόταν και για τη σωματική τους δύναμη λάβε υπόψη ότι κι οι δύο ήταν πρωταθλητές στους αγώνες. Γι’ αυτούς διηγούνται το εξής• σε μια εορτή της Ήρας στο Αργός έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθεί η μητέρα τους με άμαξα στο ναό και τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς η ώρα δεν τους άφηνε περιθώρια, μπαίνουν τα παλικάρια τα ίδια στο ζυγό και σέρνουν την άμαξα κι επάνω στην άμαξα πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού την πήγαν έτσι σαράντα πέντε ολόκληρα στάδια, έφτασαν στο ναό”. Έπειτα από αυτό που έκαναν κι αφού τους είδε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος, τους βρίσκει ένας εξαίρετος θάνατος και μ’ αυτούς έδειξε ο θεός στους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο να πεθάνει κανένας παρά να ζει. Τους είχαν περιστοιχίσει οι Αργείοι και θαύμαζαν τη δύναμη των νέων κι οι Αργείοι καλοτύχιζαν τη μάνα τους για τα παιδιά που είχε κάνει. Τρισευτυχισμένη η μητέρα τους για την πράξη των παιδιών τους και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και προσευχήθηκε για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τους γιους της, που της είχαν κάνει τέτοια τιμή, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο είναι για τον άνθρωπο. Έπειτα από την προσευχή αυτή θυσίασαν και κάθισαν στο τραπέζι- τέλος έπεσαν και κοιμήθηκαν μέσα στον ίδιο το ναό χωρίς όμως να σηκωθούν πια, αλλά αυτό ήταν το τέλος τους. Οι Αργείοι κατασκεύασαν τα αγάλματα τους και τ’ αφιέρωσαν στους Δελφούς, επειδή αποδείχτηκαν άντρες εξαιρετικοί».
32. Ο Σόλωνας λοιπόν έδωσε σ’ αυτούς το δεύτερο βραβείο της ευτυχίας. Ο Κροίσος θύμωσε κι είπε- «Ξένε Αθηναίε, έτσι λοιπόν τη δική μας ευτυχία την πετά; και τη θεωρείς ένα τίποτα, ώστε δε μας κάνεις άξιους ούτε για κοινούς ανθρώπους;» Κι εκείνος είπε• «Κροίσε, εγώ ξέρω ότι όλοι οι θεοί είναι φθονεροί (Η ιδέα ότι οι θεοί φθονούν την ευτυχία των ανθρώπων τροποποιήθηκε με τον καιρό • οι θεοί φθονούν όχι την ευτυχία αλλά την αλαζονεία των ανθρώπων) και τα φέρνουν όλα άνω-κάτω κι εσύ με ρωτάς για τ’ ανθρώπινα πράγματα. Σε μια μακριά ζωή είναι δυνατό να δει κανένας πολλά πράγματα που δε θέλει, καθώς επίσης και πολλά να πάθει. Στα εβδομήντα χρόνια βάζω τα όρια της ζωής του ανθρώπου (Ο Σόλων σ’ ένα ποίημά του βάζει ως όριο της ζωής του ανθρώπου τα ογδόντα χρόνια). Αυτά τα εβδομήντα χρόνια μας δίνουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες ημέρες, χωρίς να προσθέσουμε τον εμβόλιμο μήνα”. Κι αν θελήσει κανένας να μεγαλώσει το ένα στα δύο χρόνια κατά ένα μήνα, για να έρχονται οι εποχές στην ώρα τους, στα εβδομήντα χρόνια οι εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε και οι ημέρες από τους μήνες αυτούς χίλιες διακόσιες πενήντα. Από όλες αυτές τις μέρες, που περιέχονται μέσα στα εβδομήντα χρόνια και είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα, η μία σε σχέση με την άλλη δε μας φέρνει απολύτως κανένα όμοιο πράγμα (Ο Σολων είχε μεταρρυθμίσει το ημερολόγιο της Αθήνας. Γι’ αυτό ο Ηρόδοτος τον βάζει να κάνει εδώ αυτούς τους λεπτομερείς ημερολογιακούς υπολογισμούς).
