Από το 2ο τεύχος του περιοδικού Ραδάμανθυς
ΜΟΝΑΞΙΑ
Μοναξιά, που παραμονεύεις στη γωνιά
Εκεί στην άκρη του δρόμου σε είδα
Είδα τα χνώτα σου
στο παγωμένο σκοτάδι της λησμονιάς
Δε θέλω να το πω μα σε φοβήθηκα…
Φοβήθηκα ότι θα μου πάρεις την κουρασμένη ευτυχία
που έχει αλειφθεί κάτω απ’ το δέρμα μου
σαν βούτυρο πηχτό
και με ζεσταίνει ως την ψυχή…
Κι όσο και να μη θέλω
η σκέψη μου σε πλησιάζει
μα ξεφεύγει απότομα
σα να τη χτύπησε ρεύμα
Σα να έπεσε πυλώνας ραδιενεργός
σα να με βραχυκύκλωσε…
Και ξέρεις τι θέλω;
να σε ξεχάσω
Να κάνω πως δεν υπάρχεις
Να κάνω πως δε θα ‘ρθεις
Έτσι θα μπορέσω ν’ ανάψω
τις σπίθες που τρεμοπαίζουν
Σαν πάω να κλείσω τα βλέφαρα τα μαραμένα
ΣΑΝ ΠΡΟΒΑΤΟ ΣΤΗ ΣΦΑΓΗ
Ειδήσεις…
Στεγνή Πλύση Εγκεφάλου
Σε χρόνο δευτερολέπτων και εικόνων
Μελετημένα πριν ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα
Θα καρφωθούν μέσα στην ίριδα των ματιών.
Πίσω από μια μελετημένη είδηση
Που θέλουν Αυτοί να ακούς
Υπάρχει κάτι Μεγάλο που πρέπει να κρύψουν.
Πρόσεχε, πίσω από την οθόνη είναι η αλήθεια
Μπροστά δεν θα μάθεις
Τα λερωμένα χέρια τους, με τη βρώμα απ’ τα λεφτά και το αίμα
Θέλουν να κρύψουν
Και θα σε βομβαρδίσουν με ψέματα, αρρώστιες, και θλίψη.
Μην τους αφήνεις ..
Ένας ψεύτικος πόλεμος κρύβεται από πίσω
Ένας ψεύτικος κόσμος που τον ετοίμασαν Αυτοί
Για τις αχόρταγες τις τσέπες και τα μεγαλεία τους
Καθώς πάνω σε πτώματα πατάνε
Καθαρίζοντας το δρόμο τους με υποκρισίες και υποταγές
Για να ανέβουν ακόμα πιο ψηλά.
Θρησκείες, καλυμμένες δικαιολογίες για να ταΐζουν ψέμα
Μα σαν είδαν πώς αυτό πια δεν πιάνει
Βρήκαν καινούργιους τρόπους
Τη σκέψη σου να ορίζουν
Κι εσύ σαν Πρόβατο στη Σφαγή
Ακολουθείς τον όχλο..
Πάνω στην ταμειακή τους μηχανή
Με τα σκισμένα ρούχα σου, τρεκλίζεις
Και ενώ οι παρωπίδες, σου σφίγγουν τον εγκέφαλο
Σε μια οθόνη, τα μάτια σου σαπίζουν
ΞΕΝΙΤΙΑ
Μακριά από το χώμα που πρωτοπάτησες
Το Σώμα κι η Ψυχή σκληραίνουν
Όπως το αλάτι τα φύκια τα μαλακά
πριν τα φτύσει απ’ τα σπλάχνα της
και τα ξεβράσει
σε μια Άφαντη πια θάλασσα
Μακριά, η καρδιά μαθαίνει
Κομματιασμένη
να υπάρχει ακόμα…
Η Νοσταλγία
σκοινί γερό
Κρατά σφιχτά τα κομμάτια της
Όσο τα μάτια ξεχνούν
αυτή σφίγγει πιο δυνατά
μέχρι να στάξει αίμα…
Και κάθε φορά τη στιγμή του αποχαιρετισμού
ένα κομμάτι πέφτει σάπιο…
Σα μικρός θάνατος το κάθε αντίο…
