Θεωρητικά μοντέλα των στάσεων
Η θεωρία του Τριάντη & Η γνωστική ασυμφωνία του Festinger
Ομοιότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις
Η τριγωνική θεωρία του Sternberg
Φάσεις εξέλιξης μιας ομάδας
Οι αρχές του Tajfel για τα στερότυπα και τις προκαταλήψεις
Τύποι ηγεσίας
Γράφει ο Χρήστος Τσαντής
Λίγα λόγια για τα θεωρητικά μοντέλα των στάσεων
Οι προσεγγίσεις που πηγάζουν από τον συμπεριφορισμό ερμηνεύουν τις στάσεις από τη σκοπιά της σχέσης ερεθίσματος-αντίδρασης, την μάθηση μέσω της ενίσχυσης μιας συμπεριφοράς, με βάση δηλαδή τις συνήθειες που έχει αποκτήσει το άτομο δρώντας μέσα σε ένα περιβάλλον. Αυτές ονομάζονται και θεωρίες της μάθησης.
Ο Bandura υποστηρικτής της θεωρίας της μιμητικής μάθησης, έδειξε οι στάσεις διαμορφώνονται ως συνήθεια γιατί ενσωματώνονται μέσω της τάσης των παιδιών να μιμούνται τις αντίστοιχες στάσεις σημαντικών προσώπων του οικογενειακού και του κοινωνικού τους περίγυρου.
Η Λειτουργική θεωρία των στάσεων
Η λειτουργική θεωρία των στάσεων που αναπτύχθηκε από τον Katz προσεγγίζει τις στάσεις από ψυχοδυναμική σκοπιά. Τις θεωρεί αποτέλεσμα συνειδητής και ασυνείδητης συμπεριφοράς. Ψάχνει το γιατί το άτομο επιλέγει την μία ή την άλλη στάση. Αναζητά τον σχέση της προσωπικότητας με τις κάθε φορά επιλογές του ατόμου δίνοντας βάρος στην ανάγκη που επιδιώκει να καλύψει με την υιοθέτηση μιας στάσης.
Ο Katz υποστηρίζει οτι υπάρχουν τέσσερις λειτουργικοί ρόλοι των στάσεων:
Ο ωφελιμιστικός, με τον οποίο ο άνθρωπος επιδιώκει να ικανοποιήσει τις παρορμήσεις του και να απομακρύνει καταστάσεις δυσάρεστες συναισθηματικά.
Ο γνωστικός, που αφορά την έρευνα γύρω από νέα πεδία της ζωής τα οποία θέλει το άτομο να κατανοήσει, έτσι ώστε να έχει μια πιο στέρεα εικόνα της πραγματικότητας που τον περιβάλλει.
Ο τρίτος λειτουργικός τους ρόλος αφορά τις στάσεις ως εφαρμογή στη ζωή των αξιών που έχει υιοθετήσει το άτομο και τέλος ο λειτουργικός ρόλος των μηχανισμών άμυνας που μας έχει περιγράψει ο Freud (Κοκκινάκη, 2006).
Τί επηρεάζει την έκφραση της συμπεριφοράς σύμφωνα με τη θεωρία του Τριάντη;
Σύμφωνα με τον Τριάντη κάθε κοινωνία υιοθετεί διαφορετικές προσεγγίσεις και στάσεις. Σύγκριση μπορεί να γίνει ανάμεσα σε κοινωνίες που απολαμβάνουν έναν σημαντικό βαθμό ομοιογένειας ανάμεσα στις στάσεις που επικρατούν.
Η συμπεριφορά του ατόμου ως προς τις στάσεις που έχει, επηρεάζεται από τα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα και την επιθυμία ή την αποφυγή επαφής. Για παράδειγμα, το να θυσιαστεί κάποιος για κάποιον άλλο ή για έναν ευρύτερα αποδεκτό δίκαιο σκοπό δίνοντας ακόμα και τη ζωή του, θεωρείται μέγιστο θετικό συναίσθημα. Αντίθετα μέγιστο αρνητικό συναίσθημα θεωρούμε για παράδειγμα την δολοφονία ενός ανθρώπου τον οποίο μισεί ο θύτης.
Η τάση συμπεριφοράς του ατόμου βρίσκεται σε συνάρτηση με τους κανόνες συμπεριφοράς της κοινωνίας στην οποία ζει. Οι επικρατούσες κοινωνικές στάσεις φαίνεται οτι επιδρούν έντονα στην συμπεριφορά, όπως επίσης και η ψυχολογική στιγμή στην συγκεκριμένη κατάσταση (διέγερση ή ηρεμία).
Η τάση συμπεριφοράς εκφράζεται ως :
-συμπεριφορά φορτισμένη με θετικά ή αρνητικά συναισθήματα,
-συμπεριφορά που αναδεικνύει την φιλία, ή την εχθρότητα
-συμπεριφορά που προβάλει την δύναμη στην κοινωνική ιεραρχία,
-συμπεριφορά που επιδιώκει την αποφυγή εντάσεων,
-συμπεριφορά με στόχο τη επιδίωξη προσωπικού οφέλους μέσα από την προσπάθεια να γίνει κάποιος αποδεκτός σε άτομα με κύρος, σύμφωνα πάντα με την κοινωνικά επικρατούσα αντίληψη (Γεώργας, 1995).
Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας
Σύμφωνα με τη θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας που υποστηρίζει ο Festinger, όταν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της πηγής του μηνύματος και της στάσης του στόχου δημιουργείται ψυχική ένταση καθώς ο άνθρωπος αναγκάζεται να επιλέξει μια στάση με στόχο να καταπολεμήσει και να μειώσει την ένταση που προκλήθηκε. Η συνέπεια είναι η επίτευξη μιας νέας ισορροπίας, μιας νέας γνωστικής συμφωνίας με την αλλαγή συμπεριφοράς και στάσης καθώς και με την επιστράτευση μηχανισμών άμυνας παρόμοιων με αυτούς που έχει περιγράψει ο Freud (εκλογίκευση, άρνηση κ.λπ.).
Η αλλαγή στάσης σχετίζεται με το μέγεθος της γνωστικής ασυμφωνίας. Όταν το μέγεθός της είναι μικρό είναι πιο πιθανή η επίτευξη της, σε αντίθεση με καταστάσεις όπου παρουσιάζεται μεγάλος βαθμός γνωστικής ασυμφωνίας. Τότε η αντίσταση του στόχου είναι πολύ πιο ισχυρή με συνήθη κατάληξη την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της πηγής του μηνύματος. Το μέγεθος της ασυμφωνίας αφορά κυρίως το γνωστικό υπόβαθρο του στόχου σε σχέση με τα επιχειρήματα της πηγής. Άρα τα μηνύματα της πηγής επιδρούν στο βαθμό που αγγίζουν με λογικό και αποδεικτικό τρόπο το γνωστικό επίπεδο του στόχου (Γεώργας, 1995).
Σχολιασμός της άποψης του Heider ότι «οι άνθρωποι είναι αφελείς-ανόητοι επιστήμονες»
Ο σχολιασμός μιας μεμονωμένης άποψης-φράσης ενός συνανθρώπου μας, ακόμα περισσότερο ενός επιστήμονα, θεωρητικού, είναι δύσκολο έργο που μπορεί να μας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα εάν δεν έχουμε μια πιο συνολική εικόνα των θέσεων ή του έργου του. Έτσι απομονώνοντας τη συγκεκριμένη φράση του Haider μπορεί να βγάλουμε το εσφαλμένο συμπέρασμα οτι μέμφεται την ίδια την κοινωνία για αφέλεια. Με μια βιαστική ματιά μπορεί και να ερμηνεύσουμε αυτή την άποψη με βάση και τα βιώματα του στη ναζιστική Γερμανία, τα τραγικά επακόλουθα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, περίοδο μέσα στην οποία και έζησε.
