Η οδός μιας νέας, εμπορευματικής, ιδρυματοποίησης
Χρήστος Τσαντής
…στη Βρετανία, η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών έχει πάρει χωρίς προηγούμενο διαστάσεις. Όπως έγραψε η βρετανική εφημερίδα Guardian, «τα τελευταία 20 χρόνια το Ε.Σ.Υ. (N.H.S.) έχει αποσυρθεί σχεδόν πλήρως από την παροχή μακροπρόθεσμης φροντίδας […] Η κύρια υπευθυνότητα για τη φροντίδα των εύθραυστων και ασθενών ηλικιωμένων, καθώς και των ανάπηρων έχει σχεδόν αφεθεί σε 5.7 εκατομμύρια φροντιστές (carers), από τους οποίους 600.000 παρέχουν απλήρωτη φροντίδα για πενήντα ή και περισσότερες ώρες την εβδομάδα […]. Το 2001, το 91% των κλινών στις μονάδες φροντίδας (nursing homes) και το 75% των κλινών στις στεγαστικές μονάδες (residential care) στην Αγγλία, λειτουργούσαν σε κερδοσκοπική βάση» (Pollock, 2004).
Η πολυδιαφημισμένη, τα προηγούμενα χρόνια, «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», στη χώρα μας εξελίχθηκε μέσα από μία ενορχηστρωμένη αλληλοδιαπλοκή κράτους, κοινοτικών κονδυλίων και ιδιωτικών ΜΚΟ, που σαν τελικό της αποτέλεσμα δεν είχε άλλο από τη αντικατάσταση του παλιού μοντέλου ιδρυματισμού με ένα νεοϊδρυματικό μοντέλο. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν άλλαξε ο βασικός άξονας και η φιλοσοφία των προγραμμάτων, καθώς ο προσανατολισμός παραμένει σταθερός. Όχι όμως στο πως θα αντιμετωπισθούν οι ανάγκες των ανθρώπων, αλλά στο πως θα εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ισχυρών φαρμακοβιομηχανιών που δίνουν ρεσιτάλ κερδοφορίας.
Ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης και της έντασης των προβλημάτων ψυχικής υγείας, που έχει στατιστικά μετρηθεί και επιβεβαιωθεί, σε συνδυασμό με την μείωση, περικοπή και αναστολή χρηματοδότησης από δημόσιους πόρους των κοινωνικών δαπανών και, ανάμεσα τους, των δαπανών για την υγεία και τη ψυχική υγεία, έστρωσε το έδαφος για την επέκταση κερδοσκοπικών οργανισμών, πολλές φορές με δήθεν μη κερδοσκοπικό μανδύα.
Η ένδεια των οικονομικών στηριγμάτων και η έλλειψη επιχειρημάτων οδήγησε το πρόγραμμα «Ψυχαργώς» στα βράχια, καθώς η όλη του δυναμική φαίνεται πως εξαντλήθηκε στη χωροταξική μετεγκατάσταση και όχι στην ουσιαστική αποϊδρυματοποίηση. Πιθανά αυτός να ήταν από την αρχή και ο σχεδιασμός των εγκεφάλων που επινόησαν το πρόγραμμα. Κι αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση δε μειώνει την προσφορά των εργαζομένων και των επιστημόνων σε αυτές τις δομές, που μέσα σε αντίξοες συνθήκες δίνουν τον καλυτερό τους εαυτό. Με τις νομοθετικές ρυθμίσεις και τις προσαρμογές που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια ενισχύθηκε η κατεύθυνση της εμπορευματοποίησης ως «αναγκαία συνθήκη» για την επιβίωση των μη-κρατικών φορέων και οργανισμών στους οποίους παραδόθηκε σταδιακά η υπόθεση της ψυχικής υγείας.
«Ο τελικός σκοπός της δικής μας δράσης, λοιπόν, δεν είναι ο αγώνας ενάντια στη ψυχική νόσο, ούτε η σχηματική διατύπωση ότι «η ψυχική νόσος δεν υπάρχει παρά μόνο σαν κοινωνικό παράγωγο», κάτι που θα μετέθετε το πρόβλημα της ασθένειας -που είναι βέβαια βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό ταυτόχρονα- σε μία άλλη στιγμή κοινωνικής οργάνωσης, όπου όλες οι ανάγκες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν.
Ο πραγματικός αγώνας θα πρέπει τώρα να αρχίσει να κατευθύνεται ενάντια στην ιδεολογία, η οποία προσπαθεί να συγκαλύψει κάθε φυσιολογική αντίφαση και παράγει μεθοδολογίες ελέγχου και διαχείρισης της ασθένειας, οπότε γίνεται κατάλληλη να χειραγωγεί σύμφωνα με τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα«, γράφει ο Franco Basaglia.
Στις μέρες μας φαίνεται πως κερδίζει έδαφος η λογική που προωθεί το «εμπόριο της τρέλας» ή την εμπορική εκμετάλευση των «κοινωνικών αποβλήτων», κατά τη προσφιλή έκφραση πολλών γκουρού του νεοφιλευθερισμού. Σε ένα προφητικό γραμμα του Charles-Gaspard De La Rive, κάπου στα 1800, που προοριζόταν για τους εκδότες της Bibliothèque Britannique, πληροφορεί για τις λαμπρές προοπτικές ενός νέου ιδρύματος, το οποίο είχε ανοίξει τις πύλες του εκείνο τον καιρό. (Τμήμα του περιέχεται στο έργο του Φουκώ «Η ιστορία της τρέλας»). Γράφει λοιπόν ο de la Rive:
Η αξιότιμη εταιρεία των Κουακέρων… θέλησε να εξασφαλίσει, για όσα από τα μέλη της θα είχαν τυχόν τη δυστυχία να χάσουν το λογικό τους, χωρίς να διαθέτουν αρκετή περιουσία, για να καταφύγουν σε πολυδάπανα ιδρύματα, όλα τα μέσα της ιατρικής και τις ανέσεις μιας ζωής, που αρμόζει στην κατάστασή τους. Μια εθελοντική συνδρομή προμήθευσε τα χρήματα και, περίπου πριν από δυο χρόνια, ένα ίδρυμα που φαίνετραι να συγκεντρώνει πολλά πλεονεκτήματα, με όλη τη δυνατή οικονομία, έχει ιδρυθεί κοντά στην πόλη της Υόρκης.
Αν η ψυχή για μια στιγμή δειλιάζει μπρος σε αυτή την τρομερή αρρώστεια, που μοιάζει ότι έχει γίνει για να ταπεινώσει την ανθρώπινη λογική, έπειτα αμέσως νιώθει κανείς μαλακότερα συναισθήματα, όταν σκεφτεί όλα όσα η εφευρετική καλή θέληση μπόρεσε να επινοήσει, για να καταφέρει να την γιατρέψει και να την ανακουφίσει.
Αυτό το οίκημα βρίσκεται σε απόσταση ενός μιλίου από την Υόρκη, στη μέση μια εύφορης και πρόσχαρης εξοχής. Καθόλου δε γεννά την ιδέα φυλακής, αλλά μάλλον μιας μεγάλης αγροτικής φάρμας. Το περιστοιχίζει ένας μεγάλος κλειστός κήπος. Δεν υπάρχουν διόλου κάγκελα, διόλου σίδερα στα παράθυρα.
Και ποιός θα μπορούσε να διαφωνήσει μέ όσα αναφερει σε ένα παλιότερο άρθρο του (2006) ο Θ. Μεγαλοοικονόμου, στο περιοδικό «κοινωνία και ψυχική υγεία»; Όσα αναφέρει, για χώρες τους εξωτερικού, είναι σε ένα μεγάλο βαθμό και η πραγματικότητα της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στη χώρα μας:
Όλοι αυτοί οι ασθενείς, που πριν στοιβάζονταν στις πτέρυγες των «χρόνιων» (backwards) στα δημόσια ψυχιατρεία, έχουν τώρα μετατραπεί σε εμπορεύματα εκμεταλλεύσιμα ως πηγή εισοδήματος. Όπως γράφει ο A. Scull, αυτή η εμπορευματοποίηση (ή επανεμπορευματοποίηση) των «κοινωνικών αποβλήτων» σηματοδοτεί μιαν οξεία ρήξη με τα πρότυπα της κρατικής υπευθυνότητας για τους ψυχικά ασθενείς -ακόμα, μάλιστα, και την αρχή ενός «νέου εμπορίου με την τρέλα» (Scull, 1981).
