Το κείμενο του Γ. Κορδάτου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» τον Ιούλιο του 1954. Εξετάζει μια προοδευτική ιστορική προσωπικότητα σε ένα χρονικό πλαίσιο που απέχει πολύ από τα τεκταινόμενα στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα. Φέρνει στο νου μας όμως εικόνες και σκηνές που ζούμε ακόμη και σήμερα ή όπου, τουλάχιστον, μπορεί κανείς να διακρίνει σημαντικές ομοιότητες με όσα ζούμε στις μέρες μας. Η περιγραφή της λαϊκής ψυχολογίας μετά την ήττα των κοινωνικών δυνάμεων που πρωταγωνίστησαν στον ξεσηκωμό του 1821 – ψυχολογία απόγνωσης – η Βαυαροκρατία που καλά κρατεί ως τις μέρες μας, η μανία της εξουσίας απέναντι σε όποιον αμφισβητεί κοινωνικά και ιδεολογικά τη «νομιμότητα» της βίας σε βάρος των αδυνάτων, έρχονται στο προσκήνιο μέσα από τα γραπτά του ίδιου του πρωτοπόρου στοχαστή.
Ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος καυτηρίαζε την εξουσία με τα άρθρα και τη δράση του. Φυλακίσθηκε, χτυπήθηκε, πήρε μέρος στην επανάσταση της 3ης του Σεπτέμβρη και κατόπιν αρνήθηκε να εξαγοράσει τους αγώνες του με αξιώματα και τίτλους. Με ανιδιότελεια, έπλεε σε αχαρτογράφητα νερά ανάμεσα σε ανταριασμένα κύματα αναζητώντας μία διέξοδο που να δημιουργεί όρους κοινωνικής αναγέννησης, ισότητας και ισονομίας. Πρωτοπόρος στοχαστής καυτηριάζει τον πόλεμο και τις αιτίες που τον γεννούν, την κοινωνική ανισότητα, την εγκληματικότητα. Μιλά, πρώτος αυτός στην Ελλάδα, για την ανάγκη της γυναικείας χειραφέτησης. Παίρνει σαφή θέση με την «πρόοοδο, απέναντι στην οπισθοδρομικότητα και την αδράνεια» και αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο για το βιβλίο του «Ο Ευαγγελισμός της Προοόδου»
Η γραφή του Κορδάτου παρακολουθεί και αποδίδει συμπυκνωμένα την πορεία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, ενός Κράτους υπό την κηδεμονία των μεγάλων δυνάμεων. Παρακολουθεί μέσα από τη δράση και τα γραπτά του Σοφιανόπουλου την πορεία των αντιθέσεων και των συγκρούσεων σε μια Ευρώπη που «βράζει σαν καζάνι». Τοποθετεί την Ελλάδα στο χάρτη, όχι ως μία μεμονωμένη περίπτωση αλλά σαν μέρος ενός διεθνούς κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού προβλήματος. Αναδεικνύει την πρωτοποριακή σκέψη ενός μαχητή της Φιλικής Εταιρίας, ενός ανθρώπου που προσπάθησε να ενσαρκώσει και με τη δική του προσπάθεια το όραμα του Ρήγα, φέρνοντας στο προσκήνιο την, όχι και τόσο γνωστή, κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσε κανείς να δει και να αναγνωρίσει ακόμα, ορισμένες σημερινές παθογένειες του Ελληνικού Κράτους που έχουν τη ρίζα τους σε εκείνη την τόσο μακρινή, για εμάς, εποχή…. Χρήστος Τσαντής