Έτσι λοιπόν, Κροίσε, όλος ο βίος του ανθρώπου είναι μια σύμπτωση (Ισως πιο καλά συρροή. Ο Ηρόδοτος εννοεί να συμπέσουν και να συρρεύσουν, να τύχουν μαζί διάφορα γεγονότα. Όταν τύχουν γεγονότα ευνοϊκά ο άνθρωπος ευτυχεί, όταν αντίθετα, η ευτυχία εξαφανίζεται. Και η ροή αυτή των γεγονότων δε σταματά, γίνεται αδιάκοπα σε όλα, γιατί «πάντα ρεϊ», όπως λέει ο Ηράκλειτος, «όλα ρέουν»). Εγώ βέβαια βλέπω ότι εσύ και πλούσιος είσαι και σε πολλούς ανθρώπους βασιλεύεις. Εκείνο όμως που με ρώτησες δε θα σου το πω ακόμα, προτού πληροφορηθώ ότι τελείωσε καλά η ζωή σου. Ο πολύ πλούσιος δεν είναι καθόλου πιο ευτυχισμένος από αυτόν που έχει το καθημερινό του, εκτός αν η τύχη δεν τον εγκαταλείψει, ώσπου να τελειώσει σε όλα καλά τη ζωή του. Γιατί πολλοί ζάπλουτοι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι κι είναι πολλοί με κανονικά εισοδήματα που είναι ευτυχείς. Ο πάρα πολύ πλούσιος αλλά δυστυχισμένος είναι ανώτερος από τον ευτυχισμένο σε δύο σημεία μόνο, ενώ αυτός από τον πλούσιο και δυστυχισμένο σε πολλά, Ο πρώτος έχει πιο πολλές δυνατότητες να πραγματοποιήσει την επιθυμία του και ν’ αντιμετωπίσει μια συμφορά που θα τον βρει. Ο άλλος είναι ανώτερος σε τούτα. Τη δυστυχία και την επιθυμία δεν έχει τις ίδιες μ’ εκείνον προϋποθέσεις για να τις αντιμετωπίσει• αυτές όμως τις κρατεί μακριά από αυτόν η ευτυχία του και μένει χωρίς κάποια αναπηρία, χωρίς αρρώστια, χωρίς επήρεια από όποια δυστυχία, έχει καλά παιδιά, έχει σωματική ομορφιά. Αν τώρα εκτός από αυτά τελειώσει επιπλέον καλά τη ζωή του, αυτός είναι εκείνος που εσύ ζητείς κι είναι άξιος να ονομαστεί ευτυχισμένος. Πριν όμως τελειώσει τη ζωή του, πρέπει να επιφυλαχθούμε ακόμα να τον πούμε ευτυχισμένο, αλλά τυχερό. Όλα αυτά μαζί λοιπόν να τα επιτύχει κανένας είναι αδύνατο, αφού είναι άνθρωπος, όπως καμιά χώρα δεν είναι σε θέση να παράγει όλα όσα τη; χρειάζονται, αλλά, ενώ διαθέτει το ένα, έχει ανάγκη από κάποιο άλλο• κι όποια έχει τα περισσότερα αυτή είναι η άριστη. Όμοια και καθένας άνθρωπος δεν είναι καθόλου αυτάρκης• έχει ένα πράγμα και του λείπει ένα άλλο. Όποιος τώρα από αυτούς έχει τα περισσότερα στη ζωή του κι έπειτα τελειώσει ικανοποιημένος τις μέρες του, αυτός κατά τη δική μου γνώμη, βασιλιά, δικαιούται να έχει το όνομα αυτό. Και σε κάθε πράγμα πρέπει να εξετάζουμε ποιο θα είναι το τέλος που θα καταλήξει. Γιατί ενώ σε πολλούς ο θεός φάνηκε να δίνει την ευτυχία, αργότερα τους γκρέμισε συθέμελα» (Ο Ηρόδοτος βαζεί στο στόμα του Σόλωνα δικές του σκέψεις, που εξάλλου δεν παραλλάζουν από τις ιδέες του Σόλωνα• α) ο πλούτος δεν είναι ευτυχία, χρειάζονται πολλά πράγματα για να την εξασφαλίσουν και β) η ζωή είναι γεμάτη μεταβολές και τη σημερινή ευτυχία μπορεί να τη διαδεχτεί η δυστυχία).
33. Δεν ευχαριστήθηκε καθόλου από τα λόγια του αυτά ο Κροίσος και χωρίς να του δώσει καμιά σημασία του είπε να πηγαίνει, νομίζοντας πως είναι ολότελα ανήξερος, αφού παρέβλεπε τα αγαθά που είχε μπροστά του κι έλεγε να περιμένουμε για κάθε πράγμα το τέλος του.
Άτης και Άδραστος
34. Όταν έφυγε ο Σόλων, βαριά θεϊκή οργή χτύπησε τον Κροίσο, επειδή νόμισε, όπως υποθέτω, πως είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους. Ξαφνικά, ενώ κοιμόταν είδε ένα όνειρο, που του φανέρωσε την αλήθεια σχετικά με όσες συμφορές θα έβρισκαν το γιο του. Ο Κροίσος είχε δύο γιους, ο ένας από τους δυο είχε μια αναπηρία —ήταν, όπως είναι γνωστό, κωφάλαλος- ενώ ο άλλος ήταν σε όλα πολύ πρώτος από τους συνομήλικους του, το όνομα του ήταν Ατής. Αυτό τον Άτη λοιπόν φανερώνει το όνειρο ότι θα τον χάσει, αφού τον χτυπήσει σιδερένια αιχμή. Όταν ξύπνησε και το συλλογίστηκε, τρομαγμένος από το όνειρο πρώτα παντρεύει το γιο του (Για να τον συγκρατήσει από την αγάπη του στους πολέμους ή πιο πολύ για να εξασφαλίσει διάδοχο) και δεύτερο, ενώ συνήθιζε να εκστρατεύει επικεφαλής των Λυδών, δεν τον ξαναστέλνει πια πουθενά σε τέτοια αποστολή- αλλά και τα ακόντια και τα δόρατα κι όλα όσα μεταχειρίζονται οι άνθρωποι στον πόλεμο τα έβγαλε από τα διαμερίσματα των αντρών και τα σώριασε σε αποθήκες, μήπως κανένα από κει που ήταν κρεμασμένο έπεφτε πάνω στο γιο του.
