Ο «λόγος των αποκλεισμένων» αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε προσπάθειας κριτικής του κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με τον Σάββα Μιχαήλ, ο οποίος προλογίζει μαρτυρίες ανθρώπων κλεισμένων σε ψυχιατρικά άσυλα και ξενώνες. Περιλαμβάνονται κείμενα, αποσπάσματα και ποιήματα που προέρχονται είτε από το έργο «“Ιερά Οδός 343”, Μαρτυρίες Από το Δρομοκαΐτειο» είτε από το προσωπικό αρχείο της Μαρίας Φαφαλιού. Με άμεσο τρόπο μεταφέρονται τα βιώματα, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι προσδοκίες των ανθρώπων που συνέδεσαν μέρος της ζωής τους με δομές των ελληνικών ψυχιατρικών νοσοκομείων.
Ο Λόγος των Αποκλεισμένων Σάββας Μιχαήλ (Ιατρός,Συγγραφέας)
Μια κριτική του κοινωνικού αποκλεισμού θα έχανε κάθε κριτική αιχμή εάν απέκλειε τον ίδιο τον λόγο των κοινωνικά αποκλεισμένων. Ο αποκλεισμός προϋποθέτει, εξάλλου, την εκδίωξη από την κυρίαρχη συμβολική τάξη της δεδομένης κοινωνίας. Κι η άρση του αποκλεισμού δεν σημαίνει απλώς την επανένταξη στο υπάρχον Συμβολικό: απαιτεί τη ριζική αμφισβήτησή του και την αναζήτηση ενός άλλου Λόγου που θα μιλήσει για το αληθινά ανθρώπινο σε έναν κόσμο αλλαγμένο, αληθινά ανθρώπινο.
Εκείνο που απωθείται κι αποκλείεται από την κοινωνική συνείδηση είναι ότι ο κάθε κοινωνικά αποκλεισμένος και παρίας δεν είναι απλώς ένα πάσχον υποκείμενο, αλλά μιλάει για ΤΟ πάσχον υποκείμενο, για την κάθε υποκειμενικότητα στη μοναδικότητά της. De te fabula narratur!
H Μαρία Φαφαλιού- Δραγώνα συλλέγει χρόνια τώρα ψηφίδες του λόγου των αποκλεισμένων στα ψυχιατρικά άσυλα, τις πολεμικές τρικυμίες, την προσφυγιά, τις φυλακές. Στο αφιέρωμά μας στον κοινωνικό αποκλεισμό πρότεινε μια σειρά από τα πολύτιμα αυτά τεκμήρια. Δημοσιεύουμε παρακάτω κάποια αποσπάσματα λόγου ανθρώπων κλεισμένων σε ψυχιατρικά άσυλα και ξενώνες. Ανάμεσα στους «αγνώστους» κι ένας «επώνυμος», ο έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο ποιητής Ρώμος Φιλύρας. Αξίζει να ακούσουμε το λόγο των αποκλεισμένων. Είναι το μόνο που ζητούν.
Ο λόγος τους συχνά αιφνιδιάζει με την απλή αλλά καίρια αλήθεια του. Όταν π.χ. γίνεται η αναγκαστική σύγκριση φυλακής και κλινικής:
«Εδώ μας έχουν όπως κάποιον που πάει φυλακή. Μόνο που εδώ είναι η υγεία σου. Εκεί είναι η τιμωρία σου, εδώ είναι η υγεία σου. […] Όσο καιρό είμαστε εδώ δεν έχουμε δικαίωμα. Όπως κι ο φυλακισμένος δεν έχει πολιτικά δικαιώματα όσο καιρό είναι μέσα στη φυλακή, έτσι κι εμείς δεν έχουμε πολιτικά δικαιώματα όσο καιρό είμαστε εδώ μέσα, τόσα δικαιώματα όσα χρειάζεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος».