Όμως μελετώντας το έργο του θα διαπιστώσουμε οτι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Μιλώντας για αφέλεια ο Haider εννοεί την φυσική, αυθόρμητη κι έμφυτη τάση του ανθρώπου να καταλάβει, να ερμηνεύσει και να εξηγήσει τον κόσμο γύρω του στην προσπάθεια να επιβιώσει και να εξελιχθεί. Σε αυτό το πλαίσιο μιλάει για την απόπειρα του ανθρώπου να προβλέψει και να αναλύσει τα αίτια της συμπεριφοράς του διπλανού του και σε αυτό κυρίως επικεντρώνεται. Αυτή η προσπάθεια για την ανακάλυψη των αιτιών της συμπεριφοράς των ανθρώπων γύρω μας, των εσωτερικών κινήτρων και των εξωτερικών αιτιών, ωθεί τον άνθρωπο σε ένα συμπέρασμα, το οποίο επενδύεται με ένα επιστημονικοφανή τρόπο κι επικάθεται στις γνωστικές μας λειτουργίες, δρώντας ως υπόβαθρο γνωστικό, ως αφετηρία με βάση την οποία θα καταλήξουμε σε μία άποψη για τα αίτια της συμπεριφοράς του συνανθρώπου μας (Κοκκινάκη, 2006).
Η υπόθεση της ομοιότητας στη δημιουργία και εξέλιξη των διαπροσωπικών σχέσεων
Στην καθημερινή μας ζωή προτιμάμε συνήθως να προσεγγίζουμε και να χτίζουμε φιλικές σχέσεις με άτομα τα οποία έχουν παρόμοιες με τις δικές μας στάσεις, σκέψεις, συμπεριφορές. Συνήθως αποφεύγουμε τους ανόμοιους μ’ εμάς και πλησιάζουμε τους πιο κοντινούς στις στάσεις μας. Πολλοί θεωρητικοί της κοινωνικής ψυχολογίας, όπως ο Kelley, o Festinger και άλλοι υποστηρίζουν οτι αυτό το γεγονός συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι προσδοκούμε κι επιδιώκουμε την ανταμοιβή για τις θέσεις και την συμπεριφορά μας.
Η υπόθεση της ομοιότητας αποτελεί αιτία για τη δημιουργία κι εξέλιξη των διαπροσωπικών μας σχέσεων, αλλά από την άλλη πλευρά είναι και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής μας σε αυτές τις σχέσεις. Αποτελεί δηλαδή μια διαδικασία που βρίσκεται σε διαρκή αλληλεξάρτηση, επιδρά στις σχέσεις και ταυτόχρονα δέχεται την επιρροή τους. Η υπόθεση της ομοιότητας επηρεάζει την επιλογή φίλων, στην διατήρηση της φιλίας και των σχέσεων, παράλληλα όμως μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα τους (Kelley, 1979).
Η τριγωνική θεωρία του Sternberg
Η τριγωνική θεωρία του Sternberg μπορούμε να πούμε αποτελεί μια ανατομία στον έρωτα. Θεωρεί οτι ο έρωτας αποτελείται από τρία βασικά στοιχεία-συστατικά, την εγγύτητα, το πάθος και την απόφαση-δέσμευση. Στην πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων έρχεται να μας δώσει ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο εμφανίζονται 8 βασικές κατηγορίες σχέσεων. Η κατηγοριοποίησή τους γίνεται ανάλογα με την ποσότητα κάθε στοιχείου στην ερωτική σχέση.
Όταν σε μια ερωτική σχέση συνυπάρχουν και τα τρία στοιχεία σε ίση ποσότητα, ο έρωτας ονομάζεται ολοκληρωμένος. Όταν απουσιάζει ένα στοιχείο μπορεί να είναι ρομαντικός, άφρων ή συντροφικός έρωτας, ανάλογα με το συστατικό που λείπει από τη σχέση. Πλήρη απουσία και των τριών στοιχείων συναντάμε συνήθως σε καθημερινές ή επαγγελματικές σχέσεις και δραστηριότητες. Κατά τη τριγωνική θεωρία, οι σχέσεις, η πορεία τους καθώς και η διάρκεια των σχέσεων βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την διατήρηση ή την αύξηση της αναλογίας των στοιχείων μέσα στη σχέση (Sternberg & Barnes, 1988).