Γιάννη Κορδάτου: «Παναγιώτης Σοφιανόπουλος 1786-1856»
Όπως ξέρουμε υστέρα απ’ τό Είκοσιένα η Ελεύθερη Ελλάδα βυθίστηκε σε βαθειά κρίση. Ο τόπος είχε ερειπωθή από τον πόλεμο. Οι χήρες και τα ορφανά, οι σακάτηδες και οι πρόσφυγες από την Ήπειρο, Μακεδονία, Θεσσαλία, Κρήτη, Χίο και Σάμο ήταν χιλιάδες. Το νέο λοιπόν Ελληνικό Κράτος είχε μπροστά του να λύση μεγάλα προβλήματα. Η άρχουσα όμως τάξη δεν έλυσε κανένα. Ούτε και για το μοίρασμα των τουρκικών τσιφλικιων πάρθηκε καμμιά σοβαρή απόφαση. Οι μισοφεουδαρχικές σχέσεις διατηρήθηκαν. Οι μικροαγρότες καλλιεργούν αλλά δεν σοδεύουν. Ο φόρος της δεκάτης είναι ο βραχνάς της αγροτιάς και ο φόρος τού χαρτοσήμου τής φτωχολογιάς, ενώ οι τοκογλύφοι γδύνουν τους μικρονοικοκυραίους. Το εμπόριο φυτοζωούσε. Βιομηχανία ούσιαστικά δεν υπήρχε. Και σα να μην έφτανε η ακρίβεια, η φτώχεια και η δυστυχία που μάστιζαν τα μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, οι λεγάμενες «προστάτριες» Δυνάμεις έστειλαν τον Όθωνα στην Ελλάδα με ολόκληρη κουστωδία από Βαυαρούς στρατιώτες, αξιωματικούς και υπαλλήλους, που από τη μια μεριά ξεκοκκάλιζαν τον κρατικό προϋπολογισμό και από την άλλη φέρνονταν σαν καταχτητές.
Η αυτοδιοίκηση καταργήθηκε και οι αχτήμονες δέν είχαν εκλογικό δικαίωμα στις δημοτικές εκλογές. Ο Όθων είναι «Ελεώ θεού» απόλυτος μονάρχης. Η κρατική γραφειοκρατία παραλύει τον κρατικό μηχανισμό. Οι αγωνιστές διώχνονται από το στρατό και καταντούν ζητιάνοι. Ελευθεροτυπία δεν υπάρχει. Απ’ όλες τούτες τις αιτίες ξέσπασαν πολλά έπαναστατικά κινήματα στό Μωριά και στή Ρούμελη, όμως πνίχτηκαν στό αίμα. Γι’ αυτό πολλοί αγωνιστές που δεν είχαν που την κεφαλή κλίναι, αντί να ζητιανεύουν, πήραν τα βουνά και έγιναν ληστές.
Η κρίση αυτή, που ήταν πολύμορφη, είχε δημιουργήσει στον πολύ λαό που βαρυγκομούσε το αίσθημα της απόγνωσης.
Μια που αποτύχανε τα επαναστατικά κινήματα, η φτωχολογιά έχασε κάθε ελπίδα για την καλυτέρευση της κατάστασής της. Όλα τα έβλεπε μαύρα και σκοτεινά. Το Ρωμέικο για το οποίο ο λαός έδωσε το αίμα του, τη ζωή και τό βιός του ήταν μιά νομική έκφραση χωρίς σημασία, γιατί στην πραγματικότητα η έλευθερία, η Ισότητα και η δικαιοσύνη πουθενά δεν φαινόταν στην καταστραμμένη και ερειπωμένη χώρα. Τον μπέη και τον αγά τούς αντικαταστήσανε οι κοτζαμπάσηδες. Τον Τούρκο σπαχή, ο φορατζής. Τον Τούρκο ζαπιέ (αστυνόμο) ο Βαυαρός. Γι’ αυτό πολλοί λέγανε: «Ξεσηκωθήκαμε για να διώξουμε τους Τούρκους και βάλαμε άλλους τυράννους πανωκέφαλά μας. Διώξαμε τους Τούρκους και τώρα η ξένη ακρίδα (οι ΒαυαροΙ) μας τρώνε και το μεδούλι μας. Τί κάναμε; Βγάλαμε τα μάτια μας»!
