«Ναι, οι μέρες μας τρέχουν γρήγορα προς το τέλος τους, αυτό είναι όλο που ζητώ στη ζωή και στο θάνατο μια ψυχή ελεύθερη και κουράγιο για ν’ αντέχει…».
Η Σάρλοτ, η Έμιλυ κι η Άννα, οι τρεις από τις αδελφές Μπροντέ, ντροπαλές κόρες αποκομμένες από τον έξω κόσμο. ζώντας σ΄ένα απόμακρο χωριό, κατάφεραν μέσα από μια επώδυνη πορεία ζωής να σπάσουν τη σιωπή τους και να αφήσουν την φωνή τους στεντόρεια ν΄ακουστεί και να ταράξει τα ύδατα του λογοτεχνικού κόσμου με δυνατά μυθιστορήματα γεμάτα λάμψη και σκοτάδι…
Έμειναν ορφανές από μικρές καθώς κι ο μοναχογιός της οικογένειας αφού η μητέρα τους γέννησε έξι παιδιά μέσα σε επτά χρόνια και πέθανε λίγο αργότερα, επώδυνα και αργά από καρκίνο του στομάχου. Η ανατροφή τους πέρασε στον πατέρα τους Πάτρικ, εφημέριο στο Γιορκσάιρ στη Β. Αγγλία, προσωπικότητα παράξενη και αντιφατική, έφερνε δυο κατάρες για την εποχή: ήταν Ιρλανδός και φτωχός, όμως είχε καταφέρει να σπουδάσει στο Κέμπριτζ. Είχε εξίσου έφεση στη συγγραφή καθώς δημοσίευε θρησκευτικά ποιήματα, πολιτικά άρθρα αλλά και διδακτικό πεζό λόγο. Εκκεντρικός και με εμμονές ο ψηλός, κοκκινομάλλης ιερέας, συντηρητικός από τη μία αλλά από την άλλη καθόλου συμβατικός αφού ενθάρρυνε την αγάπη των κοριτσιών του στο διάβασμα και συζητούσε μαζί τους από μικρές τα θέματα της επικαιρότητας. Μέχρι εκεί όμως έφτανε η φροντίδα του αφού αποφάσισε μιας και τα χρήματα του ήταν λιγοστά, να κλείσει τις τέσσερις μεγαλύτερες κόρες του, από τεσσάρων έως έντεκα ετών, στο Κάουαν Μπριτζ, ένα οικοτροφείο πολύ φτηνό και σχεδόν φιλανθρωπικό, προορισμένο για τις κόρες των κληρικών.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτό αλλά όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, επρόκειτο για ένα κολαστήριο ψυχών και σωμάτων. Τα κορίτσια εκεί μέσα κακοποιούνταν, ξυπνούσαν αξημέρωτα, προσεύχονταν για σχεδόν δυο ώρες πριν φάνε το αηδιαστικό φαγητό που τους ετοίμαζαν, με τις ελάχιστες συνθήκες υγιεινής. Και δεν έφτανε αυτό, τιμωρίες σκληρές, ξύλο και προσβολές, ένα ποτήρι γεμάτο από αδικίες κι εξευτελισμό που έπιναν οι αδελφές Μπροντέ μέχρι που η ζωή δεν τους ανήκε πλέον κι η φυματίωση ξεκούρασε από τα βάσανα τη Μαρία και την Ελίζαμπεθ, 11 και 10 χρονών αντίστοιχα.
Μετά από αυτό το χτύπημα ο Πάτρικ πήρε τις άλλες δύο κόρες του από κει και σπούδασαν στο Χέιγουορθ όπου διάβαζαν, έραβαν αλλά κυρίως έγραφαν. Η φαντασία αλλά και οι τραυματικές τους εμπειρίες τους οδήγησαν στη συγγραφική δημιουργία κόσμων ονειροπόλων, δυνατών και λαμπερών αφού στην πραγματικότητα οι Μπροντέ ζούσαν εντελώς απομονωμένοι αν και το χωριό τους είχε ζωή.
Για πολλά χρόνια έγραψαν πολύ μικρά βιβλία γραμμένα με μικροσκοπικά γράμματα! Οι συνθήκες ζωής στο χωριό ήταν δυσβάστακτες, από πολλές απόψεις. Η αρχή της βιομηχανικής επανάστασης οδηγούσε στην εξαθλίωση των εργατών με αλματώδη βήματα, γίνονταν αιματηρές εξεγέρσεις, οι συνθήκες υγιεινής ήταν ανύπαρκτες με αποτέλεσμα η χολέρα, η φυματίωση και ο τύφος να θερίζουν αλύπητα τους κατοίκους που είχαν μέσο όρο ζωής τα εικοσιπέντε έτη! Επίσης η εργασιακή εκμετάλλευση ακόμα και των παιδιών συνέθεταν ένα ζοφερό περιβάλλον για κάθε άνθρωπο που ζούσε εκεί.
Η Έμιλυ που έγραψε το αριστοτεχνικό μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα ύψη», δεν ερωτεύτηκε ποτέ! Όλη της τη ζωή κατατρυχόταν από τον βρυκόλακα της ανορεξίας με εμμονή για την εικόνα της που θεωρούσε αποκρουστική. Αυστηρή κι απαιτητική με τον εαυτό της, άκαμπτη και ακραία και με σχεδόν παθολογική κατάθλιψη που την βασάνιζε όπως και όλη την οικογένεια.
