«Από τη φαντασία στο χαρτί…»: Διαδοχικές γραφές στην ποίηση του Καβάφη – Αργυρώ Λουλαδάκη

Από το τεύχος 11 του περιοδικού Ραδάμανθυς

Το περιοδικό των Εκδόσεων Ραδάμανθυς (τεύχος 11)

Σε ένα από τα πεζά του ποιήματα με τίτλο: «Τα Πλοία»,  Κ. Π. Καβάφης γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν».1

 Στις παραπάνω αράδες, μέσω της χρήσης μιας εκτεταμένης μεταφοράς παρουσιάζεται η αναμέτρηση του ποιητή-δημιουργού με τη γλώσσα, πράγμα που φαίνεται να απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τον Καβάφη, ήδη από το 1885-1886 που γράφει το συγκεκριμένο κείμενο. Η μετουσίωση της ποιητικής φαντασίας –του ενδιάθετου λόγου-  σε ποιητικό λόγο περιγράφεται ως μια διαδικασία ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτητική και η εξέλιξη της ποιητικής γραφής του Καβάφη βάσει ορισμένων αισθητικών κριτηρίων στα χρόνια που ακολουθούν, έρχεται ως επιβεβαίωση των σκέψεων αυτών.

   Ειδικότερα, η μελέτη των Κρυμμένων (ή ανέκδοτων) Ποιημάτων (1877;-1923) αναδεικνύει την αφετηρία αλλά και την πορεία προς την απαγκίστρωση του Καβάφη από καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, όπως  ο αισθητισμός και ο συμβολισμός έως την μετατόπισή του στον ποιητικό ρεαλισμό. Ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι στα  Κρυμμένα Ποιήματα περιλαμβάνονται ποιητικά κείμενα των ετών 1900-1923, τα οποία συμπορεύονται με τα αναγνωρισμένα από τον ίδιο ποιήματα και συνιστούν ενδεχομένως κάποιες από τις ποιητικές μήτρες που θα αποτελέσουν τη βάση για την τελείωση της ποιητικής του ιδέας. Καθώς ο περιορισμένος χρόνος μιας ολιγόλεπτης εισήγησης δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε σε μια εκτενή μελέτη των εν λόγω ποιημάτων, θα παρουσιαστούν δειγματοληπτικά ορισμένα  ποιητικά κείμενα κοινής θεματικής, τα οποία ανήκουν τόσο στα «ανέκδοτα» όσο και στα «αναγνωρισμένα» του ποιήματα, με στόχο την ανάδειξη αυτής της πορείας.

Τα ποιήματα με ερωτικό θέμα κατέχουν –όπως είναι γνωστό- σημαντική θέση στην καβαφική ποίηση. Το ποίημα με τίτλο «Ο Σεπτέμβρης του 1903» γραμμένο το 1904 περιλαμβάνεται στα Κρυμμένα Ποιήματα, εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο και αφορά στην αδυναμία εκπλήρωσης της ερωτικής επιθυμίας. Το ποιητικό υποκείμενο σε άμεσο λόγο –ως ομιλούσα συνείδηση-2 μετανοεί για τη δειλία και το φόβο του να πλησιάσει το αντικείμενο της ερωτικής του επιθυμίας «το αγαπημένο σώμα»:3

                                                      […]  

                          Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.

                          Και πως παρέλυσα, και πως δειλίασα∙

                          γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη∙

                          και μέσα μου να κλαίει  η άδεια μου ζωή,

                          και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.

                          Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι

                          στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,

                          στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.

                          Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.4

Την ίδια χρονιά, το 1904, ο Καβάφης γράφει το ποίημα με τίτλο «Επιθυμίες», το οποίο περιλαμβάνεται στα «αναγνωρισμένα» του ποιήματα. Θέμα του ποιήματος είναι και στην περίπτωση αυτή η μη εκπλήρωση της ερωτικής επιθυμίας:

                      Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

                      και τα ’κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

                      με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά-

                      έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν

                      χωρίς να εκπληρωθούν∙ χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά

                      της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.5

Γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο και έχοντας ως πυρήνα του το λεκτικό σχήμα της εκτενούς παρομοίωσης το εν λόγω ποίημα φαίνεται να κινείται στα πλαίσια της συμβολιστικής γραφής. Αυτό που ενδεχομένως το καθιστά άξιο λόγου είναι η ενάργεια και η πρωτοτυπία της παρομοίωσης των ανεκπλήρωτων επιθυμιών με  αγέραστα σώματα νεκρών. Αντίθετα, το «Ο Σεπτέμβρης του 1903» με τη χρήση του α’ προσώπου προσιδιάζει περισσότερο στον προσωπικό τόνο του ώριμου έργου του ποιητή. Γεννάται επομένως το ερώτημα γιατί το πρώτο ποίημα βρίσκεται στα «ανέκδοτα» ποιήματα και όχι το δεύτερο.

