«Η λογοτεχνία ενός λαού είναι το αντίκρυσμα συναλλάγματος στα τραπεζικά υπόγεια της ιστορίας του»
Μια συναρπαστική αφήγηση στη διαδρομή του ανθρώπου, από την προϊστορία στην εμφάνιση της γλώσσας και της συνείδησης. Η σημασία της γλώσσας στην εξέλιξη των κοινωνιών. Η πορεία της ελληνικής γλώσσας και η σημασία της λογοτεχνίας στην ιστορική μας διαδρομή.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δ. Λιαντίνη, με τίτλο «Τα Ελληνικά», εκδόσεις Βιβλιογονία, 1994
Ας υποθέσουμε πως ο κάθε άνθρωπος γεννιέται με δικαίωμα φυσικού κλήρου δύο μέτρα χώμα πόνου στη γης. Τότε το μισό από τα δύο μέτρα είναι η γλώσσα. Τα άλλα δύο μισό είναι το μυαλό και το χέρι του. Και το τέταρτο μισό είναι η ανάγκη. Η ανάγκη να επιβιώσει ο άνθρωπος μέσα στην εχθρική φύση τον έσπρωξε να προχωρήσει. Αυτή είναι το πρώτον κινούν στον τροχό της εξέλιξής του. Σαν άλλος θεός, αυτή του τα γέννησε και του τα προσπόρισε όλα.
Η κατιούσα λοιπόν είναι γλώσσα, νους, χέρι, ανάγκη· και η ανιούσα είναι ανάγκη, χέρι, νους, γλώσσα. Όπως είναι γνωστό, και όπως διατείνονται οι παλαιοανθρωπολόγοι οι γενετιστές και οι εξελικτικοί, και μαζί τους ένας μικρός θίασος φιλοσόφων που είναι λίγοι και που πάντα μιλούν από το περιθώριο, ο άνθρωπος ξεκίνησε από το χέρι.1 Το χέρι ήταν εκείνο που κάποτε κίνησε τον εγκέφαλο. Κάπως όπως στα παλιά αυτοκίνητα γύριζες τη μανιβέλα και έπαιρνε μπροστά η μηχανή.
Για να γίνει το χέρι χέρι, για να λάβει την τελειωτική του διάταξη, και το πέμπτο δάχτυλο να οργανωθεί αντιθετικά και καταμέτωπα προς τα υπόλοιπα τέσσερα, να γίνει ο αντίχειρας δηλαδή, χρειάστηκε να περάσει χρόνος 2,9 χ 106 χρόνια. Δυο εκατομμύρια εννιακόσιες χιλιάδες. Από την εποχή δηλαδή του homo habilis, που σημαίνει τον τροποποιητικό και τον ευέλικτο χάρη στο χέρι του, ως τον homo sapiens recens, που είμαστε εμείς. Ή ως το homo stupidus, όπως μας λένε αλλιώς. Τον άνθρωπο βλάκα δηλαδή. Γιατί ο homo sapiens είναι και μεγάλος βλάκας.
Σ’ αυτή την αχανή νυστάλα των τριάντα χιλιάδων αιώνων, όσα χρόνια κρεμότανε ο Προμηθέας στον Καύκασο, η λειτουργία του χεριού ξεπέρασε το σώμα του ανθρώπου και απλώθηκε στο χώρο, με την έννοια ότι προέκταση του χεριού είναι το εργαλείο. Πέτρινο πελέκι, ακόντιο, γραφίδα, κανόνι, λινοτυπική μηχανή, αερόστατο, βιολί είναι οι μεταμορφώσεις του χεριού. Και πριν ένα χρόνο το χέρι του ανθρώπου με τη μορφή ενός διαστημικού οργάνου έφτασε στον πλανήτη Ποσειδώνα. Απόσταση τέσσερα και μισό δισεκατομμύρια χιλιόμετρα, 4,5 x ΙΟ9 km, από τη γης.