35. Ενώ όμως ήταν απασχολημένος με τους γάμους του παιδιού του, φτάνει στις Σάρδεις κάποιος που τον είχε χτυπήσει βαριά συμφορά κι είχε μολυσμένα χέρια. Ήταν Φρύγας στην καταγωγή κι από τη βασιλική γενιά. Αυτός παρουσιάστηκε στο παλάτι του Κροίσου και παρακαλούσε να του κάνουν κάθαρση σύμφορα με τις συνήθειες τους, πράγμα που κάνει ο Κροίσος. Η κάθαρση που κάνουν οι Λυδοί και η κάθαρση που κάνουν οι Έλληνες είναι παρόμοιες. Όταν ο Κροίσος έκανε τα καθιερωμένα, τον ρωτούσε από πού ερχόταν και ποιος ήταν λέγοντας του• «Ξένε, ποιος είσαι κι από ποιο μέρος της Φρυγίας ήρθες κι έγινες ικέτης στην εστία μου; Ποιον άντρα ή ποια γυναίκα έχεις σκοτώσει;» Κι αυτός του απάντησε• «Βασιλιά, είμαι γιος του Γόρδιου, γιου του Μίδα κι ονομάζομαι Άδραοτος (Ο Αδραστος, άσχετος με το βασιλιά του Αργούς, είναι απόγονος της βασιλικής οικογένειας της Φρυγίας. Το όνομα του θυμίζει την «αναπόδραστη» μοίρα του). Επειδή σκότωσα, αν και χωρίς να θέλω, τον αδελφό μου, βρίσκομαι εδώ διωγμένος από τον πατέρα μου και στερημένος από όλα». Ο Κροίσος τότε του είπε• «Τυχαίνει να κατάγεσαι από φίλους και σε φίλους έχεις έρθει. Εδώ δε θα σου λείψει τίποτα, αν μείνεις μαζί μας- αλλά θα βγεις κερδισμένος, αν υποφέρεις τη συμφορά σου όσο γίνεται πιο ελαφρά».
36. Έμεινε λοιπόν στο παλάτι του Κροίσου. Στο διάστημα όμως αυτό παρουσιάζεται στον Όλυμπο της Μυσίας ένας αγριό χοιρος (Στις παραδόσεις των Ελλήνων γνωστοί είναι ο Ερυμάνθιος και ο Καλυδώνιος κάπρος, όργανα της οργής των θεών) τεράστιος. Κατεβαίνοντας από το βουνό αυτό κατέστρεφε τις καλλιέργειες των Μυσών και πολλές φορές τον κυνήγησαν οι Μυσοί, αλλά ενώ δεν μπορούσαν να του κάνουν κανένα κακό, πάθαιναν οι ίδιοι. Αναγκάστηκαν να πάνε στον Κροίσο αγγελιοφόροι των Μυσών που είπαν «Βασιλιά, ένας τεράστιος αγριόχοιρος παρουσιάστηκε στην περιοχή μας και καταστρέφει τις καλλιέργειες μας. Κάνουμε ό,τι μπορούμε να τον πιάσουμε, αλλά δεν το καταφέρνουμε. Σε παρακαλούμε λοιπόν να στείλεις μαζί μας το γιο σου και μερικούς διαλεχτούς νέους, για να τον διώξουμε από την περιοχή μας». Αυτά του ζήτησαν εκείνοι αλλά ο Κροίσος χωρίς να ξεχνά τι έλεγε το όνειρο, τους απάντησε• «Μην κάνετε κανένα λόγο πια για το γιο μου, γιατί δε θα τον στείλω μαζί σας. Μόλις έχει κάνει το γάμο του κι αυτός τώρα τον απασχολεί. Θα σας δώσω όμως μαζί σας μερικούς διαλεχτούς Λυδούς και ό,τι σχετικό με το κυνήγι έχω. Και θα παραγγείλω σ’ αυτούς που θα ‘ρθουν, να βοηθήσουν με τη μεγαλύτερη προθυμία να διώξετε από την περιοχή σας το θηρίο».
37. Αυτά τους απάντησε κι οι Μυσοί ικανοποιήθηκαν. Την ώρα εκείνη μπαίνει ο γιος του Κροίσου που είχε ακούσει την παράκληση των Μυσών. Κι όταν ο Κροίσος αρνήθηκε να στείλει μαζί τους το γιο του, το παλικάρι του λέει: «Πατέρα, τα καλύτερα και πιο σπουδαία πράγματα για μένα ήταν πρώτα να παίρνω μέρος και να ξεχωρίζω στους πολέμους και στα κυνήγια (Το κυνήγι με τις δυσκολίες του στην αρχαιότητα εξισώνεται με τον πόλεμο). Τώρα όμως μ’ έχεις αποκλείσει κι από τα δύο αυτά, χωρίς να παρατηρήσεις σ’ εμένα καμιά δειλία ή καμιά απροθυμία. Με ποια μάτια θα με βλέπουν να πηγαίνω και να έρχομαι από την αγορά;
Ποιος θα νομίσουν οι πολίτες πως είμαι και ποιος κι η γυναίκα μου, που είναι νιόπαντρη;
Ποιος θα νομίσει πως είναι ο άντρας που ζει μαζί της; Άφησε με λοιπόν να πάω στο κυνήγι ή πες μου κάτι να με πείσεις πως αυτό που κάνουμε είναι το καλύτερο» (Ωραίο παράδειγμα ευγένειας και φιλοτιμίας).