Ένας θεραπευόμενος, πάλι, σε ξενώνα του Ψυχιατρείου Χανίων, ο Γιώργος Κοκκινίδης -με ποιητικό λόγο που αναδύεται, πασχίζει να γίνει ποίημα και τελικά το πετυχαίνει- θα θέσει σε διερώτηση τους θεραπευτές και την ίδια τη θεραπευτική πράξη, αποκαλύπτοντας ότι δεν είναι παρά μια βιοπολιτική διαχείριση της οδύνης, μια τεχνική στα χέρια αυτών που βλέπουν μόνο πληθυσμούς ασθενών και ποτέ το πάσχον υποκείμενο:
Πώς ρωτούν ποιος είσαι «συ»;
Και δεν έχουν εκείνη
την πολύτιμη αιδώ
να δουν τα μάτια του ρωτούμενου.
Κι αν δεν μπορούν κατ’ ευθείαν τα μάτια ας κοιτάξουν το δάκρυ…
[…]
Λευκοί ντυμένοι με υποδόρια την νόηση ρωτούν…
Και γω να μη θυμάμαι Τίποτα από τα μάτια μου τίποτα από τα δάκρυά μου Μόνο αυτούς στο Λευκό […]
Βλέπεις λειτουργούν με αλυσίδες σύρματα βελόνες […]
Ο λόγος των αποκλεισμένων έχει το δικό του πικρό ρεαλισμό και, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, δεν ξεχνά την Αρχή της Ελπίδας:
«Μας έχασε η Κόλαση, αλλά
δεν μας κέρδισε ο Παράδεισος.
Μετέωροι
-κρατώντας τα σύμβολα- χαμογελάμε στην ελπίδα.
[…]»
Η ελπίδα των «χωρίς ελπίδα», για να θυμηθούμε και τον Βάλτερ Μπένγιαμιν… Με αυτή την ελπίδα ας διαβαστούν και τα λεκτικά σπαράγματα ενός ανείπωτου σπαραγμού.
Μαρτυρίες από Άσυλα και Ξενώνες
Μαρία Φαφαλιού (Κοινωνική Ψυχολόγος, Συγγραφέας)
Άσυλα
Βυθισμένοι στη σιωπή
Θέλω να βγω:
– Βρίσκομαι 13 χρόνια εδώ μας λέει ο Λευτέρης Δ. Μετά το θάνατο της μητέρας μου έμεινα ολομόναχος. Ήμουν πολύ λυπημένος και το έριξα στο ποτό. Έπινα πολύ, δεν λέω. και με πήγαν στο Δαφνί. Έμεινα εκεί ένα μήνα και μετά με έφεραν εδώ [στο Δρομοκαΐτειο]. Πριν 13 ολόκληρα χρόνια. Μάλιστα, μπήκα στο ψυχιατρείο για αποτοξίνωση και έμεινα 13 χρόνια.. Αναρωτιέμαι όμως γιατί; Έχω καταδικαστεί ισόβια; Τί έκανα; Γιατί να υποφέρω μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα μαζί με τους άλλους αρρώστους; Δεν κατηγορώ κανέναν που είναι άρρωστος, αλλά νομίζω εμένα μου κάνει κακό που είμαι εδώ. Με επηρεάζει το περιβάλλον και δεν μπορώ να επανέλθω. Το θέλω πολύ να φύγω από εδώ και θα είμαι σωστός στην κοινωνία. Με διώχνουν οι γιατροί όμως ο αδελφός μου δεν απαντάει στα καλέσματα της κοινωνικής λειτουργού. Οι γιατροί μου λένε μπορείς να βγεις έξω. Όμως ο αδελφός μου δεν έρχεται να υπογράψει. Δέκα χρόνια περιμένω αυτή την υπογραφή. δεν έρχεται όμως. δεν έρχεται ούτε να με δει..
