Κείνα τα χρόνια, στα κύτταρα του εγκεφάλου ελλοχεύανε πολλές αξύπνητες δραστηριότητες. Τις ακριβοφύλαγες, χωρίς να τις υποπτεύεσαι. Η αφύπνισή τους δεν είχε ακόμα ωριμάσει… Ψήλωνε ο άνθρωπος. Αποκτούσαν τα όργανά του, το καθένα χωριστά, τις ικανότητες που τους είχαν προκαθοριστεί, συνηθισμένες καθημερινές, μικρής ή μεγαλύτερης σημασίας… τα πόδια να περπατούνε πια αβοήθητα, τα χέρια να κρατούνε και να χειρίζονται τα επικίνδυνα: μαχαίρια, ψαλίδια, μπαλτάδες, τουφέκια, σπαθιά, δρεπάνια… και κανένας, καμιά μάνα να μην τους τα παίρνει πια από τα χέρια.
Τώρα ξέρανε ποιες δουλειές κάνανε και πως τις κάνανε. Ποιόν σπαθίζανε και ποιόν πυροβολούσαν. Είχαν συμπληρώσει τις σχετικές σπουδές τους. Μένανε όμως αρκετά ακόμη κύτταρα με ασυμπλήρωτη την ωρίμανσή τους. Αυτά έχουν πολύ μακρύ το χρόνο της ολοκλήρωσης των σπουδών… Απαιτούνται γι’ αυτό υποτροφίες απανωτές, πολλές και δύσκολες προϋποθέσεις και συμπτώσεις, που θα τα κεντρίζουν να δείξουν την ύπαρξή τους. Κι αν μάλιστα δεν υπάρξουν οι προϋποθέσεις, θα μείνουν ως το τέλος ναρκωμένα, ανεκδήλωτα. Αλλά πάλι δε θα πεθάνουν. Θα τα κληρονομήσουν τα παιδιά τους ή τα παιδιά των παιδιών τους, καμιά φορά τα κύτταρα προτιμούν να ξυπνήσουν στην τρίτη γενεά κι ατόφιος τότε φανερώνεται ο πρόγονος.
Πριν από εκατό περίπου χρόνια ζούσε ένας άνθρωπος με πολύ ευσυγκίνητη ψυχοσύνθεση. Το πιο απαραίτητο αντικείμενο που κρατούσε στην τσέπη του, να το ’χει πρόχειρο, για να το βρίσκει εύκολα, ήτανε το μαντήλι του. Τα δάκρυα παραμόνευαν κάτω από τα βλέφαρα. Εδάκρυζε στο διάβασμα της «Κυρίας μα τας καμέλιας», στας «Δύο ορφανάς», και πιο πλούσια στην παράσταση της «Τραβιάτας». Και ο δακρυσμός του ήταν ολονύχτιος, όταν αναθίβανε τις σφαγές των συντοπιτών του από τους Τούρκους. Απόδιωχνε τις τέτοιες αθηβολές για εκείνα τα αυγουστιάτικα βράδια, που τα συνόδευε με το: «… πού να πάνε και να μη γυρίσουν…», τότε που η πόλη ολόκληρη, σου λένε, μύριζε πυρπολούμενα σπίτια και πυρπολούμενες ανθρώπινες σάρκες.
Ακολούθησαν κι άλλα χρόνια και δίσεχτα και διαποτισμένα από χαρούμενες συγκινήσεις. Όχι από τρανταχτά γεγονότα, επαναστάσεις άγριες και σκοτωμούς. Να, το μικρό διαβάζει κοντά στο πετρελαιολαμπάκι την καταδίκη του Σωκράτη ή παίζει στο βιολάκι του Σούμπερτ… Τα μάτια που ακούνε βρέχονται όπως στα χρόνια του ξεσηκωμού… Και στη συνέχεια κείνο το μικρό απόκτησε παιδιά, και τα παιδιά άλλα παιδιά, εγγόνια, με άλλους προσανατολισμούς.
Χαίρονταν πάντα ή λυπούνταν οι καρδιές, μα τα προγονικά κύτταρα μένουνε πάντα ναρκωμένα. Δηλαδή μοιάζανε αποξενωμένα από την τέχνη, σχεδόν αδιάφορα για τα παθητικά βιβλία και τους παθητικούς συνδυασμούς των ήχων… ωστόσο τα κύτταρα κείνα τα ωραία ζούσαν, κληρονομούνταν και περιμένανε.
Και χθες το απόγευμα τα κοιμισμένα κύτταρα αφυπνίστηκαν. Από τις παλιές μυσταγωγίες εκείνων των προ προπαππούδων γύρω από το νυχτερινό πετρελαιολαμπάκι, αναστήθηκαν κληρονομημένα κύτταρα. Που ανοίγουν μάλιστα πιο διάπλατα τις πόρτες της τέχνης. Κείνο το παλιό εγγονάκι με τα ευλογημένα επιδέξια χεράκια, που έπαιζε τη σερενάτα του Σούμπερτ στο βιολάκι του, παρέα με το μουσκεμένο μαντηλάκι του παππού… σήμερα πεθαμένο είναι. Άγνωστο τους επίγονους. Χαμένο στην αλληλουχία των ετών, των καινούργιων εξελίξεων, ξένο των νέων καταστάσεων και εικόνων… ζούσε όμως στα κύτταρα, μεταπηδώντας από εγκέφαλο σε εγκέφαλο. Και τα ανεκδήλωτα δάκρυα των απληροφόρητων απογόνων κι αυτά ζούσαν, κληρονομούνταν και περιμένανε…
Και χθες το απόγευμα θα γίνονταν οι επιδείξεις των νεαρών ταλέντων στην «Αίθουσα της Δημοκρατίας» με τις κλιμακηδόν αμφιθεατρικές κερκίδες, με τα μαξιλάρια, με παρόντες τους επισήμους. Τους καθηγητές των Ωδείων, τους πρυτάνεις και, φυσικά τους γονείς και κηδεμόνες των ταλαντούχων.
