Από το τεύχος 11 του περιοδικού των Εκδόσεων Ραδάμανθυς
Ο μεγάλος ποιητής της Αλεξάνδρειας, «ο ποιητής σκεπτικιστής, συμβολικός κατά την ευτυχεστέραν της λέξεως έκδοσιν, με αληθή ποιητικήν φλόγαν μέσα του, με … μελαγχολική τινα ζωήν και κάποιαν ειρωνικήν πικρίαν»[1] ήδη από την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα προκάλεσε μεγάλες διαμάχες για το νεοτερικό και μοναδικό χαρακτήρα τόσο της ποιητικής τεχνικής όσο και της θεματικής του. Ο Παλαμάς, ένας από τους πιο φανατικούς σύγχρονους πολεμίους του, δεν δίστασε να αναρωτιέται δημοσίως αν ήταν πράγματι ποιητής ο Καβάφης, συμπληρώνοντας«μάλλον για ρεπορτάζ από τους αιώνες μοιάζουνε τα γραφτά του. Σκίτσα ιδεών, που πάνε να γίνουν καλά τραγούδια, αλλά παραμένουν ημιτελή σχεδιάσματα». Και πράγματι αυτός ο θεωρούμενος πολύ σπουδαίος σήμερα ποιητής, ως νέος δεν ονειρευόταν εξαρχής το «ποιητικόν στάδιον» για το μέλλον του.
Το 1883 σε επιστολή του στην «εξαδέλφη και νονά» του Αμαλία Πάππου αποκαλύπτει ότι οραματίζεται το «πολιτικόν ή το δημοσιογραφικόν στάδιον». Εκείνη με βεβαιότητα τον αποτρέπει, επισημαίνοντάς του αφενός ότι δεν είναι κατάλληλος για τέτοιες εργασίες και αφετέρου υποδεικνύοντάς του τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα και κερδοφορία του εμπορίου και των τραπεζικών απασχολήσεων.[2]
Ο Κωνσταντίνος, εικοσαετής την εποχή αυτή, παραλαμβάνει την επιστολή σε μια εποχή που έχει ήδη φοιτήσει στο λύκειο «Ερμής», εμπορική σχολή της Αλεξάνδρειας. Έχει προηγηθεί ο θάνατος του πλούσιου βαμβακέμπορου πατέρα του (1870), που συνεπαγόταν μεγάλα οικονομικά προβλήματα για την οικογένεια. Αυτά εξανάγκασαν τη μητέρα και τους μικρότερους γιους να μετεγκατασταθεί στο Λίβερπουλ (1872), στο Λονδίνο (1874) και μετέπειτα στην Κων/πολη στη γενέτειρα της Χαρίκλειας Καβάφη, μητέρας του ποιητή, όπου γνώρισε τον παππού του και κάποια άλλα μέλη της μητρικής οικογένειας.
Μετά την επάνοδο στην Αλεξάνδρεια, η φοίτηση στην εμπορική σχολή είναι ενδεικτική πιθανόν των οικογενειακών υποδείξεων και οραμάτων. Τους εμπόρους προφανώς τους εκτιμούσε και ο ίδιος, για να επικαλείται την ιδιότητα αυτή όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τον Ξενόπουλο.[3] Ταυτοχρόνως τα περισσότερα από τα αδέλφια του, ακόμη και εκείνα που διακρίνονταν από πνευματικά ενδιαφέροντα, απασχολούνταν σε εμπορικές δραστηριότητες, στενά συνδεδεμένες με αγγλικές εμπορικές εταιρείες στην Αίγυπτο και όχι μόνο.