   Επιχειρώντας να δώσουμε μια απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα θα μπορούσαμε ίσως να λάβουμε υπόψη το ποίημα με τίτλο «Θυμήσου, σώμα…», το οποίο ανήκει στα «αναγνωρισμένα» καβαφικά ποιήματα και είναι γραμμένο το 1918.

Υιοθετώντας την τεχνική της αφήγησης λόγων, εκφέρεται σε β’ ενικό πρόσωπο, υπονοώντας έναν αποδέκτη του μηνύματος, ένα ‘εσύ’,6 που στην προκειμένη περίπτωση είναι το «σώμα». Το ποιητικό υποκείμενο απευθυνόμενο στο «σώμα» του, το καλεί να θυμηθεί όχι μόνο τις φορές που αγαπήθηκε αλλά και τις ερωτικές επιθυμίες που ματαιώθηκαν εξαιτίας κάποιου τυχαίου εμποδίου:

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κι εκείνες τις επιθυμίες που για σένα

γυαλίζαν μες τα μάτια φανερά,

κ’ ετρέμανε μες στην φωνή-και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.7

                          […]


Στηρίξτε το περιοδικό των Εκδόσεων Ραδάμανθυς με μία δωρέα…

Στηρίξτε τις πολιτιστικές δραστηριότητες των Εκδόσεων Ραδάμανθυς με μία δωρεά μέσω του Paypal

Ή με κατάθεση στοςυ λογαριασμούς:

Εθνική Τράπεζα IBAN GR9501104890000048900661504

Eurobank IBAN GR1202601350000540202048776


Στους παραπάνω στίχους η μη εκπλήρωση της ερωτικής επιθυμίας λαμβάνει συγκεκριμένη υπόσταση καθώς περιγράφονται το βλέμμα (γυαλίζαν μες τα μάτια φανερά) και η αλλαγή του τόνου της φωνής (κ’ ετρέμανε μες στην φωνή) του προσώπου που εκδηλώνει το ερωτικό συναίσθημα. Η περιγραφή συγκεκριμένων λεπτομερειών που συνδέονται με τη γλώσσα του κυριευμένου από έρωτα σώματος συνιστά ένα τολμηρότερο βήμα προς τον ποιητικό ρεαλισμό από την απλή αναφορά: «στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά», που συναντούμε στο ομόθεμο «ανέκδοτο» ποίημα του 1904. Η εξέλιξη της ποιητικής γραφής του Καβάφη, τον ωθεί ενδεχομένως στο να αποκλείει την πιθανότητα δημοσίευσης ποιημάτων, των οποίων το θέμα επεξεργάζεται και παρουσιάζει σε τελειότερη ποιητική μορφή σε μεταγενέστερα έργα του.

  Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα γιατί το ποίημα «Επιθυμίες» του 1904, το οποίο ως προς τα εκφραστικά του μέσα δε χαρακτηρίζεται από την τάση ανανέωσης που χαρακτηρίζει το ώριμο καβαφικό έργο συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των «αναγνωρισμένων» ποιημάτων. Ίσως η απάντηση στο ερώτημα αυτό να βρίσκεται στο ότι ο ποιητής δεν αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο ποίημα ως ένα είδος πειραματισμού με στόχο την ανανέωση των εκφραστικών του μέσων αλλά ως ένα  ολοκληρωμένο ποίημα  που συνομιλεί –με πρόθεση ανανέωσης μέσω της χρήσης μιας τολμηρής παρομοίωσης- με την παραδοσιακή ποιητική.

