Οι λίρες

Διήγημα της Ελένης Παπαφιλίππου

Η Ελένη Παπαφιλίππου μας ταξιδεύει με το γραπτό της στην προπολεμική Πάτρα. Με απλότητα περιγράφει τη ζωή των ανθρώπων και σκηνές από την καθημερινότητα μιας πόλης που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από τις επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Οι λέξεις της «περπατούν» στους δρόμους της πόλης, σεργιανούν στις παλιές γειτονιές της και θυμούνται…

Χρήστος Τσαντής  

ΟΙ ΛΙΡΕΣ

Διήγημα της Ελένης Παπαφιλίππου

– Εγγλέζικαααα!
Η Ρουμπίνη άνοιξε τα μάτια αλαφιασμένη κι έσφιξε τη βαλίτσα πάνω της. Είχε ξυπνήσει πριν ακόμη χαράξει κι όσο κι αν πάλεψε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, τ’ απαλό λίκνισμα του λεωφορείου και μαζί η ζεστασιά απ’ τα χνώτα των πρωινών συνεπιβατών της την είχαν αποκοιμίσει. Πριν προλάβει να σηκωθεί απ’ τη θέση της, ο οδηγός γράπωσε το χερούλι της βαλίτσας να τη βοηθήσει.
– Ευχαριστώ, δε χρειάζεται! αντιστάθηκε η Ρουμπίνη και κατέβηκε αγκομαχώντας τα σκαλιά του λεωφορείου.
Ο οδηγός την ζύγιασε καλά-καλά με το μάτι.
– Δε μου λες, κυρά μου… Μπας και σκότωσες κάναν αγαπητικό κι ήρθες έξω να τον θάψεις; τη ρώτησε πειραγμένος που δεν είχε δεχτεί τη βοήθειά του.
Η Ρουμπίνη κάρφωσε το βλέμμα πάνω του κι έσφιξε το χερούλι ανάμεσα στα δάχτυλά της.
– Ακριβώς αυτό, του είπε. Κι αν σου κοτάει να πεις κι άλλα άνοστα, έχει χώρο και για σένα εδώ μέσα, έτσι που ’σαι μισή μερίδα!
Ο μικροκαμωμένος οδηγός μαζεύτηκε, κάτι μουρμούρισε για όλα τα διαολοθήλυκα του κόσμου κι έκλεισε τσαντισμένος την πόρτα του λεωφορείου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στα Εγγλέζικα η Ρουμπίνη. Την επομένη που αγόρασε το μισό ταξί ο Γιώργης την είχε φέρει βόλτα «έξω», στα προάστια των Πατρών, για να χαζέψουν τις επαύλεις των Εγγλέζων και να κάνει όνειρα πως αν πήγαιναν καλά οι δουλειές μπορεί κι αυτοί να ζούσαν μια μέρα σ’ ένα απ’ τα αρχοντικά. Τι σημασία είχε που δεν ήταν τραπεζίτης ή σταφιδέμπορος; Ο Γιώργης ήταν Γιώργης.
Η Ρουμπίνη στάθηκε στην άκρη του δρόμου και τ’ αγιάζι της θάλασσας τυλίχτηκε σαν χέρια πεθαμένου γύρω απ’ τις γυμνές της γάμπες. Μες στη βιασύνη της να προλάβει το πρώτο λεωφορείο που έφευγε απ’ την Τριών Ναυάρχων, είχε ξεχάσει να βάλει καλσόν και τώρα τουρτούριζε σύγκορμη. Διέσχισε βιαστικά το δρόμο και στάθηκε μπροστά στην επιβλητική καγκελόπορτα. Η πυκνή βλάστηση του κήπου με τα ψηλόλιγνα φοινικόδεντρα και τα θυσανωτά πεύκα δεν κατάφερνε να κρύψει την αρχοντική έπαυλη με τους πυργίσκους και τις αψίδες. Κι έτσι όπως ξεπρόβαλε ο ήλιος κι έπεφταν οι πρώτες ακτίνες από πίσω της, την έδειχνε αχλή, εξωπραγματική, σχεδόν παραμυθένια.Εκδόσεις Ραδάμανθυς
– Ποιον γυρεύεις;
Ο φύλακας του αρχοντικού την κοιτούσε εξεταστικά πίσω απ’ τα κάγκελα.
– Με περιμένουν… κόμπιασε η Ρουμπίνη προσπαθώντας να θυμηθεί τ’ όνομα που της έδωσε ο Δημητράκης.
– Ποια; Η Δοξούλα;
– Ναι, αυτή! απάντησε ανακουφισμένη.
Ο φύλακας της έδειξε το μικρό πορτόνι πλάι στην κεντρική πύλη.