Ο ίδιος, Άγγλος υπήκοος και όταν κατοικούσε στην Αίγυπτο,[4] άρχισε να προβληματίζεται για θέματα ελληνικά, ενώ παρακολουθούσε τα δημοσιεύματα στην αγγλική και ελληνική επικαιρότητα. Παρόλα αυτά μετά το πέρασμα του από την Κων/πολη λέγεται ότι σταδιακά όλο και περισσότερο ένοιωθε και σκεφτόταν ως Έλληνας. [5]Χωρίς να ασπάζεται το χαρακτηρισμό «greek» για το άτομό του,[6]δήλωνε ευθαρσώς ότι «η ανθρωπότης δεν έχει – ιδιότητα τιμιωτέραν, από εκείνην του «Ελληνικού».[7]

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον τύπο, το 1891, τη χρονιά που πέθανε ο δευτερότοκος αδελφός του Πέτρος 41 ετών,[8] δημοσίευσε άρθρα και στα αγγλικά και στα ελληνικά, επιδιώκοντας την προβολή των απόψεών του για τα δίκαια του ελληνισμού. Αυτά χαρακτηρίζονται πρωτίστως από επικαιρότητα,[9] ο λόγος του είναι ήπιος και οι απόψεις τεκμηριωμένες, μάλλον φιλελληνικές παρά αντιβρετανικές,[10] όπως φαίνεται στον αμερόληπτο αναγνώστη και σήμερα ακόμη. Δεν ήταν τα μοναδικά άρθρα του, αφού το 1893 (στις 13.11) δημοσίευσε επίσης ένα άρθρο για τον Σαίξπηρ στην 1η σελίδα της εφημερίδας Κων/πολις, που θεωρείται μάλλον ερασιτεχνικά γραμμένο και σώζεται στο Αρχείο Καβάφη. Επιπροσθέτως έχουν σταχυολογηθεί άλλα δημοσιεύματά του, πιθανόν ενδεικτικά των δοκιών του στη δημοσιογραφία, στην Ομόνοια της Αλεξάνδρειας (21.4.1886), καθώς και στο περιοδικό «Κλειώ» της Λειψίας (15.12.1891).[11]
Η ενασχόληση του ποιητή με το θέμα των ελγινείων του Βρετανικού Μουσείου προκλήθηκε από λονδρέζικα δημοσιεύματα της εποχής. Συγκεκριμένα στο περιοδικό του Λονδίνου 19th century ο Frederick Harrison δημοσίευσε το 1890 ένα άρθρο για την ανάγκη επιστροφής των ελγινείων στο ελληνικό κράτος λόγω της μεγάλης για τους Έλληνες συμβολικής αξίας του Παρθενώνα και της Ακρόπολης. [12] Στο κείμενό του απάντησε ο πανίσχυρος διευθυντής του βρετανικού περιοδικού Sir James Knowles[13] με έωλα ψευδοεπιχειρήματα και υποτιμητική για την ελληνική πολιτεία και τους εκπροσώπους της διάθεση. Αυτό εξόργισε τον Καβάφη, που του απάντησε με δημοσίευμα στο ιταλικό αρχαιολογικό περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Rivista Quindicinale»,[14] το οποίο αναδημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνική» την 30ή Μαρτίου 1891, (κατά την αναφορά του ίδιου του Καβάφη στο επόμενο κείμενο του).[15] Στο άρθρο του μιλάει για το κίνημα που έχει δημιουργηθεί στην Αγγλία σχετικά με το θέμα της επιστροφής της συλλογής του Έλγιν, ενώ αποδίδει ευστοχία επιχειρημάτων και γενναιοψυχία στον Harrison, τον οποίο ο Knowles θεωρούσε «μοντέρνο δημαγωγό». Ο Καβάφης έβρισκε το άρθρο του Knowles «μεσκίνικο» ( = άθλιο) και φτωχό σε επιχειρήματα», πληκτικό χωρίς ενδιαφέρον ακόμη και για τους ενδιαφερόμενους για τα ελληνικά θέματα.
Στο κείμενό του ο Καβάφης υπερασπίστηκε την ενότητα της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε – με τα στοιχεία του Harrison – το ελγίνειο έγκλημα. Κατάγγειλε τους βανδαλισμούς του Έλγιν, που ο Knowles τον κατέτασσε μεταξύ των «ευεργετών της ανθρωπότητας», και συσχέτιζε άστοχα τα αρπαγμένα από τον Παρθενώνα μάρμαρα με τα ένδοξα τρόπαια των βρετανών στρατηγών στις κατεχόμενες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κύπρος, Ινδία).
