«Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;»
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαντής
Ο Λουίς Θερνούδα ήταν ένας από τους Ισπανούς ποιητές της γενιάς του Λόρκα. Γεννήθηκε στη Σεβίλλη τον δεύτερο χρόνο του 20ου αιώνα. Πέθανε εξόριστος στο Μεξικό το 1963. Ο ίδιος, μιλώντας για το αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, έλεγε χαρακτηριστικά πως ήταν «ένα περιβάλλον ευνουχιστικής ηθικής». Εμφανίζεται στα γράμματα δημοσιεύοντας ποιήματά του σε κάποια περιοδικά το 1924, ενώ το 1927 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Κατατομή του αέρα». Ακολουθεί αμέσως μετά η ποιητική συλλογή «Βουκολικό, ελεγεία, ζωή», ενώ το 1928 θα ανταμώσει στην Τουλούζη τον Αντρέ Ζιντ, ο οποίος επηρέασε σημαντικά το έργο του. Ακολουθεί η έκδοση των ποιητικών συλλογών: «Ένα ποτάμι, ένας έρωτας», και «Απαγορευμένες ηδονές». Το 1933 δημοσιεύεται η συλλογή «Όπου κι αν κατοικεί η λησμονιά»:
Οι αλυσίδες – Διαβατήριο εξορίας
Τη ψυχή της πατρίδας του ποιητή την έχει αποτυπώσει ανάγλυφα ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «Ταξιδεύοντας – Ισπανία», εκδόσεις Καζαντζάκη, 2013:
«Πιο πέρα, σ’ έναν τοίχο, είναι ζωγραφισμένος ο Άγιος Χριστόφορος που διαβαίνει τον ποταμό κρατώντας στα χέρια του το Χριστό βρέφος. Μπροστά από τη ζωγραφιά υψώνεται μέγα μαρμαρένιο φέρετρο που το κρατούν τέσσερις βασίλισσες. Είναι ο τάφος του Χριστόφορου Κολόμβου. Και χάμω στις πλάκες είναι χαραγμένες οι τρείς μοιρόγραφτες καραβέλες του που ξεκίνησαν να βρουν το Νέο Κόσμο: η Σάντα Μαρία, η Πίντα κι η Νίνια. Ένα μονάχα – το σπουδαιότερο – λείπει για να ολοκληρωθεί η ιστορία του μεγάλου ανθρώπου: οι αλυσίδες που τον έδεσαν για να τον μεταφέρουν, από τον κόσμο που ανακάλυψε, στην πατρίδα του», έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης επισκεπτόμενος τη Σεβίλλη την περίοδο που δημοσιεύει τα ποιήματά του ο Θερνούδα.
Οι αλυσίδες στις οποίες αναφέρεται ο Καζαντζάκης, ύστερα από λίγα χρόνια θα γίνονταν δεσμά για την Ισπανία ολόκληρη και διαβατήριο εξορίας για τον Θερνούδα και για πολλούς ακόμα Δημοκράτες-Αντιφασίστες που αντιστέκονταν στην αιματηρή δικτατορία του Φράνκο.
Απόσπασμα από το ποίημα «Σ’ έναν μελλοντικό ποιητή», γραμμένο το 1941.
Τώρα, καθώς με καταγράφουν πια οι άνθρωποι
Κάτω απ’ τις δικές τους ταξινομήσεις και τις δικές τους χρονολογίες,
Σε κάποιους δεν αρέσω σαν ψυχρός και σε άλλους σαν περίεργος
Και στο ανθρώπινο τρέμουλό μου βρίσκουν αναμνήσεις
Νεκρές. Ποτέ δε θα μπορέσουν να καταλάβουν πως αν η γλώσσα μου
Τραγούδησε μια μέρα τον κόσμο, αγάπη ήταν αυτό που την ενέπνεε.
Εγώ δε θα μπορέσω να σου πω πόσο παλεύω
Για να μη πεθάνει η λέξη μου
Σιωπηλή μαζί με μένα, και έρθει σαν ένας αντίλαλος
Σε σένα, σαν καταιγίδα που διάβηκε
Κι ένας αδύναμος ήχος τη θυμίζει στον ήσυχο αγέρα.