Ήρθε και η σειρά ενός παιδιού που είχε περίεργο όνομα: «Ραδάμανθυς»!
-Πώς το είπαν; Ρωτούσαν στην αίθουσα οι κυρίες, η μία μετά την άλλη.
-Νομίζω, Ραδάμανθυς…
-Τί όνομα είναι αυτό… περίεργο…
-Σε μας είναι άγνωστο. Στα παλιά χρόνια το χρησιμοποιούσαν. Είναι από την παλιά μυθολογία της Κρήτης.
Και καθώς το παιδί, με το παράξενο όνομα, έπαιζε εκείνα τα παθητικά και τα πονεμένα του Σοπέν, υγράνθηκαν τα μάτια των γονιών και των γιαγιάδων. Είχε αναδυθεί μαζί με τα δάχτυλα του παιδιού και κείνος ο ευσυγκίνητος χαμένος κόσμος των δακρύων.
Τώρα ο φωτισμός της αίθουσας ήταν περίλαμπρος από τα ηλεκτρικά πολύφωτα. Η ατμόσφαιρα ευάρεστη από τους κλιματισμούς, μόνο τα δάκρυα ήταν τα ίδια από τα αφυπνισμένα κύτταρα. Πολλές δεκαετίες υπομόνευαν ως να ’ρθει η ώρα τους. Όλα φυλάσσονται κι όλα ξαναανασταίνωνται. Δυο γενιές είχαν μεσολαβήσει με δάχτυλα αποξενωμένα από το περπάτημα στα πλήκτρα. Λύνανε λογαριασμούς μαθηματικούς. Καταστρώνανε σχέδια. Είχαν εργαστεί και στην οικοδόμηση της «Αίθουσας της Δημοκρατίας». Λένε πως σε ώρες ξεκούρασης γράφανε και σονέτα και ελεγείες… ίσως.
Οι αρχαιολόγοι διηγούνται πως στις ανασκαφές που είχαν κάμει προ ετών και ανακάλυψαν το μικρό ανάκτορο της Κνωσσού, είχαν βγει στο φως γούρνες με αγωγούς του νερού. Με το μάρμαρό τους φαγωμένο από τα πόδια των πανάρχαιων επισκεπτών και των σταμνιών τους. Πατούσαν με τα πόδια τους, ακουμπούσαν τα δοχεία… είχε βγει στο φως όλο το πανάρχαιο υδραυλικό σύστημα και μάλιστα πολύ φθαρμένο από την πολυχρόνια χρήση. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν εκείνη η ανακάλυψη και η εξερεύνηση… Τακτοποιήθηκαν οι χώροι. Απομακρύνθηκαν τα χώματα και οι πέτρες. Καθαρίστηκαν οι αποξηραμένοι αγωγοί και οι εργάτες τράβηξαν για τα καλύβια τους ν’ αναπαυτούν από το μόχθο της μέρας. Ικανοποιητικά είχε κυλήσει η μέρα με την ολοκλήρωση του μικρού ανακτόρου και την ανακάλυψη του υδραυλικού συστήματος.
Αλλά, ω του θαύματος! Την επαύριο η γούρνα ήταν γεμάτη νερό. Το υγρό στοιχείο ύστερα από χιλιετηρίδες είχε ξαναμπεί στη δουλειά. Η παραπλανημένη από τους απανωτούς σεισμούς νερένια βάδιση είχε ξαναμπεί στη τροχιά της…
Χθες λοιπόν το απόγευμα, στην κατάμεστη «Αίθουσα της Δημοκρατίας» κελάρυσαν παθητικά οι υποβλητικοί τόνοι από τις αναστημένες συγχορδίες του Σοπέν και τρία ζευγάρια μάτια υγράνθηκαν. Οι πηγές των δακρύων είχαν κι αυτές ξαναβρεί την παλιά τους πορεία. Την ίδια που έκαναν οι πρόγονοι ακούγοντας τη σερενάτα του Σούμπερτ τις χειμωνιάτικες νύχτες, που ο φτωχός φωτισμός από τις λάμπες του πετρελαίου σκίαζε τα πρόσωπα, μόνιμα εξάλλου σκυθρωπά από την αίσθηση της τούρκικης σκλαβιάς, που αγκάλιαζε ακόμη όλη τη ζωή του νησιού.
Αθήνα 22-7-1979
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-1988)
Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων.
Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο.
Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε.
Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ.
Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα.
Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα.
Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου.
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Παπαγεωργίου Κώστας, «Έλλη Αλεξίου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.168-217. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, Σιμόπουλος Ηλίας, «Δασκαλάκη Έλλη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Φωσκαρίνης Θ., «Βιογραφία» (Έλλης Αλεξίου), Έλλη Αλεξίου · Μικρό αφιέρωμα, σ.291-294. Αθήνα, Καστανιώτης, 1979, του ιδίου, Δοκίμιο χρονογραφίας για την Έλλη Αλεξίου. Αθήνα, Καστανιώτης, 1982, και χ.σ., «Αλεξίου Έλλη», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).