Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ*

ΚΡΙΑΡΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ομοτ. Καθηγητής Πανεπ. Θεσ/νίκης

*(Το καλοκαίρι του 1925 ο Ψυχάρης ήλθε στα Χανιά για δύο διαλέξεις στο “Χρυσόστομο”. Ο δεκαεννιάχρονος τότε Κριαράς, θαυμαστής του όντας και “θιασώτης της ιδέας” του για τη γλώσσα, ήταν στο ακροατήριο, για “να νιώσει κοντά του εμψυχωτή το Μεγάλο Ψυχάρη”. (Ελεύθερον Βήμα, Χανιά 23-7-1925).
Τα κείμενο αποτελεί την έκτη ενότητα (σ. 79-85) των Προλεγόμενων του τόμου: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΨΥΧΑΡΗ» (Προλεγόμενα Ανθολόγηση Φιλολογική Επιμέλεια: Εμμανουήλ Κριαράς), Ιωάννινα Granada Napoli Berlin, 2007,8 ,472, της Βιβλιοθήκης Κλασσικών Νεοελλήνων Συγγραφέων, αρ. 1, που κυκλοφορεί σύντομα. Σύμπραξη Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων για την ενίσχυση των Νεοελληνικών Σπουδών).

Ο ΨΥΧΑΡΗΣ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ

Αν κατά κανόνα η ανθρώπινη υπόσταση, ιδίως του λογοτέχνη, προβάλλει συχνά μέσα από το λογοτεχνικό το δημιούργημα, ισχύει τούτο πολύ περισσότερο για τον Ψυχάρη, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι ο γλωσσικός ανανεωτής κατά κάποιο τρόπο συνδυάζει τη λογοτεχνική παραγωγή του με το γλωσσικό του κήρυγμα και την όλη ανθρώπινή του υπόσταση. Στο γεγονός αυτό οφείλεται ότι συγκροτώντας το τελευταίο τούτο κεφάλαιο συνδυάζουμε παρατηρήσεις και διαπιστώσεις που αναφέρονται κυρίως στον άνθρωπο Ψυχάρη με εκείνες που αφορούν το λογοτέχνη.

Ο ίδιος ο Ψυχάρης κάνει λόγο για τον ανυπόφορο, τον ανώμαλο χαρακτήρα του. Στο τέλος της ζωής του έφτασε να δέχεται, παίζοντας ασφαλώς, πως υπάρχει κάτι παθολογικό μέσα του. Όλ’ αυτά ήθελε να τα αποδίδει στο αρβανίτικο αίμα, που κι αυτό έτρεχε στις φλέβες του. Θα μπορούσαμε όμως εμείς ν’ αναφέρουμε μερικά περιστατικά από τη ζωή των προγόνων του, των Ψυχάρηδων, του πατέρα του και του παππού του, που δίχως άλλο θα διαφώτιζαν το ζήτημα που μας απασχολεί.

ΨυχάρηςΘα έδειχναν αυτά ότι και στους προγόνους του υπήρχαν στοιχεία που, κληρονομημένα, μπόρεσαν να τον οδηγήσουν στην αγωνιστική του διάθεση. Ο ίδιος μας διηγείται, χωρίς να το σχετίζει με τη δική του ψυχική συγκρότηση, πως ο πατέρας του «δεν τα πήγαινε διόλου καλά με το μεγαλύτερο του αδερφό. Νομίζω, μας λέει, πως ο παππούς του προτιμούσε το Νικολάκη [δηλαδή τον πατέρα του Ψυχάρη], μα φοβότανε το Δημητράκη [τον αδερφό του πατέρα του], που ήτανε λιγάκι ψυχρός, συμμαζωμένος, δίχως κουβέντες περιττές και περιττά κινήματα. Αυτό ερέθιζε το μπαμπά, που ήτανε μπαρούτι μονάχο. Ζήλευε κιόλας. Δεν ξέρω τι έτυχε και πώς έτυχε, να σου όμως εκεί που δεν το πρόσμενε κανένας, ανέβηκε ο πατέρας στο πρώτο πάτωμα του σπιτιού μας στο Γαλατά, μπήκε στο σαλόνι όπου κρεμότανε η φωτογραφία του Δημητράκη και με το μπαστούνι της έβγαλε το ένα της μάτι». («Οι Ψυχάρηδες. Τα γενεολογικά μου». (Γ. Ζολώτα Α. Σαρού, Ιστορία της Χίου, τομ. Γ’, μέρος Η’, Αθήνα 1928,σ. 825).