Εσύ δε θα καταλάβεις πως δαμάζω το φόβο μου
Για να κάνω τη φωνή μου δύναμη,
Ρίχνοντας στη λήθη άχρηστες καταστροφές
Που ολόγυρα πλανιούνται και ποδοπατούν
Τη ζωή μας με μια βλακώδη ευχαρίστηση,
Τη ζωή που θα είσαι και που κι εγώ σχεδόν ήμουν.
Γιατί προαισθάνομαι σε τούτη την ανθρώπινη απόσταση
Πόσο δικοί μου θα πρέπει να είναι οι μελλούμενοι άνθρωποι,
Ότι αυτή η μοναξιά θα κατοικηθεί μια μέρα,
Αν και χωρίς εμένα, από καθαρούς συντρόφους σαν κι εσένα.
Αν τη ζωή μου απαρνιέμαι είναι για να τη βρω αργότερα
Σύμφωνα με την επιθυμία μου, στη μνήμη σου.
Όταν σε ώρα περασμένη, διαβάζοντας ακόμη
Χαμηλώνω τη λάμπα κι ύστερα σταματάω
Για ν’ ακούσω τη βροχή βαριά σαν μεθυσμένος
Που κατουράει στην παγωμένη σκοτεινιά τον δρόμον,
Κάτι αδύναμο τότε μου ψιθυρίζει:
Τα ελεύθερα στοιχεία που φυλακίζει το σώμα μου
Ήρθαν πάνω στη γη προσκαλεσμένα
Από αυτό μονάχα; Υπάρχει κάτι περισσότερο;
Κι αν υπάρχει πού να το βρεις;
Δεν γνωρίζω άλλον κόσμο αν δεν υπάρχει αυτός εδώ
Και μερικές φορές είναι κι αυτός θλιμμένος χωρίς εσένα. Αγάπα με, με νοσταλγία
Σαν μια σκιά, όπως εγώ αγάπησα
Την αλήθεια του ποιητή κάτω από ονόματα που πια έχουν φύγει.
Όταν σε καιρούς μελλοντικούς, ελεύθερος ο άνθρωπος
Από τον πρωτόγονο κόσμο σκοταδιού και τρόμου
Που σ’ αυτόν γυρίσαμε, φέρει η μοίρα
Το χέρι σου στον τόμο που κείτονται ξεχασμένοι οι στίχοι μου, και τον ανοίξεις,
Το ξέρω πως θα νιώσεις τη φωνή μου να φτάνει σε σένα,
Όχι από το νεκρό γράμμα, αλλά από το ζωντανό
Βάθος στα σπλάχνα σου με έναν ανονομάτιστο ζήλο
Που εσύ θα δαμάσεις. Άκουσέ με και νιώσε με.
Στο καθαρτήριό της η ψυχή μου ίσως θυμηθεί κάτι,
Και τότες σε σένα τον ίδιο τα όνειρά μου και οι πόθοι μου
Θα βρουν επιτέλους δικαίωση, και θα έχω ζήσει.
(Μετάφραση από τα Ισπανικά: Βασίλης Αλεξίου)
«Βίβα λα μουέρτε – Ζήτω ο θάνατος»
Το 1933 ο Θερνούδα δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό Octubre (Οκτώβρης) και παίρνει ενεργά μέρος στις «Παιδαγωγικές αποστολές». Γυρίζει ολόκληρη την Ισπανία μαζί με τον περιπλανώμενο θίασο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα προσπαθώντας να βάλουν τις βάσεις μιας πολιτιστικής επανάστασης στη χώρα. Ταξιδεύει ως και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της χώρας. Με το ξέσπασμα του εμφυλίου θα ταχθεί με τη Δημοκρατική Ισπανία. Παρουσιάζει εκπομπές στο ραδιόφωνο κοντά στη Μαδρίτη και συμμετέχει στο 2ο Διεθνές Συνέδριο για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας.