Στο επιχείρημα του Harrison για το δυσμενές κλίμα στο Λονδίνο, ο Knowles αντέτεινε τις πιθανότητες πολεμικής ανάφλεξης στην Ελλάδα, εν μέσω της διαρκούς απειλής του Ανατολικού Ζητήματος, ισχυριζόμενος ότι σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να καταστραφούν τα γλυπτά, και συμπλήρωνε δεικτικά ότι οι ελληνικές ολιγόβιες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να τα εκποιήσουν έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων στο Βερολίνο ή στη Νέα Υόρκη, πιθανόν τεμαχισμένα και διαχωρισμένα μεταξύ τους. Ο Καβάφης εξοργίσθηκε με αυτές τις καταγγελίες, επικαλέστηκε την διενεργηθείσα από τους Έλληνες πολιτικούς θέσπιση ειδικών νόμων για την προστασία της ελληνικής αρχαίας κληρονομιάς και την ήδη συντελεσθείσα ίδρυση μουσείων φύλαξης των ευρημάτων των ανασκαφών στο μικρό, ευρωπαϊκό πια βασίλειο. Η αναφορά του Knowles περί αναμεμειγμένων ελληνικών πληθυσμών, που κατοικούν στην Ελλάδα, συνειρμικά παρέπεμψε τον Καβάφη στην πρόσφατα διατυπωμένη θεωρία του Fallmereyer, την οποία θεωρούσε απαράδεκτη επιστημονικά. Η επιχειρηματική διάσταση της οικονομικής απόδοσης της ελγίνειας εξαγοράς που από 14.000 λίρες στερλίνες απέδωσε πολλά εκατομμύρια στο βρετανικό κράτος επισφράγιζε κατά Καβάφη την «αβανταδόρικη σπέκουλα» του κειμένου του Knowles, που υποτιμούσε τον Byron και αγιοποιούσε τον Elgin. Εκπροσωπώντας τους Έλληνες ο Αλεξανδρινός αρθρογράφος τόνιζε «είμεθα κύριοι να διαθέσωμεν ως θέλομεν τα ημέτερα».

Ο πολύγραφος μελετητής του Καβάφη Fraser έχει επισημάνει ότι το άρθρο αυτό είναι το μοναδικό κείμενο του ποιητή που έχει δημοσιεύσει ο ίδιος στα αγγλικά. [16] Παρά την καλή γνώση της γλώσσας, που αποτελούσε δεύτερη γλώσσα του ποιητή, τόσο λόγω της μακρόχρονης παραμονής στην Αγγλία όσο και λόγω της διαρκούς χρήσης της στην οικογένεια και στις φιλικές του επικοινωνίες, ο Fraser διέκρινε ατοπήματα, που πιθανόν επιβεβαιώνουν ότι ο ίδιος ο Καβάφης το έγραψε απευθείας στα αγγλικά. Το 1963 με την πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης για τα «ελγίνεια» ο Fraser δημοσίευσε ξανά αυτά τα καβαφικά κείμενα και σε αγγλικά έντυπα.[17]
Το δεύτερο άρθρο έχει τίτλο «Νεώτερα περί των Ελγινείων μαρμάρων» και δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα «Εθνική» Αθηνών στις 29 Απριλίου 1891. Σε αυτό ο Καβάφης ξεκινά το κείμενό του λέγοντας προφητικά «Ο θάνατος των πολιτικών ή διεθνών ζητημάτων είναι η λήθη. Ευτυχώς το ζήτημα περί αποδόσεως των Ελγινείων μαρμάρων εις την Ελλάδα δεν πέπρωται ακόμη να λησμονηθή». Στη συνέχεια παρουσιάζει τα νέα επιχειρήματα, που ο Harrison κωδικοποίησε στη Δεκαπενθήμερη Επιθεώρηση του Λονδίνου σαν απάντηση στις επικρίσεις του Knowles. Η εξαγορά των αντικειμένων της συλλογής Έλγιν από τους Οθωμανούς δυνάστες και όχι από τους ίδιους του Έλληνες, η προστατευτική στάση των Ελλήνων για τα μνημεία τους, η βεβήλωση του μνημειακού χώρου της Ακρόπολης και οι ασχημίες του Έλγιν, το μηδαμινό ποσό της εξαγοράς, ο τονισμός της διάκρισης του εξαιρετικού μνημείου της Ακρόπολης από όλα τα άλλα πιθανά γλυπτά ή μνημεία που λεηλατήθηκαν και εξαγοράστηκαν, η σύγκριση με άλλα μνημεία – τοπόσημα του πολιτισμένου κόσμου καταγράφονται ευθαρσώς. Αναδημοσιεύει τις φράσεις του Harrison ότι «αι Αθήναι σήμερον είναι η καλλιτεχνική σχολή όλων των εθνών, όχι μέρος τι απώτατον και άγριον ομοιάζον το Βαγδάτιον…, κέντρον αρχαιολογικών σπουδών, είναι σχολή πολύ σπουδαιοτέρα του Λονδίνου». [18] Ο Καβάφης επίσης αναφέρει κείμενα σε άλλα βρετανικά (Daily Graphic) και ελληνικά (Σημαία») έντυπα, όπου βρήκαν απήχηση και συνηγόρους τα κείμενα του Harrison, σημειώνει την υποστήριξη των θέσεων του από προσωπικότητες του βρετανικού κοινοβουλίου και άλλες ομάδες, «εντίμους και «σπουδαίους πολιτικούς συλλόγους άνευ κομματικής αποχρώσεως, έτοιμους να «ενεργήσουν διάβημα τι εν τη Βουλή ή αλλαχού».