38. Ο Κροίσος του απαντά• «Παιδί μου, δεν τα κάνω αυτά, επειδή ανακάλυψα σ’ εσένα κάποια δειλία ή κάτι άλλο ανάξιο. Αλλά ένα όνειρο που είδα στον ύπνο μου μου είπε ότι δε θα ζήσεις πολύ, γιατί θα χαθείς από σιδερένια αιχμή. Γι’ αυτό το όνειρο λοιπόν βιάστηκα να σε παντρέψω και δε σε στέλνω εκεί που σε ζητούν σε προφυλάγω μήπως μπορέσω και σε ξεκλέψω όσο εγώ είμαι ζωντανός (Ο Κροίσος πιστεύει ότι δεν μπορεί να πολεμήσει τη μοίρα και γι’ αυτό θέλει ν’ απομακρύνει, αν μπορέσει, το κακό σε χρόνο που ο ίδιος δε θα ζει πια). Δεν έχω κι άλλο παιδί, μόνο εσένα. Τον άλλο, έτσι που είναι ανάπηρος στ’ αυτιά, δεν τον λογαριάζω πως τον έχω».
39. Τότε του είπε ο νέος• «Έχεις δίκιο, πατέρα, να θέλεις να με προφυλάξεις, αφού είδες τέτοιο όνειρο• αυτό όμως που δεν πρόσεξες, αλλά το όνειρο σου το έκρυψε, είναι σωστό να σου το φανερώσω εγώ. Είπες ότι το όνειρο σου λέει πως θα χάσω τη ζωή μου από σιδερένια αιχμή. Ποιά όμως είναι τα χέρια που έχει ο αγριόχοιρος και ποιά η σιδερένια αιχμή που εσύ φοβάσαι; Αν σου έλεγε ότι θα πάω από δόντια ή από κάτι άλλο σχετικό μ’ αυτόν, τότε ήταν σωστό να κάνεις ό,τι κάνεις• τώρα όμως σου λέει από αιχμή. Μια και η μάχη μας δε γίνεται με άντρες, άφησε με».
40. Και η απάντηση του Κροίσου• «Να που βρήκες, γιε μου, τρόπο και με νίκησες, έτσι όπως εξήγησες το όνειρο. Κι αφού με νίκησες αλλάζω γνώμη και σε αφήνω να πας στο κυνήγι» (Πρόσεξε πόσο παρασύρεται ο Κροίσος. Κυριολεκτικά απομωραίνεται).
41. Μόλις τα είπε αυτά ο Κροίσος κάλεσε τον ‘Αδραστο το Φρύγα κι όταν ήρθε του είπε• «Εγώ χτυπημένο από μια βαριά συμφορά, για την οποία δε σε κατηγορώ, σε εξάγνισα και σε δέχτηκα στο σπίτι μου και ξοδεύω ό,τι σου χρειάζεται. Τώρα λοιπόν έχεις χρέος να μου ανταποδώσεις με καλό τα καλά που σου έχω κάνει• έχω ανάγκη να γίνεις φύλακας του γιου μου στο κυνήγι που πηγαίνει, μήπως στο δρόμο παρουσιαστούν τίποτα εγκληματίες κακοποιοί θέλοντας το κακό σας. Εκτός από αυτό όμως, πρέπει κι εσύ να πας εκεί όπου θα δοξαστείς με τα κατορθώματα σου, πράγμα που το έχεις από τους προγόνους σου- αλλά και η προσωπική δύναμη δε σου λείπει».
42. Και του λέει ο Άδραστος• «Βασιλιά, με άλλη προϋπόθεση, δε θα ήθελα να πάω σ’ έναν τέτοιο αγώνα. Ούτε είναι σωστό κουβαλώντας μια τέτοια συμφορά να βρεθώ ανάμεσα σε συνομήλικους μου ευτυχισμένους• ούτε, να σου πω, έχω και τη διάθεση κι από πολλές απόψεις θα το απόφευγα. Αλλά τώρα, επειδή το ζητείς εσύ και πρέπει να σου κάνω τη χάρη -έχω υποχρέωση να σου ανταποδώσω το καλό— είμαι πρόθυμος να το κάνω κι εσύ να είσαι ήσυχος ότι ο γιος σου, που μου αναθέτεις τη φύλαξη του, θα γυρίσει απείραχτος χάρη στο φύλακα του».
43. Αφού έδωσε αυτή την απάντηση στον Κροίσο, ξεκίνησαν έπειτα έχοντας μαζί τους διαλεχτούς νέους και σκυλιά. Έφτασαν στο βουνό Όλυμπο κι έψαχναν για το θηρίο, που όταν το βρήκαν το περικύκλωσαν κι άρχισαν να του ρίχνουν ακόντια. Οπότε ο ξένος, ναι, αυτός που είχε καθαριστεί από το φονικό αίμα, αυτός ο Άδραστος, ρίχνοντας το ακόντιο του δεν πετυχαίνει τον αγριό χοιρο, βρίσκει όμως το γιο του Κροίσου. Αυτός χτυπημένος από την αιχμή εκπλήρωσε το νόημα του ονείρου. Κάποιος έτρεξε να φέρει την είδηση στον Κροίσο κι όταν έφτασε στις Σάρδεις του είπε τα σχετικά με το κυνήγι και το τέλος του γιου του.
44. Ο Κροίσος συγκλονίστηκε από το θάνατο του παιδιού του και θεωρούσε το κακό ακόμα μεγαλύτερο, γιατί τον σκότωσε αυτός που ο ίδιος είχε εξαγνίσει από το φόνο. Αλλοφρονώντας από το κακό που τον βρήκε καλούσε σπαρακτικά το Δία των καθαρμών και διαμαρτυρόταν για τα δεινά που του έκανε ο ξένος.
