Ο Άρης Γεράρδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 22-3-1948 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Φωτογραφίας του Βερολίνου (Fachhochschule Berlin) και εργάστηκε για μια δεκαετία περίπου ως τεχνικός φωτογραφίας στην ίδια πόλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα μεταξύ άλλων βιοποριστικών εργασιών, έγραψε παραμύθια και κείμενα, κατ’ αρχάς για το κρατικό ραδιόφωνο και μετέπειτα για το ελεύθερο. Συνεργάστηκε με τους ηθοποιούς Αθηνά Παππά, (παραμύθια) τον Δημήτρη Πιατά (χιουμοριστικά κείμενα, ραδιόφωνο – θέατρο) και μετέφρασε ποιήματα του Γιάννη Κοντού στα γερμανικά. (Τα οστά). Ποιήματά του, στίχοι τραγουδιών του, και διηγήματα, διακρίθηκαν σε διάφορους διαγωνισμούς. Ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά του χώρου στην Ελλάδα και στην Γερμανία. Τον έχει τιμήσει με την πολύχρονη φιλία του (έως το θάνατό του) ο πεζογράφος Μένης Κουμανταρέας. Έχει εκδώσει τέσσερεις ποιητικές συλλογές και η πέμπτη είναι καθ’ οδόν.
ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ
Ο ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Μπήκε στην αυλή μ’ έναν μπόγο στους ώμους, τη μόστρα του για τις τυρόπιτες στο ’να χέρι και το κλουβί του με το καναρίνι στο άλλο. Σταμάτησε και κοιτούσε γύρω του και πάνωθέ του, σαν να γύρευε εντολές από κάποιαν αόρατη δύναμη για το πού θα πάει και τι θα κάνει σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του.
Μα η αυλή μας, μια αυλή εν είδη αιθρίου, στο Περιστέρι του 1960, δεν είχε τίποτα το μαγικό και το παραμυθένιο να κρύψει. Και τίποτα το ωραίο κατ’ επέκταση. Αντίθετα, συσσώρευε όλα τα κακά μιας φτωχής μεταπολεμικής αυλής. Βαθουλωτή, στρωμένη με τσιμέντο και περασμένη με αριάνι, αφενός δεν επέτρεπε την ανάπτυξη κάποιου πράσινου, που τόσο είχαμε ανάγκη όλοι εμείς οι ξεριζωμένοι απ’ τα καταπράσινα χωριά μας, νεοάποικοι των Αθηνών, και αφετέρου γινόταν επικίνδυνα γλιστερή, χειμώνα καλοκαίρι. Κι αυτό γιατί στο κέντρο των περίπου τριάντα τετραγωνικών της, εκεί όπου σχηματιζόταν το μεγαλύτερο βαθούλωμα, υπήρχε ένα σιφόνι που όταν έκανε τη δουλειά του τραβούσε τα νερά και τα αποπλύματα από τις μπουγάδες των γυναικών. Αλλά αυτό ήταν κάτι σπάνιο.
Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το σιφόνι να ’ναι βουλωμένο και εξ αιτίας αυτού οι γυναίκες να σκυλοβρίζονται κατηγορώντας η μια την άλλη ως υπαίτια, κι εμείς τα παιδιά να πλατσουρίζουμε στ’ απόνερα με τα τόπια μας αδιαφορώντας για όλα.
Αυτή ήταν η αυλή που περιεργαζόταν ο κακομούτσουνος νεοφερμένος;
Α, όχι. Άφησα απέξω τις καμαρούλες που την περιστοίχιζαν και την έκαναν να μοιάζει με αυλή στρατοπέδου ή, ακόμα χειρότερα, φυλακής, μιας και η Θηβών στην οποία έβλεπε η μοναδική ξύλινη εξώπορτα ήταν ένα απαγορευμένο σύνορο για μας τα πιτσιρίκια που ζούσαμε μόνιμα μέσα απ’ αυτήν.
Σ’ αυτές τις καμαρούλες των δέκα με δεκαπέντε τετραγωνικών κράτησα το υποκοριστικό ακριβώς όπως λεγόταν απ’ όλους, κατέφευγαν οι νεόφερτοι που πρόσβλεπαν σε μια καλύτερη ζωή από αυτή της επαρχίας τους, πέφτοντας θύματα πολλαπλών υποσχέσεων και συγκυριών πάντα.
Η δική μου οικογένεια, αίφνης, μετακόμισε εκεί όταν η σοδειά του καπνού δεν μοσχοπουλήθηκε κατά το αναμενόμενο κι η δουλειά του πατέρα μου ως σερβιτόρου δεν έφτανε να θρέψει πέντε στόματα.
Ας είναι. Συμπληρωματικά ως προς τις καμαρούλες, να τονίσω πως όλες είχαν, έξι τον αριθμό, από ένα παράθυρο και μια πόρτα όλα κι όλα που, φυσικά, έβλεπαν στην αυλή. Από αυτήν φωτίζονταν κι από αυτήν αερίζονταν, προς μεγάλη δυστυχία όλων μας.
Είναι κατανοητό πως μια τέτοια αυλή δεν κρατούσε πολύ καιρό τους ενοίκους της. Πολύ γρήγορα οι άνθρωποί της μετακόμιζαν στο χωριό τους πάλι, ή κάπου πιο ανθρώπινα. Οι πιο παλιές οικογένειες που έμεναν εκεί, τρεις τον αριθμό, απέβλεπαν σε κάποιο «λαθραίο» που ετοίμαζαν, άλλος στα Λιόσια, άλλος στην Πετρούπολη, και έκαναν υπομονή κι αιματηρές οικονομίες.
Ε, αυτές οι τρεις οικογένειες ήταν που καβγάδιζαν με το παραμικρό για όλα και με όλους. Αυτές μεγάλωναν τη μιζέρια της αυλής μας παίρνοντας δικαιώματα επικυριαρχίας στους άλλους. Αυτές που, αν και είχαν ήδη τρία χρόνια παραμονής εκεί, δεν μιλιόνταν η μια με την άλλη.
Κι όποιος νεόφερτος τολμούσε να σπάσει αυτό το κατεστημένο το μετάνιωνε πολύ γρήγορα. Καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να απλώσει μπουγάδα πριν από τις γυναίκες αυτών των οικογενειών. Θα έβρισκε την μπουγάδα της ριγμένη στα βρομόνερα με το σχοινί κομμένο ως διά μαγείας. Κι αν κανένας άντρας τολμούσε ν’ ακουμπήσει το ποδήλατό του μέσα στην αυλή, την άλλη μέρα το έβρισκε έξω στη Θηβών, αν είχε τύχη.
Τέτοια γίνονταν μέχρι που ήρθε ο θηριώδης άγνωστός μας. Πρώτα είδε μόνον εμάς, τα πιτσιρίκια, που πασχίζαμε να μιμηθούμε τον Νεστορίδη μ’ ένα λαστιχένιο τόπι. Χαμογέλασε σαν ένοχος για κάτι και απίθωσε τα πράγματά του καταμεσής της αυλής, αδιαφορώντας που μας χαλούσε το παιχνίδι.
Πήρε να πλησιάζει προς το μέρος μας σαν ατμομηχανή παραφουσκωμένη κάρβουνο και, ασυναίσθητα, όλα τα παιδιά τραβηχτήκαμε προς τα πίσω. Ήταν τεράστιος σε όγκο και περπατούσε ακανόνιστα, σαν παραζαλισμένος ιπποπόταμος. Το πρόσωπό του θύμιζε κι αυτό ιπποπόταμο, όπως βλέπαμε στις ζωγραφιές. Είχε μύτη χοντρή και πλακουτσωτή, μεγάλο στόμα με παχιά χείλη κι αυτιά στρογγυλά και μεγάλα σαν απλωμένες τηγανίτες.