Παρόλα αυτά απαισιοδοξεί ο ποιητής για το όλο θέμα: «Παρά τας διαβεβαιώσεις ταύτας, δεν πιστεύω η Ελλάς να έχη πολλήν τύχην να επανίδη τας ωραίας γλυφάς του Παρθενώνος». Δικαιολογεί, μάλιστα, την απαισιοδοξία του γράφοντας ότι η έλλειψη γενναιότητας και η κυριαρχία του εγωισμού παρεμποδίζουν την υλοποίηση τέτοιων οραμάτων. Καταλήγει ωστόσο το δεύτερο άρθρο στην έκφραση ευγνωμοσύνης και της οφειλόμενης τιμής προς το Φρειδερίκο Χάρισον, «ου μόνον εκ μέρους των Ελλήνων, αλλά και εκ μέρους πάντων των ανεπτυγμένων ανθρώπων ως ο προσήκων μισθός των θαρραλέως τα ορθά λεγόντων».

Η φωνή του Καβάφη για τα ελληνικά δίκαια ξαναακούγεται το 1893 στις 9/21.4, οπότε δημοσιεύει στον «αντιτρικουπικό» Τηλέγραφο Αλεξανδρείας, όπου είχε απασχοληθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, ένα άρθρο με τίτλο «Το Κυπριακόν Ζήτημα». Αφορμή ήταν η έκδοση στα αγγλικά πραγματείας του Γεωργίου Σιακκαλή, μέλους του Κυπριακού Νομοθετικού Συμβουλίου, με τίτλο «Η Κύπρος και το Κυπριακόν Ζήτημα». Η πραγματεία και το άρθρο τονίζουν την απαράδεκτη βρετανική διαχείριση της Κύπρου 15 χρόνια μετά την «ενοικίασή» της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στους Βρετανούς. Ο ποιητής αναδεικνύει με στοιχεία ότι η αγγλική αποικιοκρατία ήταν πιο καταθλιπτική από την τουρκική σκλαβιά, καταγγέλλει την αύξηση των φόρων, την παντελή έλλειψη δημοσίων έργων στο νησί και καταλήγει στο αίτημα παραχώρησης της νήσου στην Ελλάδα, συμπληρώνοντας ότι «εν Μ. Βρετανία δεν εξέλειψαν εντελώς οι απόγονοι των ρεκτών ανδρών των αποδωσάντων την Επτάνησον». [19]
Και σε μεταγενέστερες περιόδους ο Καβάφης ασχολήθηκε με την Κύπρο, μάλιστα μελετούσε την ιστορία και τον πολιτισμικό της πλούτο, ενώ διατηρούσε στενούς δεσμούς με Κυπρίους που ζούσαν στην Αίγυπτο και αλληλογραφούσε με άλλους που ζούσαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου. Σε σχετική επιστολή, πιθανόν του 1931 έγραφε: «Σκέφτομαι και την Κύπρο όπου θα ήθελα να έλθω. Μελέτησα και έγραψα και αγαπώ την νήσον σας». Παρακάτω επισήμαινε: «Τους Βρεττανούς προσέξατε. Δεν είναι τόσον φιλελεύθεροι όσον φαίνεται. Διεκδικήσατε με φρόνησιν και τιμήν την εθνικήν λύτρωσιν».[20]
Το πνεύμα των προαναφερθέντων κειμένων έχει τροφοδοτήσει αρκετές συζητήσεις σχετικά με τη γενικότερη ιδεολογία του Κωνσταντίνου Καβάφη. Συγκεκριμένα ο Στρατής Τσίρκας σε αυτά τα κείμενα στήριξε την άποψή του για την αντιβρετανική στάση του ποιητή και τη μαχητική ιδεολογική του τοποθέτηση, συνδέοντάς την και με τη γενικότερη αντιτρικουπική και αντιβρετανική στάση πολλών ομογενών της Αιγύπτου κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.[21] Οι περισσότεροι, ωστόσο, άλλοι μελετητές διαφωνούν με την ερμηνεία του Τσίρκα και αναδεικνύουν στοιχεία για τη νηφαλιότερη θεώρηση της στάσης του ποιητή απέναντι στα θέματα αυτά.