Την ψυχολογία της λαϊκής απόγνωσης και απογοήτευσης, στα χρόνια αυτά την εκφράζουν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, δυο Έλληνες στοχαστές: Ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Ο πρώτος είναι ο διερμηνευτής μιας μικρής προοδευτικής μερίδας της αστικής τάξης που βλέπει την αιτία του κακού στον φωτοσβέστη καλογερισμό και στη μεταφυσική του χριστιανικού δόγματος. Ο δεύτερος βρίσκεται πιο κοντά στο λαό και με άλλα κριτήρια βλέπει το κατάντημα τής Ελεύθερης Ελλάδας. Γι’ αυτόν η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθειά. Η ανισότητα και η κοινωνική αθλιότητα έχουν άλλες αιτίες και δεν είναι μόνο Ελλαδικό φαινόμενο. Δεν είναι η μεταρρύθμιση των δογμάτων του χριστιανισμού που θα συντελέση στην κοινωνική αλλαγή και προκοπή, αλλά η ριζική μεταβολή του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.
Όπως ο Καΐρης, έτσι και ο Π. Σοφιανόπουλος, σπούδασε στο εξωτερικό. Καταγόταν από το Σωποτό των Καλαβρύτων και ο παπούς του ήταν Κωνσταντινουπολίτης και Φαναριώτης. Όμως από μικρό παιδί έδειξε πως ήταν ανήσυχο πνεύμα. Διψούσε για μάθηση. Γι’ αυτό ο πατέρας του τον έστειλε στην Ευρώπη να σπουδάσει γιατρός. Οι γαλλικές δημοκρατικές Ιδέες τον επηρέασαν και όταν ακούστηκε το σάλπισμα της Ελευθερίας έδωσε το «παρών». Ως γιατρός πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και ποτέ δεν έκρυβε το μίσος του εναντίον των κοτζαμπάσηδων και των εκμεταλλευτών του λαού. Γι’ αυτό οι τρανοί τον μισούσαν.
Θρεμμένος με τις γαλλικές δημοκρατικές Ιδέες και θαυμαστής του Ρουσσώ, ήταν κι’ αυτός απογοητευμένος γιά όσα έβλεπε να γίνονται. Κράτησε πάντα αντιπολιτευτική στάση και ήταν αυστηρός κατήγορος των κάθε φορά κυβερνητών.
Μελετηρός και φιλοσοφημένο μυαλό, φαίνεται πως επηρεάστηκε και από τις Ιδέες και τα κηρύγματα των ουτοπιστών σοσιαλιστών: Σαίν – Σιμόν και Φουριέ. Εγκατεστημένος στην Αθήνα και βλέποντας το κατάντημα των αγωνιστών και των λαϊκών μαζών, βάλθηκε να γίνη αναμορφωτής της Ελληνικής κοινωνίας. Τη γύρω του όμως δυστυχία, ανισότητα και εκμετάλλευση δεν τη βλέπει σαν ένα Ελλαδικό φαινόμενο, αλλά σαν παγκόσμιο. Ό,τι γίνεται στήν Ελλάδα, γίνεται παντού. Συνακόλουθα η άλλαγή πρέπει να γίνει σε παγκόσμια κλίμακα για να έχει θετικά αποτελέσματα.
Ξεκινώντας από την αντίληψη αυτή βλέπει το Ελληνικό πρόβλημα σε συνάρτηση με την Ευρωπαϊκή κατάσταση. Προβάλλει λοιπόν τον Εαυτό του στην πρωτοπορία των Ευρωπαίων στοχαστών που διατυπώνουν νέα κοινωνικά συστήματα.