Αν τώρα εξετάσουμε τις γενικές γραμμές του χαρακτήρα του Ψυχάρη, που την εποχή του «Ταξιδιού» έχουν κιόλας συγκροτήσει την προσωπικότητα του – αυτή θα αναπτυχθεί και στο μέλλον, αλλά βέβαια πάνω στις βάσεις τις δημιουργημένες μέσα του ως την κρίσιμη εκείνη εποχή – θα παρατηρήσουμε πως ο Ψυχάρης είναι ένας εγωιστής κατεξοχήν, γιατί έχει μιαν απόλυτη πεποίθηση στον εαυτό του.

Όταν μετά το διαζύγιό του από την Noèmi Renan και το δεύτερο γάμο του τυπώνει τη γαλλική ποιητική συλλογή του «Le Crime du poète» (1913), δημοσιεύει σ’ αυτήν (σ. 51-3) ποίημα με τίτλο « Un cri». Εκεί διατυπώνει όλη την πίκρα του για τον κατατρεγμό που γνώρισε και παλιότερα στη ζωή του, αλλά και με το πρόσφατο περιστατικό του διαζυγίου του. Θυμάται ακόμα πως τον αρνιέται η χώρα που το έργο του της έδειχνε το σωστό δρόμο. Η χώρα αυτή είναι βέβαια η Ελλάδα. Αλλά ο Ψυχάρης πιστεύει πάντα στο άστρο του. Ιδού τι γράφει στο ποίημα αυτό:

J’ai supporté le sort contraire
Sans plainte, certain qu’ à mon tour,
Avant ma nuit, j’aurai mon jour,
Pour triompher du sort et pour
Boire à pleins bords l’ eau vulnéraire.

ΚνωσσόςH αυτοπεποίθηση του Ψυχάρη, που δείγμα της ασθενικό συναντούμε στους παραπάνω στίχους, είναι βέβαιο πως κυριαρχούσε στην ψυχή του ήδη από την εποχή του «Ταξιδιού». Κι αυτή ακριβώς η αυτοπεποίθηση τον οδήγησε σε έναν άμετρο εγωισμό, που άπειρες φορές τον έκανε όχι πολύ συμπαθητικό και στα μάτια των οπαδών του ακόμη. Εκείνος όμως πίστευε και το διακήρυσσε πως «ένα μεγάλο πνεύμα είναι λίγο πολύ αναγκασμένο να είναι κατά ένα τρόπο εγωιστικό για να μπορεί να προασπίζει το έργο του, αφού η ύπαρξη του δεν έχει άλλη δικαιολογία από το ίδιο το έργο του. Και με τον τρόπο αυτόν, έλεγε ο Ψυχάρης, ο εγωισμός τον γίνεται αλτρουιστικός, μιας κι εμείς οι άλλοι επωφελούμαστε από το έργο του».

Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό η απάντησή του όταν κάποτε τον ρώτησαν αν αισθανόταν τον εαυτό του πιο κοντά στον Pascal ή στο Renan. Απάντησε θαρραλέα με το στίχο του Musset:
Mon verre n’est pas grand, mais je bois dans mon verre.

Και συμπλήρωσε τη σκέψη του τονίζοντας την υποχρέωση του καθενός να δώσει ό,τι έχει μέσα του. Πρόσθεσε μάλιστα, εξομολογητικά: «Στους διάφορους μικρούς τομείς που οδήγησα τη διανοητική μου δραστηριότητα κυρίως δοκίμασα, με μία ακατάπαυστη προσπάθεια, να πλησιάσω όσο μπορούσα περισσότερο τον εαυτό μου» (αυτ., σ. 241).

Soeur Anselmine

Τον εαυτό του επίσης μας ζωγραφίζει ο Ψυχάρης στο μυθιστόρημα του «Soeur Anselmine» μας παρουσιάζει τον André Pauron, πρόσωπο που κι αλλιώς ενσαρκώνει τον Ψυχάρη, να έχει το ελάττωμα της ματαιοδοξίας, όπως το καταλαβαίνει ο Ψυχάρης ή ήθελε να φαίνεται πως το καταλαβαίνει.