Σε αντιδιαστολή προς τις απόψεις αυτές έχει υιοθετηθεί από άλλους μελετητές η αντίθετη άποψη. Βέβαια, η ευμενής διάθεση του Καβάφη απέναντι στη βρετανική κουλτούρα δεν επιβεβαιώνει πάντοτε την αντίστοιχη ευνοϊκή στάση του απέναντι στη βρετανική πολιτική. Εξάλλου το γεγονός ότι δεν ενδιαφερόταν να εγκαταλείψει τη βρετανική υπηκοότη-τα, στοιχείο επιβεβαιωμένο από τα αρχειακά ευρήματα, δεν επιβεβαιώνει την καβαφική επιδοκιμασία της βρετανικής πολιτικής συλλήβδην.
Πολλοί τονίζουν το θαυμασμό του Καβάφη για τον αγγλοσαξωνικό πολιτισμό, την κουλτούρα του οποίου είχε ιδιοποιηθεί και επικαλούνταν με σχετική έπαρση. Όταν ο Κων/νος Καβάφης βρισκόταν στην Κων/πολη έπαιρνε πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στη Βρετανία,[22] μελετούσε την βρετανική λογοτεχνία και ζητούσε επίμονα ενημέρωση για θέματα βρετανικής μόδας,[23] στοιχεία που επιβεβαιώνουν αφενός την προσωπική του φιλαρέσκεια και αφετέρου το ενδιαφέρον του για τις κοσμικές εξελίξεις στη Δύση. Εξέφραζε θαυμασμό για την ομορφιά των ανδρών Αγγλοσαξόνων,[24] «μιλούσε τα αγγλικά σαν εγγλεζόπουλο… Συνείθισε σε μια νοοτροπία που τον προετοίμασε να φαντάζεται τον εαυτό του σαν Άγγλο αριστοκράτη».[25] Όταν επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια, (1879), «ο Κωστάκης ήταν πια στη γλώσσα, στο ντύσιμο και στο φέρσιμο ένας μικρός Εγγλέζος», [26] κατά το βιογράφο του Μ. Περάνθη.

Τόνιζε την αγγλική μόρφωσή του και αργότερα στη δουλειά του μιλούσε κυρίως αγγλικά και ήταν συμπαθής στους Άγγλους. Μάλιστα έχει εκφραστεί η παρατήρηση ότι και τα ελληνικά τα μιλούσε με ελαφρά αγγλική προφορά. Γνώριζε τις στοιχειώδεις αραβικές λέξεις, για να συνεννοείται με τους υπηρέτες του, όπως όλοι οι Ευρωπαίοι, αλλά ο ίδιος πρόβαλλε, όταν χρειαζόταν, ότι μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και λίγα ιταλικά. [27] Έχει ήδη αναφερθεί η άνεσή του στη χρήση της αγγλικής γλώσσας, που χρησιμοποιούσε και στην οικογενειακή ακόμη αλληλογραφία,[28] ενώ σώζονται δυσμενείς κρίσεις των αδελφών του, όπως του Τζων, επίσης ποιητή και πρώτου μεταφραστή κάποιων ποιημάτων του Κων/νου, για τους Άγγλους. [29] Ο Κ. Καβάφης από το 1889 εργαζόταν στο Γραφείο Άρδευσης, αρχικά ως άμισθος, έπειτα ως έμμισθος υπάλληλος για 30 ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο αρνήθηκε μία θέση στο Λονδίνο, που του πρόσφερε ο αδελφός του και απέρριψε μια θέση κοντά στους «βασιλείς του βάμβακος», Χωρέμη και Μπενάκη, πιθανότατα για να διατηρήσει μεγαλύτερη ελευθερία στην προσωπική του ζωή.[30]
Υπάρχουν ορισμένοι, όπως ήδη λέχθηκε, που διακρίνουν διακρίνουν αντιβρετανική στάση τόσο το 1891 και 1893, όταν δημοσιεύονται τα άρθρα περί ελγινείων και Κύπρου, όσο και αργότερα. Νωρίτερα κατά τη δεκαετία του 1880, διάφορα γεγονότα του 1880 στην Αλεξάνδρεια[31] δικαιολογούσαν καταγγελίες των Ελλήνων της παροικίας εναντίον των Βρετανών, που αποτυπώνονται τόσο στις ενδοοικογενειακή αλληλογραφία όσο και στις φιλικές επιστολές του ποιητή. [32] Η αυξανόμενη μετά την διαμονή στην Κων/πολη σύνδεσή του με την ελληνικότητα επιβεβαιώνεται και από την προαναφερθείσα αρθρογραφία όσο και από την εμβάθυνσή του στην ιστορία της ελληνικής εγγύς ανατολής, εμφανή και στην ποίησή του. Αυτά όμως, όπως ήδη λέχθηκε, δεν αποτυπώνουν μένος εναντίον των Βρετανών, αλλά ευαισθητοποίηση σε θέματα ελληνικά.