Όλα άγρια και μεγάλα ήταν σ’ αυτόν τον άνθρωπο τελικά. Όμως, ακόμα και μέχρι σήμερα, αδυνατώ να πιστέψω και το παραμικρότερο από όσα ειπώθηκαν αργότερα γι’ αυτόν. Πάντως, η θέα του όγκου του και μόνον προκαλούσε τρόμο από μακριά.
Από σιμά, όμως, κι από τη στιγμή που χειρονομούσε ή μιλούσε, τα ελάχιστα λόγια του τα έλεγε χαμογελαστός. Μια άκακη ηλίθια έκφραση, ίδια με αυτήν που έχουν οι ήσυχες αγελάδες των αγρών, ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, πράγμα που έδινε στους άλλους να καταλάβουν αμέσως τη φτώχεια του διανοητικού του κόσμου.
Ήταν σε απόσταση δυο βημάτων από μας και πιστέψαμε πως ήρθε το τέλος μας. Το παιχνίδι με τη μπάλα στην αυλή ήταν απαγορευμένο απ’ τον άγνωστό μας σπιτονοικοκύρη, που οι μαμάδες μας τον περιέγραφαν λίγο πολύ ως στυγερό εγκληματία, που θα μας ρουφήξει το αίμα, έτσι και μας κάνει τσακωτούς. Κι αν ήταν αυτός και ήρθε να επιβλέψει, κι αν, το χειρότερο, μετακόμιζε ο ίδιος στην άδεια καμαρούλα;
Ο ιπποπόταμος σταμάτησε ξαφνικά, πήρε την έκφραση που περιέγραψα πιο πάνω και ρώτησε, δείχνοντάς μας την αδειανή από μέρες καμαρούλα, με βαθιά και γλυκιά φωνή που θύμιζε πνευστό μπάσο.
«Εδώ νοικιάζεται;»
«Ναι, ναι,», απαντήσαμε όλα μ’ ένα στόμα, ξεθαρρεμένα μονομιάς με τον «τρυφερό παλαιστή μας».
Πως ήτανε παλαιστής το μάθαμε πολύ σύντομα. Για το «τρυφερός» χρειάστηκε να περάσει κάμποσος καιρός και, αλίμονο, πολλοί απ’ όσους ζούσαν τότε στην αυλή, ίσως να μην το κατάλαβαν ποτέ ή να μη θέλησαν σκόπιμα, όπως υποψιάζομαι σήμερα πια, να το καταλάβουν.
Απ’ τη μέρα που νοίκιασε την πιο υγρή κι ανήλιαγη κάμαρη στην αυλή μας ο παλαιστής για μας, ο τυροπιτάς ή Παναγής για τους άλλους, η ζωή μας άλλαξε βαθμηδόν προς το καλύτερο, χάρη σ’ αυτόν.
Δεν απέφυγε, βέβαια, ούτε αυτός τις πρώτες διερευνητικές διενέξεις με τις τρεις παλιότερες οικογένειες.
Αφορμή στάθηκε το κλουβί με το καναρίνι του. Το κρέμασε στη μαρκίζα της πόρτας του, έξω στην αυλή κι εκείνο το διαβολεμένο, που ήταν πράγματι το κάτι άλλο, κελαηδούσε από τις πέντε το πρωί δυνατά και αδιάκοπα μέχρι να πέσει ο ήλιος.
«Πάρ’ το από κει, ξυπνάει απ’ τα χαράματα τον άντρα μου», του σφύριξε μια γυναίκα.
«Δεν φτάνει η κατάντια μας, θέλουμε και καναρίνια», είπε μια άλλη, δυνατά για να την ακούσει.
«Βάλ’ το μέσα, θα σ’ το φάνε οι γάτες», τον προειδοποίησε μια άλλη.
Αυτός χαμογέλασε σε όλες, είπε «φχαριστώ» με τον ήσυχο αγελαδίσιο τρόπο του, και μας φώναξε ν’ αφήσουμε την μπάλα για λίγο. Χωρίς να μας ρωτήσει κάτι, άνοιξε τη μόστρα του και μας φίλεψε από μια τυρόπιτα το καθένα. Οι μανάδες μας κοιτούσαν παραπέρα απορημένες. Τέτοιο χουβαρνταλίκι δεν γνωρίζανε. Δυο απ’ αυτές πήραν τις τυρόπιτες απ’ τα παιδιά τους και τις επέστρεψαν πάραυτα.
Την άλλη μέρα ο Παναγής έφυγε όπως πάντα στις τέσσερις το πρωί για το λιμάνι του Πειραιά, όπου έδινε τις περισσότερες τυρόπιτες, κι όταν γύρισε, κατά τις έντεκα με δώδεκα το μεσημέρι, το καναρίνι είχε κάνει φτερά. Για την ακρίβεια, το κλουβί ήταν πεταμένο στην αυλή, σιμά στην κάμαρή του με το πορτάκι του ανοιχτό. Είδε τα κίτρινα φτεράκια και τα πούπουλα, άλλα κολλημένα στα σύρματα κι άλλα στα νερά της αυλής, και μάτωσε η καρδιά του. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, το σκούπισε με το μανίκι του, σήκωσε το κλουβί στη θέση του και μας φώναξε κοντά του, να μας μοιράσει τις τυρόπιτες που δεν είχε πουλήσει.
«Όχι μπάλα, εσύ», είπε στον πιο εύσωμο από μας. «Εσύ παλαιστής», συμπλήρωσε, κάνοντας «ποντίκι» στο μπράτσο του για να πιάσουμε το δύσκολο νόημα των πέντε όλων κι όλων λέξεών του.
Σε λίγο μας είχε πάρει στην κάμαρή του και μας έδειχνε τα τρόπαιά του. Είχε γυρίσει όλον τον κόσμο. Είχε κύπελλα στολισμένα με λιγδιασμένες χρωματιστές κορδέλες και σκούρες προπολεμικές φωτογραφίες που τον έδειχναν πάνω στο ρινγκ με σηκωμένο το χέρι του απ’ τον διαιτητή, που τον ανακήρυσσε νικητή. Είχε αναμνηστικά μετάλλια, σκουριασμένα από την πολυκαιρία και διπλώματα τυλιγμένα ρολό, που γράφανε τ’ όνομά του και τις συμμετοχές του σε διάφορους διεθνείς αγώνες ανά τον κόσμο. Και, τέλος, είχε γράμματα που του έστελναν κάποτε οι θαυμάστριες και οι θαυμαστές του.
Ήταν σαν να μπήκαμε στη σπηλιά του Αλή Μπαμπά!
Την άλλη μέρα έφυγε για τη δουλειά του διαλαλώντας δυνατά, σχεδόν άγρια το εμπόρευμά του, μέσα από την αυλή μας, πράγμα που δεν έκανε ποτέ πιο πριν:
«Ταμ τιρί ρι ρι τυρόπιτες
Ταμ τιρί ρι ρι, οι ζεστε,ε ές…»
Δείτε εδώ το βιβλίο με όλα τα διηγήματα που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό

Όταν γύρισε λίγο πριν από το μεσημέρι κρατούσε ένα κλουβί με δυο καναρίνια μέσα. Μας φώναξε αμέσως πάλι στην καμαρούλα του, μας ξαναμοίρασε τυρόπιτες και μας έδειξε τα καναρίνια και τη φωλίτσα τους που θα ζευγάρωναν σε πολύ λίγο διάστημα. Ήταν συγκινημένος με αυτό και μας μετέδωσε χωρίς πάντα να λέει πολλά λόγια, τη συγκίνησή του και τη χαρά του για το μικρό θαύμα που θα βλέπαμε σε λίγες μέρες.