– Πέρνα, της είπε. Από κει είναι η κουζίνα…
Η Ρουμπίνη προχώρησε προς το σημείο που της έδειξε ο φύλακας ώσπου έφτασε σε μια μισάνοιχτη πόρτα και διέκρινε μια κοντούλα υπηρέτρια με σηκωμένα τα μανίκια ν’ αγωνίζεται ν’ ανοίξει τουτουμάκια (χυλοπίτες) πάνω σ’ ένα θεόρατο τραπέζι.
– Καλημέρα… είπε η Ρουμπίνη. Ψάχνω τη Δοξούλα…
Η γυναίκα σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και την πλησίασε.
– Καλή σου μέρα! Εγώ είμαι η Δοξούλα.
– Έρχομαι συστημένη απ’ τον Δημητράκη…
– Η Ρουμπίνη είσαι, γιαβρί μου; Έλα, μη στέκεσαι! Μπες να ζεσταθείς λίγο! Δε σε περίμενα τόσο νωρίς!
Η Δοξούλα της έδειξε μια καρέκλα κι έκλεισε την πόρτα από πίσω της.
– Με το ζόρι την κρατάω τόσες μέρες τη μυλαίδη να μην αγοράσει από άλλον! Δώσε γρήγορα ένα δείγμα μη τύχει και φύγει χωρίς να την καταλάβω!
Η Ρουμπίνη άνοιξε τη βαλίτσα μα μόλις η υπηρέτρια έκανε ν’ απλώσει το χέρι, η Ρουμπίνη την έκλεισε απότομα.
– Πρώτα να ξηγηθούμε, είπε στη ξαφνιασμένη Δοξούλα. Πέντε λίρες για όλη τη βαλίτσα! Ούτε μισή παρακάτω!
Οι τράπεζες είχαν αρχίσει από καιρό να επιλέγουν σε ποιόν πουλούσαν λίρες κι αν ξεσπούσε το κακό νωρίτερα απ’ όσο περίμεναν όλοι, η Ρουμπίνη δεν είχε καμία όρεξη να μείνει μ’ ένα μάτσο άχρηστα χαρτονομίσματα στο χέρι.
– Έννοια σου και μου μίλησε ο Δημητράκης! Τέσσερις εσύ, μία εγώ…
– Μισή! παζάρεψε η Ρουμπίνη.
– Μία αλλιώς δε της πάω δείγμα! πείσμωσε η Δοξούλα αλλά αμέσως μετά μαλάκωσε. Πώς θα παντρέψω κι εγώ την θυγατέρα μου με τον Δημητράκη, γιαβρί μου; Πρόσφυγες είμαστε, σε ξένα σπίτια δουλεύουμε…
Εδώ δαγκώθηκε η Ρουμπίνη. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τότε που ο Δημητράκης της είχε σώσει τη ζωή στο ταβερνείο.
– Σύμφωνοι, υποχώρησε η Ρουμπίνη κι άνοιξε πάλι τη βαλίτσα.
Η Δοξούλα πήρε με προσοχή μια πλάκα μοσχοσάπουνο μες στις παλάμες της και την έφερε στα ρουθούνια.
– Μάσαλα! Τι μόσχος είναι τούτος, μπρε; Ούτε τα εγγλέζικα δε μυρίζουν έτσι!
Η Ρουμπίνη ξίνισε τα μούτρα. Ώρες-ώρες την εκνεύριζαν αυτοί οι πρόσφυγες. Τόσα χρόνια στην Ελλάδα, τι της ήθελαν αυτές τις «τουρκόσπορες» λέξεις; Ευτυχώς η Δοξούλα δεν είδε την έκφρασή της παρά κρατώντας το σαπούνι στις παλάμες ανέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια ώσπου χάθηκε στα ενδότερα του αρχοντικού.
Ναι, ούτε τα Εγγλέζικα δε μύριζαν έτσι. Ας ήταν καλά εκείνο το μπουκάλι με το μυρωδικό που της είχε χαρίσει κάποτε ο Γιώργης. Αφημένο σε μια ντουλάπα, είχε εξατμιστεί – τόσο καλό ήταν – αφήνοντας για κατακάθι ένα πηχτό λάδι που σου ’φερνε λιγοθυμία όταν το μύριζες.

Την αφορμή όμως για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Ρουμπίνης είχαν δώσει κάποιοι εργάτες στη ΒΕΣΟ που ψιθύριζαν εδώ κι ένα χρόνο για πόλεμο. Μιλούσαν για τον Χίτλερ, τον Στάλιν κι εκείνη έστηνε αυτί ν’ ακούσει, να μάθει. Τότε ήταν που άκουσε, μεταξύ άλλων, πως οι πλούσιοι δεν έχουν ανάγκη στον πόλεμο γιατί προλαβαίνουν και κάνουν τα χρήματά τους λίρες.

