ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. Σπουδαία μέρα για μας τα παιδιά, τότε…
Έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα πάνω σε ένα γαϊδουράκι, μας είχε μάθει ο δάσκαλος στο σχολείο κι ήταν η χαρά μας να βρεθούμε στην στολισμένη εκκλησία και να πάρουμε σταυρούς από βάγια. Περιμέναμε πώς και πώς κάθε χρόνο εκείνη την μέρα για να συναντηθούμε στο σπίτι μου όλα τα παιδιά της γειτονιάς μετά την λειτουργία και να καταστρώσουμε τα σχέδια των διακοπών του Πάσχα. Οι μαμάδες μας είχαν ήδη ξεκινήσει από μέρες την λάτρα των σπιτιών, τον καλλωπισμό των κήπων και της αυλής.
Μουρμούριζαν όταν μπερδευόμασταν στα πόδια τους κι εμείς άλλο που δεν θέλαμε: να δίνουμε το παρόν μόνο για το μεσημεριανό φαγητό την καθιερωμένη ώρα. Όταν σουρούπωνε, αντηχούσαν μία μία οι φωνές τους κι έπαιρναν τα αυτιά του πατεράδων μας: Γιωργάκι, Ελένη,Πέτρο! Γρήγορα σπίτι. Κι εμείς σε λίγα λεπτά είχαμε επιστρέψει στο σπίτι. Κουρασμένοι μα τόσο χαρούμενοι, τόσο γεμάτοι μέσα μας!
Δεν ανησυχούσαν διόλου οι μητέρες μας γιατί ήταν μια εποχή ήρεμη, φιλήσυχη. Μεγαλώναμε σε μια επαρχιακή κοινωνία που ο ένας γνώριζε τον άλλον και καλοσυνάτα τον χαιρετούσε κάθε φορά που τον συναντούσε. Ήμασταν ελεύθεροι να χαρούμε την παιδικότητά μας, ενθουσιασμένοι πεταγόμασταν απ το κρεββάτι κάθε πρωί για να συναντήσουμε την παρέα μας. Νοιώθαμε άτρωτοι όταν ήμασταν όλοι μαζί δεμένοι, αγαπημένοι. Χανόμασταν ώρες ατελείωτες σε αλάνες και απόμερα εγκαταλελειμμένα σπίτια, σκαρφαλώναμε σε δύσβατα μονοπάτια για εξερεύνηση, χτίζαμε σπίτια με πλίνθους ή με τούβλα. Πέφταμε με τα ποδήλατα ή όταν τρέχαμε και τρώγαμε τα γόνατά μας ή τα χέρια μας αλλά δεν μας ένοιαζε! Γελούσαμε κοιτώντας ο ένας τον άλλον! Στήναμε μαγαζάκια στο λεπτό κι εμπορευόμασταν διάφορα είδη προς κατανάλωση που είχαμε αγοράσει κρυφά με το χαρτζιλίκι μας από τον μπακάλη ή είχαμε προμηθευτεί μυστικά από το ψυγείο του σπιτιού μας και τα μεταπουλούσαμε σε τιμή ευκαιρίας σε άλλα παιδιά της γειτονιάς.
Με το μικρό κέρδος αγοράζαμε νέο εμπόρευμα κι έτσι σιγά σιγά τα κέρδη πολλαπλασιαζόταν Ήμασταν πολύ περήφανοι για τον εαυτό μας! Κάποιοι από μας, μάλιστα, έχοντας πάρει μια μικρή γεύση από τον κόσμο της πώλησης διέπρεψαν σαν επιχειρηματίες όταν μεγάλωσαν. Την άνοιξη οι ευωδιές από τις πασχαλιές, τα νυχτολούλουδα μας ξετρέλαιναν. Νοιώθαμε τόσο τυχεροί, τόσο πλούσιοι για αυτά που η ζωή απλόχερα μας χάριζε! Κι ας μην είχαμε αυτοκίνητο να περιφερόμαστε, τηλεόραση ή τηλέφωνο να απασχολούμαστε. Όλα αυτά, εκείνα τα χρόνια, ήταν προνόμια των ολίγων. Τα είχαμε ακουστά, κάποιοι μεγάλοι μιλούσαν για ενθουσιασμό για όλα αυτά. Μα για μας, τα ομαδικά παιχνίδια μας, η καθημερινή επαφή μας με την φύση, η επικοινωνία που είχαμε μεταξύ μας σαν παιδιά ήταν αρκετά. Την μια στιγμή τα τσουγκρίζαμε μεταξύ μας κι λέγαμε λόγια βαριά και την άλλη φιλιώναμε δίνοντας παντοτινούς όρκους φιλίας.