Στη σημερινή Ευρώπη και στις ΕΠΑ, το δίκτυο των ιδιωτικών κλινικών και των κάθε είδους στεγαστικών δομών (nursing homes, welfare hotels κ.λπ.), που λειτουργούν είτε σε άμεσα ιδιωτική βάση είτε στη βάση συμβολαίων που συνάπτονται με το κράτος, θεωρείται ως το σύγχρονο ισοδύναμο των madhouses του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα χώρων φιλοξενίας των ψυχικά πασχόντων, που λειτουργούσαν (στην εποχή του laisser-faire καπιταλισμού) σε κερδοσκοπική βάση (Cohen, 1985).
Για παράδειγμα, στη Βρετανία, η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών έχει πάρει χωρίς προηγούμενο διαστάσεις. Όπως έγραψε η βρετανική εφημερίδα Guardian, «τα τελευταία 20 χρόνια το Ε.Σ.Υ. (N.H.S.) έχει αποσυρθεί σχεδόν πλήρως από την παροχή μακροπρόθεσμης φροντίδας […] Η κύρια υπευθυνότητα για τη φροντίδα των εύθραυστων και ασθενών ηλικιωμένων, καθώς και των ανάπηρων έχει σχεδόν αφεθεί σε 5.7 εκατομμύρια φροντιστές (carers), από τους οποίους 600.000 παρέχουν απλήρωτη φροντίδα για πενήντα ή και περισσότερες ώρες την εβδομάδα […]. Το 2001, το 91% των κλινών στις μονάδες φροντίδας (nursing homes) και το 75% των κλινών στις στεγαστικές μονάδες (residential care) στην Αγγλία, λειτουργούσαν σε κερδοσκοπική βάση» (Pollock, 2004). Όπως είναι επόμενο, τα στάνταρ της «φιλοξενίας» στις δομές αυτές έχουν εγείρει πολλές συζητήσεις για ζητήματα ποιότητας, δικαιωμάτων, ελευθερίας, προοπτικών ζωής.
Επιπλέον, η διαδικασία της απλής απονοσοκομειοποίησης δεν στάθηκε ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το νοσοκομειακό μοντέλο ως τη μόνη σημαντική απάντηση για την υγεία.Μπροστά στην έλλειψη επαρκούς ανάπτυξης εναλλακτικών υπηρεσιών (κι αυτό αφορά την υγεία στο σύνολό της), οι «άμεσα ενδιαφερόμενοι» (ο λαός που προσφεύγει σ’ αυτές τις υπηρεσίες) σε διάφορες χώρες κατέγραψαν τις αλλαγές ως έλλειψη και στέρηση του δικαιώματος στην προστασία και στην υγεία, επιβεβαιώνοντας ένα κοινό βίωμα:
Ότι το νοσοκομείο είναι το μοναδικό μοντέλο που εγγυά ται την υγεία και το «καλώς έχειν» των πολιτών.
Ότι η κοινοτική υπηρεσία δεν μπορεί να συναγω-νιστεί, σε ποιότητα και αποτελεσματικότητα της θεραπείας, το νοσοκομείο.
Και ότι σ’ αυτήν αποδίδεται ένας ρόλος περίπου «βοηθητικός» -και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με μια μειωτική σημασία (Grazia Cogliati-Dezza, 2003).
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι κοινοτικές υπηρεσίες, αδύναμες και υποστελεχωμένες, λειτουργούν περισσότερο στην κατεύθυνση της αναπαραγωγής των ψυχιατρείων, παρά ως εναλλακτική απάντηση σε αυτά. Και μάλιστα στην κατεύθυνση της παλινδρομικής μετατόπισης, από πρακτικές επικεντρωμένες στην κοινότητα σε νοσοκομειοκεντρικές πρακτικές κλειστού τύπου (όπως στη Γαλλία).
Αν, πράγματι, το κλείσιμο του ψυχιατρείου δεν είναι ο τελικός σκοπός, αλλά ένα μέσο για να μπορέσουμε να λογαριαστούμε με την ψυχική οδύνη μ’ ένα διαφορετικό τρόπο κι αν ο πυρήνας του ψυχιατρείου είναι η έννοια και η πρακτική του εγκλεισμού, τότε είναι σαφές ότι ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε είναι πολύ μακρύς…