«Πίστευε, μας λέει, στη γνώμη του . Γι’ αυτό και δεν παρέλειπε ποτέ να την πετά κατά πρόσωπο των ανθρώπων, ιδίως εκείνων που είχαν καλή θέση στην κοινωνία. Αν την έκρυβε, συνεχίζει ο Ψυχάρης, αυτό θα του φαινόταν αδυναμία… Εκείνο που λένε ειλικρίνεια δεν είναι στο βάθος παρά ματαιοδοξία».

ΚρήτηΜε τον όρο αυτό της «ματαιοδοξίας» ο Ψυχάρης εννοούσε την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να διακηρύσσει τη γνώμη του και την ισχυρή τάση που αισθάνεται να την επιβάλει. Ο Ψυχάρης, είναι βέβαιο, αισθανόταν πάντα μιαν ιδιαίτερη χαρά, όταν άφηνε τον εαυτό του να εκδηλώνεται απόλυτα και αδιαφορούσε εντελώς για τα επακόλουθα που μπορούσε να έχει η στάση του αυτή. Η ψυχική του αυτή ανάγκη τον οδηγούσε να δίνει πάντα ολόκληρη την ψυχή του σε ό,τι καταπιανόταν. Ό,τι αγαπούσε, το αγαπούσε με πάθος.

Από την απέραντη αυτή αυτοπεποίθηση του ξεκινούσε η απόλυτη ειλικρίνειά του, που τον έκανε πάντα να βροντοφωνάζει χωρίς καμιάν επιφύλαξη εκείνο που πίστευε.

Αυτό το χαρακτηριστικό του, όπως σωστά παρατήρησε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης («Ψυχάρης και γλωσσολογία», Νέα Εστία, τ.6,1929, σ. 955), τον ύψωνε σε ηθική φυσιογνωμία, «κάτι που σπάνια παρουσιάστηκε όμοια στην πνευματική ιστορία της Ελλάδας». Είναι όμως παράλληλα βέβαιο πως αυτή η αυτοπεποίθηση, συνδυασμένη με τη θαυμαστή του ειλικρίνεια, τον οδηγούσε συχνά σε έναν όχι και τόσο συμπαθητικό ατομικισμό.

Ώρες ώρες δεν έβλεπε παρά μόνο τον εαυτό του και από τον άλλο κόσμο ό,τι μονάχα μπορούσε να δυναμώσει την ατομική του χαρά ή να λιγοστέψει την ατομική του θλίψη. (Ίσως δεν είναι άσκοπο να σημειώσω εδώ τους χαρακτηρισμούς για τον Ψυχάρη που σε μια συνομιλία της μαζί μου (1947) στο Παρίσι μου ανακοίνωσε η δεύτερη του γυναίκα, η Iréne Psichari. Γι’ αυτήν ο Ψυχάρης ήταν (με τα ίδια της τα λόγια): «Enthousiaste, vivant, terriblement sincere, exuberant volcanique». Έναν αυτοχαρακτηρισμό, που έχει το ενδιαφέρον του, μας έδωσε και ο ίδιος ο Ψυχάρης (Κωστής Παλαμάς, σ. 27): «Είμαι ζαβός, κοντός, ανόητος, ζεβζέκης, ορμητικός, ειλικρινός, πολεμικός, απροφύλαχτος, δοσμένος»).

Γι’ αυτό και το υπερήφανο, το λιγάκι ακατάδεχτο, το αντιδημοτικό, το ασυμβίβαστο ήταν από τα βαθύτερα στοιχεία του χαρακτήρα του Ψυχάρη. Κι ο Αντρέας της «Αγνής» ακατάδεχτος ήταν όταν για το «δημόσιο» έγραφε, μα το «δημόσιο» δεν καταδεχόταν καν να το συλλογιστεί. Γιατί ήξερε – εκείνο που πάντα πίστεψε ο Ψυχάρης – πως «η ακαταδεξιά ίσια ίσια είναι κάποτε το μόνο μέσο να μορφώσει κανείς λογοτεχνία και δημόσιο». (Αγνή-βιογραφικό και κριτικό σημείωμα Δ. Γληνού, β΄ έκδοση, 1930, σελ. 92 και σελ. 58).