 

Πού θα έβρισκε όμως λεφτά για να τα κάνει και λίρες η κυρά Ρουμπίνη; Ο μισθός στην σαπωνοποιία έφτανε ίσα ίσα για να ζήσουν η ίδια, η Μαρίτσα και η μάνα της που για να την πάρει μαζί της, είχε ξενοικιάσει το καμαράκι της αυλής από δυο εργάτες που δούλευαν στου Λαδόπουλου.

Έσοδα λοιπόν μηδέν από κει. Όσο για τον Γιώργη, από τότε που του ’δωσε το διαζύγιο, είχε σπείρει άλλα τρία παιδιά στη Φωφώκα κι είχε ξεχάσει την πρώτη του οικογένεια, παρεκτός όταν περνούσε απ’ την διασταύρωση Ολύμπου και Βορείου Ηπείρου και πατούσε το κλάξον ως ένδειξη χαιρετισμού προς την παλιά του γειτονιά.

Ψηλά ΑλώνιαΑ, και μια φορά που είχε πάρει την Μαρίτσα στα Ψηλαλώνια να την κεράσει τζιτζιμπύρα επειδή τελείωσε την πέμπτη δημοτικού ενώ ο ίδιος με το ζόρι είχε βγάλει την τετάρτη. Μέχρι που ένα βράδυ, όπως κάθισε στην αυλή να ξύσει την δερμάτινη ποδιά της απ’ τα υπολείμματα σαπουνιού, φωτίστηκε επιτέλους ο νους της. Να η φύρα του εργοστασίου στα πόδια της, να και τα λεφτά που γύρευε.  Από κείνη τη μέρα η ποδιά γύριζε σπίτι πολύ πιο βαριά και με μια παχιά στρώση στερεοποιημένου σαπουνιού στις πτυχές της. Ξεχώρισε μια μεγάλη κατσαρόλα για το λιώσιμο, έβαλε και τον Δημητράκη, που τώρα πια είχε μάθει την τέχνη του μαραγκού, να της φτιάξει και μερικά καλούπια και μετά από λίγες βδομάδες η Ρουμπίνη ξεκίνησε να πουλάει την πραμάτεια της στα γύρω χωριά και μέσα στην πόλη ακόμη.

