Νίκος Καζαντζάκης – Το Μεγάλο ΚΑΙ

Από το δοκίμιο του Χ. Τσαντή «Νίκος Καζαντζάκης – Ένα πουλί πάνω από την άβυσσο»

«Το να σηκώσει ανάστημα και να επιλέξει το δρόμο της αναζήτησης – στην εποχή των «αλάθητων» απαντήσεων και των μεγάλων πολιτικών και ιδεολογικών αφηγήσεων – συνιστούσε από μόνο του αυτό το γεγονός μια σπουδαία κοινωνική πράξη, μια γενναία στάση ευθύνης απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και απέναντι στην κοινωνία».

Χ. Τσαντής – Ν. Καζαντζάκης – Ένα πουλί πάνω από την άβυσσο

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ

Ορισμένες σημαντικές παρατηρήσεις για τον Νίκο Καζαντζάκη έκανε ο σπουδαίος ανθρωπιστής γιατρός Αλβέρτος Σβάιτσερ, ο «Άγιος Φραγκίσκος» της εποχής μας, όπως αποκαλούσε ο Καζαντζάκης τον άνθρωπο στον οποίον αφιέρωσε τον «Φτωχούλη του Θεού». Οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1955, και ο Σβάιτσερ ήταν ένας από τους τελευταίους φίλους που τον επισκέφθηκαν στην κλινική του Φράιμπουργκ, στις 25 Οκτωβρίου του 1957, μία μέρα πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Για τη συνάντησή τους υπάρχει η μαρτυρία του ίδιου του Σβάιτσερ σε μία επιστολή του, το 1961, την οποία αναφέρει ο Πάτροκλος Σταύρου.

Λέει εκεί ο Σβάιτσερ ανάμεσα στα άλλα: «Συζητήσαμε για την ανάγκη της αναβίωσης του ανθρωπισμού. Ενός νέου μαχητικού ανθρωπισμού που θα αναχαιτίσει τη βία και την ταπείνωση του ανθρώπου…. Κουβεντιάσαμε ακόμα για βαρυσήμαντα θρησκευτικά θέματα. Για τη ζωή του Χριστού και για τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Μεταξύ μας υπήρχε μια σπάνια πνευματική επικοινωνία… Από μια επιπολαιότητα ενός Κινέζου γιατρού χάσαμε ξαφνικά έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να προσφέρει ακόμα πολλά στην εποχή του… Από τα βάθη της καρδιάς μου αγάπησα τον Καζαντζάκη και εναπόθεσα πολλές ελπίδες στην πνευματική του δράση».5

Αναφορά στη σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με τον Σβάιτσερ κάνει και ένας άλλος μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης, με διεθνή αναγνώριση, ο Μενέλαος Λουντέμης6, ο οποίος γράφει ότι: «Ο Καζαντζάκης διέθετε εξαιρετικά ηρωική φύση και έδειξε στο τέλος της ζωής του έναν ηρωισμό που σπάνια δείχνουν τα ανθρώπινα πλάσματα. Μ’ όλο που ο θάνατος είχε πια εισβάλλει μέσα του και οι σάλπιγγες του τέλους βούιζαν στα αυτιά του, εκείνος δεν πανικοβλήθηκε. Ίσα-Ίσα. Δεχόταν ακόμη και επισκέψεις, και μιλούσε και χαμογελούσε. Ο Σβάιτσερ, που τον επισκέφθηκε στο κλινάρι του θανάτου του, μας μίλησε με θάμβος για την ηρεμία και τη γαλήνη του… Τόσο, που του ήρθε να φωνάξει: «θα ζήσει!», ενώ σαν γιατρός ήξερε ότι κλινικά ο Καζαντζάκης ήταν νεκρός. Πάντως, προτού χαθεί, τιμήθηκε με το ακριβότερο δώρο, που θα ζήλευε ο κάθε δημιουργός. Το δώρο να έχει αρνητές και εχθρούς…».

Και συνεχίζει ο Λουντέμης: «Η κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη θύμισε σε όλους Κατοχή. Και μόνο η Κρήτη σηκώθηκε και με τραχιά φωνή γύρεψε το τέκνο της να το θάψει ελληνόπρεπα…. Δεν επιτρέπω, ούτε καν και σε απλή υποψία, να περάσει από το μυαλό κανενός ότι ανήκω στους επικριτές ή στους αρνητές του Καζαντζάκη. Παλεύω απλώς και πάσχω να τον ερμηνεύσω».7

