Οι πάντε αίστησες – Αγγελική Μπεμπλιδάκη

Από το τεύχος 11 του περιοδικού Ραδάμανθυς

Το περιοδικό των Εκδόσεων Ραδάμανθυς (τεύχος 11)

«Όταν κλείσω τα μάτια για να ξαναχαρώ μια χώρα, χιμούν και μου τη φέρνουν κι οι πέντε μου αίστησες, οι πέντε γιομάτοι στόματα απλοκαμοί του κορμιού μου. Χρώματα, φρούτα, ….μυρωδιές από περιβόλια, από βρωμερά στενοσόκακα, από μασκάλες. Χιόνια απέραντα με γαλάζιες αναλαμπές. Καυτές, κυματιστές αμμούδες που κουνιούνται στον ήλιο. Κλάματα, φωνές, τραγούδια και μακρινά κουδούνια μούλας, καμήλας ή τρόικας….», γράφει ξεκινώντας το ταξίδεμά του στις χώρες της απώτατης Ανατολής ο αγαπημένος μου Νίκος Καζαντζάκης. Και λίγο παρακάτω: «Δεν έρχουμαι για να καταλάβω…. Έρχουμαι για να χορτάσω τις πέντε μου αίστησες. Δεν είμαι κοινωνιολόγος – δόξα σοι ο Θεός! –μήτε φιλόσοφος, μήτε τουρίστας… Η Κίνα για μένα είναι ένα καινούργιο λιβάδι όπου θα βοσκήσουν οι πέντε μου αίστησες».

Δεν τόχα καταλάβει εξ αρχής. Τα πρώτα μου ταξίδια άχρωμα, άνευρα, άγευστα  σε κοντινές χώρες της Ευρώπης, ωστόσο έγιναν στα χρόνια της αθωότητας και γι’ αυτό με εντυπωσίαζαν και με ευχαριστούσαν. Όσο να πεις έβλεπες και κάτι ντις καινούργιο κι αλλιώτικο. Ώσπου μια μέρα σε ένα γραφείο είδα ένα  περιοδικό ανοιγμένο σε μια σελίδα που έδειχνε μια παράξενη χώρα της Αφρικής. Ρώτησα την  άγνωστη που το μελετούσε.

-Γιατί διαβάζεις γι’ αυτό το εξωτικό μέρος;

-Εγώ και η παρέα μου οργανώνομε  ταξίδι σ αυτήν την χώρα, μου απάντησε.

-Ταξίδι;

 Και με λαχτάρα, που δεν την περίμενα, που δεν ξέρω από πού βγήκε.

-Με παίρνετε; Ρώτησα.

Έτσι άρχισαν όλα.  Μια  μαγική περίοδος ξεκίνησε όπου εγώ η ανισόρροπη και επιβαρυμένη από βάρη σωματικά αλλά και από ανασφάλειες και φόβους ψυχικούς, αποφάσισα να γευτώ αυτό που κατά βάθος λαχταρούσα και που ως τότε μου φαινόταν αδύνατο κι ακατόρθωτο.

Αλήθεια! Τα κατάφερα. Να, σαν που μας λέει ο μεγάλος Κρητικός, να γευτώ και να χορτάσω τις πέντε μου αίστησες.

Μπορώ να ξεχάσω τη σημαδιακή στιγμή  στο Ετόσα Παρκ; Μια τεράστια λέαινα μπροστά μου με όλη της την βασιλική επιβλητικότητα κι εγώ απέναντί της ένα  ανθρωπάκι καθισμένο σένα αυτοκίνητο, χωρίς προστατευτικό. Αντί να υποκλιθώ στην μεγαλειότητά της, τόλμησα να την κοιτάξω κατάματα. Μου αντιγύρισε το βλέμμα. Με κοίταξε καλά, με μέτρησε από πάνω ως κάτω. Μα φαίνεται πως με βρήκε φτενή κι αχαμνή. Και πως δεν άξιζα να μου χαλαλίσει τίποτα περισσότερο από αυτήν την μια και μοναδική ματιά. Εγώ, ανυπεράσπιστη,  περίμενα να μου χιμήξει. Μα ούτε γι’ αυτό με είχε άξια. Με κοίταξε άλλη μια φορά και μετά με απαξίωση σχεδόν ανθρωπινή,  μου γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε ήσυχα και ατάραχα για τα λιβάδια και τα κυνήγια που έκρινε πως άξιζαν στην μεγαλοσύνη της.