Τον καλούσε σπιτικό και συντροφικό, ονομάζοντας έτσι τον ίδιο θεό. Τον έλεγε σπιτικό, γιατί δέχτηκε στο σπίτι του τον ξένο και δεν πήρε είδηση ότι έδινε τροφή στο φονιά του παιδιού του• τον έλεγε συντροφικό, γιατί ενώ τον είχε στείλει ως φύλακα, τον βρήκε σαν το μεγαλύτερο εχθρό του.
45. Ήρθαν έπειτα οι Λυδοί φέρνοντας το νεκρό κι ακολουθούσε πίσω ο φονιάς του. Στάθηκε αυτός μπροστά στο νεκρό κι απλώνοντας τα χέρια του παραδόθηκε στον Κροίσο, φωνάζοντας να τον σφάξει επάνω στο νεκρό κι αναφέροντας την πρώτη δυστυχία του κι ότι πια κι αυτός δεν ήταν για ζωή, αφού, σαν να μην έφτανε το πρώτο φονικό, είχε σκοτώσει κι αυτόν που τον είχε εξαγνίσει. Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Κροίσος, καταλυπήθηκε και τον Άδραστο κι ας είχε πέσει ο ίδιος σε τόσο μεγάλη συμφορά δική του και του λέει• «Ξένε μου, πήρα από σένα όλη την εκδίκηση, αφού καταδικάζεις τον εαυτό σου σε θάνατο. Της συμφοράς μου αυτής δεν είσαι εσύ ο ένοχος, παρά μόνο κατά το ότι την εκτέλεσες ακούσια. Είναι ασφαλώς κάποιος θεός που με προειδοποίησε για ό,τι ήταν να γίνει». Έτσι λοιπόν ο Κροίσος έθαψε, όπως ταίριαζε, το γιο του, ενώ ο ‘Αδραστος του Γόρδιου, γιου του Μίδα, αυτός ακριβώς που έγινε ο φονιάς του αδελφού του και φονιάς του εξαγνιστή του, όταν έφυγαν οι άνθρωποι κι έγινε ησυχία στον τάφο, νιώθοντας πως είναι από όλους τους ανθρώπους που ήξερε ο πιο βαριά χτυπημένος από τη συμφορά σφάχτηκε επάνω στο μνήμα.
Οι Πέρσες κυριεύουν τις Σάρδεις
84. Να, πώς πάρθηκαν οι Σάρδεις. Όταν ξημέρωσε η δέκατη τέταρτη μέρα που ο Κροίσος ήταν πολιορκημένος, ο Κύρος φέρνοντας ιππείς στο στράτευμα του, έκανε προκήρυξη ότι θα δώσει δώρα σ’ όποιον ανέβαινε πρώτος το τείχος. Ύστερ’ απ’ αυτό, έγιναν απόπειρες του στρατού αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οπότε ένας Μάρδος (Οι Μάρδοι ήταν μια νομαδική περσική φυλή), που λεγόταν Υροιάδης, προσπαθούσε ν’ ανεβεί από το σημείο εκείνο της ακρόπολης όπου δεν ήταν κανένας φρουρός, επειδή δεν υπήρχε φόβος να κυριευτεί ποτέ από αυτό το μέρος. Γιατί εκεί η ακρόπολη είναι απόκρημνη και δεν πολεμιέται. Από αυτό μόνο το μέρος ο παλιός βασιλιάς των Σάρδεων Μήλης δεν είχε περάσει το λιοντάρι (Το λιοντάρι ήταν ιερό ζώο του Σάνδωνα, λυδικού θεού του ήλιου (αντίστοιχου με τον Ηρακλή), που ο μύθος θέλει να πει ίσως ότι προστάτευε την πόλη) που του είχε γεννήσει η παλλακή του, ενώ οι Τελμησσείς (Τελμησσείς, κάτοικοι της αρχαίας πόλης Τελμησσού της Λυκίας, φημισμένοι για το μαντικό τους χάρισμα) έδωσαν γνώμη πως αν το λιοντάρι περάσει γύρω-γύρω το τείχος, οι Σάρδεις θα γίνουν απόρθητες. Ο Μήλης όμως ενώ το πέρασε από όλο το μήκος του τείχους απ’ όπου η ακρόπολη μπορούσε να πατηθεί, το σημείο αυτό το παρέλειψε, γιατί το θεώρησε ότι συνδύαζε το απολέμητο με το απόκρημνο• είναι το μέρος της ακρόπολης που βλέπει προς τον Τμώλο (Βουνό στα νότια των Σάρδεων). Αυτός λοιπόν ο Υροιάδης ο Μάρδος είχε δει την προηγούμενη μέρα κάποιο Λυδό να κατεβαίνει από αυτό το σημείο της ακρόπολης, για να πάρει την περικεφαλαία του που είχε κυλήσει από ψηλά και τελικά την πήρε- στοχάστηκε το πράγμα και το ‘βαλε στο νου του. Ανεβαίνει λοιπόν αυτός τότε κι αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν κι άλλοι Πέρσες (Από το ίδιο μέρος, που το θεωρούσαν απόρθητο, κυριεύτηκε η πόλη τους αργότερα το 213 π.Χ.). Ανέβηκαν πολλοί κι έτσι οι Σάρδεις πάρθηκαν και λεηλατήθηκε όλη η πόλη (Εννοείται η πόλη μέσα στην Ακρόπολη και η κάτω πόλη).