Το χέρι έβαλε μπροστά τον εγκέφαλο-Η εξέλιξη του νου
Το χέρι, λοιπόν, έβαλε μπροστά τον εγκέφαλο του ζώου και τον μετεξέλιξε σε νου του ανθρώπου. Η εξέλιξη του νου είναι μία άλλη μεγάλη ιστορία. Η βαθμιαία αύξηση του όγκου και του βάρους του εγκεφάλου μέσα στην κρανιακή κάμα από τα τετρακόσια ως τα δύο χιλιάδες κυβικά εκατοστά η πολλοστή και ανανεούμενη μεταδόμηση των νευρικών κυττάρων, η οργάνωση των νευρώνων σε όλο και πιο ευκρινή και αυτόνομα συστήματα και κάποια στιγμή ο πρώτος σπινθήρας της συνείδησης, η φοβερή αστραπή που την είδε το σκοτεινό σύμπαν να το καταλάμπει, όχι πλέον με τη μορφή της θερμικής ακτινοβολίας των γαλαξιών, αλλά μ’ ένα διανοητικό ποταμό φωτονίων άλλης οντολογικής υφής. Αυτό ήταν το φως της γνωστικής συνείδησης του ανθρώπου.
Ο σπινθήρας εκείνος είναι ο όφις που επείραξε τους πρωτόπλαστους, να δοκιμάσουν τον καρπό του δέντρου της γνώσης. Ο σπινθήρας ή ο όφις είναι η πρώτη απορία του ανθρώπου, είναι το πρώτο «γιατί»; Έτσι απομυθοποίησε ο Καντ τη βιβλική διήγηση της πτώσης2. Η έλευση της γνωστικής συνείδησης στον άνθρωπο, το πώς υψώθηκε δηλαδή το είδος μας από το γνωστικά σκοτεινό και το γνωστικά χαώδες του ζώου στη φωτεινή σφαίρα της νόησης και της γνώσης, είναι το υπέροχο δεδομένο και το μεγάλο αίνιγμα. Το μυστήριο δεν ευρίσκεται στα δέκα δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα, 1010 μονάδες, που σχηματίζουν τον εγκέφαλο μέσα στο σύνολο των εκατό τρισεκατομμυρίων κυττάρων, 1014 μονάδες, του σώματός μας. Το μυστήριο βρίσκεται στην ιδιαίτερη τροπή και οργάνωση που έλαβε η ποιοτική υφή αυτών των κυττάρων, ώστε σε μια ορισμένη στιγμή η υφή αυτή να μεταπηδήσει από το επίπεδο της ύλης στο επίπεδο της νόησης. Να συντελεστεί, δηλαδή, η μετάβαση σε άλλο οντολογικό γένος που λένε οι λογικοί ή να γίνει η πιο υπέροχη και η πιο ακραία μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα που γνώρισε η φύση.
Ένας είναι ο δρόμος για να προσεγγίσουμε αυτή τη μετάσταση: το να θεωρήσουμε το φαινόμενο μέσα από τη διαδικασία της εξέλιξης.
Η έννοια της εξέλιξης-το καράβι που πλέει στον ωκεανό του γίγνεσθαι
Τι είναι η φυσική εξέλιξη; Σταθήκαμε ποτέ να συλλογιστούμε πώς μεταβάλλεται η φύση των ειδών μέσα στη ροή των γεωλογικών αιώνων; Το τι σημαίνει, δηλαδή, να περάσουν μέσα από το βλέμμα του ανθρώπου εκατό ή εφτακόσιες χιλιάδες χρόνια; Το τι σημαίνει να περάσουν πάνω από τη ράχη της γης δέκα ή εβδομήντα εκατομμύρια χρόνια; Το τι σημαίνει ότι η ζωή ουσιαστικά αρχίζει το ταξίδι της στην επιφάνεια του πλανήτη πριν από εξακόσια εκατομμύρια χρόνια; Ενώ οι πρώτες μακρινές απαρχές της, τα κυανοφύκη και τα βακτήρια, εμφανίστηκαν πριν από 3,2 δισεκατομμύρια χρόνια; Και ακόμη για να μπούμε στο νόημα της εξέλιξης πρέπει να συνδέσουμε αυτή την αχανή και χελωνιαία ροή με τις παραμέτρους της φυσικής επιλογής, και της προσαρμογής των ειδών στις συνθήκες του περιβάλλοντος, προκειμένου να πετύχουν να επιβιώσουν.
Η προσαρμογή και η φυσική επιλογή είναι το στοιχείο της δυναμικής στο στατικό πλαίσιο του χωροχρόνου. Η έννοια της εξέλιξης, δηλαδή, είναι το καράβι που πλέει στον ωκεανό του γίγνεσθαι, το ANCA ή το GLORIA MUNDI της φύσης, πες. Ενώ η προσαρμογή και η φυσική επιλογή των ειδών είναι ο καπετάνιος που το κυβερνά και το τσούρμο που εκτελεί τις διαταγές του. Ώστε πάντα να πλέει, πάντα να φθάνει, πάντα να ξεκινά, και ποτέ να μην τελειώνει τους πλόες.
Μόνο μέσα από τούτο το δρόμο μπορούμε να δοκιμάσουμε να προσεγγίσουμε το θαυμάσιο φαινόμενο, το μοναδικό μέσα στη φύση και μέσα στο σύμπαν, του πώς εγεννήθηκε το μυαλό του ανθρώπου. Κάθε άλλη θεωρία ή μέθοδος, το να δεχτούμε λόγου χάρη ότι τη γνωστική συνείδηση την έδωκε στον άνθρωπο κατ’ ευθείαν και από την αρχή κάποιος θεός, είναι πολύ απλοϊκή, και υποβιβάζει τη νόησή μας στο επίπεδο όχι απλώς του πρωτόγονου, αλλά του πιθηκάνθρωπου.
Κάποτε πρέπει να το ειπούμε απερίφραστα και ρητά. Εκείνος που στέκεται ακόμη στη θεολογική ή στη μαγική εκδοχή σχετικά με την καταγωγή του μυαλού μας, και συνεχίζει να αγνοεί τις αστραφτερές κατακτήσεις της γεωλογίας, της παλαιοντολογίας, της βιολογίας, της αστροφυσικής, της κοσμολογίας, και όλων των άλλων συναφών επιστημών, στα φαινόμενα ημπορεί να είναι ένα δίποδο. Στην ουσία όμως έμεινε ένα κραυγαλέο τετράποδο. Κρίνοντας αυτή τη δύστυχη μερίδα της διανόησης, δύστυχη για τους άλλους για την πρόοδο και για την ευθύνη μας απέναντι στο μέλλον του ανθρώπου, ο Αντρέας Μπρετόν θα τους επιτιμούσε με τον ιδικό του ποιητικό αλλά και οργίλο τρόπο: Εξακολουθώ να επιμένω ότι είναι ηλίθιος εκείνος που συνεχίζει ν’ αρνιέται να ιδεί ένα άλογο να καλπάζει πάνω σε μια ντομάτα.
Η ανύψωση του ζώου άνθρωπος σε ον σκεπτόμενο-Η γνώση του θανάτου
Την ανύψωση λοιπόν του ζώου άνθρωπος σε ον σκεπτόμενο πρέπει να την εννοούμε ωσάν μία διαδικασία εξέλιξης που αρχίζει όταν άρχισε να σχηματίζεται ο Ήλιος με τους πρωτοπλανήτες του. Πριν δηλαδή από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια. Ακριβέστερα μάλιστα θά ’λεγα μια γενεά αστέρων παλαιότερα. Αλλά το αφήνω, για να μη σας μπλέξω από τώρα με τους υπερκαινοφανείς και τα βαρέα χημικά στοιχεία. Και την τελική φάση σχηματισμού του εγκεφάλου μας οφείλουμε να την τοποθετήσουμε από τα 25 ή 17 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Τότε έχουμε τα πρώτα ευρήματα των μακρινών προγόνων μας στην Ασία. Τους Δρυοπίθηκους και τους Ραμαπίθηκους.
Τη φοβερή στιγμή που ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος απέναντι στη φύση, και ρώτησε για πρώτη φορά με τον τρόπο που ρωτάμε κι εμείς σήμερα: τι είναι αυτό; Εκείνη τη στιγμή της πρώτης απορίας και της πρώτης απόκρισης, ή τη στιγμή του όφι της Βίβλου κατά την ερμηνεία του Καντ, ο άνθρωπος έσχισε τη δημιουργία στα δύο. Εχώρισε τη φύση στο Εντεύθεν και στο Εκείθεν που έλεγαν οι Ρωμαίοι. Και μέσα της άρχισε να δημιουργεί ένα θύλακο. Είναι το θερμοκήπιο της ιστορίας του, ή η νησίδα του πολιτισμού του.
Τότε και έτσι εξορίστηκε ο άνθρωπος από το μακάριο κόσμο της άγνοιας, μέσα στον οποίο ζούσε μαζί με τα επίλοιπα ζώα και φυτά. Και μ’ ένα λόγο ποιητικό, τότε και έτσι έχασε τον Παράδεισο. Ταυτόχρονα όμως ενόησε και τη μοίρα του. Το μεγαλείο του, δηλαδή, και την τραγικότητα για το παρεπίδημο και τη μοναξιά του. Και το υπέροχο δώρο του νου, το πιο μεγάλο του προνόμιο απέναντι στα άλογα ζώα, το πλήρωσε με το πιο μεγάλο τίμημα. Με το να μάθει ότι πεθαίνει. Με το να μάθει τι είναι ο θάνατος.
Από την κραυγή στη Γλώσσα κι από εκεί στη Γραφή
[…] Από τον εγκέφαλο νου η εξελικτική πορεία προχώρησε στην ομιλούσα γλώσσα. Τότε και έτσι η κραυγή αρθρώθηκε σε φωνή. Να γίνει η κραυγή φωνή, να περάσουμε δηλαδή από το ουάουα στο ουαί, κι από τους ὠγμούς και τους μυγμούς³ των αισχυλικών Ερινύων στο ὦπολλον ὦπόλλον και στο ὀτοτοτοτοῖ της Κασσάνδρας4, χρειάστηκε ο ίδιος χρόνος που χρειάστηκε για να εξελιχθεί το πρόσθιο άκρο του ζώου σε ανθρώπινο χέρι με αντίχειρα.
Αυτή την πορεία από το χάος της κραυγής στον κόσμο της φωνής, με την ανάλογη τροπή των φωνητικών οργάνων του λάρυγγα και του στόματος που συνοργανίζονταν με τις εξελικτικές τροπές των γλωσσικών κέντρων του εγκεφάλου, πρέπει να την φανταστούμε σαν μία μουσική κατάκτηση ήχων σε κλίμακα κοσμική. Ο δημιουργός τους είναι ένας γίγαντας με ένα εκατομμύριο φορές το δαιμόνιο του Μότσαρτ. Αυτός ο καλλιτέχνης Όλυμπος είναι η ανάγκη της φύσης και της ζωής που ζευγαρώνει άγρια με το νόμο της φυσικής επιλογής μέσα στο περιβόλι του χρόνου.
Από τη γλώσσα περάσαμε στη γραφή. Αυτό έγινε χθες. Μετά τη μετάβαση στη γεωργική εποχή, την εξημέρωση του λύκου σε σκύλο, και την επανάσταση της πρώτης πόλης5. Ο άνθρωπος σχεδόν το θυμάται. Γιατί η γραφή δεν είναι κρατούμενο του DNA και του κληρονομικού κώδικα, αλλά είναι δεδομένο της ιστορικής μνήμης.
[…] Η γλώσσα ανάλογη με την οντολογική της σημασία έχει και την ιστορική χωρητικότητα. Τι θά ’ταν ο άνθρωπος χωρίς τη γλώσσα; Τι θά ’ταν η θάλασσα χωρίς το νερό;
Γλώσσα και Κοινωνία-Μακρόπνοη Επένδυση
[…] Είναι γνωστό πως σε μια στοιχειώδη κοινωνία για μια’ στοιχειώδη συνεννόηση μία στοιχειώδης γλώσσα φτάνει. Λίγες εκατοντάδες λέξεις συσταίνουν γλώσσα. Αν όμως αυτό είναι κριτήριο για ένα μίνιμουμ γλώσσας και πολιτισμού, είναι και ένας οδοδείκτης για το αντίστοιχο μάξιμουμ. Όσο πιο πλούσια ρωμαλέα ποικίλη και συνεκτική είναι η γλώσσα μιας κοινότητας, τόσο πιο στιβαρά οργανωμένη αυξητική και έμπεδη είναι η ίδια η κοινότητα. Σε όλες τις δομές της: στη διοίκηση, στην οικονομία, στην κουλτούρα, στη συνοχή, στην υπόληψη, στην προοπτική της.
Μέσα στην ιστορική πορεία αυτή την αρχή τη βεβαιώνει το δεδομένο ότι οι μεγάλες λογοτεχνίες, που είναι τα γραπτά αντικρύσματα των ζωντανών γλωσσών, δημιουργήθηκαν εκεί που δημιουργήθηκαν και οι μεγάλοι πολιτισμοί. Που σημαίνει: η δυναμική μιας κοινότητας είναι αναλογικά σύστοιχη με τη δυναμική της γλώσσας της. Από τούτη τη συλλογιστική αντλείται ένα συμπέρασμα που, πέρα από τους δασκάλους και τους παιδαγωγούς, ενδιαφέρει κυρίως τους διοικητικούς και τους άνυδρους γραφειοκράτες. Ότι δηλαδή η ευφυέστερη, η παραγωγική, και η πιο μακρόπνοη επένδυση για την ανάπτυξη μιας χώρας σε κλίμακα εθνική είναι η καλλιέργεια της γλώσσας του λαού της.
Ποιά καλλιέργεια όμως; Όχι βέβαια εκείνη που τη μισοποτίζει και την κοντοκλαδεύει ο σχολαστικισμός, το χασμουρητό, και το κομπολόι του ανατολίτη. Αλλά η άλλη. Που γίνεται με τον οίστρο του πολιτικού, με το βαθύ μεράκι του δάσκαλου, με τη φρόνιμη μανία του ποιητή, και το μαστίγιο του ανέμου. Απάνου σε μια τέτοια βάση ανάλυσης σκύβοντας, σήμερα ανοιχτομάτες και τυφλοί βλέπουν πως η γλώσσα μας πάσχει από κακό σπυρί. Συνέχεια σταφιδώνει μαραγκιάζει, και λύνεται. Η θωριά της έγινε λεμόνι της Μονεμβασιάς. Και το βλέμμα της κρασί που χύθηκε στη λάσπη.
Ελκυσμοί, αιματώματα, εκχυμώσεις. Ίχνη βιασμού που φανερώνουν μιασμένη δίψα, εκδορές, κόνδυλοι, και πολλαπλές κακώσεις. Ο σφυγμός κατάτονος, και το αίμα λουλάκι. Θέλω να ειπώ πως μέρα τη μέρα η γλώσσα μας λιγαίνει και χάνεται. Σαν τις επαρχίες της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας που μία-μία σβήνεται από το χάρτη. Λέξεις ζωντανές και στίλβουσες λησμονιούνται. Άλλες πολύσημες και βρυαρές αχαμναίνουν. Και πολλές αφλύαρες και ευπρόσωπες και σταράτες παραγκωνίζονται. Έχουν για να κάνουν δουλειά η τυποποίηση, οι απλουστεύεις, η ευκολία. Και τα σάρωθρα, και τα φίμωτρα, και τα ράντιστρα. Πιο ανήσυχα, ο δεσμός της γλώσσας με την παράδοση χαλαρώνει ακατάπαυστα. Το σκαρί της έσπασε τα σκοινιά που το δένουν με το ιστίο του ιστορικού της ορίζοντα. Μένει ξυλάρμενο στον καιρό.
Παλαιά η επιστροφή και ο βαφτισμός στο γλωσσικό παρελθόν δεν εσήμαινε συντήρηση και ισχιαλγία. Ο Σολωμός, για παράδειγμα, που στους λογιότατους και τους γλωσσαμύντορες έβλεπε δαιμονικά και βρυκόλακες, έσκυβε πολύ προσεχτικά στα κοιτάσματα της γλώσσας. Κάποτε μάλιστα τράβαγε πολύ πέρα από το φλοιό και το μανδύα, ως τον έξω πυρήνα. Λάμψιν έχει όλη φλογώδη, λέει κάπου στον Ύμνο (στροφή 95). Και στο Λάμπρο σκαρώνει μερικές ρίμες απάνω στα μέτρα του Πίνδαρου⁶. Και σήμερα ο Ελύτης στην ιδική του γλώσσα δουλεύει μια πασίχαρη ενότητα φωνών, που κινάει από τη Σαπφώ τη χωριανή του, και φτάνει στον Παπαδιαμάντη.
Γενικά μέσα σ’ ένα κλίμα εκφραστικής κατατονίας η αισθητική αδρότητα της γλώσσας αποδυναμώνεται. Ξεθωριάζει η ικμάδα των χρωμάτων της, και αγκυλώνεται η πολλαπλότητα της κίνησης. Οι αστραπές της ηχητικής ευελιξίας της όλο και αραιώνουν. Και η δύναμη που είχε στις λεπτές αποχρώσεις των περιγραφών γίνεται σκανδιναβικό τοπίο.
Αυτή η γενική κατάρρευση του γλωσσικού μετώπου δε φαίνεται μόνο στα μπιλιάρδα και στον καφενέ, όσο και κύρια στα σχολεία και στα στάδια, και στη γλώσσα των λογοτεχνών μας. Από κοντά, Ισοκράτης σε όλη ετούτη την ιθαγενή χασμωδία παραστέκει η εισβολή των ξένων λέξεων. Οι ξενόφερτοι όροι ορμούν στη γλωσσική μας ενδοχώρα και υποχρεώνουν στην προσφυγιά πολλές αυτόχθονες λέξεις με ιστορία και με κατάσταση. Και ακόμη χειρότερη είναι η ολιγωρία και η ανεπάρκεια να μη δημιουργούμε νέες μήτρες λέξεων, για να ντύνουμε τα καινούργια περιεχόμενα της ζωής.
Στο σημείο αυτό η παλιά καθαρεύουσα έχει να καταθέσει τίτλους. Γιατί έπλαθε, και πετυχημένα, ένα πλήθος λέξεις, όπως λόγου χάρη φαρμακοποιός και εφημερίδα, για να απαγορέψουν την είσοδο στο σπετσιέρη και στη γαζέτα. Μια υπεύθυνη αγωγή γλώσσας με χαρακτήρα εθνικό, προτού πολιτογραφήσει την ξένη λέξη θα δημιουργήσει την ιδική της. Ο μηχανικός κινητήρων που ξέρει το μπουζί αλλά αγνοεί τον αναφλεκτήρα δεν είναι έλληνας. Είναι εμιγκρές.
Σήμερα η ξενοκρατία στη γλώσσα τείνει να υποκαταστήσει την παλιά τουρκοκρατία στη χώρα. Η αξία της γλώσσας με την έννοια της κιβωτού που διασώζει τις πληροφορίες του παρελθόντος είναι ο δρόμος που κοντά στα άλλα μας οδηγεί στη λύση της απορίας «από πού ερχόμαστε;»
[…] Μ’ ένα λόγο, η γλώσσα με τα μνημεία της για ένα λαό είναι σημαντική όσο η ίδια η ζωή του με τα έργα της. Χωρίς τη γλώσσα ο άνθρωπος δεν έχει τροπόσφαιρα να αναπνεύσει. Του λείπει, θα έλεγα με τη γλώσσα της αστροφυσικής, ο «ορίζοντας γεγονότων», που αποτελεί το σύνορο αυτονομίας στις μελανές οπές.