Για τον Καβάφη η Ελλάδα δεν ήταν συγκεκριμένος τόπος, αλλά η επίδραση που απορρέει από τη φυλή του ανά τους αιώνες».[33] Δεν είχε ορισμένη πολιτική τοποθέτηση , έστω και αν κατά καιρούς υπέγραψε δηλώσεις πολιτικού περιεχομένου,[34] μάλλον για λόγους σκοπιμότητας. Δεν υπήρξε ποτέ υπέρμαχος ούτε της πολιτικής ούτε της θρησκείας,[35] όπως έχει γραφτεί. Δεν θέλησε να στρατευθεί σε περιόδους πολέμων,[36] που εκείνος προτιμούσε να απολαμβάνει ταξίδια στο εξωτερικό.[37] Όταν επισκεπτόταν την Αθήνα και τον ελλαδικό χώρο περιηγούνταν περισσότερο τα μνημεία, τα μουσεία και παρακολουθούσε τα θεάματα, επιζητούσε επαφές με διανοουμένους, απέφευγε την ενασχόληση με πολιτικές αναλύσεις και ενημερώσεις.[38] Για κείνον αυτό που είχε περισσότερο ενδιαφέρον ήταν το ελληνικό παρελθόν με τους αρχαίους θεούς και την ορθοδοξία και όχι η πολιτική ζωή, που επίσης έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των βιογράφων στο φόντο του εθνικού διχασμού και της Μικρασιατικής καταστροφής. [39] Όλα τα παραπάνω δείχνουν πρόδηλη συμπάθεια για τον ελληνικό κόσμο της εποχής, χωρίς να επιβεβαιώνουν εχθρότητα προς τη Βρετανία και την πολιτική της. [40]
Στην πορεία του χρόνου ο Καβάφης αναγνωρίζεται ως μεγάλος Έλληνας ποιητής, διχάζει και εντυπωσιάζει, αποκτά εχθρούς φανατικούς και θαυμαστές που πολλαπλασιάζονται παντού. Ο ίδιος αρχίζει να αξιολογεί αυστηρά τις δημιουργίες του και τα κείμενά του, αποποιείται τις πρώτες εκδεδομένες ποιητικές συλλογές και υιοθετεί την επιλεκτική δημοσίευση ποιημάτων σε «φέιγ βολάν» με την πρόθεση της διαρκούς επανεπεξεργασίας στην επιδίωξη της τελειότητας.[41] Τότε απαρνείται και την προγρνέστερη υπογραφή του Κ.Φ. Καβάφης, με την οποία δημοσίευσε τα περί «ελγινείων» άρθρα του και υιοθετεί οριστικά το Κ. Π. Καβάφης. [42]
Να σήμαινε άραγε αυτό ότι λόγω των αδυναμιών στη γραφή μπορεί να αποποιούνταν και τα κείμενα για την επιστροφή των «ελγινείων»; Αυτό δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, αν και ποτέ δεν αναφέρθηκε απαξιωτικά στην προγενέστερη αρθρογραφία του. Όμως η όλο και μεγαλύτερη εντρύφησή του στα θέματα του ελληνικού πολιτισμού, η συχνότερη επικοινωνία του με Έλληνες διανοουμένους οπουδήποτε επιβεβαιώνουν τη «διαχρονική ελληνικότητα» του Καβάφη.
Αν ο Καβάφης δεν γεννήθηκε ποιητής, αλλά έγινε με τα χρόνια, όπως λέγεται, για να πετύχει την τελική του φόρμα μετά την 1η δεκαετία του 20ου αιώνα, παράλληλα με πολύ μόχθο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του απέκτησε βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο, πρόβαλε τα μηνύματα και τις αξίες του με κάθε τρόπο, ποιητικό ή πεζό και από αυτή την άποψη τα κείμενα του 1891, 1893, αποτελούν προμηνύματα της «ελληνικής» του φωνής και των ελληνικών διεκδικήσεων προς το σύγχρονο κόσμο, ακόμη και σήμερα ανεκπλήρωτα και επίκαιρα.[43]

[1] Δημοσίευμα του Τσοκόπουλου στα Ολύμπια. Σχετικά βλ. Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός. Εκδόσεις Δωρικός (2η έκδοση ), σ. 135.