«Στην Πάλμα της Μαγιόρκας, όπου πρωτοβγήκα ξεκινώντας για την Ισπανία, υπήρχε μεγάλος αναβρασμός. Στρατιώτες, πολίτες, γυναίκες αγριεμένες, κορίτσια καταστόλιστα, γέροι ακουμπισμένοι στ’ αψηλά ραβδιά τους, μαζωμένοι μπροστά από τους στρατώνες, διάβαζαν τα τοιχοκολλημένα νέα. Έβρεχε. Μεγάλα κανόνια γυάλιζαν χαρούμενα σα να γελούσαν μέσα στη βροχή.
Η μεγάλη γοτθική Μητρόπολη της Πάλμας ήταν γιομάτη περιστέρια. Είχαν καταφύγει κάτω από τις πόρτες για να μη βρέχονται, είχαν καθίσει στα κεφάλια των αγίων, τρύπωσαν κάτω από τις μαρμαρένιες φτερούγες των αγγέλων. Όλη η Μητρόπολη γουργούριζε σαν ερωτευμένη περιστέρα. Κάποιο καΐκι έφευγε την ώρα εκείνη ξεχειλισμένο στρατιώτες. Ένα άλλο φορτώνονταν με το ίδιο τραγικό εμπόρευμα. Χέρια σηκώθηκαν χαιρετώντας φασιστικά, μαντίλια κουνήθηκαν, ζητωκραυγές ακούστηκαν: Βίβα λα μουέρτε! Ζήτω ο θάνατος!», γράφει ο Καζαντζάκης το Φθινόπωρο του 1936.
Η Ισπανία θα λυγίσει μπροστά στο μίσος του δολοφονικού φασισμού και στις ορδές των ναζί που θα προστρέξουν σε βοήθεια των στασιαστών του Φράνκο.
«Ένιωσα, συνεχίζει ο Νίκος Καζαντζάκης, πως ο πόλεμος εντείνει, ως την ανώτατη κορφή τους, όλες τις πίκρες και τις χαρές του ανθρώπου». Παράλληλα, το τοπίο της σύγκρουσης θα πυροδοτήσει τη δημιουργία σπουδαίων και σημαντικών έργων. Ο ίδιος ο Θερνούδα συνεχίζει να γράφει ασταμάτητα.
«Όλη αυτή η ενέργεια που εκλύεται από την έντονη κοινωνική κινητικότητα, όπως είναι φυσικό, αποτελεί για τη γενικότερη πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή ένα ευνοϊκότατο περιβάλλον που γονιμοποιεί με ποικίλους τρόπους ταλέντα, ευαισθησίες, ανησυχίες, αγώνες και αγωνίες. Ιδιαίτερα για τη λογοτεχνία η ίδια περίοδος είναι μια από τις πιο ανθηρές και γόνιμες· η λογοτεχνική παραγωγή της θα σφραγίσει με έναν καθοριστικό τρόπο όλη τη μετέπειτα εξέλιξη», γράφει ο Βασίλης Αλεξίου παρουσιάζοντας τον Ισπανό ποιητή σε άρθρο του στο περιοδικό Ουτοπία.
Μία πρόσκληση στον Θερνούδα, από έναν φίλο του ποιητή, για να δώσει διαλέξεις στην Οξφόρδη και στο Κέμπριτζ, θα μετατραπεί σε ταξίδι χωρίς επιστροφή. Το 1947, ο Θερνούντα, θα βρεθεί στις ΗΠΑ και από εκεί στο Μεξικό, όπου και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του εξόριστος, έως το θάνατό του το 1963, χωρίς ποτέ να επιστρέψει πίσω στην Ισπανία…
Εντύπωση εξορίας
Γραμμένο στο Λονδίνο το 1939, από τη συλλογή Las Nubes, «Τα σύννεφα» (ελεγείες και θρήνοι για την τραγική μοίρα της Ισπανίας).
Ήταν την περασμένη άνοιξη,
Σχεδόν εδώ κι ένα χρόνο.
Σε ένα σαλόνι τον παλιού Temple, στο Λονδίνο,
Με έπιπλα παλιά. Τα παράθυρα βλέπανε
Πίσω από παλιά κτίρια, μακριά.
Ανάμεσα στη χλόη το γκρίζο αντιφέγγισμα τον ποταμού.
Όλα ήταν γκρίζα και κουρασμένα
Σαν η ίριδα από ένα άρρωστο μαργαριτάρι.