Και δεν ήταν ο μόνος που πάσχιζε να τον ερμηνεύσει. Αμέτρητες είναι οι προσπάθειες να κατηγοριοποιηθεί το έργο και η φιλοσοφική του αντίληψη, αλλά γεγονός είναι πως η ζωή, η σκέψη και η δράση του δεν μπαίνει σε καλούπια. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο ίδιος επέλεξε να διακηρύξει την ελευθερία του από κάθε ιδέα, από κάθε πλάνη, σε μια εποχή που ο κόσμος ολόκληρος υποκλινόταν στον έναν ή τον άλλο –ισμό. Σε μια ταραγμένη εποχή όπου μεγάλες πλειοψηφίες υιοθέτησαν προκατασκευασμένες αλήθειες ως πρότυπα ζωής, τα οποία «έπρεπε» να ακολουθήσουν πιστά μέχρι το τέλος, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Το να σηκώσει ανάστημα και να επιλέξει το δρόμο της αναζήτησης – στην εποχή των «αλάθητων» απαντήσεων και των μεγάλων πολιτικών και ιδεολογικών αφηγήσεων – συνιστούσε από μόνο του αυτό το γεγονός μια σπουδαία κοινωνική πράξη, μια γενναία στάση ευθύνης απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και απέναντι στην κοινωνία.

* * *

«Ο Κομφούκιος λέει: «Πολλοί ζητούν την ευτυχία υψηλότερα από τον άνθρωπο, άλλοι χαμηλότερα, μα η ευτυχία είναι στο μπόι του ανθρώπου«Σωστά. Υπάρχουν τόσες ευτυχίες, όσα και τα ανθρώπινα μπόγια. Ετούτη είναι, αγαπημένε μου μαθητή και δάσκαλε, η ευτυχία μου τώρα. Την μετρώ, την ξαναμετρώ ανήσυχος, για να μάθω τώρα ποιο είναι το μπόι μου. Γιατί ξέρεις καλά, το μπόι του ανθρώπου δεν μένει πάντα το ίδιο…

Πώς αλλάζει, ανάλογα με το κλίμα, με τη σιωπή, με τη μοναξιά, ή τη συντροφιά, η ψυχή του ανθρώπου! Οι άνθρωποι μου φαίνονται, από τη μοναξιά μου εδώ, όχι σαν μερμήγκια, καθώς σίγουρα θα νομίζεις, παρά το εναντίον: σα μεγαθήρια, δεινόσαυροι και φτεροδάχτυλοι, που ζουν σε αγέρα κορεσμένο ανθρακικό οξύ και πηχτή κοσμογονική σαπίλα. Μια ζούγκλα ακατανόητη, ανόητη και θλιβερή. Οι έννοιες «πατρίδα» και «φυλή» που αγαπάς, οι έννοιες «υπερπατρίδα» κι «ανθρωπότητα» που μ’ έχουν σαγηνέψει, αποκτούν την ίδια αξία στον παντοδύναμο αγέρα της φθοράς.

Νιώθουμε πως είμαστε κουρδισμένοι για να πούμε μερικές συλλαβές, κάποτε ούτε καν συλλαβές, άναρθρες φωνές,  ένα α! ένα ου!–κι ύστερα σπάζουμε. Κι οι πιο μεγάλες ιδέες ακόμα, άμα ανοίξεις την κοιλιά τους, βλέπεις πως είναι κούκλες κι αυτές, παραγεμισμένες με πίτουρα, και μέσα στα πίτουρα, πιτήδεια παραχωμένο, ένα τενεκεδένιο ελατήριο».8

 «Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει στο Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δεν φτάνουν στη κορφή του Γολγοθά-θέλω να πω στη κορφή του χρέους τους-να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, να σώσουν τη ψυχή τους. Λιποψυχούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. Άλλον δεν έχει…

Τέσσερα στάθηκαν τ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας.

Αυτή την αιματηρή πορεία μου, από τη μια από τις μεγάλες αυτές ψυχές στην άλλη, τώρα που ο ήλιος βασιλεύει, μάχουμε στο οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω. Έναν άνθρωπο ν’ ανεβαίνει, με τη ψυχή στο στόμα, το κακοτράχαλο βουνό της μοίρας του. Αλάκερη η ψυχή μου μια Κραυγή. Κι όλο μου το έργο, το σχόλιο στη Κραυγή αυτή… Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε. Η λέξη Ανήφορος. Τον ανήφορο αυτόν θα ‘θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω. Και τις κόκκινες πατημασιές που άφηκε το ανηφόρισμά μου. Και βιάζουμαι, προτού φορέσω το «μαύρο κράνος« και κατέβω στο χώμα, γιατί αυτή η αιματοβαμμένη γραμμή θα ‘ναι το μόνο αχνάρι που άφηκε το διάβα μου απάνω στη γης. Ότι έγραψα ή έπραξα γράφτηκε και πράχτηκε επάνω στο νερό και χάθηκε…».9