85. Και να, ποια ήταν η μοίρα του ίδιου του Κροίσου. Είχε κι ένα γιο, που τον ανέφερα και πιο μπροστά, μια χαρά παιδί σε όλα μόνο που ήταν βουβός. Στις μέρες της ευτυχίας που είχε περάσει ο Κροίσος είχε κάνει το παν γι’ αυτόν. Ανάμεσα στα πολλά που έκανε, είχε στείλει και στους Δελφούς για να πάρει χρησμό γι’ αυτόν και η Πυθία του είπε: «Της Λυδίας γόνί, βασιλιά πολλών ανθρώπων, τρισανόητε Κροίσε. Μην εύχεσαι ν’ ακούσεις στα παλάτια σου την πολυπόθητη φωνή του παιδιού σου που θα μιλά. Πολύ πιο καλό είναι για σένα αυτό να μη γίνει. Γιατί θα πρωτομιλήσει σε μέρα δύστυχη».
Την ώρα λοιπόν που έπαιρναν το τείχος, ορμά κάποιος Πέρσης που δε γνώρισε τον Κροίσο, για να τον σκοτώσει. Ο Κροίσος μέσα στη συμφορά του τον έβλεπε αδιάφορα να έρχεται καταπάνω του και δεν τον ένοιαζε να τον χτυπήσουν και να πεθάνει. Ο γιος του όμως ο βουβός, όταν είδε τον Πέρση να ορμά, από το κακό και την τρομάρα του έβαλε τις φωνές λέγοντας• «Άνθρωπε, μη σκοτώνεις τον Κροίσο». Αυτό είπε πρώτα κι έπειτα πια μιλούσε για όλα του τα χρόνια.
Ο Κροίσος στη φωτιά
86. Κυρίεψαν (Το 546 π.Χ.) λοιπόν οι Πέρσες τις Σάρδεις κι έπιασαν τον Κροίσο ζωντανό, αφού βασίλεψε δεκατέσσερα χρόνια, πολιορκήθηκε δεκατέσσερις μέρες κι έβαλε τέλος στη δική του μεγάλη αρχή σύμφωνα με το χρησμό. Τον πήραν και τον πήγαν στον Κύρο. Αυτός έβαλε κι έστησαν μεγάλη φωτιά κι ανέβασε επάνω τον Κροίσο δεμένο και δεκατέσσερις νέους μαζί τον. Ο σκοπός του ήταν είτε να τους προσφέρει σε κάποια θεότητα σαν διαλεχτή θυσία, είτε γιατί ήθελε να κάνει προσευχή είτε ακόμα και γιατί ακούγοντας πως ο Κροίσος ήταν θεοσεβής τον ανέβασε στη φωτιά για να δει αν θα τον έσωζε κάποιος θεός, ώστε να μην καεί ζωντανός. Αυτά λοιπόν έκανε. Ο Κροίσος τώρα ανεβασμένος πάνω στη φωτιά, ενώ βρισκόταν σε τόσο μεγάλη δυστυχία, θυμήθηκε τα λόγια του Σόλωνα, πόσο ήταν ειπωμένα με έμπνευση θεού, ότι «κανένας από όσους ζουν δεν είναι ευτυχισμένος». Όταν λοιπόν ήρθε στο νου του αυτό το πράγμα, ενώ ήταν σιωπηλός, αναστέναξε βαθιά και είπε τρεις φορές τ’ όνομα του Σόλωνα. Όταν τ’ άκουσε ο Κύρος, έβαλε τους διερμηνείς να ρωτήσουν τον Κροίσο ποιος ήταν αυτός που φώναζε κι αυτοί πήγαν κοντά του και του έκαναν την ερώτηση. Ο Κροίσος όταν τον ρώτησαν στην αρχή σώπαινε, ύστερα όμως όταν τον πίεσαν, είπε• «Είναι αυτός, που εγώ θα προτιμούσα να μιλούσαν μαζί του οι βασιλιάδες παρά να έχουν πολλά χρήματα». Αυτά όμως δεν είχαν γι’ αυτούς νόημα και τον ξαναρώτησαν τι εννοούσε. Επειδή όμως επέμεναν και τον ενοχλούσαν, τους λέει ότι παλιά κάποτε τον επισκέφτηκε ο Σόλων, που ήταν Αθηναίος, και αφού είδε όλα τα καλά του τα περιφρόνησε• του είπε λόγια τέτοια που βγήκαν όλα έτσι ακριβώς που τα είχε πει. Και δεν τα έλεγε μόνο για εκείνον αλλά για κάθε άνθρωπο και μάλιστα γι’ αυτούς που έχουν την ιδέα πως είναι ευτυχισμένοι. Αυτά έλεγε ο Κροίσος κι η φωτιά ήταν αναμμένη κι έβγαζε φλόγες ολόγυρα. Και ο Κύρος όταν άκουσε από τους διερμηνείς αυτά που είπε ο Κροίσος, άλλαξε γνώμη. Σκέφτηκε ότι ενώ κι ο ίδιος ήταν άνθρωπος, πήγαινε να παραδώσει ζωντανό στη φωτιά έναν άλλο άνθρωπο, που δεν ήταν κατώτερος του στην ευτυχία. Εκτός απ’ αυτό, φοβήθηκε μήπως πληρώσει κι ο ίδιος. Τίποτα από τα ανθρώπινα δεν είναι ασφαλισμένο συλλογίστηκε και διάταξε να σβήσουν αμέσως τη φωτιά που άναβε και να κατεβάσουν τον Κροίσο και τους άλλους. Αυτοί παρά τις προσπάθειες τους δεν μπορούσαν πια να νικήσουν τη φωτιά.