Χαράζαμε τα ονόματά μας στους κορμούς των δέντρων και σχηματίζαμε καρδιές με το μονόγραμμά μας! Από την Μεγάλη Δευτέρα τσούρμο όλα τα γειτονόπουλα σμίγαμε στην εκκλησία. Λάτρευα τα πανέμορφα λευκά κρίνα που στεφάνωναν κάποιες εικόνες, τις μυρωδιές απ’ τα κεριά, το λιβάνι και τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα του στολισμένου Επιτάφιου από τους κήπους της γειτονιάς. Παρατηρούσα κάποιες γιαγιούλες που με σκυμμένο κεφάλι έψαλλαν διακριτικά τιμώντας τον Υιό του Θεού. Θυμάμαι επίσης κάποιες άλλες, κατά πολύ νεώτερες γυναίκες, με σκουρόχρωμα σεμνά φορέματα, και τους κουρασμένους από την πολύωρη εργασία άνδρες τους να τις συνοδεύουν και μετά από λίγο εκείνοι να χάνονται χαρούμενοι σαν παιδιά στο προαύλιο, έχοντας συναντήσει παλιούς γνώριμους απ το σχολείο την ίδια μέρα μετά από ένα χρόνο περίπου.
Την Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή, η χαρά μας απερίγραπτη να ψάλουμε με εκείνες τις μεγάλες, γλυκές κυρίες που με μικρά νεύματα και ζεστά χαμόγελα μας καλωσόριζαν δίπλα τους. Όταν παίρναμε τον δρόμο του γυρισμού, δεν σταματούσαμε να γελάμε και να πειράζουμε ο ένας τον άλλον! Κι όταν ερχόταν η ώρα να πει ο παπάς Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, το Μεγάλο Σάββατο, κοιταζόμασταν μικροί μεγάλοι με νόημα κι ανταλλάσσαμε πλατιά χαμόγελα πριν δώσουμε το φιλί της αγάπης και κατευθυνθούμε στο σπίτι για την παραδοσιακή μαγειρίτσα της υπέροχης μαμάς μας.
Η εκκλησία σχεδόν άδειαζε παρά την θερμή παράκληση του παπά στους πιστούς να παραμείνουν για την συνέχεια της λειτουργίας. Ανυπομονούσαμε να πάμε σπίτι. Ήταν σπουδαίο να μοιραστούμε αυτό το μεταμεσονύχτιο γεύμα με την οικογένειά μας, να τσουγκρίσουμε τα αυγά και να γευτούμε τα τσουρέκια της μαμάς που βλέπαμε και δεν αγγίζαμε για δύο μέρες! Μόνο μετά το πέρασμα του χρόνου, όλοι μας επαναπροσδιορίσαμε τι εστί εκκλησία και τι πιστός. Τι εστί Θείο, τι ανθρώπινο. Τι εστί πρέπει και τι θέλω.
Μεγαλώσαμε, αλλάξαμε συνήθειες. Πάψαμε να είμαστε παιδιά. «Ωριμάσαμε» και οι κανόνες της ζωής άλλαξαν. Εμείς οι ίδιοι αλλάξαμε. Κάτι χάσαμε, κάτι κερδίσαμε. Σίγουρα όμως όλες εκείνες οι αγνές, ανέφελες εμπειρίες που μοιραστήκαμε σαν παιδιά, εκείνον τον καιρό, έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στην μνήμη μας, έχουν γραφτεί με μεγάλα, χρυσά γράμματα στην καρδιά μας. Μα κάτι μας λείπει… Κάτι νοσταλγούμε και θυμώνουμε, λυπόμαστε, υποφέρουμε από μοναξιά κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας. Μήπως να ξαναγίνουμε λίγο παιδιά; H Χώρα του Ποτέ υπάρχει πάντα μέσα μας…
Κατερίνα Ροκάκη
«ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ» – Μόλις Κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος…
Πολύ γλυκό,γλυκόπικρο φέρνει μνήμες όμορφες δύσκολες,μακρινές παιδικές και αθώες μαζί… με συγκίνησες!!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!