
Ο Μιχάλης Τζανάκης στο βιβλίο του «Μια νύχτα μόνο» (2023, εκδόσεις Ραδάμανθυς) διασχίζει τα Σφακιά, την Πόμπια Ηρακλείου, το Ρέθυμνο, εμπλέκει γένη και γενιές, τραμπαλεύεται με τον χρόνο για έναν σκοπό. Να πετάξει μια μποτίλια στο πέλαγος, να φύγει από το νησί του ναυαγού συγγραφέα, να φτάσει – αρκεί και σε έναν αναγνώστη – το μήνυμα για την ατομική ελευθερία. Να δείξει τις συμπληγάδες πέτρες που συνθλίβουν την ελευθερία αυτή. Ο ένας βράχος φτιαγμένους από τους αφεντάδες και ο άλλος από την ίδια την κοινωνία, ίσως δηλαδή και από εμάς τους ίδιους που προσπαθούμε να τις διασχίσουμε.

Στο βιβλίο αυτό δεν θα δείτε γραμμένες τις λέξεις αυτές καθαυτές. Πουθενά δεν γράφει «ελευθερία του ατόμου», όμως φωνάζει, τα ακούς καθαρά, δεν το διαβάζεις, για την ελευθερία στην ζωή μας, στις πράξεις και τα συναισθήματα μας. Όταν ακούς φωνές από ένα κείμενο που διαβάζεις, πρόσεξέ το λίγο παραπάνω!
Στη διάρκεια της ανάγνωσης θα καταλήξεις κατ’ ελάχιστον, στη θαυμάσια πλοκή της ζωής των πρωταγωνιστών, η οποία προσαυξάνεται με ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία. Αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, ή – ας το πούμε καλύτερα- γεωμετρικά αυξανόμενο το ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα.

Αλήθεια, πόσο χρειάζεται η κατανόηση της σημασίας που έχει η ατομική ελευθερία καθώς και ο προσδιορισμός των στοιχείων που την περιορίζουν; Πόσο χρειάζεται η τεκμηρίωση των περιορισμών αυτών τόσο από τις αποφάσεις τρίτων όσο και από τις εσωτερικές, δικές μας αποφάσεις οι οποίες βαρύνονται από τα κοινωνικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις;
Η απάντηση του «πόσο χρειάζεται» δίνεται από τον τίτλο του βιβλίου: «Μια νύχτα μόνο». Μια νύχτα όμως με προϋποθέσεις, όχι μια οποιαδήποτε νύχτα. Μόνος σου με την απαραίτητη φόρτιση εσένα του ίδιου όσο και του δωματίου ή των πραγμάτων του χώρου.. Να σκύψεις στο γενόμενο συναίσθημα και την γνώση, όπως ακριβώς κατέγραψε ο συγγραφέας των επιστολών που διαβάζεις, να νιώσεις τις πονεμένες ψυχές εκείνες που βίωσαν την απώλεια της ατομικής του ελευθερίας. Ναι! Με αυτές τις προϋποθέσεις, χρειάζεσαι «Μια νύχτα μόνο»!!