Οι δουλειές της μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο όταν ανακάλυψε πως με δυο σταγόνες απ’ το κατακαθισμένο λάδι του ξεχασμένου μυρωδικού της ντουλάπας, έβγαινε φίνο μοσχοσάπουνο που ξετρέλαινε τους πλούσιους στο Μπεγουλάκι και το Γηροκομειό.γηροκομειό
– Δέκα! έσκουξε γεμάτη χαρά η Δοξούλα καθώς όρμησε στην κουζίνα. Δέκα λίρες! κι έδειξε τις παλάμες της που στραφτάλιζαν απ’ τα κέρματα.
Η Ρουμπίνη πιάστηκε απ’ το τραπέζι να μη λιποθυμήσει.
– Μα πώς…;
– Ο παππούς μου, Θεός σγχωρέσ’ τον εκεί που βρίσκεται, είχε ολόκληρο εμπορικό για! Ο καλός ο έμπορας πρέπει να ζητάει μεγαλύτερη τιμή απ’ αυτήν που θέλει να πιάσει! Έτσι μου ’λεγε πάντα! Μόνο που τούτοι δω οι βόρειοι δε παίρνουν χαμπάρι από παζαρέματα! Όσα της είπα, τόσα έδωκε η μπουνταλού!
Η Ρουμπίνη έσφιξε τις λίρες στο στήθος της και κατόπιν έδωσε δυο, αντί για μία, στην Δοξούλα.
– Για τα στέφανα του Δημητράκη και της θυγατέρας σου, της είπε.
Η Δοξούλα την αγκάλιασε συγκινημένη -μέχρι το στήθος της έφτανε – κι αφού έχωσε τις λίρες στη ποδιά της, πήρε ν’ αδειάζει τα μοσχοσάπουνα απ’ τη βαλίτσα σε κάτι ντυμένα καλάθια.
– Να δεις που θα μιλήσει και στις φιλενάδες της! ψιθύρισε συνωμοτικά. Εγώ λέω να περάσεις πάλι κατά τα Χριστούγεννα και μέχρι τότε, έννοια σου, και θα την έχω ψήσει να κάνει δώρο μοσχοσάπουνα και κουραμπιέδες στις κυράδες! είπε και οι δυο γυναίκες έσκασαν στα γέλια.
Γυρίζοντας στο σπίτι, η Ρουμπίνη έτρεξε αμέσως στην αυλή και σήκωσε την πλάκα με το σημαδάκι από πράσινη μπογιά που είχε βάλει η ίδια. Έβγαλε το μεταλλικό κουτί με τα μασουράκια κι έριξε μέσα τις οκτώ λίρες. Μόλις εξοικονομούσε άλλες δυο, θα τις τύλιγε κι εκείνες με εφημερίδα. Μετά μαγείρεψε λίγη κοτόσουπα – η μικρή παραπονιόταν για τα λαιμά της – κι έβαλε να πλύνει μια ζακέτα της κυρά Τασίας. Πριν πέσει να κοιμηθεί, η Ρουμπίνη σταυροκοπήθηκε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου Νικολάου κι αναστέναξε ήρεμη. Τα ντουλάπια της ήταν γεμάτα αλεύρι κι όσπρια και οι δουλειές με τα μοσχοσάπουνα – το ήξερε – μόνο καλύτερα θα πήγαιναν από δω κι εμπρός. Και πόλεμος να γινόταν πια, η Ρουμπίνη είχε φροντίσει να έχει όλα τα μέσα για να προστατέψει την κόρη της απ’ την πείνα και την γύμνια. Μόνο εκεί, κατά τις τρείς τα ξημερώματα, ξύπνησε λαχταρισμένη. Είχε δει τον Γιώργη στον ύπνο της. Έφτιαχνε, λέει, το καβουράκι του και της χαμογελούσε όπως τότε που τον πρωταντίκρυσε, στο μώλο του Αγίου Νικολάου. Αυτό μόνο. Συγχυσμένη έκανε το σταυρό της που είδε τον δαίμονα νυχτιάτικα και ξανακοιμήθηκε.
Εφτά ώρες αργότερα, ο Γιώργης κατέβαινε την Σατωβριάνδου με το ταξί. Είχε αφήσει μια ηλικιωμένη κυρία στην Αγγλικανική εκκλησία και κατηφόριζε τώρα προς την παραλιακή για να φτάσει σπίτι του. Μετά το πρωινό διάγγελμα του Μεταξά πως οι Ιταλοί μας είχαν κηρύξει τον πόλεμο, είχε συμφωνήσει με τη Φωφώκα να ετοιμάσει τα παιδιά κι όταν γύριζε απ’ το ραντεβού με την ηλικιωμένη κυρία, θα τους ανέβαζε στο χωριό της μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση και να δουν τι θα έκαναν. Λίγο πριν φτάσει στην Αγίου Ανδρέα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός βόμβος κι ο Γιώργης είδε τους περαστικούς να στέκονται και να δείχνουν τον ουρανό ενθουσιασμένοι. Έκοψε αμέσως ταχύτητα και βγάζοντας το κεφάλι απ’ το παράθυρο έκανε νόημα σε κάποιον απ’ τους συγκεντρωμένους.
– Δικά μας είναι; φώναξε για να τον ακούσει.
– Δικά μας βέβαια! του απάντησε φωνάζοντας κι ο άλλος. Δε βλέπεις τον σταυρό στην ουρά;
– Αν είναι έτσι… είπε ο Γιώργης και πριν προλάβει να φτιάξει το καβουράκι του στον καθρέφτη και να πατήσει γκάζι, η πρώτη βόμβα των Ιταλών έπεφτε στη διασταύρωση με την Αγίου Ανδρέα δύο μόλις μέτρα πίσω του.

Μνημείο για το βομβαρδισμό της Πάτρας

Η Ελένη Παπαφιλίππου γεννήθηκε το 1969 στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας από Έλληνες μετανάστες. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα αγγλικά και ελληνικά, στον έντυπο και ηλεκτρονικό περιοδικό τύπο και το έργο της ‘Γυναικών’ έχει ανεβεί σε θεατρική σκηνή της Θεσσαλονίκης.
Μοιρασμένη ανάμεσα σε δυο πατρίδες και δυο γλώσσες, εργάστηκε επί σειρά ετών ως καθηγήτρια Αγγλικών σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια διαμένει μόνιμα στην Αυστραλία όπου εργάζεται ως Παιδαγωγός Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.
Μέχρι σήμερα έχει εκδοθεί μία συλλογή διηγημάτων της, με τίτλο: «Σαν τον Μεγαλέξανδρο – 7 διηγήματα για μετανάστες», από τις εκδόσεις Φίλντισι.


Βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς:

Για παραγγελίες δείτε και εδώ

Σχολιάστε