   Στα Κρυμμένα Ποιήματα συναντούμε δύο ερωτικά ποιήματα γραμμένα, επίσης, το 1904 που έχουν ως κοινό θέμα την αναφορά στην περιγραφή του αγαπημένου προσώπου. Στο πρώτο με τίτλο «Ο Δεκέμβρης του 1903», κυριαρχεί ο άμεσος λόγος  σε πρώτο πρόσωπο και ο εξομολογητικός τόνος. Το ποιητικό υποκείμενο ομολογεί ότι η εξωτερική μορφή και ο ήχος της φωνής του ατόμου, στο οποίο απευθύνεται αποτελούν το πρώτο υλικό της γραφής και του λόγου του. Μια, ωστόσο, πιο λεπτομερής αναφορά στο πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά του ή πχ. στην χροιά και τον τόνο της φωνής απουσιάζει από το ποίημα:

            Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πώ-

            αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια∙

            όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες την ψυχή μου,

            ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες το μυαλό μου,

            οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,

            τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν

            εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.8

Επιπλέον, η χρήση μεταφορικού λόγου στο παραπάνω ποίημα («οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου/ τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν») προσιδιάζει στο νεορομαντισμό. Ανάλογα, στο δεύτερο ποίημα με τίτλο «Ο Γενάρης του 1904» η υπαινικτική αναφορά στην ερωτική μορφή  ως φευγαλέα οπτασία και το κλίμα ρευστότητας σε συνδυασμό με μια μελαγχολική διάθεση φαίνεται να εκπορεύονται από το συμβολισμό:

Α οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου

εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,

κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.

Πως φεύγει και διαλύεται βιαστική-

πάνε τα δέντρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα∙

σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.9

     Τα δύο παραπάνω «ανέκδοτα» ποιήματα περιγράφουν την ερωτική μορφή σύμφωνα με τα πρότυπα του νεορομαντισμού ή του συμβολισμού. Ενδιαφέρουσα, επίσης, είναι η χρήση του ρήματος «πλάττω» και στα δύο («τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν» διαβάζουμε στο πρώτο, «που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου μου/ εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω» στο δεύτερο), το οποίο παραπέμπει στις εικαστικές τέχνες (Κεραμική, Γλυπτική κ.ά.). Ο παραλληλισμός της τέχνης του λόγου με τις εικαστικές τέχνες έλκει την καταγωγή του από το ρεύμα του αισθητισμού, το οποίο ασκεί ισχυρή  την επίδραση ποιητική του Καβάφη.10

  

Στα «αναγνωρισμένα» ποιήματα του Καβάφη των ετών 1897-1904 σπανίζουν εκείνα που εστιάζουν στο θέμα της περιγραφής της ερωτικής μορφής. Ωστόσο, από τα «αναγνωρισμένα» ποιήματα των ετών 1905-1915 την προσοχή μας έλκει ο «Τυανεύς Γλύπτης», το οποίο πρωτογράφτηκε τον Ιούνιο του 1893 με τίτλο «Γλύπτου Εργαστήριον», ξαναγράφτηκε τον Νοέμβριο του 1903 και δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1911 στο περιοδικό Γράμματα.11 Πρόκειται για έναν ιστορικοφανή δραματικό μονόλογο ανώνυμου φανταστικού προσώπου καταγόμενου από τα Τύανα της Καππαδοκίας.12

 Ο Τυανεύς γλύπτης παρουσιάζει τον εαυτό του ως έμπειρο και φτασμένο καλλιτέχνη, στον οποίο παραγγέλνουν αγάλματα οι συγκλητικοί:

Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’ αρχάριος.

Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.

Και στην πατρίδα μου τα Τύανα, καλά

με ξέρουνε∙ κ’ εδώ αγάλματα πολλά

με παραγγείλανε συγκλητικοί.13

Η επίδειξη της δουλείας του από τον ίδιο στη συνέχεια του ποιήματος φανερώνει ότι ο συγκεκριμένος γλύπτης υπηρετεί συμβατικές αισθητικές αξίες μέσω της τέχνης του, οι οποίες ταιριάζουν στο γούστο των Ρωμαίων  συγκλητικών:14

                          Και να σας δείξω

                          αμέσως μερικά. […]

                        Ομοιώματα όσο που μπόρεσα πιστά.15

Παρόλα αυτά, στην επόμενη ενότητα, όπου εμφανίζεται ξανά η χρήση του ρήματος «πλάττω», ο ποιητής περνώντας σε ελληνικά θέματα αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο «μελετά» να φτιάξει ένα έργο τέχνης που ξεπερνά τη μετριότητα:

                      Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό

                      να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ

                      κυρίως για τ’ άλογά του, πώς να πλάσω αυτά.