Ο Μιχάλης ο Τζανάκης εισέρχεται σε αυτήν την πνευματική αναζήτηση ξεκινώντας από τους περιορισμούς των ατομικών ελευθεριών που πηγάζουν από το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον. Η περιγραφή του τόπου καταγωγής του Νικηφόρου, (τα Σφακιά), και του τόπου που προσδιορίζει το κέντρο του βιβλίου (την Πόμπια, που τυγχάνει και τόπος καταγωγής του ίδιου του συγγραφέα), ξεκινά με την όμορφη πλευρά της ζωής των κρητικών. Βήμα – βήμα, όμως, εμφανίζεται το μαύρο σύννεφο, των αυστηρών κοινωνικών συνθηκών και των βίαιων κανόνων. Έτσι είναι η Κρήτη. Εκεί, υπερβολικά αγαπούν, υπερβολικά μισούν, υπερβολικά προσβάλλονται, υπερβολικά ζουν. Συμβιβασμός; Άγνωστη λέξη. Ο κώδικας ζωής είναι ένας και μοναδικός. Δεν έχει συμβιβασμούς, δεν έχει εναλλακτική επιλογή. Και τούτα βεβαίως για ασήμαντους λόγους. Η υπερβολή, ο κώδικας συμπεριφοράς, οι αμείλικτοι κανόνες τιμωρίας, οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, αναβλύζουν συχνά–πυκνά στις σελίδες του βιβλίου, και οριοθετούν ανεπαίσθητα, με απόλυτη σαφήνεια, τι σημαίνει περιορισμός της ατομικής ελευθερίας από την ίδια την κοινωνία ή αν θέλετε από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ακολουθούν, τα ιστορικά γεγονότα του Διχασμού, της Μικρασιατικής Καταστροφής, της Γερμανικής Κατοχής για να συνδεθούμε και με τον δεύτερο πυλώνα περιορισμού των ελευθεριών μας. Εκεί, η άρχουσα τάξη, αποφασίζει για τον λαό, και τον καθοδηγούν με «επιχειρήματα» σε Διχασμούς, Εμφυλίους και Μεγάλες Ιδέες. Πόσοι άνθρωποι, διψασμένοι για ζωή, θυσιάστηκαν για τον επιπόλαιο μεγαλοϊδεατισμό, αυτοκαταστροφικό, που συντήρησαν κάποιοι ως εχέγγυο εθνικής αυθυπαρξίας και αναγέννησης. Εβδομήντα χρόνια η μεγάλη Ιδέα του Κωλέττη, εκείνου ντε, που εξόρισε τη Μαντώ την Μαυρογένους, που ζητούσε την εκτέλεση του Κολοκοτρώνη, που επιδίωξε την δολοφονία του Ανδρούτσου, εκείνου του πολιτικού, μα και πρωθυπουργού, ειδικευμένου στη διαφθορά και τη νοθεία, εκείνου η Ιδέα εξακολουθούσε να ταλανίζει το νεοπαγές κράτος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του.

Σ’ αυτό τοι περιβάλλον πλέει το μυθιστόρημα του Μιχάλη Τζανάκη, εκεί μέσα γεννιούνται και πεθαίνουν έρωτες, και φιλίες, λουλούδια που έπρεπε ν’ ανθίσουν, να μοσχοβολούν, μα τι κρίμα, λόγω των εξωτερικών αυτών παραγόντων, μαράθηκαν κι έσβησαν νωρίς, άδοξα… Άδοξα για τον πολύ τον κόσμο, ένδοξα για τους λίγους που ξέρουν. Πως αλήθεια ν’ ανθίσει μια ζωή μέσα στον κυκεώνα των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, μέσα από διχασμούς κι εμφύλιους, εν μέσω προδοτών και χαφιέδων, από σχεδιασμούς χωρίς τον υπολογισμό της ζωής των άλλων.
Ο Μιχάλης Τζανάκης, γι’ αυτό μετακινείται γοργά στον χρόνο, από τους Τούρκους, στον Διχασμό, στην Μικρά Ασία, στην Γερμανική κατοχή, όπως θα μπορούσε και για τον Εμφύλιο και την Δικτατορία. Κινείται γοργά, καθώς δεν επιθυμεί να καταδείξει μια λεπτομερή ιστορική ανάλυση, αλλά την επανάληψη των ίδιων δεινών ξανά και ξανά λες και φυσικό φαινόμενο πως είναι, σαν τον ερχομό του γκρίζου χειμωνιάτικου καιρού. Με έξυπνο τρόπο, στην ενότητα της Μικρασιατικής καταστροφής, επιλέγει καλούς φίλους να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα (βενιζελικοί και βασιλικοί) και να χάνονται, αναζητώντας τον λόγο, αναδεικνύοντας το άτοπο και το άδικο του Διχασμού. Το ίδιο μέτρο και στην ενότητα της Γερμανικής Κατοχή, ώστε να αναδείξει την διαφορά της αντίστασης προς τον εχθρό και της διχόνοιας μεταξύ των Ελλήνων, θα έλεγα και του κόσμου όλου…
Τελικά βλέποντας τους δύο πυλώνες του βιβλίου, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες, βλέπεις καθαρά πως η βία δια του πολέμου, και η βία δια του κοινωνικού περιορισμού ή αποκλεισμού, είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος: Βία. Αυτή κατατρώγει τα σωθικά των ανθρώπων και διαλύει τις ψυχές τους. Αυτό φωνάζει γράφοντας ο συγγραφέας, από την αρχή του βιβλίου ως το τέλος ελπίζοντας σε έναν τουλάχιστον αναγνώστη που διαθέτει δέκτη, και έχει και τις προϋποθέσεις να μετασχηματιστεί σε πομπό, για να συνεχίσει το μήνυμα. Τόσα λίγα θέλουν οι άξιοι συγγραφείς και ποιητές. Τίποτα παραπάνω