Ας μην ξεχνούμε πως η Ευρώπη, στα χρόνια αυτά βρισκόταν σε χρονίζουσα αναταραχή. Η Γαλλία ήταν καμίνι επαναστατικό. Η Γερμανία επίσης περνούσε μια Επαναστατική κρίση. Στην Πολωνία ο Εθνικιστικός αναβρασμός ήταν πολύ οξύς, Ενώ στην Αγγλία το κίνημα των Χαρτιστών απλώθηκε και έδωσε οντότητα στο εργατικό κίνημα. Τα γεγονότα αυτά δίχως άλλο επηρέασαν το Σοφιανόπουλο, τον επηρέασαν ομως αρνητικά. Ζώντας στην Ελλάδα, σ’ ένα φτωχό κράτος, σε μια καταστραμμένη χώρα με καθυστερημένες παραγωγικές σχέσεις και πρωτόγονες παραγωγικές δυνάμεις δεν ήταν δυνατό ν’ αντιληφθείπως η δυναμική της ιστορίας απο εδώ και εμπρός βρίσκεται στά χέρια της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό όπως θά δούμε παρακάτω διατύπωσε ιδέες ουτοπιστικές καί ανεδαφικές για την εποχή του.
Όπως και νά είναι ήταν στοχαστής προδρομικός. Όσο κι’ αν οι σύγχρονοί του δεν τον πρόσεξαν, στάθηκε στο πλευρό του λαού και αγωνίστηκε, παρ’ ολους τους κατατρεγμούς για να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να προετοιμάσει το έδαφος για ένα καλύτερο αύριο.
Ο Σοφιανόπουλος καταλάβαινε πως με τον προφορικό λόγο δεν ήταν δυνατό να καταφέρει τίποτα. Έπρεπε να κρατά την πέννα και να βγάλει εφημερίδα. Τολμηρός και αποφασιστικός οπως ήταν σε όλα του, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Ξόδεψε όλη του την πατρική περιουσία για να οργανώσει τυπογραφείο. Έτσι, στις αρχές Ιούλη 1836, έβγαλε την «ΠΡΟΟΔΟ». Έβγαινε πότε κάθε Εβδομάδα και πότε κάθε 15 μέρες. Τήν Εγραφε μόνος του. Προγραμματίζοντάς την, τονίζει πως η «Πρόοδος» δεν θα μοιάζει στο περιεχόμενο στις άλλες Εφημερίδες:
«θέλει διατυπώσει — γράφει — αφού Εξετάσει τάς παλαιάς καί νέας κοινωνίας, νέαν πρωτότυπον προοδευτικήν καί βιομηχανικήν κοινωνίαν, ήτις στερεωμένη είς βάσεις άκλονήτους, θέλει έκπλήξη διά τού καινοφανούς όλας τάς φαντασίας καί θέλει οδηγήση τήν ανθρωπότητα είς τήν άληθή εύδαιμονίαν, διά τήν οποίαν Επλάσθη καί τήν οποίαν προσπαθεί νά φθάση τόσους αιώνας».
Όπως οι σύγχρονοί του ουτοπιστές σοσιαλιστές, έτσι και ο Σοφιανόπουλος με τη βοήθεια της φαντασίας του και με πομπώδικο δογματικό ύφος, προβάλλει ως κοσμοδιορθωτής. Όμως, παρ’ όλο το δογματισμό του και την εγωιστική του μεγαληγορία, οι ιδέες που διατυπώνει στην «Πρόοδό» του έχουν την αξίωση και πρέπει να τις προσέξουμε γιατί από τα πρώτα φύλλα με τις πιο τσουχτερές λέξεις κι’ εκφράσεις, στιγματίζει την ψευτιά και την ανισότητα και τονίζει πως η αιτία του κακού είναι «οι εκμεταλλευτές του λαού» που προπαγανδίζουν αντικοινωνικές ιδέες.Ποιός λοιπόν πρέπει να είναι σκοπός της «συντροφικής» κοινωνίας; Στο ερώτημα αυτό ο Σοφιανόπουλος δίνει τούτη την απάντηση:
«Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΠΡΕΠΕΙ, ΝΑ ΓΙΝΗ ΜΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΔΙΑ ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗ ΤΑΣ ΑΝΑΓΚΑΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΝΑ ΤΟΝ ΒΟΗΘΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ (της ζωής), ΝΑ TOΥ ΔΙΝΕΙ ΜΟΡΦΩΣΙΝ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΘΙΣΤΑ ΕΥΤΥΧΗ».Μέσα στην τέτοια συνταγματική (δηλαδή δημοκρατική) πολιτεία, τονίζει ακόμα, δεν θα υπάρχουν ούτε κλέφτες ούτε αρπαγές, ούτε τοκογλύφοι ούτε άνήθικοι, ούτε προδότες ούτε κόλακες, αλλά ούτε και έπαναστάτες. Οι επαναστάσεις και τα πολιτικά εγκλήματα καθώς και τα του κοινού δικαίου θα εκλείψουν γιατί θα εκλείψουν οι ρίζες τους.