Τα καναρίνια αυτά, θα τ’ άφηνε κάμποσο καιρό μέσα, γιατί ήθελαν ησυχία να ζευγαρώσουν, μας είπε και τα κρέμασε στην πιο σκοτεινή γωνιά της καμαρούλας του.
Οι επόμενες μέρες καταχωρήθηκαν κι αυτές σας εξαιρετικές για όλους μας. Ο Παναγής, που είχε πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, γιατί όπως είπα ήδη, ξεκινούσε χαράματα και γύριζε πριν από το μεσημέρι, βάλθηκε να μεταμορφώσει την αυλή μας.
Στην αρχή έφερε δυο τεράστιες γλάστρες και τις έβαλε μια δεξιά μια αριστερά στην είσοδο της κάμαρής του. Μετά πήρε μπογιά κι έβαψε καταγάλανα τα παντζούρια και την πόρτα του. Κι ύστερα, καθώς του είχε περισσέψει μπογιά έβαψε και την αυλόπορτά μας. Μα δεν του έφτασε το χρώμα κι αγόρασε άλλο ένα κουτί, για να την αποτελειώσει, που μετά του περίσσευε πάλι και δεν ήθελε να το πετάξει. Έτσι ρώτησε τη μάνα μου αν ήθελε να μας βάψει και τα δικά μας παντζούρια. Για ένα χέρι, όσο έφτανε η μπογιά. Η μάνα μου, του έδωσε τη συγκατάθεσή της και σε δυο μέρες λαμποκοπούσαν και τα δικά μας παντζούρια. Μα τώρα, ήταν άσχημη η εξώπορτά μας.
«Μη χαλάς καρδιά, τζιέρι μου εσύ», είπε στη μάνα μου και την άλλη μέρα αγόρασε ένα μεγάλο κουτί μπογιά κι άρχισε να βάφει και την πόρτα μας. Εκεί επάνω φιλοτιμήθηκε η μάνα μου και του έκανε τον πρώτο καφέ. Μετά του έβαλε να φάει και για μεσημέρι μαζί μας και κάπως έτσι έσπασε ο πάγος και πάτησε και σε άλλο σπίτι εκτός από το δικό του ο Παναγής.
Γιατί όλα τα προηγούμενα είχαν και μια συνέχεια. Την εξής: η μπογιά περίσσεψε φυσικά και πάλι. Ο Παναγής προσφέρθηκε να βάψει τα παντζούρια στο διπλανό καμαράκι, οι γείτονες δέχτηκαν, κι όταν, όπως σωστά μαντεύετε, δεν έφτασε η μπογιά, πήρε ένα άλλο μεγαλύτερο κουτί με το οποίο έβαψε και την πόρτα ολόκληρη, αλλά και πάλι…
Ε, ναι! Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, με τον τρόπο αυτό βάφτηκαν με νησιώτικο γαλάζιο, οι πόρτες κι όλα τα παντζούρια της αυλής μας, που ξαφνικά, μας φάνταζε σαν ένας μικρός παράδεισος.
Έτσι, ο παλαιστής μας έκανε τα σκουντούφλικα και μίζερα πρόσωπα να χαμογελούν και να χαιρετιούνται αναμεταξύ τους. Κι έτσι έγινε και άρχισαν όλοι να προσκαλούν στα σπίτια τους τον τυροπιτά-παλαιστή.
Και, ακόμα, γιατί είχε κάτι το πολύ τρυφερό στα κατάβαθά του ο Παναγής, που έβγαινε στον τρόπο που μιλούσε και που ενεργούσε με αγνότητα παιδιού. Αυτό το τρυφερό ήταν που αφόπλιζε και τον πιο δύσπιστο, τον πιο γκρινιάρη, όταν χρειαζόταν.
Ακολούθησαν μέρες αλληλοκατανόησης και συντροφικότητας, αξέχαστες σε όλους. Το σιφόνι δεν βούλωνε πια. Το σχοινί της μπουγάδας δεν κοβόταν, ο κυρ Νίκος μπορούσε να βάζει το ποδήλατό του τα βράδια μέσα στην αυλή κι ο παλαιστής μας κρέμασε κι αυτός σε λίγες μέρες τα δυο κλουβιά του με τα καναρίνια του έξω, κάτω από τη μαρκίζα της πόρτας του και πάλι, χωρίς να φοβάται τώρα πως θα τους συμβεί κάτι αναπάντεχο.
Οι γυναίκες, πάλι, που μέχρι πριν από λίγο καιρό συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε τσαπατσουλιά και αφροντισιά, βάζανε και λίγο κραγιόν καμιά φορά στα πικραμένα χείλη τους, και δεν έβγαιναν πια απ’ το σπίτι για τα ψώνια τους με τη βρώμικη ποδιά της λάτρας.
Οι δε σκυφτοί, αμίλητοι κι αγέλαστοι άντρες, που το βάσανο για το κυνηγητό του μεροκάματου κι η απογοήτευση για τη ζωή που δεν βρήκαν στην Αθήνα τούς είχε κάνει να παραμελούν γυναίκες και παιδιά, καλούσαν ο ένας τον άλλον για τάβλι τις Κυριακές και για καφέ τ’ απογεύματα.
Κι ο Παναγής, αυτός ο ήσυχος πόλος έλξης, ήταν περιζήτητος στο τραπέζι όλων μας τώρα, γιατί γέμιζε τρυφερότητα κι αλληλοσεβασμό αυτούς που επισκεπτόταν και όχι για τους ιδιοτελείς σκοπούς που του καταλόγισαν αργότερα.
Άλλωστε, ο Παναγής αφενός δεν καταδέχτηκε να εισβάλει ποτέ σε σπίτι που δεν το κάλεσαν, κι αφετέρου δεν πήγαινε ποτέ πουθενά με άδεια χέρια. Για μας τα παιδιά, εκτός από τις τυρόπιτες, έφερνε καραμέλες και μαντολάτα, «χαρτάκια» με ποδοσφαιριστές κι ηθοποιούς, και για τις γυναίκες μαντίλια κι αρώματα. Για τους άντρες, σουγιάδες, νυχοκόπτες και κομπολόγια που τα έβρισκε όλα σε τιμή ευκαιρίας στο λιμάνι, όπως ταπεινά έλεγε. Και, επιπλέον, από αυτό το αγαπημένο του λιμάνι έφερνε ολόφρεσκα «χρυσόψαρα» που τα τηγάνιζαν πότε η μία πότε η άλλη γειτόνισσα και κατόπιν στήνονταν τα γλέντια με όλους μαζί στην αυλή με το ντέφι της κυρα-Βαγγελιώς, τον τζουρά που έπαιζε ο ίδιος ή το βραχνό γραμμόφωνο με το χρωματιστό χωνί του Κοσμά.