87. Τότε, λένε οι Λυδοί, ο Κροίσος κατάλαβε το μετάνιωμα του Κύρου. καθώς έβλεπε κάθε άνθρωπο να προσπαθεί να σβήσει, τη φωτιά και να μην μπορούν να τη σταματήσουν, κι επικαλέστηκε τον Απόλλωνα με φωνή μεγάλη, αν κάποτε του είχε κάνει δώρο ευπρόσδεκτο, να του παρασταθεί και να τον σώσει από το κακό που τον είχε βρει. Παρακαλούσε το θεό με κλάματα και ξαφνικά, από ξαστεριά και γαλήνη που ήταν, μαζεύτηκαν σύννεφα και ξέσπασε θύελλα και πέφτοντας βροχή ορμητική έσβησε τη φωτιά. Έτσι πια βεβαιώθηκε ο Κύρος ότι ο Κροίσος ήταν και των θεών αγαπητός και άνθρωπος ενάρετος• τον κατέβασε από τη φωτιά και τον ρώτησε• «Κροίσε, ποιος άνθρωπος σου έβαλε τη γνώμη να εκστρατεύσεις κατά της χώρας μου και να γίνεις από φίλος εχθρός μου;» Κι αυτός είπε• «Βασιλιά, εγώ τα έκανα αυτά για τη δική σου ευτυχία και τη δική μου δυστυχία• αίτιος γι’ αυτά είναι ο θεός των Ελλήνων που με ξεσήκωσε να κάνω την εκστρατεία. Γιατί κανένας δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να προτιμήσει τον πόλεμο από την ειρήνη. Γιατί στην ειρήνη τα παιδιά κάνουν την ταφή των γονιών τους, ενώ στον πόλεμο οι γονείς των παιδιών. Αλλά αυτά οι θεοί θέλησαν να γίνουν έτσι».
88. Αυτά είπε ο Κροίσος, Ο Κύρος αφού του έλυσε τα δεσμά, τον κάθισε κοντά του και του φερόταν με πολύ μεγάλο σεβασμό• και τον θαύμαζαν και ο ίδιος και όλοι οι γύρω του. Αυτός ήταν ήσυχος, βυθισμένος στις σκέψεις του. Ύστερα όταν στράφηκε και είδε τους Πέρσες να καταστρέφουν την πόλη των Λυδών, είπε• «Βασιλιά, να σου πω τι σκέφτομαι ή τώρα πρέπει να σωπαίνω;» Ο Κύρος του είπε να λέει με θάρρος ό,τι θέλει. Τον ρώτησε λοιπόν και του είπε: «Τι είναι αυτά που κάνει με τόση προθυμία όλο αυτό το πλήθος;» Του απάντησε: «Λεηλατεί την πόλη σου και κουβαλεί τους θησαυρούς σου». Κι ο Κροίσος του είπε πάλι: «Ούτε τη δική μου πόλη λεηλατούν ούτε τους θησαυρούς μου-είναι δικά σου όσα κουβαλούν από δω κι από κει».
89. Ο Κύρος σκέφτηκε σοβαρά ό,τι του είπε ο Κροίσος κι αφού είπε ν’ απομακρυνθούν οι άλλοι, τον ρώτησε τι παρατηρούσε σε όσα γίνονταν που είχε συνέπειες γι’ αυτόν. Κι εκείνος είπε• «Αφού οι θεοί έδωσαν να γίνω δούλας σου, κρίνο) δίκαιο, αν βλέπω κάτι παραπάνω από ό,τι εσύ. να σου το λέω. Οι Πέρσες; είναι αλαζονικοί αλλά είναι φτωχοί. Αν λοιπόν εσύ δε δώσεις σημασία κι αρπάξουν και κάνουν δικά τους πολλά χρήματα, να τι είναι πιθανό να σου κάνουν όποιος από αυτούς πάρει στην κατοχή του τα περισσότερα, να περιμένει πως θα επαναστατήσει. Κάνε λοιπόν αν σου αρέσει, ό,τι λέω, το εξής. Βάλε φύλακες η κάθε πύλη από τους δορυφόρους σοι κι αυτοί ας λένε σ’ αυτούς που κουβαλούν και βγάζουν τα πράγματα ότι είναι ανάγκη να βγει απ’ αυτά το δέκατο για το Δία. Έτσι κι εσύ δε θα γίνεις μισητός παίρνοντας τους με τη βία τα πράγματα και. εκείνοι θα τ’ αφήσουν με το θέλημα τους αναγνωρίζοντας ότι ενεργείς δίκαια».