[2] Η επιστολή με ημερομηνία 22/11/1883 είναι πολλαπλώς δημοσιευμένη από όλους τους βιογράφους του Καβάφη. Σήμερα την έχουμε αναρτημένη στο Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση. GR-OF CA CA-SF02-S01-SS02-F20-SF003-0001 (1148), TITLE: // πολιτική ή δημοσιογραφία
[3] Μιχαήλ Περάνθη, σ. 178 – 180
[4] Αυτό είναι ενδεικτικό όχι μόνο από τις σχετικές βιογραφίες, αλλά και πάλι από τεκμήρια του Αρχείου Καβάφη, που προαναφέρθηκε.
[5] Robert Liddell, Καβάφης, βιογραφία. Εκδόσεις Γκοβόστης 2002, σ.119.
[6] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 73.
[7] Απόσπασμα από ποίημα , δημοσιευμένου το 1923. Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός Καβάφης. Κέδρος (3η έκδοση), 1980, σ. 22
[8] 17.3.1891, τοποθετείται ο θάνατος του αδελφού του και ο Στρατής Τσίρκας συνδέει τη δημοσίευση με την αντιβρετανική και αντιτρικουπική διάθεση του ποιητή λόγω των μέτρων που είχαν ληφθεί για την απαγόρευση εισαγωγής ελληνικών καπνών στην Αίγυπτο και των περιορισμών των κατοχικών αρχών εναντίον των Ελλήνων.
[9] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 118.
[10] Robert Liddell, Καβάφης …, σ.119
[11] Στρατής Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 133.
[12] Christofer Hitckens, Τα ελγίνεια μάρμαρα πρέπει να επιστραφούν. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1988, σ. 129 – 131. Σχετικά με τα κείμενα Harrison
[13] Το περιοδικό αυτό η βασίλισσα της Ολλανδίας αποκάλεσε 4η εξουσία του βρετανικού κράτους και ο διευθυντής του James Knowles δεξιωνόταν σπίτι του τη βασίλισσα Βικτωρία. Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 135
[14] «Rivista Quindicinale» της Αλεξάνδρειας έτος Γ, τεύχος 10.4.1891, σ. 60 – 61
[15] Και το κείμενο αυτό και τα επόμενα που ακολούθησαν σήμερα είναι πολυδημοσιευμένα τόσο σε έντυπα όσο και στο διαδίκτυο. βλ. Μαίρη Νίσμπετ – Ελγιν, Πώς λεηλατήθηκαν τα γλυπτά από τις μετώπες του Παρθενώνα; Αποκαλυπτικά γράμματα της γυναίκας του Έλγιν προς τη μητέρα της 1802 – 1803. Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, σ. 1989, σ. 105 – 113. Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Φιλολογική επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. Τα δύο άρθρα είχαν δημοσιευθεί στη μεταπολεμική εποχή από το Στρατή Τσίρκα στο περιοδικό Νέα Εστία 1.11960, τ. 780, σ. 15 – 18. Σ. Τσίρκας, σ. 15 – 18. Επίσης, https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&opi=89978449&url=https://www.pemptousia.gr/2012/05/ta-elginia-marmara-tou-konstantinou/&ved=2ahUKEwjGnO-q2duHAxX8S_EDHcuTNZYQFnoECBQQAQ&usg=AOvVaw3Oap-ph2lfQt0ZGiN25CXb
[16] Σ. Τσίρκας …, σ. 155.
[17] P.M. Fraser, “Cavafy and the elgin marbles”, The Modern Language Review, 58.1, January 1963, pp. 66 – 68.
[18] Μ. Νίσμπετ – Έλγιν, Πώς λεηλατήθηκαν …, σ. 111, Christofer Hitckens, Τα ελγίνεια μάρμαρα πρέπει να επιστραφούν. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1988, σ. 129 – 131.
[19] Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 159. Για το θέμα βλ. στο ίδιο βιβλίο σ. 156 – 157.
[20] Για τη σχέση Καβάφη – Κύπρου βλ. Κ. Καβάφης , Το Κυπριακόν ζήτημα. Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2013.