Μια αίσθηση του «μέσα» και του «έξω»
Εδώ μας έχουν όπως κάποιον που πάει φυλακή. Μόνο που εδώ είναι η υγεία σου. Εκεί είναι η τιμωρία σου, εδώ είναι η υγεία σου. Κάπως έτσι είναι κι εδώ. Με λίγα λόγια, ποια είναι η διαφορά μας; Είναι ότι όσον καιρό είμαστε εδώ μέσα δεν έχουμε δικαίωμα. Όπως και ο φυλακισμένος δεν έχει πολιτικά δικαιώματα όσο καιρό είναι μέσα στη φυλακή, έτσι κι εμείς δεν έχουμε πολιτικά δικαιώματα όσο καιρό είμαστε εδώ μέσα, τόσα δικαιώματα όσα χρειάζεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Προφορική μαρτυρία του Χρήστου
«Γιατί γιατρέ» ρωτούσε ένας ασθενής, ο κυρ Γιάννης, (στο Δαφνί επί 25 χρόνια και τώρα σε ξενώνα στην Άμφισσα), «γιατί έμεινα τόσα χρόνια στο ψυχιατρείο; Γιατί το μυαλό μου δε λειτούργαγε; Ή δεν είχα ποιος να με βγάλει;»
Στο Δρομοκαΐτειο, ο Τάκης: «Εκείνο που πιο βαθειά από κάθε τι άλλο μας συγκλονίζει το εκφράζουμε καλύτερα με τη σιωπή». Και συνέχισε: «Μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό το πολωνικό ρητό. Και είναι ωραίοι οι Πολωνοί. Ξέρεις ότι πολεμήσανε πάνω στ’ άλογα εναντίον των Γερμανικών τάνκς;». Και μετά από μερικά δευτερόλεπτα πρόσθεσε: «Συνήθως σιωπηλός είμαι».
Να πως περιέγραψε μια νέα κοπέλα, η Μαίρη Τ., τη ζωή της στο ψυχιατρείο: «Η ζωή μου στο ίδρυμα ήταν ένα συνεχές σκοτάδι. Δηλαδή, πώς να σας το πω, είναι φριχτό να ξυπνάς το πρωί, να θέλεις να δεις τον ήλιο και να βλέπεις ότι σ’ εμποδίζουν κάποια κάγκελα. Καταλαβαίνετε;»
«Χρειάζεται πολύς αγώνας για τα άτομα που θέλουν να επανενταχθούνε. Εγώ το έζησα. Και πιστεύω ότι όλα αυτά εξαρτώνται όχι μόνο από την ύπαρξη ξενώνων κ.λ.π. αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους. Γιατί πιστεύω η νοοτροπία πάντα θα υπάρχει, να τον βλέπουνε τον άρρωστο μ’ αυτή την φοβερή απόρριψη. Σας λέω ειλικρινά είναι φοβερή η απόρριψη. Και πιστεύω ότι όσο κι αν καλυτερέψει η ψυχιατρική, πάντα θα υπάρχει -γιατί βασικά υπάρχει- αυτός ο φόβος. Σου λέει «ψυχιατρείο», δεν είναι μια απλή πόρτα, είναι μια «ταμπέλα» που ο άλλος το σκέφτεται. Κι όταν ο άλλος ακούσει «έντεκα χρόνια στο ψυχιατρείο», «είκοσι», «δεκαοκτώ» κλπ. σου λέει «τι γίνεται;». Ο κόσμος φοβάται. Δηλαδή περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα επικρατεί ο φόβος. Το ’χω δει. ‘Εντονα δηλαδή αυτό. Δυστυχώς δεν μπορούμε αυτό να το ξεχάσουμε».
Συμπεραίνει ο Δημήτρης Β: «Δεν είναι μόνο το θέμα ότι μας έχουνε απορρίψει, ή ότι βγάζουνε τα απωθημένα τους απάνω μας, είναι και θέμα εκπαίδευσης. Είναι και θέμα να σε συνηθίσει ο άλλος, να καταλάβει ότι δεν κινδυνεύει πρώτα πρώτα. Γιατί φοβούνται οι περισσότεροι».
Και η Βαγγελίτσα:
«Η σκάλα στον κήπο μας, ανεβαίνει στο φεγγάρι. Η βουκαμβίλια δίπλα, είναι η ελπίδα για τις καλύτερες μέρες. Η ηλιαχτίδα που πέφτει στο γιασεμί είναι ο δρόμος για τη ζωή. Πριν δεν είχαμε τη σκάλα, είχαμε τοίχο. Ήταν ψηλός και έκρυβε το φεγγάρι. Τώρα στην ταράτσα μας απλώνουμε τα χέρια μας να γεμίζουν οι χούφτες μας ασήμι από την πανσέληνο».
Ας ακούσουμε τον Γιώργο: «Πριν μου εκδηλωθεί η νόσος», λέει, «είχα μια εργασιακή ταυτότητα [που τώρα την έχω χάσει]. Θα έπρεπε το κράτος -όλοι είμαστε το κράτος- να ψάχνει ποιο είναι το ιδιαίτερο εργασιακό χαρακτηριστικό του ατόμου πριν δεχθεί εργασία και τι μπορεί αυτό το άτομο να προσφέρει. Γιατί σίγουρα το να γυρεύουμε από ένα άτομο το οποίο πάσχει- και όταν λέμε «πάσχει» πάσχει, δηλαδή απλά ασθενεί, να του γυρεύουμε να είναι παραγωγικό, για μένα είναι λίγο φασιστικό: δηλαδή να ζητάς σε έναν άνθρωπο να παράγει κάποια πράγματα μόνο και μόνο για να μπορέσει να ενταχθεί κοινωνικά. Που δεν εντάσσεται εξάλλου, γιατί αυτό που κάνει το κάνει κατ’ ανάγκη, απλά και μόνο επειδή έλαχε μια πάθηση».

«Είναι ο φόβος στα μάτια σου που με τρομάζει. Είναι αυτός ο φόβος που με παγώνει. Είναι ένα «γιατί» που μπερδεύει τις σκέψεις μου. Κάποτε ήμουν και εγώ στον δικό σου κόσμο!!!»
Ν.Μ. 1+1=1, ΟΝΕΙΡΟΔΡΟΜΙΟ 2004, έκδοση Σ.Ο.Φ.Ψ.Υ, Νομός Σερρών
‘Εγραφε ο Δημήτρης Β: «Μας έχασε η Κόλαση, αλλά δεν μας κέρδισε ο Παράδεισος. Μετέωροι -κρατώντας τα σύμβολα- χαμογελάμε στην ελπίδα. Ο Θεός μας γνέφει, φωτίζουν τον ουρανό τ’ αστέρια μας, και κάτω το βάραθρο. Μετέωροι, με στιβαρά χέρια στο τιμόνι -με πόδια που τρέμουνε- κοιτάζουμε το αύριο στο χτες. Και το λογικό -μαζί με το παράλογο- γνέθουν ασταμάτητα τα μυστικά μας όνειρα.»
«Κράτα το χέρι μου σφιχτά
μαζί να περπατήσουμε. Να’ ρθουν Θεέ μου ομαλά
κι εμείς ξανά να ζήσουμε.
Έλα μαζί τραγούδι λευτεριάς να τραγουδήσουμε, έλα μαζί τραγούδι λευτεριάς να πούμε ενωμένοι, πίκρας μαχαίρι μη κρατάς, έλα, γιατί είμαστε χαμένοι».
«Πίκρας μαχαίρι μη κρατάς», λέει η Αιμιλία. Η πίκρα για την απόρριψη, η πίκρα για τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, ας γίνουν παρελθόν.
«Ευχαριστώ το όνειρο», έγραφε ο Δημήτρης όταν έφευγε από το νοσοκομείο για να πάει στο για να πάει στο προστατευμένο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. «Σαν δροσοστάλαγμα λάμπει στο μέτωπο όλων εμάς των άρρωστων που μπρος στο νεκροθάλαμο αραδιαστά περιμέναμε το τέλος. Τρίζουν τα κλειδιά στης φυλακής τις πόρτες. Το φως μας οδηγεί έξω απ’ το σπήλαιο. Γιατί η Άνοιξη -κάπου μακριά- έχει φυλάξει κάποιο αγριολούλουδο σεπτό για χάρη μας».
«Βίωνα το άπειρο της μοναξιάς κουβαλώντας το φορτίο της απόρριψης. Ξαφνικά βρέθηκες εσύ, απλώνοντας το χέρι. Στάθηκες δίπλα μου. Προσπάθησες να σπάσεις τη σιωπή μου, συμμετέχοντας σ’ αυτή! Έγινες φίλος μου, έτσι όπως εγώ θα ήθελα. Μ’ έκανες να πιστέψω ότι δεν είμαι μόνος. Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.»
(Χρήστος Ελευθεριάδης)
Όταν ήρθα στο Δρομοκαΐτειο, βρισκόμουν σε μια πάρα πολύ άσχημη κατάσταση παρανοϊσμού. Είχα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα και βρέθηκα να ζω και να δουλεύω κάτω από συνθήκες προβληματικές. ‘Ημουν χημικός-μηχανικός. ‘Εζησα τρία χρόνια στη Πρώτη Ανδρών. Όταν άρχισα να αναλαμβάνω από την προηγούμενη κατάσταση, άρχισα να έχω ξανά διάφορες ανθρώπινες ανάγκες, αλλά χωρίς ελπίδα. Το πιο σπουδαίο από όλα είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις φίλους. Δεν μπορείς να έχεις μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Τίποτε. Καμία επικοινωνία. Το μόνο που μπορούσα να έχω ήταν μια συμβατική συμβίωση με άλλα 100 άτομα στο ίδιο κτίριο. Βέβαια, μέσα σε όλους αυτούς, ίσως βρεις τρεις-τέσσερις για να έχεις κάποια σχέση, όμως και πάλι πολύ ρηχή, γιατί δεν έχεις πια ούτε τη διάθεση αλλά ούτε και το περιθώριο να έρθεις σε κάποια ψυχική επαφή με τον άλλον. Κανείς δεν ενδιαφέρεται αν όλοι αυτοί που ζουν μαζί μέσα σε αυτούς τους θαλάμους μπορούν και στην πραγματικότητα να είναι μαζί. Άνθρωποι με διαφορετικά περιστατικά και με διαφορετικό είδος και βαθμό ασθένειας, όλοι μαζί.
Μαρτυρίες από ξενώνες
«Μ’ αρέσει στον ξενώνα, παρ’ όλο που είμαι μακριά στη δουλειά, εντάξει, το έχω συνηθίσει, μ’ αρέσει πάρα πολύ».
«Αγχώνομαι εδώ, δεν έχω λεφτά. έχω χρέη. Άμα ξελασκάρω λιγάκι θα έχω το κουμάντο μου, και από τα λίγα λεφτά πάλι κάνω κουμάντο, λίγα τα βάζω εκεί, ένα καφέ να πιω. ‘Ενα πακέτο τσιγάρα να πάρω, λάου λάου, λίγα λίγα».
«Είδαμε το φως το αληθινό. Πρώτον και κύριον εδώ πέρα είναι όλη η αφρόκρεμα ας πούμε της αρρώστιας αυτής».
«Είμαστε πολύ παρεξηγημένοι, από τον κόσμο που δεν ξέρει αυτές τις παθήσεις».
«Στις εξήμισυ η ώρα το απόγευμα φεύγω συνήθως, έχω ραντεβού με τις φίλες μου στο Σύνταγμα, πηγαίνουμε για καφέ, συναντιόμαστε κάθε Τετάρτη και Σαββατοκύριακο. Είμαστε 3-4. Στην αρχή είχα κάποιο δισταγμό ότι δεν μπορούσα να κυκλοφορώ καλά με τις συγκοινωνίες και με τρομάζανε οι αποστάσεις, κι ερχόντανε εκείνες, παίρναν δύο συγκοινωνίες και ερχόντανε και με βλέπανε. Αλλά αφ’ ότου πήγα στο Ψυχικό [σε ξενώνα] απελευθερώθηκα, και τώρα που παίρνω δύο συγκοινωνίες δεν με πειράζει. Στον ξενώνα είναι καλύτερα απ’ ότι να είσαι στο νοσοκομείο. Γιατί ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις στον έξω κόσμο. Είναι διαφορετικά».