Ο Κροίσος στέλνει στο μαντείο των Δελφών
90. Ευχαριστήθηκε εξαιρετικά ο Κύρος ακούγοντας τα, βρίσκοντας ότι τον συμβούλευε σωστά. Τον επαίνεσε πάρα πολύ κι αφού έδωσε εντολή στους δορυφόρους του να εκτελέσουν ό,τι συμβούλεψε ο Κροίσος του είπε- «Κροίσε, επειδή έχεις την πρόθεση σαν βασιλιάς να ενεργείς και να μιλάς φρόνιμα, ζήτησε μου να σου δώσω ό,τι θέλεις και θα γίνει αμέσως». Ο Κύρος τον ρώτησε για ποιο λόγο έκανε αυτό το παράπονο και γιατί τον παρακαλούσε. Ο Κροίσος είπε άλλη μια φορά όλα τα σχέδια του και τις απαντήσεις των μαντείων και πιο πολύ τ’ αφιερώματα του και την εκστρατεία του κατά των Περσών που τον ξεσήκωσε να κάνει ο χρησμός. Και λέγοντας τα αυτά κατάληξε πάλι στην παράκληση να του επιτρέψει να κατηγορήσει το θεό γι’ αυτό το πράγμα. Ο Κύρος του είπε γελώντας- «Θα το έχεις, Κροίσε, και τούτο από μένα και ό,τι άλλο θα σου χρειάζεται κάθε φορά». Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Κροίσος, στέλνει κάποιους Λυδούς στους Δελφούς με την εντολή ν’ αποθέσουν τα δεσμά στο κατώφλι του ναού και να ρωτήσουν, αν δε νιώθει καθόλου ντροπή που ξεσήκωσα με τους χρησμούς τον Κροίσο να εκστρατεύσει κατά των Περσών, για να καταλύσει τάχα το κράτος του Κύρου και δείχνοντας τα δεσμά να του πουν «Να, ποια εκλεκτά λάφυρα πήρε απ’ αυτό. Αυτά να ρωτήσουν κι ακόμα αν στους θεούς της Ελλάδας έχει ισχύ ο νόμος της αχαριστίας».
91. Όταν έφτασαν λοιπόν οι Λυδοί και έλεγαν τις εντολές που είχαν, η Πυθία λένε πως είπε τα εξής• «Τη μοίρα που του έχει οριστεί είναι αδύνατο και ο θεός ακόμα να την ξεφύγει. Ο Κροίσος πλήρωσε το έγκλημα του πέμπτου πρόγονου του, που ενώ ήταν δορυφόρος των Ηρακλειδών ακολουθώντας τη δολερή συμβουλή μιας γυναίκας σκότωσε τον κύριο του και πήρε τ’ αξιώματα εκείνου, που καθόλου δεν του ανήκαν. Κι ενώ προσπάθησε βέβαια ο Λοξίας να ξεσπάσει η συμφορά των Σάρδεων στους απογόνους του Κροίσου κι όχι σ’ εκείνον, δεν μπόρεσε ν’ αλλάξει ό,τι είχαν ορίσει οι Μοίρες. Μια μικρή υποχώρηση τους την πέτυχε και του την παραχώρησε- καθυστέρησε δηλαδή την άλωση των Σάρδεων τρία χρόνια. Να το ξέρει αυτό ο Κροίσος, ότι αιχμαλωτίστηκε τρία χρόνια αργότερα από ό,τι ήταν γραμμένο. Εκτός από αυτό τον βοήθησε και όταν ήταν στη φωτιά. Αλλά και σχετικά με το χρησμό που πήρε, δεν έχει δίκιο να κατηγορεί ο Κροίσος. Γιατί ο Λοξίας (Συνήθως το εξηγούν από το ότι ο Απόλλωνας έδινε λοξούς δηλ. διφορούμενους χρησμούς ή και ατελείς, όπως εδώ, υπολογίζοντας στην εξυπνάδα των ανθρώπων) του προφήτεψε αν εκστρατεύσει κατά των Περσών, θα καταλύσει μεγάλο κράτος. Σχετικά μ’ αυτό έπρεπε, αν ήθελε ν’ αποφασίσει σωστά, να στείλει και να ρωτήσει ποιο κράτος εννοεί, το δικό του ή τον Κύρου. Αφού δεν κατάλαβε ό,τι ειπώθηκε κι αφού δεν ξαναρώτησε, να θεωρεί ένοχο τον εαυτό του. Και το τελευταίο που ο Λοξίας του είπε για τον ημίονο, όταν του ζήτησε χρησμό, ούτε αυτό δεν το κατάλαβε. Ημίονος δηλαδή ήταν ο ίδιος ο Κύρος, γιατί είχε γεννηθεί από γονείς όχι από το ίδιο έθνος, αλλά από μητέρα ανώτερη και κατώτερο πατέρα• η μητέρα του δηλαδή καταγόταν από Μήδους κι ήταν κόρη του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη, ενώ ο πατέρας του ήταν Πέρσης, υποδουλωμένος σ’ εκείνους κι ενώ ήταν κατώτερος της σε όλα είχε πάρει σύζυγο την κυρία του». Αυτά απάντησε η Πυθία στους Λυδούς κι αυτοί τα μετάφεραν στις Σάρδεις και τ’ ανάφεραν στον Κροίσο. Τ’ άκουσε αυτός κι αναγνώρισε ότι το λάθος ήταν δικό του κι όχι του θεού.
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ
ΙΓΝ Μ. ΣΑΚΑΛΗΣ
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΑΛΙΚΑΡΝΗΣΣΕΟΣ ΙΣΤΟΡΙΗΣ ΑΠΟΔΕΞΙΣ Ο κόσμος του Ηρόδοτου Ά ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘΗΝΑ