Είναι γνωστό ότι η φιλοσοφία του Επίκουρου αλλά και πιο ειδικά η έννοια της «Ηδονής», για την οποία μιλούσε, είχε για αιώνες παρερμηνευθεί. «Το μήτε αλγείν κατά το σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν» (όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος στο «Βίοι Φιλοσόφων), η ηδονή-απόλαυση που πηγάζει από την απουσία του σωματικού και ψυχικού πόνου. Γι’ αυτήν την ευχαρίστηση και τη γαλήνη μιλούσε ο Επίκουρος.
Η επιστήμη και η ανθρώπινη δραστηριότητα, για την Επικούρεια φιλοσοφία, έχει νόημα όταν θέτει ως αποστολή της τη γαλήνη της ψυχής, την ευτυχία. Γι’ αυτό όμως χρειάζεται να γνωρίσουμε τις αιτίες που προκαλούν το φόβο. Το αποτέλεσμα του ταξιδιού της αυτογνωσίας είναι η συνειδητοποίηση της ίδιας μας της διαδρομής, η συνειδητοποίηση της ύπαρξης.
Οδηγοί και ταξιδιώτες είμαστε εμείς, μόνο που στην αρχή, στην αφετηρία, έχουμε ανάγκη να μας πάνε οι άλλοι, μα αυτή η ανάγκη μετατρέπεται πολλές φορές σε έναν κόμπο που μας δένει για μια ολόκληρη ζωή. Έτσι που για ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής οδηγοί είναι κάποιες γνώριμες φιγούρες που μας μοιάζουν, αλλά που δεν είμαστε ακόμα εμείς με συνείδηση και αυτογνωσία. Για να επιβιώσουμε, για να αντέξουμε στις δυσκολίες και στη σκληρότητα, εμποδίσαμε τα συναισθήματα, σταματήσαμε να νιώθουμε. Γίναμε άκαμπτοι, φαινομενικά ισχυροί απέναντι στις καταιγίδες, μα στην πραγματικότητα πολύ ευάλωτοι και ανίσχυροι απέναντί της.
Παραφράζοντας τον Επίκουρο που έλεγε ότι «τα Συναισθήματα-συγκινήσεις, αποτελούν ένα από τα 4 κριτήρια της αλήθειας», θα σημείωνα πως το κόστος της ανθρώπινης προσαρμογής στις δυσκολίες, στη σκληρότητα της παιδικής του ηλικίας αλλά και αργότερα, είναι η αποκοπή από την αλήθεια του.

Τα ερωτήματα πολλά και οι απαντήσεις δεν είναι ποτέ έτοιμες. Καθένας θα ψάξει για να ανακαλύψει τις δικές του. Και στο ταξίδι αυτό θα μάθει να αφήνει πίσω του την «ακαμψία», τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις κι όσα τον καθιστούν ανήμπορο να τα βγάλει πέρα μέσα στις θύελλες. Γιατί… κάποιες φορές είναι προτιμότερο να λυγίζεις παρά να τσακίζεσαι, όπως λέει ο Αίσωπος στο μύθο με τη Βελανιδιά και τη Καλαμιά:
Κάποτε μια βελανιδιά που βάσταξε στους ανέμους περισσότερα από 100 χρόνια, ξεριζώθηκε από μια δυνατή θύελλα και πετάχτηκε κοντά σ’ έναν καλαμιώνα. Εκεί βλέποντας τα καλάμια να καταφέρνουν να στέκονται όρθια μέσα στην καταιγίδα, παρότι ήταν πολύ πιο λεπτά και αδύναμα σε σχέση με τον δικό της κορμό, απόρησε. «Πως αντέχετε και γλιτώνετε από μαι τέτοια θύελλα; Εγώ, που αντιστάθηκα τόσο καιρό στον άνεμο, δεν μπόρεσα να βαστάξω στο τέλος». «Μα γι’ αυτό δεν τσακιστήκαμε από τον άνεμο» είπαν τα καλάμια. «Αντί να του φέρουμε αντίσταση, λυγίζαμε στο πέρασμά του».
Χρήστος Τσαντής, σύμβουλος ψυχικής υγείας