Το κορίτσι αυτό ήταν έξυπνο, καλλιεργημένο, φτωχό μα περήφανο. Έπρεπε να παλέψει με πολλούς δαίμονες και με αυτόν ακόμα που απαγόρευε στις γυναίκες της εποχής να συγγράφουν, καθώς όπως της είχε πει κι ο διάσημος ποιητής της εποχής Σούθυ «ο στόχος μιας γυναίκας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η λογοτεχνία!», ρήση που τη βύθισε στην κατάθλιψη ακόμη περισσότερο. Η γυναίκα της εποχής μπορούσε να είναι δασκάλα ή παιδαγωγός, εργασίες ταπεινωτικές και κακοπληρωμένες τις οποίες όμως εξασκούσαν οι αδελφές Μπροντέ.
Ο θάνατος του αδελφού τους Μπράνγουελ, ο οποίος απέτυχε παταγωδώς να ισορροπήσει και να πετύχει κάτι καλό σε οτιδήποτε κι αν προσπάθησε, έδρασε καταλυτικά στην πορεία των κοριτσιών. Ο μονάκριβος γιος αποτύγχανε οπουδήποτε επιχειρούσε να κάνει κάτι, στη συγγραφή, στη διδασκαλία κι όπου κι αν δούλευε έφευγε διωγμένος και ταπεινωμένος αφού ο εγωκεντρισμός κι η αλαζονεία του τον οδηγούσαν σε ερωτικά παραστρατήματα με γυναίκες παντρεμένες και ακατάλληλες για εκείνον. Ο αλκοολισμός και η φυματίωση ήρθαν να ολοκληρώσουν το σχέδιο αφανισμού του αφού πρώτα μετέδωσε την αρρώστια στην ήδη σκελετωμένη Έμιλυ.
Τα δυστυχισμένα εκείνα χρόνια, σε μια επίδειξη δύναμης κι αποφασιστικότητας, οι αδελφές εκδίδουν τα πρώτα τους έργα μόνες τους. Τρεις επαρχιώτισσες 27, 28 και 30 χρόνων, εκδίδουν με ψευδώνυμα έργα με τεράστια επιτυχία . Το «Τζέην Έυρ», της Σαρλότ Μπροντέ, έγινε η μεγάλη επιτυχία της εποχής αν και οι κριτικοί της εποχής το θεώρησαν έργο «γεμάτο από αρρενωπή τραχύτητα, χυδαιότητα και ελευθερία της έκφρασης». Σκληροί ακόμα ήταν με το βιβλίο της Έμιλυ που τους φάνηκε «άγριο, σκληρό και απεχθές».
Ο Μπράνγουελ πέθανε 31 ετών, το Σεπτέμβριο του 1848. Η Έμιλυ τον ακολούθησε στον τάφο τρεις μήνες αργότερα, σκελετωμένη αφού αρνιόταν να φάει όλους αυτούς τους μήνες και να δει γιατρό. Δε γλύτωσε από το θάνατο ούτε η Άννα, χτυπημένη και αυτή από φυματίωση, πέντε μήνες αργότερα. Τελευταία της επιθυμία ήταν να δει τη θάλασσα στην οποία την μετέφερε η τριαντάχρονη Σαρλότ, η οποία είδε την μόλις 29 ετών αδελφή της να πεθαίνει σε μια παραλία…
Η Σάρλοτ έχασε όλα της τα αδέρφια, έμεινε μόνη κι απελπισμένη. Ανέλαβε δημοσίως τη συγγραφή της «Τζέην Έυρ» και συνέχισε να γράφει. Δημοσίευσε άλλα δύο μυθιστορήματα που είχαν μεγάλη επιτυχία αλλά ερωτεύτηκε χωρίς επιτυχία τον ωραίο εκδότη της ο οποίος όμως παντρεύτηκε κάποια άλλη! Τότε κι εκείνη τον επόμενο μόλις μήνα αποφάσισε να παντρευτεί τον νεαρό ιερέα που βοηθούσε τον πατέρα της κι αφέθηκε να τον αγαπήσει γιατί αυτός την αγαπούσε!
Οι πρώτοι μήνες του γάμου ήταν ονειρικοί – μετά από τόσο πόνο και απώλειες τολμούσε να ζήσει – όχι όμως για πολύ…Το 1855 αρρώστησε- νόμιζαν πως είχε εξασθενήσει λόγω πιθανής εγκυμοσύνης- , όμως επρόκειτο για τυφοειδή πυρετό! Πέθανε μόλις 39 ετών. Η επιθυμία της για λίγη ζωή και χαρά ούτε τώρα ευδοκίμησε…Η ζωή της ήταν άρρηκτα δεμένη με τη μοίρα του σπιτικού της και δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ΄αυτήν τελικά.
Οι αδελφές Μπροντέ μπορεί πράγματι να μην έφυγαν ποτέ από το χωριό τους και τους στενούς τοίχους του σπιτιού τους, όμως είχαν ψυχές αδάμαστες κι ελεύθερες, όπως τους στίχους των ποιημάτων τους που πιθανόν απάγγελναν δυνατά η μία στην άλλη όταν έπεφτε το σκοτάδι και το φως κάποιων κεριών φώτιζε τα ασθενικά τους σώματα μα όχι και στόματα…
«Ναι, οι μέρες μας τρέχουν γρήγορα προς το τέλος τους, αυτό είναι όλο που ζητώ στη ζωή και στο θάνατο μια ψυχή ελεύθερη και κουράγιο για ν’ αντέχει», έγραψε η Έμιλυ Μπροντέ σ΄ένα από τα τελευταία της ποιήματα σε μια βαθιά και τραγική συνειδητοποίηση μιας σχεδόν προδιαγεγραμμένης δυστυχίας αλλά και σε μια αποθέωση της ελεύθερης σκέψης και ψυχής όπως η δική τους!
Άρια Αθανασάκη