                      Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που

                      τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά

                      που δεν πατούν την γην, μον’ τρέχουν στα νερά.16 

 Η πρόθεση του γλύπτη να δώσει την αίσθηση ότι τα άλογα δεν πατούν στη γη αλλά στα νερά, αποδίδεται στο ποίημα με τη φράση «να δείχνουν φανερά». Η αληθοφάνεια και η πιστότητα της αναπαράστασης του γλυπτού που αναζητά ο Τυανεύς καλλιτέχνης συνδέονται στην περίπτωση αυτή με την πλαστικότητα της μορφής που χαρακτηρίζει την αρχαιοελληνική γλυπτική τέχνη. Η τεχνοτροπία της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, η οποία επικεντρώνεται, επίσης, στην έκφραση της φυσικής τελειότητας της ανθρώπινης μορφής, είναι αυτή που θα οδηγήσει τον Τυανεύ καλλιτέχνη στη δημιουργία ενός έργου εξαιρετικής πνοής και συγκίνησης που αναπαριστά τον «νέον Ερμή», όπως διαβάζουμε στους επόμενους στίχους:

                         Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό

                         που δούλεψα συγκινημένα και το πιο προσεκτικά∙

                         αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή

                         που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,

                         αυτόν εδώ ονειρευόμουν τον νέον Ερμή.17

Αν θεωρήσουμε ότι το ποίημα «Τυανεύς Γλύπτης» «περιγράφει το ίδιο το καβαφικό εργαστήρι»18 μπορούμε ενδεχομένως να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η  απεικόνιση της ιδανικής εράσμιας ανθρώπινης μορφής ακολουθεί τα πρότυπα της γλυπτικής των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, η οποία βασίζεται στη συμμετρία σε συνδυασμό με τη απεικόνιση ελεύθερων και περισσότερο –σε σχέση με την αρχαϊκή περίοδο-  ρεαλιστικών μορφών.19

  Τούτο είναι εμφανές και στο ποίημα με τίτλο «Στου Καφενείου την είσοδο», το οποίο ενδέχεται να πρωτογράφτηκε το 1904 με τίτλο «Απ’ τα χέρια του έρωτος» και δημοσιεύτηκε το 1915.20 Το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει σε α’ πρόσωπο ένα «ωραίο σώμα», το οποίο βλέπει στην είσοδο ενός καφενείου και έλκει την προσοχή του καθώς του θυμίζει γλυπτό.

Ο ρηματικός τύπος (μετοχή του ρήματος «πλάττω») «πλάττοντας» χρησιμοποιείται και στο ποίημα αυτό. Πλαστουργός και γλύπτης στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται ο Έρως:

                      Την προσοχή μου κάτι που μου είπαν πλάγι μου

                      διεύθυνε στου καφενείου την είσοδο.

                      Κ’ είδα τ’ ωραίο σώμα που έμοιαζε

σαν απ’ την άκρα πείρα του να το ’καμεν ο Έρως-

                      πλάττοντας τα συμμετρικά του μέλη με χαρά∙

                       υψώνοντας το γλυπτό ανάστημα∙

                       πλάττοντας με συγκίνηση το πρόσωπο

                       κι αφήνοντας απ’ των χεριών του το άγγιγμα

                       ένα αίσθημα στο μέτωπο, στα μάτια και στα χείλη. 21

Το γεγονός  ότι  τα ποιήματα με τίτλο «Τυανεύς Γλύπτης»  και «Στου Καφενείου την είσοδο» -τα οποία ως προς το έτος γραφής τους γειτνιάζουν χρονικά με τα «ανέκδοτα» ποιήματα «Ο Δεκέμβρης του 1903» και  «Ο Γενάρης του 1904»- εντάσσονται στα «αναγνωρισμένα» φανερώνει ίσως το ενδιαφέρον του Καβάφη για μια ακριβέστερη περιγραφή της ανθρώπινης μορφής εναρμονισμένης με τα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής κλασσικής τέχνης.