Ή μήπως μπορώ να ξεχάσω την γεύση που είχε το τσάϊ, στην μέση της Νουβικής ερήμου; Ο ήλιος να πυρπολεί την κίτρινη ψιλή άμμο κι ο  αέρας να την στροβιλίζει, να την στοιβάζει σε μικρές θίνες και να την στέλνει να γεμίσει από τα ρούχα  μέχρι και τις ακρότατες πτυχές   του σώματός μας. Στην μέση του πουθενά, μακριά από άλλους ανθρώπους κι άλλες κατοικίες αυτή η σαθρή καλύβα φτιαγμένη από ξύλα παλιών δέντρων. Οι κακοπαθημένοι κάτοικοί της δεν την έχτισαν. Ακούμπησαν τα ξύλα το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτό το παράξενο στοίβαγμα έφτιαξε ένα καλυβάκι. Βάλανε κι ένα κρεβάτι στη μέση. Κι από πάνω μια ψευτοσκεπή που χρησίμευε  σαν μπαούλο και σαν ερμάρι, μια που στον τόπο αυτό ποτέ δεν βρέχει. Εκεί  ήταν ακουμπισμένα κι όλα τα σύνεργα του νοικοκυριού που δεν ήταν πρώτης ανάγκης

Δίκτυο ηλεκτροφωτισμού και νερού,  ούτε κατά διάνοιαν. Το φως του ήλιου και της σελήνης ήταν η δικιά τους ΔΕΗ. Και σε μια άκρη δυο σκουριασμένες και κακοπαθημένες κανίστρες γεμισμένες   από πηγάδια, – ποιος ξέρει από τι βάθος! Ποιος ξέρει από πόση απόσταση! -υποκαθιστούσαν το καλύτερο δίκτυο ύδρευσης και το πιο δροσερό πηγάδι. Οι ρακένδυτοι ένοικοι μας καλοδέχτηκαν. Με αξιοπρέπεια μας έβαλαν να καθίσουμε στον γυμνό σομιέ σαν νάταν ο πολυτελέστερος καναπές και μετά έφτιαξαν τσάι για να μας φιλέψουν-γιατί ο ξένος είναι και στα μέρη τους, ιερός.

Το ακριβότερο πιοτό μας χάρισαν. Απόσταγμα από τα φύλλα της καρδιάς ανθρώπων αναγκεμένων, που μοιράστηκαν  με χαρά το τίποτα που τους ανήκε.

Κι  άλλα κι άλλα.

Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τους βρυχηθμούς των λιονταριών και των αγριόσκυλων, ένα βράδυ σε μια κατασκήνωση που κοιμηθήκαμε πάνω στο χώμα. Το πρωί όμως ξυπνώντας δεν σχολιάσαμε τα αιλουροειδή που όλο το βράδυ μας περιτριγύριζαν και τον όποιο φόβο που μας δημιούργησαν, παρά πως το ροχαλητό της υπέργηρης συντρόφου μας της κας Ζωής, που με νεανική ζέση και λαχτάρα επέμενε να μας ακολουθεί μέχρι το τελευταίο χωριό, μέχρι το πιο μικρό καλυβάκι κατάφερε να ξεπεράσει  κι αυτόν  ακόμα τον βρυχηθμό των λιονταριών. Ο αρχηγός σχολίασε στεγνά: Λιοντάρια, κα Ζωή, σημειώσατε δύο.

 Τα  βαριά βήματα των ρινόκερων που γέμιζαν τις  νύχτες κι ανακατεύονταν με τα  όνειρά μας εκεί κάπου στην ώρα που ο ύπνος προσπαθούσε να μας τυλίξει με τα υφάδια του.

Μα και στην μύτη μου την δυνατή αποφορά βαρβατίλας που πλημμύριζε την ατμόσφαιρα και πλανιόταν σαν ένα σύννεφο πάνω από την  ακτή του Ατλαντικού  όπου εκατοντάδες αρσενικοί θαλάσσιοι λέοντες ξαπλωμένοι πάνω στα βράχια της πάλευαν, κάποιες φορές μέχρι τον θάνατο, για να κερδίσουν τα θηλυκά των ονείρων τους.

Και το χέρι μου ακόμα μερμιδήζει  από το χάιδεμα εκείνης της γυναίκας που εξαντλημένη, ξαπλωμένη στην άκρη του δρόμου,  περίμενε  τον θάνατο. Η γάμπα της χωρούσε μέσα στην παλάμη του ενός μου χεριού και δεν είχε κουράγιο ούτε για να ζητιανέψει. Μα σαν της έδωσα το περισσευούμενο φαγητό μας, βρήκε την δύναμη να μου αγγίξει το χέρι για ένα ευχαριστώ.

Ναι, οι αίστησες μου χάρισαν ακριβές αναμνήσεις. Τέτοιες που να ταρακουνούν το μυαλό και να αναταράσσουν την καρδιά. Ακριβές και αλησμόνητες. Μόνο που οι γιομάτοι στόματα απλοκαμοί του κορμιού μου, μοιάζουν αχόρταγοι. Μόνιμα πεινασμένοι, παραδέρνουν πέρα δώθε και αποζητούν συνέχεια, καινούργια τροφή.

                                Μπεμπλιδάκη Αγγελική


Στηρίξτε τις πολιτιστικές δραστηριότητες των Εκδόσεων Ραδάμανθυς με μία δωρεά μέσω του Paypal

Σχολιάστε