Pierre Eyli

Τον ίδιο τον εαυτό του προβάλλει στη σκηνή ο Ψυχάρης όταν στο μυθιστόρημα του «La Croyante» (σ. 3-4) μας παρουσιάζει τον Pierre Eyli «άνθρωπο με ενεργητικό παρουσιαστικό, σχεδόν βίαιο, σε ηλικία σαράντα δύο χρόνων, με πρόσωπο λιγάκι σκληρό, με ζωηρό μάτι, με κάτι ζεστό και ελκυστικό στα λόγια του».

ΣκίτσοΟ Pierre Eyli ενδιαφερόταν κι αυτός πολύ για τη μόρφωση των παιδιών του: «Πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, άγρυπνος πάντα βρισκόταν για να παρακολουθήσει το θέμα, τη μετάφραση, το μάθημα της ιστορίας ή της λογοτεχνίας, θύμωνε για ένα σολοικισμό η για ένα ορθογραφικό λάθος, έβγαζε ατελείωτα συμπεράσματα από μια λανθασμένη στίξη, έδειχνε τις τρομερές της συνέπειες, μάλωνε το Φρειδερίκο, που συχνά αφαιριόταν (εδώ κρύβεται ο Ερνέστος), έχανε την υπομονή τον με το Lycien, που ήταν πονηρός ακόμη και στην αμέλεια του» (εδώ κρύβεται ο δεύτερος γιος του Ψυχάρη, ο Μιχάλης).

Ίσως δε θα ήταν τολμηρό να κάνει κανείς την υπόθεση πως και το διαζύγιο του Ψυχάρη από την πρώτη του γυναίκα οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ψυχάρης με την τόσο αυταρχική και ολοκληρωτική προσωπικότητα δεν μπορούσε να ταιριάσει μ’ έναν άλλο άνθρωπο, κι αυτόν με έκδηλη προσωπικότητα, τη γυναίκα του, που μολονότι σύμφωνη μαζί του ιδεολογικά, διέφερε απ’ αυτόν βασικά στην ιδιοσυγκρασία. Στο μυθιστόρημα του μάλιστα «Soeur Anselmine» θέτει και το ψυχολογικό πρόβλημα των σχέσεων του μαζί της και μας δείχνει την αντίθεση των χαρακτήρων τους.

Στο μυθιστόρημα του «Αγνή» (β έκδ., ιτ. 273) ο Ψυχάρης ζωγραφίζοντας τον ήρωα του, τον Ανδρέα, παρουσιάζει τον ίδιο τον εαυτό του, όταν «εκεί, στα Παρίσια, νέος ακόμη, συνεπάρθηκε από το όνειρο της δόξας σε μια Γαλλία».

ροδοΑφιερώθηκε στη σπουδή, ασχολήθηκε με τα γράμματα, ζητώντας ν’ αληθέψει το όνειρο του. Ο Ανδρέας πέθανε με την ελπίδα πως όταν μετά το θάνατό του δημοσιευτούν τα ανέκδοτα έργα του, τότε «θα φέξει πια η μέρα η μεγάλη που η πατρίδα θα ρίξει μια ματιά στον πόνο και στα πονήματα μια ζωής ολάκερης» . Τα λόγια αυτά του Ψυχάρη, τοποθετημένα σαν ελπίδα μέσα στην ψυχή του Αντρέα, μαρτυρούν βέβαια κάποιο παράπονό του, γιατί δεν αναγνωρίζονταν ανεπιφύλακτα τα λογοτεχνικά του έργα, αλλά παράλληλα μας φανερώνουν και την πίστη στο έργο του.

Τη φιλοδοξία, τη φιλοτιμία να είναι πρώτος την είχε από παιδί ο Ψυχάρης. Στο μυθιστόρημά του «Τα δυο Αδέρφια» (σ. 22), που κι αυτό κατά τον τρόπο του είναι αυτοβιογραφικό, θα μας παρουσιάσει τον ήρωα να λέει: «Εμένα με δαιμόνιζε που ήξερε περισσότερα ο Μανόλης από μένα. Μου έτρωγε το συκώτι που παραδόθηκε Πίνταρο το σκυλόπαιδο και ‘γω ακόμη δεν παραδόθηκα. Το φιλότιμο με ρήμαζε. Όπως κι αν το γύριζα δε μου ξεκολνούσε ο Πίνταρος από το μυαλό. Θα τον έδερνα μια χαρά. Λαχταρούσα να βγάλω τ’άχτι μου με κάθε τρόπο».