Βέβαια, αυτά που εμείς οι καμπίσιοι ή ορεσίβιοι λέγαμε «χρυσόψαρα», δεν ήταν άλλο παρά ωραιότατα μπαρμπουνάκια τα οποία δεν είχαμε δει ποτέ στη ζωή μας πριν. Τίποτα χέλια και λιμνόψαρα ξέραμε ως τότε και τα χρυσόψαρα που τα μπερδεύαμε με τα μπαρμπούνια τα φέρνανε στα πανηγύρια μέσα σε γυάλες.
Αλλά κι αυτό είχε την πλάκα του, γιατί έκανε τον Παναγή να γελάει και να παίζει με τις αμάθητες νοικοκυρές που είχαν ανάγκη λίγο γέλιο στη ζωή τους. Απ’ τους άντρες τους που φεύγανε πρωί και γύριζαν με τη δύση, βρώμικοι και κουρασμένοι με τρεις και τέσσερις ώρες υπερωρίες στην πλάτη ο καθένας, τι να προλάβουν να πάρουν.
«Ας είναι καλά ο Παναγής με τον τζουρά του», λέγανε στις καλές τους κι αποξεχνιούνταν ακούγοντάς τον να τραγουδάει ως τα βαθιά μεσάνυχτα τραγούδια ανατολίτικα ποτισμένα τον καημό και τη νοσταλγία των χαμένων πατρίδων. Τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα καρσιλαμάδες. Τα άλλα, τσάμικα, καλαματιανά, συρτούς και κλέφτικα δεν τα ήξερε τάχα.
«Κι ούτε που μ’ αρέζουν, μπρε παιδιά», διαμαρτυρόταν κάθε που του τα ζητούσαν.
Κι αυτό ήταν ένα αγκάθι για τους Ρουμελιώτες κι Ηπειρώτες της αυλής, που άλλα δεν ήξεραν να χορεύουν ακόμα. Και του το ’μπηξαν μέσα του και μεγάλωσε αυτό το αγκάθι και πλήγωσε την καρδιά του παλαιστή μας και μεγάλωσε η πληγή και κακοφόρμισε, κι έγινε ένα απόστημα που κάποτε έσπασε, θέλοντας και μη, και τότε ειπώθηκαν τα μύρια όσα γι’ αυτόν τον Μικρασιάτη που δεν ήξερε πούθε κρατάει η σκούφια του, τη μάνα του και τον πατέρα του, πότε ήρθε στον Πειραιά και πώς. Και να του προσάπτουν όλα αυτά και άλλα για την χαμένη μνήμη του, και πώς να τους εξηγήσει πως την έχασε από τα μπερντάχια στην εξορία που έκανε, και που αυτά οφείλονταν όχι γιατί ’ταν κάνας κουμμουνισταράς του κερατά, αλλά γιατί έμαθε το δίκιο και τ’ άδικο στον δρόμο κι από μόνος του κι αυτό ακολουθούσε και τίποτε άλλο και δεν πουλούσε τη δύναμή του στο διάβολο, την έβαζε, μόνο σαν ήθελε, στη δούλεψη των φτωχών κι αδικημένων.
Οι αφορμές δεν λείπουν ποτέ, όταν είναι μίζεροι και μικρόψυχοι οι άνθρωποι. Εδώ, πόλεμοι και πόλεμοι κηρύχτηκαν με ηλίθιες δικαιολογίες, τον Παναγή δεν θα κουτούπωναν άμα το ’θελαν τα κουτοπόνηρα και άκαρδα ανθρωπάκια της αυλής μας;
Κάθε Σάββατο βράδυ είχε γίνει συνήθεια να μεταφερόμαστε στην κάμαρη του παλαιστή μας και να γλεντάμε ως αργά. Ήταν γλέντια που γίνονταν με ρεφενέ και χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Τα συνηθισμένα ελληνικά γλεντάκια. Αλλά και γιατί τ’ ανθρωπάκια της αυλής δεν μπορούσαν να ξοδέψουν όπως θα ήθελαν σε θέατρα, σινεμά και ταβέρνες όπως ελπίζανε πριν ξεριζωθούν για την Αθήνα.
Έτσι το ’ριχναν στο ποτό, στο τραγούδι και στο χορό.
Και σηκώνονταν η κυρα-Βαγγελιώ με τα πλούσια στήθη και τα γλαρά μάτια, με τους εύπλαστους, σαν από κερί, γοφούς και το ντέφι της και χόρευε τους λικνιστούς ανατολίτικους σκοπούς του Παναγή, σαν όρθιο φίδι μαγεμένο από μυστικό αυλό κι ακολουθούσε η κυρα-Βγένα που δεν αποχωριζόταν τη μαντίλα της μήτε στον ύπνο, που λέει ο λόγος, κι έφτιαχνε σχήματα καμπυλωτά και τολμηρά με την κοιλιά και τα στήθη της, τόσο που να φουσκώνουν τα καρύδια στον λαιμό των αντρών από επιθυμίες ανομολόγητες, κι από πίσω η αφράτη αν και χιλιοβασανισμένη κυρα-Γιούλη, να χτυπάει με τα χέρια της δυνατά τον ρυθμό και να μπαίνει κατόπιν δειλά δειλά κι αυτή στον χορό με τα δικά της ηπειρώτικα σκέρτσα κι οι άντρες να φωνάζουν «δώστου» και «δώστου» και να πετάνε τα ποτήρια τους στην αυλή, τα τσιγάρα τους στο πάτωμα και να παραβγαίνουν προσκαλεστικά τις γυναίκες τους, στα σπασίματα της μέσης και των γοφών και να σηκώνεται υστερότερα κι ο Παναγής και να χορεύει ένα ζεϊμπέκικο με το ποτήρι στο κεφάλι και να πέφτουν τα πιάτα και τα ποτήρια πλάι του κι αυτός, σαν να ’χε απογειωθεί σ’ άλλον κόσμο, να μη βλέπει, να μην ενοχλείται, να μη χαμογελάει, παρά να πετάει εκείνο το σπαραχτικό «αχ, μανούλα μου», δυο τρεις φορές, σαν έκανε εκείνη τη δύσκολη φιγούρα του, που έστελνε το σώμα του να περιστραφεί στον αέρα και να πέφτει στο ’να πόδι ξαναστρίβοντας γύρω από τον εαυτό του, πάντα στον ρυθμό, και σαν τέλειωνε, να ρίχνει κρασί από μια κανάτα απνευστί στο τεράστιο σαν άνοιγμα πηγαδιού στόμα του κι όσο του περίσσευε να τ’ αδειάζει στο κεφάλι του και στο ανοιχτό στήθος του.
Εμείς τα παιδαρέλια, όσο διαρκούσαν αυτά, ανεβασμένα στο κρεβάτι του Παναγή, κάναμε τα ίδια μέσα σε γέλια και κραυγούλες, ξομπλιάζοντας τάχα τους μεγάλους. Στην ουσία ρουφούσαμε σαν σφουγγάρια όσα, φευ, αργότερα στη ζωή μας θα επαναλαμβάναμε.
Κι ήταν ένα από αυτά τα άγια Σάββατα που μυρίζανε ασβέστη, βασιλικούς και δυόσμους στην αυλή μας, όπως στα χωριά μας που τιμούσαμε μεγαλόπρεπα τη θύμησή τους με γερό φαγοπότι, και χορούς, που ο κυρ Νίκος σήκωσε τον γιο του τον Πίπη, με το στρογγυλό σαν φεγγάρι προσωπάκι του, τα μελένια μάτια και τις μεγάλες σαν βεντάλιες βλεφαρίδες του, να χορέψει τσάμικο, «να δούνε οι χασικλήδες κι οι παλιορεμπέτες τι θα πει ελληνική λεβεντιά», εκστόμισε δήθεν σκωπτικά.