 * * *

Όπως και κάθε μεγάλου δημιουργού – που οι σελίδες, τα γλυπτά, οι νότες και οι πίνακες, ταξιδεύουν μέσα στους αιώνες, χωρίς να χάνουν τη λάμψη τους, αλλά αντίθετα μοιάζει να φεγγοβολούν ακόμη περισσότερο όσο απομακρυνόμαστε από τη στιγμή της γέννησής τους – έτσι και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη έχει ήδη ενταχθεί στην ανοδική σπείρα της εξέλιξης, στην ορμητική κίνηση που απελευθερώνει η αλληλεπίδραση της θέσης, της αντίθεσης, της σύνθεσης. Γιατί ο  Νίκος Καζαντζάκης δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Ο Καζαντζάκης είναι το ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει όποιος έχει γαντζωθεί σε «αιώνιες αλήθειες».

Εάν ο αναγνώστης έχει τη διάθεση να περιπλανηθεί μαζί του και να σαλπάρει με βάρκα τη δική του Οδύσσεια, να κρατήσει γερά το τιμόνι οδηγώντας την κύμα το κύμα, βιβλίο το βιβλίο, θα διαπιστώσει ότι ο Νίκος Καζαντζάκης είναι «το πουλί πάνω από την άβυσσο», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο μακαριστός Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος Γαλανάκης. 10

Είναι ένας ψίθυρος που μιλά – όχι στα αυτιά μας, μα στην καρδιά μας – και μας ζητά συνεχώς να τον αντικρίσουμε με τα μάτια της ψυχής.

* * *

(5). Πάτροκλος Σταύρου, 2009, επίμετρο στο: Νίκος Καζαντζάκης, Ο Φτωχούλης του Θεού. Αθήνα, Εκδόσεις Καζαντζάκη.

(6). Μενέλαος Λουντέμης, 1976, Ο Εξάγγελος (Άγγγελος Σικελιανός). Αθήνα: Δωρικός. 

(7). Ο.π.

(8). Νίκος Καζαντζάκης, 2014, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.

(9). Νίκος Καζαντζάκης, 2009. Αναφορά στον Γκρέκο. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.

(10). Παρέμβαση του μακαριστού Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου Γαλανάκη, που έγινε χωρίς χειρόγραφο, στο επιστημονικό διήμερο «Νίκος Καζαντζάκης-Σαράντα χρόνια από το θάνατό του». Tην εκδήλωση διοργάνωσαν ο Δήμος Χανίων, η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, στις 1 και 2/11/1997 στο Δημαρχείο Χανίων. Την απομαγνητοφώνηση της ομιλίας έκανε ο Μιχάλης Γαλανάκης και περιλαμβάνεται στην έκδοση των πεπραγμένων του επιστημονικού διημέρου που έκανε η Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων το 1998.


Το βιβλίο εστιάζει σε ορισμένα στιγμιότυπα της θεωρίας και της πράξης του Νίκου Καζαντζάκη, τα οποία είναι ανοιχτά σε περαιτέρω έρευνα. Ο συγγραφέας στρέφει το φακό του στην Κρητική Ματιά του Νίκου Καζαντζάκη, αναδεικνύοντας τη συνθετική οπτική του και τη σχέση του με τον Σπινόζα. Παράλληλα, μια συνομιλία με τις θέσεις της Λιλής Ζωγράφου για τη θεωρία περί «ξενών ιδεών» στο έργο του Καζαντζάκη ανοίγει ευρύτερους προβληματισμούς για την πηγή της έμπνευσης, ενώ οι κοινωνικοπολιτικές του αναζητήσεις, η επιχείρηση διάσωσης των Ελλήνων της Ρωσίας, ο διωγμός του στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, καθώς και όσα αναφέρει ο Μενέλαος Λουντέμης για τον Νίκο Καζαντζάκη, θίγουν ορισμένες πλευρές της ζωής και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη που παραμένουν σε έναν βαθμό στη σκιά. Ο χαρακτηρισμός που έδωσε ο Ειρηναίος Γαλανάκης, στη συγκλονιστική ομιλία που είχε κάνει σε ανύποπτο χρόνο για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Ένα πουλί πάνω από την άβυσσο», “φωτογραφίζει” με τον καλύτερο ίσως τρόπο την προσωπικότητα του μεγάλου λογοτέχνη, ποιητή και στοχαστή.

Διαβάστε περισσότερα: https://ekdoseis-radamanthys.webnode.gr/products/christos-tsantis-nikos-kazantzakis-ena-poyli-pano-apo-tin-avysso/

 

 

 

 

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s