Προτροπές
Θα σας πρότεινα να αναζητήσετε το αδιέξοδο του Νικηφόρου, της Ειρήνης και της Άννας και πως αυτό μετουσιώθηκε σε έναν άνισο αγώνα. Να μάθετε την σοφία της κυράς Κατίγκως, να ψηλαφίσετε την απώλεια του Νικολή και του Βασίλη. Να πάτε και στους τόπους που διαδραματίζονται οι ρόλοι, στην Πόμπια, στον Άγιο Γεώργιο, τον πολιούχο της, που τόσες φορές προστάτευσε το χωριό, και που κάθε χωριανός είχε την εικόνα του στο σπίτι του. Τη Γούλα Βρύση, την Παναγιά την Καληωρίτισσα (καλή ώρα), τη θέα του κάθετου βράχου Γιωματά και τον όγκο των Αστερουσίων ή μήπως τον κάμπο της Μεσσαράς;
Να διαβάσετε για τις «ψυχαρίδες», τα «ψυχάρια» μας, οι ψυχές των δικών μας προγόνων, που έπρεπε να αφήνουμε να πετούν σιμά μας. Πως τα σόχωρα δεν είναι χωράφια σπαρμένα, η μποστάνια, μα τα μέρη κοντά στα σπίτια που διανυκτέρευαν τα ζώα τους… Πως αν έκλεβες την νιά, και συμφωνούσε, επισπεύδονταν ο γάμος, χωρίς προίκα για ποινή αν όμως εκείνη διαφωνούσε σιμά ήταν το φονικό. Να δούμε πως έβαφαν με ασβέστη, τους τοίχους σαν ερχόταν η Μεγάλη βδομάδα. Το κάψιμο του Ιούδα την περιφορά του επιταφίου με τις μαυροφορεμένες κοπέλες να ακολουθούν και να ψέλνουν τα Άγια Πάθη. Τις μπατανίες που κρατούσαν την υγρασία του χειμώνα, τα μπαούλα και τα σιδερένια κρεβάτια που είχαν τόσα στολίδια και χειροτεχνήματα. Τα στιβάνια και τις μπεζ κρητικές βράκες–σαλβάρια, το πουκάμισο με το γιλέκο και την κρεμαστή αλυσίδα που συνήθως οδηγούσε σε κάποιο ρολόϊ…
Να δούμε έξω τα λουλούδια της άνοιξης, το επερχόμενο θέρος, τον τρύγο, το ξεμέλιασμα από τις χιλιάδες πήλινες σκάφες με το πυρινοκίτρινο θυμαρίσιο μέλι. Να δούμε και το χρώμα της Κρήτης που ήταν κόκκινο και μαύρο. Μόλις κοκκίνιζε το χώμα από ζεστό αίμα, τότε οι γυναίκες φορούσαν τα μαύρα με μαντήλι, που έκρυβε ακόμα μέχρι και το στόμα… Να δούμε και την ιστορία μας και τα καμώματα μας, ξανά και ξανά, μήπως και λάβουμε την φώτιση, να ξέρουμε τι πρέπει απ’ αυτήν να κρατήσουμε και τι να μην επαναλάβουμε. Μήπως και αλλάξουν τα χρώματα της Κρήτης σταθερά και μόνο φωτεινά.
Κωστής Σταυρουλάκης
Χανιά 16 Ιουνίου 2025