Όπως είδαμε ο Π. Σοφιανόπουλος δεν αντικρίζει μόνο το ελληνικό κοινωνικό πρόβλημα, αλλά από υψηλότερη σκοπιά βλέπει πως η Εύρώπη και η Ανατολή περνούν μια χρονίζουσα κρίση. Η Γαλλική Επανάσταση δεν έφερε την Ισότητα και την ελευθερία στους λαούς της Ευρώπης. Απ’ όσα διαβάζει και μαθαίνει, διαισθάνεται πως η Ευρώπη βρίσκεται σε μια αναταραχή. Το αίμα που χύθηκε πήγε χαμένο. Υπάρχουν λαοί σκλαβωμένοι. Οι πόλεμοι δεν έφεραν την ευτυχία και νέοι πόλεμοι οργανώνονται. Γι’ αυτό πιστεύει πως πρέπει νά βασιλέψει η ΑΓΑΠΗ ανάμεσα στους λαούς:Αντίθετος με κείνους που προπαγανδίζουν την «Μεγάλη Ιδέα» και πολέμιός της, κηρύχνει πως μόνο με την ειρήνη οι λαοί βλέπουν προκοπή, γι’ αυτό όσοι προπαγανδίζουν τον πόλεμο είναι εχθροί του λαού:
Ο Π. Σοφιανόπουλος ενδιαφέρθηκε και για τη χειραφέτηση της γυναίκας. Έγραψε και τόνισε από τις στήλες της εφημεριδούλας του, πως οι γυναίκες πρέπει να πάρουν τη θέση που τις ανήκει μέσα στην κοινωνία και να παίρνουν μέρος στη διοίκηση της πολιτείας.Κάθε φορά που του παρουσιάζεται ευκαιρία ψάλλει διθυράμβους για τη γυναίκα και τονίζει πως πρέπει ν’ αποχτήση πολιτικά δικαιώματα. Όσο κι’ αν δεν ξέρει ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες που δημιούργησαν την υποδεέστερη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, το φεμινιστικό του κήρυγμα Αποτελεί γι’ αυτόν τίτλο τιμής. Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα που ύψωσε θαρραλέα τη φωνή του γιά την πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση της γυναίκας.
Για τη δικαιοσύνη και τη νομοθεσία γενικά, ο Σοφιανόπουλος έγραψε και ξανάγραψε πως είναι η έκφραση της βίας των κρατούντων ενάντια στους καταπιεζόμενους:Ποιά είναι όμως η βαθύτερη αιτία; Μήπως ο ταξικός ανταγωνισμός, δηλ. τα άντίθετα συμφέροντα; Όχι. Ο ούτοπιστής σοσιαλιστής μας την αιτία την αποδίδει «εις τήν ατέλειαν τού άνθρωπίνου γένους». Τί εννοεί όμως «ατέλειαν» δεν το ξεκαθαρίζει καλά. Απ’ όσα γράφει βγαίνει πως εννοεί την κατάπτωση —ηθική και υλική— των ανθρώπων γιατί ο ίδιος απορεί πως ο άνθρωπος «προικισθείς με λογικόν έχει ανάγκην από νόμους διά να ζήσει εις την κοινωνίαν». Πάνω στο ζήτημα αυτό οι αντιλήψεις του είναι αντιφατικές και συγκεχυμένες. Παραδέχεται όμως πως οι Νέρωνες και οι Σουλτάνοι (δηλαδή οι εκπρόσωποι της κάθε φορά άρχουσας τάξης) «διά νά μη φαίνονται καθημερινώς μέ τήν μάστιγα καί την τσεκούραν είς τάς χείρας εναντίον τών λαών, έχουν Κατήδες (δικαστές) καί πράκτορας (αστυνομικά όργανα)».