Κι ο Πίπης, έντεκα δώδεκα χρονών παιδαρέλι τότε, που όντως μήτε για ρεμπέτης, μήτε για χασικλής μας φάνηκε ποτέ, ο Πίπης με τα μακριά σγουρά μαλλάκια του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε χορέψει τα τσιφτετέλια και τους καρσιλαμάδες, που είχε λιγωθεί με τα ζεϊμπέκικα του Παναγή και που ξεσήκωνε στο άψε σβήσε τις φιγούρες του όλες, δεν τον ήθελε τον τσάμικο και δεν τον χόρευε με τίποτα.
«Δε με πάνε τα πόδια μου, καλέ μπαμπά», είπε παραπονεμένα ο Πίπης και πήγε να καθίσει ντροπιασμένος.
Μα ο πατέρας που στη λέξη «καλέ» ανατρίχιασε, καθώς την είχε για απρέπεια και τρομερή παρέκβαση απ’ τις αρετές της ελληνικής λεβεντιάς, βούτηξε απ’ το τσουλούφι τον Πίπη και τον ξανάβαλε στον χορό, διατάζοντας να βάλουνε την πλάκα στο γραμμόφωνο απ’ την αρχή. Μα δεν τον πήγαιναν πάλι τα πόδια του τον Πίπη και τα ’χανε και τα ξεχνούσε τα διαβολεμένα τα βήματα και δεν λύγιζε το κορμί του εκεί που έπρεπε, ούτε στα νευρικά τσαλίμια στον αέρα του πατέρα του μπορούσε να βαστάξει κι ήρθε κι έπεσε σαν ζυμάρι μπρος στα πόδια του πατέρα του, που το ποδοπατούσε λεβέντικα, ντε, βρίζοντας πάντα τους ρεμπέτες απόκληρους και αποβράσματα της κοινωνίας.
Κι η κοινωνία, που ήταν εκεί δίπλα του, διχάστηκε για κάμποσο κι άλλοι φώναζαν:
«Καλά του κάνει! Το παλιοτσογλάνι να μην ακούει τον γονιό του, το παλιοπουσταρέλι που μπαστάρδεψε τα χούγια μας». Και άλλοι, «Άσ’ το, παιδί είν’ ακόμα», ή «Αυτά δεν γίνονται πάνω στο γλέντι, τώρα είναι αργά, κυρα-Γιούλη μου».
Μα για την κυρα-Γιούλη, τη μάνα, δεν ήταν αργά. Σαν αρχαία μαινάδα, έδωσε ένα σπρώξιμο σ’ όσους βρέθηκαν μπροστά της, πήρε τον Πίπη αγκαλιά κι έφυγε σαν θύελλα, βροντώντας την πόρτα πίσω της τόσο που το καμαράκι σείστηκε συθέμελα.
«Μόνο τ’ αρκούδια, χορεύουν στανικά, παλιομπεκρούλιακες», την ακούσαμε να λέει.
Ύστερα από αυτό το περιστατικό, κάπως σαν να πάγωσαν όλοι και να ξανακλείστηκαν στα σπίτια τους και στους εαυτούς τους. Άλλωστε, ο βαρύς χειμώνας που ενέσκηψε, έσερνε γρίπες, ιούς και βρογχοπνευμονίες στα κρύα βήματά του και δεν ήταν ν’ αστειεύεται κανείς τους με τις υγρές κι ανήλιαγες κάμαρες που είχανε για κατοικιό τους.
Ανάφτηκαν μαγκάλια και ξυλόσομπες, κλείσανε σχεδόν μόνιμα τα παντζούρια, κι εμείς, τα παιδιά, απ’ το σπίτι στο σχολειό κι από το σχολειό στο σπίτι με μια ανάσα. Ως και τα καναρίνια τραβήχτηκαν μέσα.
Τα γλέντια σταμάτησαν, όχι όμως οι παρέες για το τάβλι. Ο εκλεκτός αντίπαλος όλων είχε γίνει ο Παναγής. Όσο αργός ήταν στο μυαλό, τόσο σπίρτο στα πλακωτά και στις πόρτες. Έτσι, πότε στη μια πότε στην άλλη κάμαρη, αντηχούσαν ως έξω τα ζάρια και τα χτυπήματα από τα πούλια στο τάβλι. Και να τα γέλια και να τα πειράγματα μετά. Όλοι θέλανε τον Παναγή αντίπαλό τους, ακόμα.
Κι ήταν ένα τέτοιο χειμωνιάτικο βράδυ που βροντοχτυπούσαν τα ζάρια ο Παναγής κι ο Κοσμάς, που ’χε γυναίκα του την κυρα-Βαγγελιώ απ’ το Θέρμο, σαν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος, που ’χε αποτραβηχτεί πολύ καιρό απ’ τους άλλους άντρες της αυλής εξαιτίας του περιστατικού που είχε προκαλέσει. Και οι άλλοι δεν τον πολυθέλανε, για να πούμε και την καθαρή αλήθεια.
Είπε την καλησπέρα του, πήρε μεζέ κρασί και στρώθηκε δίπλα να χαζεύει την παρτίδα και να πειράζει, πότε τον έναν πότε τον άλλον. Πιότερο πείραζε τον Παναγή για την τύχη του στο ζάρι.
«Θα σε φτιάξω κι εσέ, κυρ Νίκο, μη βιάζεσαι μόνο», γελούσε ο Παναγής που ήταν στη μέρα του κι έπαιρνε τα παιχνίδια το ένα μετά το άλλο.
«Τον είδες, τι ζαριά έχει, βρε Νίκο; Πες τα και στους άλλους να μη λένε», ξεφυσούσε ο Κοσμάς, αλλά δεν το ’βαζε κάτω.
«Και τι να πούνε οι άλλοι; Σα να μην ξέρουν που ‘ναι τυχερός σε όλα ο Παναγής κάνεις», ξεστόμισε, ρίχνοντας ένα γερακίσιο βλέμμα να καρφωθεί κατευθείαν ανάμεσα στα μάτια του Παναγή.
«Α, μη λες! Σαν ήταν τυχερός σε όλα, δε θα ’μενε στις παράγκες του “Ξηνταβελόνη”», έτσι λέγαμε κοροϊδευτικά τον σπιτονοικοκύρη μας, «και θα ’χε κι αυτός», εδώ δαγκώθηκε ο Κοσμάς, «γυναίκα να του πλένει τα σκουτιά».
«Σαν δεν έχει αυτός γυναίκα, που ’χει όλες τις γυναίκες του ντουνιά γυναίκες του, ποιος έχει, μωρέ Κοσμά;» αντιλόγησε πάλι ο Νίκος, που σηκώθηκε, κοίταξε πονηρά την κυρα-Βαγγελιώ που μπάλωνε κάλτσες παράμερα, στο πρόχειρο κουζινάκι, καληνύχτισε κι έφυγε.
Όχι, δεν πρέπει να λένε ό, τι θέλουν οι άνθρωποι. Ποτέ δεν πρέπει να λένε ό, τι θέλουν κι ό, τι τους κατέβει οι άνθρωποι. Πρέπει πρώτα να σκέφτονται καλά τι θέλουν να πουν, κι ύστερα να το λένε. . Είναι επικίνδυνο να λένε ό, τι θέλουν, χωρίς πρώτα να σκεφτούν τι πρέπει να πουν. Άνθρωποι που λένε ό, τι θέλουν, χωρίς να σκέφτονται, είναι επικίνδυνοι. Γιατί τα λόγια που είπαν, χωρίς να τα σκεφτούν, είναι κι αυτά επικίνδυνα. Και τα επικίνδυνα λόγια κάνουν κακό σε όλους. Ακόμα και σ’ αυτόν που τα λέει.
Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε εκείνο το βράδυ ο Παναγής και, το πρωί, σαν έφευγε για τη δουλειά, σαν κομμάτι θαμπά ν’ ακούστηκε το τραγουδάκι του:
«Ταμ τιρί ρι ρι τυρόπιτες
Ταμ τιρί ρι ρι, οι ζεστε, ε, ές…»
Και σαν γύρισε λίγο πριν από το μεσημέρι, όπως πάντα, δεν πήγε για το συνηθισμένο καφεδάκι στην κυρα-Βαγγελιώ, να της διαβάσει και το φλιτζάνι που ’χε γυρέψει. Ήταν Ανατολίτης αυτός και τα ’βρισκε όλα. Κι εκείνη, είχε μαράζι με την αδερφή της που ’φυγε στη Γερμανία μετανάστρια και την έμπλεξε ένας Χανς, τις έτρωγε τα λεφτά και την έβαζε να κάνει πεζοδρόμιο μες το κρύο, στην Πότσνταμερστρασε. Πώς θα μάθαινε για την κακότυχη, που δεν τα μολογούσε κι όλα, που έπαψε να της γράφει και να της χώνει κάνα μάρκο για τ’ ανίψια της, κρυφά από κείνον τον κακορίζικο Φρίτση;
Ούτε και στην κυρα-Γιούλη έσκασε μύτη ο Παναγής κι ας τον περίμενε να της στεριώσει το ντουλάπι της κουζίνας και να δει και τον Πίπη τον γιο της, που μαράζωνε σκυμμένος στα βιβλία και στα τετράδιά του, μη θέλοντας πια να παίξει, μήτε να γελάσει.
Χώθηκε στην καμαρούλα του, πήρε τον τζουρά του και του άλλαζε χορδές με πολλή προσοχή. Σαν να χάιδευε την αγαπημένη του και σαν να ’θελε να της πάρει έναν πόνο. Όχι ερωτοτροπώντας.
Έπεσε το βράδυ από το μπαϊλντισμένο βουναλάκι Αιγάλεω και σκέπασε το Περιστέρι, άναψαν τα λιγοστά φωτάκια της Θηβών κι επέστρεψαν τα κουρασμένα κορμιά των αντρών της αυλής στο κονάκι τους κι απόρησαν που άκουσαν τόσο νωρίς να κλαίνε ο τζουράς κι ο Παναγής.
«Θ’ αρρώστησε, μάτια μου», είπε η κυρα-Βαγγελιώ στον σαστισμένο Κοσμά.
«Κάποιος κρυφός νταλκάς θα τον σιγοκαίει», είπε η κυρα-Βγένα, κι αναστέναξε με σημασία.
«Δεν ήθελε να μ’ ανοίξει, σαν του χτύπησα», είπε η κυρα-Γιούλη στον Νίκο.
«Μωρέ, θα μας πει, θέλει δεν θέλει, τι τον βασανίζει», είπε ο Κοσμάς και πήγε και του χτύπησε την πόρτα.
Τον πήραν σηκωτό μαζί με τον τζουρά του κι έπιασαν το γλέντι με γέλια και πειράγματα μικρών παιδιών. Ήτανε Σάββατο κι είχαν όλοι τους ανάγκη να ξεδώσουν κι αιτία να τον ζορίσουν.
Δεν έφερε αντίσταση. Μπορεί και να το χαιρόταν, βαθιά μέσα του.
Κι έγινε ένα γλέντι θεότρελο, το τελευταίο, στου Κοσμά κι ανάσαναν όλοι που ξαναγύρισε το κέφι στην παρέα και χόρεψαν πάλι με πρώτη την κυρα-Βαγγελιώ με τα πλούσια στήθη και τα γλαρά μάτια. Μετά πήρε σειρά η κυρα-Βγένα, που δεν αποχωριζόταν τη μαντίλα της ούτε στον ύπνο της, κι από κοντά η χιλιοβασανισμένη Γιούλη.
Και σηκώθηκαν ύστερα οι άντρες φωνάζοντας «δώστου» και «δώστου», σβήνοντας τα τσιγάρα τους στο πάτωμα και πετώντας τα ποτήρια τους να σπάσουν στο πάτωμα και συναγωνίστηκαν τις κυράδες τους, χορεύοντας λικνιστά και προσκαλεστικά σαν αυτές. Κι ήρθαν τα ματάκια του Πίπη και λίγωσαν κι άστραψαν με το που βγήκε να χορέψει το ζεϊμπέκικό του ο Παναγής, ο τρυφερός παλαιστής μας. Και πριν αποσώσει, τον αρπάζει η κυρα-Βαγγελιώ και χτυπώντας το ντέφι στους εύπλαστους, σαν από κερί γοφούς της, τον παρασέρνει σ’ έναν παγανιστικό χορό της κοιλιάς, από αυτούς, που μόνο αφοσιωμένοι σε θεούς, ποτισμένοι βότανα μεθυστικά, τη δάφνη και το χασίσι, ξέρουν να χορεύουν.
Την πλάκα στο γραμμόφωνο, εγώ την έβαλα.
Κι ήρθαν τα κορμιά να γίνουν ένα, να κυλιστούν στο πάτωμα, να πεθάνουν λέει και να αναστηθούν, να πάρουν μορφές αλλόκοτες, φιδιών και δράκων, αγίων κι εωσφόρων, ελεεινών κι αυτοκρατόρων.
Τόση ήταν η έκσταση.
Κι ήρθαν όλοι και χειροκρότησαν και παίνεψαν με μπράβο και με ζήτω την άδολη χάρη των κορμιών και του θεάματος, γιατί δεν έχουν όλοι τη χάρη να κάνουν τα αισθήματα χορό. Κι άλλος τα κάνει τραγούδι, άλλος ζωγραφιά ή μουσική, κι άλλος που μήτε κι από αυτά τα χαρίσματα έχει και δεν τ’ αποζητά παρά τα περιφρονεί, τον περιφρονούν κι αυτά, και σαν δεν μπορεί να βγάλει το μεράκι του κάποιος, πνίγεται και καταπνίγεται με αυτό κι από αυτό, και του γίνεται κακία στο τέλος, σαν του κυρ Νίκου, ας πούμε, και δες, αυτή η κακία βρίσκει τρόπο να εκδηλωθεί προς τα έξω.
«Να ζήσεις, κυρα-Βαγγελιώ, με τα κουνήματά σου! Γεια σου, Παναή, με τα σεκλέτια σου και τα βαριά αποτέτοια σου!» φώναξε ο Νίκος σπάζοντας το ’να μετά το άλλο τα ποτήρια, σαν τα παιδιά που ρίχνουν στρακαστρούκες.
Είχε μεθύσει. Όχι, όμως, με την αγνή ρετσινούλα.
Η κυρα-Γιούλη τον συγκρατούσε όσο μπορούσε, μα είχε τον νου της και στον Πίπη. Είχε ξεθαρρέψει και χόρευε μέσα σε κύκλο που είχαμε φτιάξει εμείς, τα παιδιά, καταπώς κι οι μεγάλοι, και μας είχε ξεσηκώσει όλα, ο διαβολάκος. Και βουρλιζόταν όπως η Βαγγελιώ και ο Παναγής κι έπεφτε σαν αυτούς στο πάτωμα σαν σεληνιασμένος.