Τ’ Όνειρο του Γιαννίρη

Τη φιλοδοξία, που είναι γι’ αυτόν σαρκωμένο το πάθος για τη δημιουργία, θα μας τη δώσει ο Ψυχάρης ιδίως με τον ήρωα του τον Γιαννίρη στο γνωστό του μυθιστόρημα «Τ’ Όνειρο του Γιαννίρη».

Όλο το ρομάντζο, και κατά τον ίδιο τον Ψυχάρη, «άλλο νόημα δεν έχει από την ψυχολογία της δόξας και της αγάπης, από τη σύγκριση που γίνεται ολοένα μεταξύ τα δυο τα μεγάλα τα ψυχόρμητα κάθε ανθρώπου».

Εν ΧανίοιςΚι αλήθεια, ποτέ άνθρωπος στη ζωή του δεν αγάπησε τη δόξα, τη δόξα που έρχεται από τη μεγάλη δημιουργία, όσο την αγάπησε ο Γιαννίρης. «Είχε καρδιά, μας λέει ο Ψυχάρης για τον ήρωα του , πολλή καρδιά το παιδί με την καρδιά του την αγαπούσε την δόξα, με την καρδιά του και με το νου του και με τη σάρκα του όλη, μ’ όλη του πια την ψυχή. Λες και ήτανε γυναίκα. Άντρας δεν αγάπησε γυναίκα όσο αγάπησε τη δόξα ο Γιαννίρης».

Ας πούμε εμείς: όσο αγάπησε ο Ψυχάρης τη δόξα. Αλλά πρέπει να τονίσω: ο Ψυχάρης αγάπησε όχι τη δόξα που δίνουν οι σύγχρονοι, όταν κολακεύονται στα πάθη και τις ιδέες τους, αγάπησε τη δόξα που έρχεται μετά το θάνατο από το μεγάλο δημιουργικό έργο.

Ο Γιαννίρης θα σαρκώσει το όραμα που ο Ψυχάρης έπλαθε μέσα του, της δόξας. Ο Γιαννίρης είναι η ίδια η φιλοδοξία καμωμένη ιδέα. Και ο Ψυχάρης πλάθοντας τον ήρωα του θέτει το ερώτημα: «Ποιό είναι το τέρμα της φιλοδοξίας;» Και βρίσκει ο ίδιος την απάντηση τοποθετώντας γύρω από τον ήρωά του όλα τα τρόπαια που μπορεί κανείς να φανταστεί.

Ο Ψυχάρης στον ήρωά του, που είναι ο ίδιος ο εαυτός του, θέλει να βλέπει το άτομο εκείνο που δεν το ικανοποιούν μικρές εύκολες επιτυχίες. Μας ζωγραφίζει στο πρόσωπο του την άμετρη φιλοδοξία της ράτσας, την ευγένεια του ιδανικού της, που ήταν και δική του φιλοδοξία και δικό του ιδανικό. (Ο Δημήτρης Γληνός προλογίζοντας τη β’ έκδοση της «Αγνής», σελ. 16-17, παρατηρεί: «Αν υπάρχει κάποιο πλατύτερο, κάποιο γενικότερο ανθρώπινο υπερατομικό στήριγμα σ’ αυτήν τη φιλοδοξία, είναι μόνο αφορμή και όχι αληθινός σκοπός. Το υπερφυσικό αυτό στήριγμα της προσωπικής φιλοδοξίας στην ψυχή του Ψυχάρη είναι το “Έθνος», το “Γένος”, η “Ιδέα”…Ίσως η μοίρα που τον έκαμε δισυπόστατο και στο σημείο τούτο, Έλληνα και Γάλλο μαζί, να έγινε και αφορμή για το ουσιαστικό ξεθώριασμα της ιδέας του “Έθνους”, όπως και της γλωσσικής ιδέας σαν ιδέας εθνικής»).

Όλη η φιλοδοξία του Ψυχάρη μαρτυρεί μια επίκλησή του , που την κάνει στα νησιά τα ελληνικά να τον εμπνεύσουν: ζητά να του δώσουν φτερούγες που ν’ αγγίζουν τα σύννεφα, γιατί κατά τη φράση του «πεθαίνουμε καθώς σερνόμαστε καταγής». Εύχεται λοιπόν να τρέξει ένα ίχνος ελληνικής μεγαλοφυΐας στις σελίδες του μυθιστορήματος του.

(Από την έκδοση του Δήμου Χανίων «Εν Χανίοις», τόμος 1ος, 2007)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s