Οι φάσεις στην εξέλιξη μιας ομάδας
Οι φάσεις εξέλιξης μιας ομάδας ποικίλουν ανάλογα με τη μορφή της. Η εξέλιξη των φάσεων από τις οποίες περνάει μια ομάδα καθώς και η διαδοχική σειρά τους επηρεάζεται από τη δομή της, τους σκοπούς της, την επίδραση που δέχεται από τον περίγυρο και την κοινωνία, τον χαρακτήρα της συμμετοχής των μελών της (για παράδειγμα εθελοντικός, ακούσιος), και από την σύνθεσή της.
Με βάση της θεωρία του Caple τα βασικά στάδια εξέλιξης μιας ομάδας στα οποία μπορούμε να δώσουμε μια πιο γενικευμένη ισχύ, περνούν από τις φάσεις του προσανατολισμού, της σύγκρουσης, της σύνθεσης, της απόδοσης και της στατικής φάσης.
Στην πρώτη φάση η ομάδα αναζητά το στίγμα της, τα μέλη προσπαθούν να αλληλεπιδράσουν, να γνωριστούν και να επικοινωνήσουν, να συγκροτηθούν και να οργανώσουν τη δομή και τους κανόνες λειτουργίες. Στη φάση αυτή παρατηρείται νευρικότητα, άγχος, ανταγωνισμός για την κατάκτηση της ηγεμονίας από κάποια μέλη ή δοκιμασίες, αν υπάρχει διορισμένος ηγέτης.
Στη φάση της σύγκρουσης εμφανίζονται διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις, νευρικότητα, αντιμαχόμενες συμμαχίες ανά ομάδες μελών για τη κατάκτηση της πλειοψηφίας με βάση την δική τους αντίληψη και την ηγεμονία των δικών τους θέσεων και προτάσεων. Παρατηρούνται μετατοπίσεις μελών από τη μία στην άλλη υποομάδα, αποχωρήσεις, συγκρούσεις.
Στη φάση της σύνθεσης έχει επιτευχθεί ένα επίπεδο συμφωνίας πάνω στους βασικούς άξονες λειτουργίες και στο ηγετικό σχήμα που επικρατεί, μεγαλώνει η επικοινωνία και η συνεννόηση, μειώνεται το άγχος και οι συγκρούσεις, κυριαρχεί ένα πιο δημιουργικό, θετικό κλίμα αποδοχής. Αυτή η ευρύτερη συμφωνία επηρεάζει τη λειτουργία και την απόδοση της ομάδας με συνέπεια να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της, περνώντας έτσι ομαλά στην φάση της απόδοσης όπου έχει εγκαθιδρυθεί η αρμονική λειτουργία ανάμεσα στα μέλη, η συνεννόηση. Τα μέλη ομονοούν ως προς τους στόχους, τον τρόπο και τις μεθόδους, τα εσωτερικά προβλήματα αποτελούν παρελθόν, βασιλεύει η σύμπνοια, η εξωστρέφεια και η αποτελεσματικότητα.
Τέλος στην στατική φάση παρατηρείται ο κορεσμός, η απουσία ενδιαφέροντος για νέες καινοτόμες δράσεις και για εισδοχή νέων μελών. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι η στοχοπρωσήλωση στην διατήρηση της κατάστασης της ομάδας στο επίπεδο που έχει φτάσει και όχι στην περαιτέρω ανάπτυξή της. Η απόδοση μπορεί να μειώνεται και η ομάδα ν’ αρχίζει να τελματώνει σε μια παγιοποιημένη κατάσταση (Γεώργας, 1995).
Οι βασικές αρχές του Tajfel για τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που αφορούν τις ομάδες
Σε γενικές γραμμές οι βασικές αρχές του είναι:
-Ο άνθρωπος κάνει εύκολα χαρακτηρισμούς για μεγάλα σύνολα ανθρώπων (για παράδειγμα φυλές, έθνη) χωρίς να έχει ουσιαστική εικόνα για αυτό που κρίνει, χωρίς επαρκή στοιχεία και πληροφορίες.