Κανένα κρατημό ο μικρός, κανένα κι ο πατέρας.
«Γεια σου, Βαγγελιώ, με τα ωραία σου και με την καλή παρέα σου», αμόλησε πάλι στοχευμένα.
Κι αμέσως, συγκαλυμμένα:
«Γεια σου, Πανάγο ντερμπεντέρη, που ’χεις πράμα γουδοχέρι».
Άστραψε ψηλά στο χέρι του Νίκου το ποτήρι που ’θελε να θρυμματίσει με δύναμη καταγής για να επικροτήσει τις αυτοσχέδιες ρίμες του, άστραψε και το μαχαίρι στο χέρι του Κοσμά σαν αστραπή που πέφτει μεσάνυχτα σε κήπο ήσυχου σπιτιού.
«Πάρ’ τα λόγια σου πίσω, γιατί σε χαράκωσα, Γιούφτο!» είπε ο Κοσμάς και κίνησε καταπάνω στον Νίκο με το μετέωρο χέρι να κρατά το ποτήρι για άμυνα.
Ο Νίκος, κάτωχρος στη λάμψη του μαχαιριού, αποζήτησε με το μάτι προστασία, που δεν βρήκε κι έκανε πίσω.
«Να τα πάρω… να τα πάρω, κακομοίρη. Ε, κακομοίρη», είπε κιοτεμένος τάχα κι όσο να νιώσει σίγουρος πίσω από το τραπέζι. Και, αφήνοντας πάνω σ’ αυτό το ποτήρι, χουφτώνει ένα τραπεζομάχαιρο, τρεις παλάμες φάρδος, και το στρέφει στον Κοσμά.
«Να μαχαιρωθούμε αφού το θέλεις, ρε Κοσμά!… Το γιατί… να ’ξερα μοναχά», είπε σαν ξεμέθυστος μα πάντα δειλιασμένος, ο κυρ Νίκος κι από σιμά η κυρα-Γιούλη να τον βαστά από το σακάκι.
«Τι πιάνεις τη γυναίκα μου στο στόμα σου; Σου ’καμα στιχάκια για το πουσταρέλι σου εγώ;»
Βαριά κουβέντα. Αίμα μύρισε η ατμόσφαιρα. Κοχλαστό. Σαν αυτό που τινάζεται στα σφαγεία απ’ τους αθώους λαιμούς των αμνών.
Η ομήγυρη σαν σε πόζα φωτογραφίας, από αυτές τις προπολεμικές του Παναγή, προσπαθούσε να καταλάβει αν έπαιρνε μέρος σε κάποιο δράμα ή αν όλα αυτά γίνονταν χάριν παιδιάς. Αλλά αλίμονο. Οι κάμες που γυάλιζαν θανάσιμα τους ξανάφερναν στην πραγματικότητα. Το γραμμόφωνο να ξεκουρδίζεται και να σκούζει λυπητερά κι εμείς τα παιδιά που μαθαίναμε τον μύθο της Ιφιγένειας, πως δεν πεθαίνει τελικά από το μαχαίρι του Κάλχα, να ελπίζουμε στο σύννεφο που θα κατέβει να τυλίξει το θύμα και τον θύτη για να μη δούμε το μαχαίρι να μπήγεται κάπου, καταπώς δεν θέλαμε να δούμε τη Λαμπρή να σφάζονται τ’ αρνάκια μπροστά μας και λακούσαμε.
Εκεί επάνω πετιέται ο Παναγής. Σπρώχνει ν’ ανοίξει χώρο απότομα και μπαίνει στη μέση. Τους αρπάζει από τα πέτα των σακακιών τους, τους κοιτάζει με το πράο αγελαδίσιο βλέμμα του, σαν παραπονεμένο όμως τώρα, και τους σηκώνει σαν άδεια τσουβάλια στον αέρα.
Ήταν χεροδύναμος ο Παναγής. Τον είχαμε δει σε μια νεανική φωτογραφία του να σηκώνει ένα μοσχάρι στους ώμους του. Αλλά ετούτο; Χωρίς καμιά σύσπαση του προσώπου του, να τους κρατά στον αέρα;
«Αίματα θέλετε, μπρε πεζεβέγκηδες του κερατά; Αίματα;» ρωτάει άγρια, πιότερο τον εαυτό του, παρά τους άλλους δυο, και τους στέλνει να κυλιστούν χάμω, σαν άψυχες μαριονέτες που τέλειωσαν την παράστασή τους.
Κι αμέσως, με αστραπιαίες για τον όγκο του κινήσεις, σηκώνει τα μανίκια του ψηλά, παίρνει μια μπουκάλα και τη χτυπάει στην κόχη του τραπεζιού, στη μέση. Στο χέρι τού μένει ο λαιμός. Απειλητικός, σαν στόμα αγριμιού.
Οι μανάδες κρύβουν τα πρόσωπα των παιδιών τους.
«Μη, Παναγή, μη… εσύ», θέλησε να φωνάξει ο Πίπης μα δεν του βγαίνει φωνή. Ούτε άλλου κανενός, ακούστηκε φθόγγος.
Το αίμα, το «θυμωμένο αίμα», τινάχτηκε σαν να ‘σπασε αγωγός νερού, πρώτα από τον αριστερό και μετά από τον δεξιό καρπό του Παναγή.
Πέσανε οι γυναίκες πάνω του.
«Παναγή, για όνομα του θεού, τα παιδιά!» του φώναξε η κυρα-Γιούλη, και τον έκρυψε με το σώμα της από μας.
«Όλοι μουρλοί. Μουρλοί, για δέσιμο είστε!» ξεφώνισε με τη σειρά της και η κυρα-Βαγγελιώ, πετώντας το ντέφι που αμήχανα κρατούσε τόση ώρα. Ξεθηλυκώνει απ’ το λαιμό της το μαντίλι της, μαντίλι χάρισμα του Παναγή, και του το δένει σφιχτά πρώτα στο χέρι το αριστερό, της καρδιάς καταπώς λένε.
Τόση ψυχραιμία και γλυκάδα οι γυναίκες, όταν βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάρο, πού τη βρίσκουν;
«Πάρε και το δικό μου, Βαγγελίτσα. Δέσ’ του γρήγορα και τ’ άλλο», βιάζεται να πει κι η κυρα-Βγένα, προσφέροντας τη μαντίλα που δεν αποχωριζόταν μήτε στον ύπνο της.
Φάνηκαν τα καταγάλανα μάτια της πρώτη φορά.
Η άλλη μέρα μάς βρήκε να μην ξέρουμε πού είναι ο Παναγής και, αμίλητοι όπως ήταν όλοι μεταξύ τους, ούτε υποθέσεις έγιναν, για ν’ ακούσουμε κι εμείς τα παιδαρέλια τι να ‘χει απογίνει.
Πιστεύαμε πως έφυγε τη νύχτα να επιδέσει τα τραύματά του. Σαν να ’ταν μπορετό να τακτοποιήσει κανείς κάτι τέτοιο σ’ ένα φαρμακείο.
Δυο τρεις μέρες, κλείστηκαν όλοι στα σπίτια τους και, από τις φωνές που ακούγονταν μέσα από όλες τις καμαρούλες, καταλάβαινε κανείς πως γίνονταν άγριοι καβγάδες.