Σχετικά με τα εγκλήματα του κοινού δικαίου, τονίζει πως δα φταίνε οι εγκληματίες γιατί είναι δημιουργήματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και οτι η ρίζα του κακού είναι βαθύτερη:Γι’ αυτό χαρακτηρίζει τήν κοινωνία ΛΥΚΙΚΗΝ γιατί καταδικάζει τα μέλη της σε φυλακές και σε θάνατο. Και όμως δεν αδίκησαν, έφταιξαν ή εγκλημάτισαν, δεν είναι αυτοί υπαίτιοι. Έν πάσει περιπτώσει, αφού υπάρχουν φυλακές, τους κατάδικους δεν πρέπει να τους κακομεταχειρίζεται η πολιτεία. Οι φυλακές δεν πρέπει να είναι κάτεργα βασανιστηρίων, αλλά σωφρονιστικά ιδρύματα.
Από όσα έχουμε πει ως εδώ και από τα αποσπάσματα της άρθρογραφίας του Π. Σοφιανόπουλου καταλαβαίνει ο καθένας ποιές ήταν οι κεντρικές ιδέες του «καινοφανούς συστήματος του». Τον χαρακτηρίσαμε ουτοπιστή σοσιαλιστή και νομίζουμε πως δεν πέφτουμε έξω. Βέβαια οι ιδέες του δεν έχουν βάθος, ούτε τη συνοχή των μεγάλων συγχρόνων του σοσιαλιστών Φουριέ, Σαίν Σιμόν καί Όουεν. Όταν όμως τις Ιδέες του Σοφιανόπουλου τις κρίνουμε έχοντας υπόψη την εποχή του και τις Ελλαδικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, θα τον χαρακτηρίσουμε σαν ένα πρωτοπόρο διανοητή της νεοελληνικής Ιστορίας.
Δέν θέλει ρώτημα πως οι «παράδοξες» αυτές ιδέες του Παναγιώτη Σοφιανόπουλου δεν έμειναν απαρατήρητες. Είχε δημιουργήσει γύρω του μια μικρή Σχολή νεοφώτιστων οπαδών που με φανατισμό διαδίδανε τα κηρύγματα του. Γι’ αυτό οι κρατούντες δεν έμειναν αδιάφοροι. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, προύχοντες και αρχιερείς ήταν εχθροί του. Όσο κι αν τον έλεγαν στην άρχή παραδοξολόγο και ανόητο, κατάλαβαν πως ήταν «επικίνδυνος διά τήν καθεστηκυΐαν τάξιν». Σαρκαστής, μαστιγωτής, ντόμπρος, αδιάλλαχτος, νεοΐδεάτης και αδιάφθορος είχε συγκινήσει τις λαϊκές μάζες. Η πέννα του τσάκιζε κόκκαλα. Και το ιδιόρρυθμο γράψιμό του πλήθαινε το άναγνωστικό του κοινό. Έγιναν συμβούλια καί διαβούλια να του βρουν πάτημα και να τον βγάλουν από τη μέση αλλά δεν υπήρχαν τα «εκ του νόμου απαραίτητα στοιχεία». Και μόνο όταν ξεσπάθωσε κατά της βαυαροκρατίας —της ξενοκρατίας όπως την έλεγε— κινήθηκε η είσαγγελική αρχή. Τον παράπεμψαν σε δίκη ότι προκαλεί το λαό «είς αμοιβαίαν έχθροπάθειαν» καί «προσάπτει ύβρεις κατά των οργάνων του Κράτους». Έγινε η δίκη στις 27 Αύγουστου 1836 και ύστερα από την απολογία του οι δικάστες τον αθώωσαν. Όμως όταν κυκλοφόρησε το 25ο