    Η εστίαση του ενδιαφέροντος σε κάποιες λεπτομέρειες της καλλίγραμμης μορφής του γυμνού αντρικού σώματος που θυμίζουν αρχαίο άγαλμα, απαντώνται και σε μεταγενέστερα έργα της ώριμης καβαφικής ποίησης, όπως στο ποίημα με τίτλο «Μέρες του 1908», το οποίο γράφτηκε το 1921  και δημοσιεύτηκε 1932.22 Αναφέρεται σε έναν εγγράμματο νέο εικοσιπέντε ετών, χωρίς δουλειά που ζούσε απ’ τα χαρτιά, το τάβλι και τα δανεικά. Κάποιες φορές όταν είχε χρόνο πήγαινε τα πρωινά για κολύμπι. Σύμφωνα με την περιγραφή του νέου αυτού άνδρα απ’ τον ποιητή:

[…]  Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.

Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά

πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,

απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,

έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Το είδωμά σας τον εφύλαξε

όταν που τα ’βγαζε, που τα ’ριχνε από πάνω του,

τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.

Κ’ έμενε ολόγυμνος∙ άψογα ωραίος∙ ένα θαύμα.

Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του∙

τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο

από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.23

Συμπερασματικά, η παράλληλη ανάγνωση ομοιόθεμων «ανέκδοτων» και «αναγνωρισμένων» καβαφικών ποιημάτων αναδεικνύει αφενός την αφετηρία της καβαφικής ποιητικής σε σχέση με καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής της, όπως ο συμβολισμός και ο αισθητισμός, καθώς και την εξέλιξή της προς μια πιο λεπτομερή και ρεαλιστική καταγραφή της πραγματικότητας αφομοιώνοντας –σε κάποιες περιπτώσεις- επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης και παράδοσης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 1. Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, επιμ. Γ.. Σαββίδης, Ίκαρος 1993, 115.

2. Βλ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, «Ο άμεσος λόγος στην ποίηση του Καβάφη», ΙΓ΄ Διεθνής Επιστημονική Συνάντηση  του Τομέα ΜΝΕΣ του Α.Π.Θ, αφιερωμένη στη μνήμη του Παν. Μουλλά, (Θεσσαλονίκη, 3-6 Νοεμβρίου 2011).

3. Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,… ό.π.,84.

4. Ό.π., 84.

5. Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), επιμ. Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος 51997, 100.

6. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, «Ο άμεσος λόγος στην ποίηση του Καβάφη»,…ό.π.

7. Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), ό.π.…95.

8. Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923,… ό.π., 85.

9. Ό.π., 86.

10. Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη,«Ο Καβάφης και οι καλλιτέχνες: η διακριτική γοητεία του υπαινιγμού», Νέα Εστία,  τχ. 1761(Νοέμβριος 2000), 626.

11. Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), ό.π.…141.

12. Ό.π., 142.

13. Ό.π., 46.

14. Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο Καβάφης και οι καλλιτέχνες: η διακριτική γοητεία του υπαινιγμού», 627.

15. Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), ό.π.…46.

16. Ό.π., 46.

17. Ό.π. 46.

18. Βλ. Mαργαρίτα Δαλμάτη : K.Π. Kαβάφης, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων 1964.

19. Βλ. Nigel Spivey, Αρχαιοελληνική Τέχνη, Καστανιώτης (Αθήνα), 1999.

20. Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), ό.π.…148.

21. Ό.π., 58.

22. Ό.π., 153.

23. Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919-1933), ό.π., 95-96.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Αγγέλα Καστρινάκη,«Ο Καβάφης και οι καλλιτέχνες: η διακριτική γοητεία του υπαινιγμού», Νέα Εστία,  τχ. 1761(Νοέμβριος 2000).

-Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, «Ο άμεσος λόγος στην ποίηση του Καβάφη», ΙΓ΄ Διεθνής Επιστημονική Συνάντηση  του Τομέα ΜΝΕΣ του Α.Π.Θ, αφιερωμένη στη μνήμη του Παν. Μουλλά, (Θεσσαλονίκη, 3-6 Νοεμβρίου 2011).

-Κ.  Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), επιμ. Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος 51997.

-Κ.. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919-1933), επιμ. Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος 51997.

-Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, επιμ. Γ.. Σαββίδης, Ίκαρος 1993.

-Mαργαρίτα Δαλμάτη: K.Π. Kαβάφης, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων 1964.

-Nigel Spivey, Αρχαιοελληνική Τέχνη, Καστανιώτης (Αθήνα), 1999.

Σχολιάστε