Κ.Π. Καβάφης
Θάλασσα του πρωϊού
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
Ζωγραφισμένα
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμή να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτήν κοιτάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύση
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τί ωραίο παιδί· τί θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. –
Κάθομαι και κοιτάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.