Ήταν εκεί γέροι κύριοι, γριές κυρίες,
Στα καπέλα σκονισμένα φτερά-
Ένας ψίθυρος φωνών κάπου εκεί στις γωνίες,
Μαζί με τραπέζια με κίτρινες τουλίπες,
Οικογενειακά πορτραίτα και άδεια τσαγερά.
Ο ίσκιος που έπεφτε
Με μια μυρωδιά γάτου
Ξυπνούσε θορύβους στην κουζίνα.
Ένας άνθρωπος σιωπηλός στεκόταν
Δίπλα σε μένα. Έβλεπα
Τη σκιά από την μακριά του κατατομή κάποιες φορές
Να γέρνει αφηρημένη στο χείλος του φλιτζανιού,
Με την ίδια κούραση
Του νεκρού που γυρίζει
Από τον τάφο σε μια γιορτή του πάνω κόσμου.
Στα χείλη κάποιου,
Κάπου εκεί στις γωνίες
Όπου οι γέροι μαζεμένοι ψιθύριζαν,
Πυκνή σαν ένα δάκρυ που πέφτει,
Ακούστηκε ξαφνικά μια λέξη: Ισπανία.
Μια κούραση χωρίς όνομα γυρόφερνε στο κεφάλι μου.
Ανάψανε τα φώτα. Φύγαμε.
Μέσα από μακριές σκάλες σχεδόν στα σκοτεινά
Βρέθηκα ύστερα στο δρόμο.
Και στο πλάι μου, γυρίζοντας.
Είδα πάλι εκείνον το σιωπηλό άνδρα,
Που είπε κάτι θαμπό
Με ξενική προφορά,
Μια προφορά παιδιού με φωνή γερασμένη.
Βαδίζοντας με ακολουθούσε
Σαν να βρίσκονταν κάτω από ένα αόρατο βάρος.
Σέρνοντας την πλάκα του τάφου του-
Αλλά έπειτα κοντοστάθηκε,
«Ισπανία;» είπε. «Ένα όνομα.
Η Ισπανία πέθανε». Υπήρχε
Μια απότομη στροφή στο δρομάκι.
Τον είδα να σβήνεται μες στην υγρή σκιά.
(μετάφραση από τα Ισπανικά: Βασίλης Αλεξίου)
Όπου κι αν κατοικεί η λησμονιά, 1933
(μετάφραση Βασίλης Αλεξίου)
I
Όπου κι αν κατοικεί η μοναξιά
Στους πλατιούς δίχως αυγή κήπους-
Εκεί που εγώ μονάχος θα ’μαι
Μνήμη μιας πέτρας μες στις τσουκνίδες θαμμένης
Που πάνω της ο άνεμος λυτρώνεται απ’ τις αϋπνίες του.
Εκεί που τ’ όνομά μου θ’ αφήσω
Στο σώμα που σημαδεύει στων αιώνων τα μπράτσα,
Εκεί που ο πόθος δε θα υπάρχει.
Σε αυτή τη μεγάλη περιοχή που η αγάπη, τρομαχτικός άγγελος
Δε θα κρύβει σαν ατσάλι
Στο στήθος μου τη φτερούγα του,
Χαμογελώντας γεμάτος αέρινη χάρη καθώς ο πόνος μεγαλώνει.
Εκεί που θα τελειώνει αυτός ο ζήλος που απαιτεί έναν κύριο κατ’ εικόνα του,
Υποτάσσοντας σε μιαν άλλη ζωή τη ζωή του,
Δίχως ορίζοντα πια,
παρά άλλα μάτια μέτωπο με μέτωπο.
Εκεί που οι καημοί και οι ευτυχίες δε θα ’ναι παρά ονόματα,
Ουρανός και γη αυτόχθονες γύρω από μια μνήμη-
Εκεί τέλος που λεύτερος θα μείνω χωρίς ούτε κι ο ίδιος να το ξέρω,
Σβησμένος σε ομίχλη, σε απουσία,
Απουσία ελαφριά σαν σάρκα παιδιού.
Εκεί, εκεί μακριά-
Όπου κι αν κατοικεί η λησμονιά.