«Τις γυναίκες στο χωριό μου δεν τις φυλάνε οι άντρες, φυλάγονται από μόνες τους κι έχουν το κούτελο καθαρό», άκουσα την κυρα-Βαγγελιώ να λέει στον άντρα της.
«Πώς, δηλαδή; Σαν την αδερφή σου, να πούμε;» ρώτησε ειρωνικά εκείνος.
«Ακούσαμε τα χαμπέρια και της δικιάς σου! Μωρέ, αν το ’χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες…»
Τα ίδια πικραμένα λόγια λέγονταν πια παντού γύρω μας και, κανείς μα κανείς, δεν τολμούσε να ρωτήσει τον άλλον για την τύχη του Παναγή, γι’ αυτόν που σφάχτηκε για χάρη τους, φοβούμενοι μήπως ακούσουν τα χειρότερα.
Πρώτα ξεμύτισαν οι γυναίκες. Άπλωσαν ρούχα και μαζί τις καρδιές τους.
Η κυρα-Γιούλη, η χιλιοβασανισμένη Γιούλη, δεν άντεχε άλλο τον άντρα της τον κυρ Νίκο. Το τυραννούσε το παιδί τους τον Πίπη. Μέχρι και μπάσταρδο το ’βγαλε. Το αρνήθηκε τελείως. Θυμήθηκε πως τον μήνα που «πιάστηκε» ο Πίπης, αυτός έλειψε τρεις εβδομάδες στον στρατό, και χαλούσε τον κόσμο πως είναι αλλουνού. Θα τον χώριζε αν συνέχιζε έτσι, είπε πρώτα στην κυρα-Βγένα κι ύστερα στη Βαγγελιώ. Του είχε πέσει βαρύ που το παιδί του βγήκε, απ’ τη μια λεπτεπίλεπτο και με τρόπους και απ’ την άλλη να λατρεύει τους λαϊκούς οργανοπαίχτες με τα τσιφτετέλια και τους «γυναικωτούς» χορούς τους.
Κατόπιν βρέθηκαν οι άντρες. Για μια παρτίδα τάβλι.
Ο κυρ Νίκος, ο δειλός κυρ Νίκος, νταής μόνο με τη γυναίκα του, έπιασε τον Κοσμά.
«Ήρθα να φιλιώσουμε. Δεν αξίζει τον κόπο να χαλάσουμε τη φιλία μας για κείνον τον ρέμπελο!»
«Να ’σαι καλά! Τα ίδια θα σου έλεγα κι εγώ», είπε ο Κοσμάς.
«Ήπια λίγο παραπάνω, το καταλαβαίνεις έτσι;»
«Δε βαριέσαι… πήρες τη γυναίκα μου στο στόμα σου, θόλωσα… και παραφέρθηκα. Πολύ θέλει;»
«Τίποτα! Αδερφέ μου Κοσμά, στο κρασί που ήπιαμε, ούτε ξέρω ούτε άκουσα ποτέ κάτι για τη Βαγγελίτσα. Είναι καθαρή γυναίκα. Αυτόν τον χασικλή φοβήθηκα. Όλη μέρα κοντά στις γυναίκες μας, μπορεί να γίνει η ζημιά. Ε;»
«Τι λες τώρα; Από τις έντεκα που σχολάει ως τις οκτώ που ερχόμαστε ‘μείς, γίνεται το κακό, κυρ Νίκο μου».
«Γίνεται, γίνεται» συνηγόρησε κι ο Νίκος.
«Κι έχουμε μικρά παιδιά… όλοι μας. Ξέρεις… δεν μ’ αρέσουν τα χούγια τους, σ’ αυτούς τους Μικρασιάτες… όπως παίζει και χαϊδεύει τα παιδιά μας…»
«Και τα φιλάει…»
«…Όχι πως είδα τίποτα, αλλά τον Πίπη, τον γιο σου, στα όπα όπα τον είχε».
«Κάτι πήρε κι εμένα το μάτι μου. Του μάθαινε, λέει, χορούς…»
«Δεν πιστεύω να τόλμησε τίποτα, αλλά να φυλαχτούμε και λίγο …ε;»
«Να φυλαχτούμε, Κοσμά μου… Αυτό είπα κι εγώ… Σαν πώς όμως;»
«Θα πατήσουμε πόδι να φύγει».
«Αυτό θα κάνουμε, Κοσμά μου. Να το διώξουμε το ρεμάλι που ’ρθε κι αναστάτωσε πέντε μονιασμένες οικογένειες στα καλά καθούμενα. Άντε, εβίβα στη φτώχεια μας!»
«Εβίβα, ρε καρντάση Νικόλα!» του ξέφυγε του Κοσμά η προσφώνηση που άλλαζε με τον Παναγή.
Οι μέρες περνούσαν κι ο Παναγής δεν εμφανιζόταν για να τον «απελάσουν» οι ομονοήσαντες. Οι γυναίκες αντιτάχτηκαν όσο μπορούσαν στα σχέδια των συζύγων τους, αλλά υπέκυψαν γρηγορότερα από όσο θα περίμενε κανείς.
Μέσα τους, όμως, κι η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, ήταν σύμφωνες πως δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση ο Παναγής.
Κι ήταν ένα απ’ αυτά τα χειμωνιάτικα πρωινά με τον ήλιο να γελάει ακατάπαυστα και να μπαίνει με το ζόρι στα σπίτια, τα παιδιά να χαλάνε κόσμο με τα τόπια τους, τους άντρες να βροντάνε τα ζάρια στη φρεσκοπλυμένη αυλή και τις γυναίκες να λένε η μια στην άλλη το φλιτζάνι, όπως το ’μαθαν από εκείνον, μες στους αχνούς της κουζίνας τους, όταν φάνηκε ο Παναγής και στάθηκε για λίγο στην αυλόπορτα. Μας κοίταξε όλους έναν έναν, γλυκά και ήσυχα με το αγελαδίσιο βλέμμα του, σαν τον στρατηγό που επιθεωρεί νεοσύλλεκτους και χώθηκε στην καμαρούλα του.
Τα ζάρια παραπαίανε τώρα, στα χέρια των αντρών. Τα παιδιά και τα τόπια σαν να ξεφούσκωσαν ξαφνικά κι οι γυναίκες, αμήχανες, πήραν να ξεσκονίζουν τις ποδιές και να σιάζουν τα μαλλιά τους.
Βγήκε στην αυλή μ’ έναν μπόγο στους ώμους, τη μόστρα του για τις τυρόπιτες στο ’να χέρι και τα κλουβιά του με τα καναρίνια στο άλλο. Σταμάτησε και κοιτούσε, γύρω του και πάνωθέ του, σαν να γύρευε εντολές από κάποια αόρατη δύναμη, για το πού θα πάει και τι θα κάνει σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του.
«Νερό κι αλάτι σ’ όσα είπαμε, καρντάσια», είπε σιγανά, πολύ σιγανά, ο τρυφερός παλαιστής μας.
Και πού ν’ ακουστεί από τα γοερά κλάματα του Πίπη!…
Λίγο πριν δρασκελίσει την εξώπορτα, ξεχύθηκε από το γραμμόφωνο ένα λαϊκό να σου ξεσκίζει την καρδιά:
Δυο πόρτες έχει η ζωή
άνοιξα μια μπήκα
σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να ‘ρθει το δειλινό
από την άλλη βγήκα…
Όχι, δεν έμαθε ποτέ του τσάμικο ο Πίπης, που έκλαιγε πλάι στον φωνόγραφο.