Η Λογοτεχνία
[…] Η λογοτεχνία από την άποψη της πληροφόρησης για το βίο ενός λαού είναι η σπουδαιότερη κατηγορία της τέχνης. Οι ζωγράφοι Γαλάτων και Πολύγνωτος και ο γλύπτης Κριτίος είναι σημαντικοί εκθέτες, αλλά χωρίς τον Ηρόδοτο και τον Ευριπίδη λίγα πράγματα θα ξέραμε για τους Έλληνες. Κι αν γνωρίζαμε το 1821 μόνο από τους Πίνακες του Μακρυγιάννη, θα γνωρίζαμε το εκατομμυριοστό σε σύγκριση με όσα γνωρίζουμε από το Μακρυγιάννη των Απομνημονευμάτων.
Η λογοτεχνία είναι το στιλπνό κάτοπτρο, που μέσα του κοιτάμε καθαρά το πρόσωπό μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά της εθνικής μας ζωής· το είδος της χειρονομίας και της έκφρασης· οι ρυτίδες των καημών και της έγνοιας· η πηγή της εσωτερικής μας φεγγοβολής· η μυθολογία της καθημερινής μας πράξης· όλα καθρεφτίζονται μέσα στη γραπτή παραγωγή των δημιουργών μας.
Να γνωρίζουμε τη λογοτεχνία μας δεν είναι πολυτέλεια. Γιατί αυτή περιγράφει την πνευματική μας διάσταση και τα όριά της. Καταμετρά την εθνική μας βούληση. Υπολογίζει την ηθική δυναμική και προδιαγράφει την προοπτική μας για το μέλλον. Δεν είναι υπερβολή και ζητημένη ερμηνεία να μιλήσουμε για τον πλούτο της λογοτεχνίας. Πόσο φτωχότεροι θά ’μασταν χωρίς τον Παπαδιαμάντη. Τον εκθέτη και τον παλμογράφο της εθνικής μας ψυχομετρίας. Εκεί που στην αρχή οι ποικίλοι σκιτζήδες του είπανε απλοϊκό ηθογράφο.
Το Θούριο που έγραψε ο Ρήγας ο Βελεστίνος τον προόρισε όπλο στα χέρια των σκλάβων. Στον ίδιο τρόπο που ο Αλέξανδρος του Φιλίππου κοιμότανε με τον Όμηρο στο μαξιλάρι του. Παράλληλα με τις προσπάθειες που έκανε για να βρει πόρους, ο Ρήγας πάσχιζε να εξοπλίσει το γένος αφυπνιστικά: Μεγάλη Χάρτα, Νέος Ανάχαρσις, και τα άλλα. Τα γράμματα των βιβλίων τα είχε εξισώσει με τη δημητσανίτικη μπαρούτη. Συλλογιστείτε λίγο την πρότασή του: όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά. Κατανοείς το νόημά της; τότε γνωρίζεις περισσότερα απ’ όσα θα σου μάθουν οι εντολές του Μωυσή, και οι νόμοι του Σόλωνα.
Η λογοτεχνία ενός λαού είναι το αντίκρυσμα συναλλάγματος στα τραπεζικά υπόγεια της ιστορίας του.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δ. Λιαντίνη, με τίτλο «Τα Ελληνικά», εκδόσεις Βιβλιογονία, 1994.
Σημειώσεις:
- Ένγκελς Φ., Διαλεκτική της φύσης. Μετάφρ. Θ. Μαρίνου. Εκδ. Αναγνωστίδη χ.τ.χ., σελ. 251. Εξέλιξη του χεριού δεν είναι μόνο ο αντίχειρας. Είναι και η πολύπλοκη αρθρωτική του κατασκευή. Τα 27 οστά και οι 36 αρμοί.
- Kant I., Mutmasslicher Anfang der Menschengeschichte, 1786 (Kants Werkr, Akademie Textausgabe XIII, 115).
- Αισχύλου, Ευμενίδες 177 και 123
- Αισχύλου, Αγαμέμνων 1072-3
- Το ημέρωμα του λύκου σε σκύλο έγινε περί το 11.000 π.Χ., και περί το 9.000 π.Χ. του προβάτου και της αίγας. Η αρχαιότερη πόλη χρονολογείται γύρω στο 10.000 π.Χ.
- Σολωμού Δ., Άπαντα. Εκδόσεις Λ. Πολίτη, Ίκαρος 1, 99-100.