-Οι χαρακτηρισμοί αυτοί ριζώνουν στη συνείδηση για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
-Καταπολεμούνται και αλλάζουν με δυσκολία και συνήθως, μόνο κάτω από την επίδραση γενικότερων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών.
-Οι χαρακτηρισμοί που έχουν εμπεδωθεί στη διάρκεια χρόνων ενισχύονται κάτω από τη επίδραση αρνητικών γεγονότων που καλλιεργούν την εχθρότητα και το μίσος ανάμεσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως συμβαίνει σήμερα στην πατρίδα μας για παράδειγμα με τα εντεινόμενα φαινόμενα ρατσιστικής βίας και ξενοφοβίας.
-Εγκαθιδρύονται σε μικρή ηλικία, όπου δεν υπάρχει το γνωστικό υπόβαθρο γα να αναπτυχθεί ένας κριτικός συλλογισμός πάνω στον άλφα ή βήτα χαρακτηρισμό.
-Όταν το κοινωνικό κλίμα είναι ομαλό δεν βγαίνουν συχνά στη επιφάνεια, αντίθετα επιτείνονται σε περιβάλλον κοινωνικής και οικονομικής κρίσης (Γεώργας, 1995).
Οι τύποι ηγεσίας
Συνοπτικά οι τύποι ηγεσίας μπορούν να περιγραφούν ως εξής:
-Ο δημοκρατικός τύπος, όπου η ηγεσία ασκείται σε ένα πλαίσιο αλληλεπίδρασης με τα μέλη, καθοδηγώντας αλλά όχι επιβάλλοντας την γνώμη του ηγέτη, αφού τα μέλη είναι αυτά που θα αποφασίσουν. Σε αυτό τον τύπο ενισχύεται η συνεργασία ανάμεσα στα μέλη, ενώ ο καταμερισμός του έργου, που αποφασίστηκε να περαιωθεί, διεξάγεται πολλές φορές και με την παρουσία του ηγέτη ή της συλλογικής ηγεσίας.
-Η ηγεσία με την μορφή laissez faire όπου ο ηγέτης ασκεί εποπτεία προετοιμάζοντας την ομάδα, αφήνοντάς της πλήρη ελευθερία στη συζήτηση και στις αποφάσεις, μένοντας αμέτοχος στη συζήτηση, στην κριτική, στον απολογισμό αλλά και στην εκτέλεση των αποφάσεων που πάρθηκαν.
-Η αυταρχική ηγεσία η οποία αποφασίζει για όλα χωρίς την συμμετοχή των μελών ή με μία εκ των υστέρων τυπική επικύρωση, ασκώντας κριτική και σε ατομικό επίπεδο στα μέλη της ομάδας, επιβάλλοντας τις δικές της απόψεις σε όλη την κλίμακα λειτουργίας και δράσης της ομάδας, απουσιάζοντας από την πρακτική εφαρμογή του έργου.
Ο Fromm μίλησε για δύο ακόμη τύπους στο πλαίσιο της αυταρχικής ηγεσίας, τον μαζοχιστικό και τον σαδιστικό τύπο. Αντίστοιχα οι Christie και Geis υποστήριξαν ότι στο πλαίσιο του αυταρχικού τύπου υπάρχει η μορφή του μακιαβελικού χαρακτήρα ο οποίος έχει συνεχώς στο μυαλό του πως θα εκμεταλλευτεί τα μέλη και τους άλλους γύρω του προκειμένου να πετύχει το σκοπό του (Γεώργας, 1995).
Βιβλιογραφία
Γεώργας, Δ., (1995). Κοινωνική Ψυχολογία, τόμοι Α, Β. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Kelley, H.H., (1979). Personal relationships: Their structures and process. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
Κοκκινάκη, Φ., (2006). Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη μελέτη της Κοινωνικής Συμπεριφοράς. Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος.
Sternberg, R. J., & Barnes, M. L. (1988). The psychology of love. London: Yale University Pres.
©Χρήστος Τσαντής, Ιούνης 2012