φυλλάδιο δεν τη γλύτωσε. Το περιεχόμενό του χαρακτηρίστηκε ως «περιφρόνησις κατά του ιερού προσώπου του βασιλέως». Κατασχέθηκε μάλιστα η «Πρόοδος» και πάρθηκαν προληπτικά μέτρα από την Αστυνομία. Το Πλημμελειοδικείο τον καταδίκασε ερήμην σε 7 μήνες φυλακή καί 500 δραχμές πρόστιμο. Πρέπει να σημειώσουμε πώς ο Σοφιανόπουλος δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο γιατί την ημέρα που γινόταν η δίκη του, από τα ξημερώματα, 37 έργάτες με επικεφαλής το διευθυντή της Αστυνομίας πήγαν με τσαπιά και αξίνες να του χαλάσουν το τυπογραφείο. Σα βάρβαροι του πέταξαν τα βιβλία στο δρόμο. Ξέσχισαν και κατάστρεψαν τα έπιπλά του και έκαναν το τυπογραφείο του γυαλιά – καρφιά.
ΟΣοφιανόπουλος έκανε ανακοπή αλλά την ημέρα που ορίστηκε η νέα δίκη του ήταν βαρειά άρρωστος. Παρουσίασαν οι δικηγόροι του πιστοποιητικά γιατρών αλλά το Δικαστήριο δεν τα έλαβε υπόψη και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Φυλακίστηκε αν και άρρωστος και όταν βγήκε ξανάβγαλε την «Πρόοδο». Στο φύλλο μάλιστα της 1ης Γενάρη 1838 με τον τίτλο: «Πολυχρονισμός τής Προόδου», σαρκάζει, ειρωνεύεται, μαστιγώνει, ξεσκεπάζει καί στιγματίζει Παλατιανούς, αυλοκόλακες, Βαυαρούς, κυβερνητικούς, γραφειοκράτες και κάθε έχθρό και εκμεταλλευτή του λαού:
Σε κάθε φύλλο της «Προόδου» είναι αμείλικτος κατήγορος των εχθρών και των δυναστών του λαού.
Μια που ήταν ο πιο τολμηρός αντιπολιτευόμενος και επικριτής του Όθωνα και των Βαυαρών, ήταν φυσικό να πάρει μέρος στις συνωμοτικές ενέργειες που έγιναν στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843.
Όταν έγινε η πολιτική μεταβολή ενθουσιάστηκε και αγωνίστηκε να ψηφιστούν διατάξεις στο νέο Σύνταγμα ύπερδημοκρατικές. Ξανατύπωσε σε δυο τόμους όλα τα άρθρα που δημοσίευσε ως το 1842 και άρχισε τις επικρίσεις και την αντιπολίτευσή του όταν είδε πως η κατάσταση δεν άλλαξε ουσιαστικά. Η «Πρόοδος» έβγαινε ως το τέλος του 1844. Από εκεί και πέρα χάνουμε τά ίχνη του. Δεν ξέρουμε πότε πέθανε. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ως την τελευταία του πνοή δεν έκανε καμμιά υποχώρηση. Ξόδεψε όλη του την περιουσία για να διαδώσει τις ιδέες του. Ενώ μπορούσε να πάρει αξιώματα και να ζήσει καλά, προτίμησε την πολυτάραχη ζωή του αγωνιστή. Τάχθηκε, αδιαφορώντας για τις πικρίες που γεύτηκε και τους κατατρεγμούς, στην υπηρεσία του λαού.
(Εφημερίδα «Αυγή», Ιούλιος 1954).