[21] Οι περιπτώσεις των Σαλβάγου, Μπενάκη, Ζερβουδάκη, Αντωνιάδη δεν αναιρούν τη φιλοτρικουπική στάση του Αβέρωφ και η γενίκευση της πολιτικής τοποθέτησης των ομογενών είναι μάλλον επισφαλής. Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 75.
[22] Για την αλληλογραφία με Ροδοκανάκη, που τότε βρισκόταν στην Αγγλία, βλ. Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός, σ. 71.
[23] Ο Κωστάκης ζητάει πληροφορίες για τη μόδα σχέδια κολάρου γραβάτας και γιλέκου, γιατί στην Πόλη επικρατούν άλλες συνήθειες. Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός, σ. 71. [23]
[24] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 144.
[25] Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός…, σ. 30.
[26] Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός, σ. 31
[27] Ο Τ. Μαλάνος…, του αποδίδει φιλοαγγλική πολιτική διάθεση. Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 191
[28] Για τον Τζων, που μετέφρασε και ποιήματα του Κων/νου στα αγγλικά, αλλά έγραφε και δικά του ποιήματα, βλ. Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 67.
[29] Ο Τζων γράφε στον Κων/νο πως μισεί τους Άγγλους γιατί κατέστρεψαν την Αίγυπτο Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 18. Ενώ επιστολές του ίδιου του ποιητή μεταγενέστερες καταγγέλλουν το βρετανικό ιμπεριαλισμό. Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 18.
[30] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 116.
[31] Το 1882 καταγράφεται ως η χρονιά της «σφαγής των Χριστιανών» από τους γηγενείς, σφαγή την οποία οι αγγλικές αρχές κατοχής παρακολούθησαν χωρίς δυναμική παρέμβαση. Προφανώς η παγκόσμια αποικιακή πολιτική των Βρετανών είχε μηχανισμούς δυσδιάκριτους για τους πολίτες που ζούσαν τα διάφορα γεγονότα.
[32] Γίνεται λόγος για επιστολές Ροδοκανάκη, που βρισκόταν στην Αγγλία, Σκυλίτση και Μικέ Ράλλη, στενών φίλων του ποιητή. Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 44, 55. Αυτές σήμερα έχουν αναρτηθεί και στη διαδικτυακή συλλογή του Αρχείου Καβάφη.
[33] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 114.
[34] Προφανώς εδώ γίνεται λόγος για τη δήλωση του 1917 υπέρ του Βενιζέλου, που διόλου δεν προεξόφλησε σταθερή και επίμονη φιλοβενιζελική στάση τότε ή μετέπειτα, παρά τις εικασίες ορισμένων βιογράφων όπως ο Τ. Μαλάνος. Βλ. Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 146 – 149.
[35] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 284
[36] Η μητέρα του στην αλληλογραφία τους τον πληροφορεί για φίλους του στρατευμένους κατά την κρητική επανάσταση και τον πόλεμο του 1897. Robert Liddell, Καβάφης …, σ.127, 140, Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός, σ. 151.
[37] Κατά τον πόλεμο του 1897 βρισκόταν στο Παρίσι.
[38] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 152.
[39] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 176, 279, 280 – 281, 284. Σ. Τσίρκας, Ο πολιτικός …, σ. 22, 146 – 148, 149.
[40] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 115.
[41] Robert Liddell, Καβάφης …, σ. 212, 213.
[42] Χαρακτηριστικά ο Περάνθης σκιαγραφεί υποθετικό διάλογο με τον ποιητή : «Υπήρχε παλαιότερα και άλλος ποιητής με το ίδιος όνομα που υπέγραφε Κ.Φ. Καβάφης και… Ξέρω, ξέρω … μακρινός εξάδελφος καημένε. Έγραψε κι αυτός στίχου που δεν ήταν όμως μεγάλο πράμα. Δεν ήσαν όμως και για πέταμα». Μιχαήλ Περάνθη, Ο αμαρτωλός, σ. 217.
[43] Για τα κείμενα του Καβάφη και την κατά εποχές επικαιροποίηση του αιτήματος επιστροφής των ελγινείων βλ. Επαμεινώνδα Βρανούση, Η επιστροφή των ελγινείων. Έκδοση της Εταιρείας Ευβοϊκών Μελετών, Αθήνα 1983, Christofer Hitckens, Τα ελγίνεια μάρμαρα πρέπει να επιστραφούν. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1988, Στέλλα Αλιγιζάκη, Αποδώστε τα κλεμμένα γλυπτά των ιερών της Ακρόπολης. Έκδοση της Ιστορικής Λαογραφικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Κρήτης, Χανιά 1995.