«Στο νοσοκομείο τα παίρναμε τα φάρμακα με τη σέσουλα, εδώ παίρνουμε πολύ πιο λίγα».
«Ξαφνικά οι δρόμοι έκλεισαν, το αύριο κόλλησε το χτες. Το σήμερα. ‘Ενας στενός μονόδρομος. Προσπαθώ να τον διαβώ, χωρίς τα φτηνά μου όπλα που ξέμειναν στο χτες. Ελπίδες, όνειρα μοιάζουν με γελοιογραφία».
(Ν.Μ. 1+1= 1)
Ο Ποιητής Ρώμος Φιλύρας γράφει:
(Αποσπάσματα)
Η τρομερή νύχτα των τρελών
Εδώ μέσα νιώθω βαθύτερα την άπειρη τραγική μοναξιά γιατί δεν είμαι μόνος, γιατί σαν μάταιες χίμαιρες με περιτριγυρίζουν ακυβέρνητες ολοφυρόμενες σκιές που μου ξαναθυμίζουν τον άνθρωπο, την θερμή, παλιά γνωριμία ευτυχισμένων καιρών. Και όμως πόσον ανώτεροι είναι από σένα, παλιέ μου γνώριμε, οι καινούριοι τούτοι σύντροφοι. Το θείο, ανυπόκριτο παιχνίδι τους πόσο αγνότερο, τιμιότερο από το δικό σου που έχει θέατρο την κοινωνία- την κοινωνία που γνώρισα. Εδώ ο καθένας είναι συνεπαρμένος από την τραγική πνοή του φρικτού εμβατηρίου που παίζει δημιουργώντας και καταστρέφοντας έξω από συνθήκες, νόμους και θεατές, το χιμαιρικό της ζωής του όνειρο. Ω θεοί, μοναδικοί, μονόλογοι, ντελίρια, πόνοι και καγχασμοί των ανευθύνων.πόσο ευγενικότεροι είσθε από τον αρμολογιμένο διάλογο των λογικών. Η βουβή, θλιβερή ματιά σας πόσο άδολη, ανυπόκριτη.
Μα εγώ είμαι μόνος, ξεχασμένος από τους κλεισμένους στους δικούς των κόσμους εδώ συντρόφους μου, ξεχασμένος από τους γνωστικούς.
Γιατί, αλήθεια, τί μου γλυκοπικρογίγνεστε εσείς που γνώρισα απ’ έξω;
Ήρθατε ποτέ κανείς σας να μου φέρετε την ζέστα της ματιάς σας όπου τρεμοσβήνει το άγιο (!) φως του λογικού;
Ωραίες ατθίδες, κοσμικές κυρίες, εσάς που ύμνησα στα ποιήματά μου και πάντοτε θυμόμουνα το ονοματάκι σας όταν έπιανα να γράψω την κοσμική στήλη στην εφημερίδα, εθυμηθήκατε ποτέ σας το Ρώμο;
Ασχολήθηκε ποτέ καμιά να δει τι γίνεται πιο μέσα στη ψυχή αυτού του Ρώμου που τόσο αγάπησε και δεν τον αγάπησε καμιά; Γιατί, που είναι αυτή την κρίσιμη ώρα μια από τις τόσες;
Έτσι μοιραίο ήταν κι αυτή η τελευταία παρηγοριά μου, η ύστατη που απέμενε, να ξεκαθαριστεί εδώ μέσα. Ούτε η χίμαιρα μιας κάποιας έστω και μακρινής σκέψεως ούτε ένα από τα ολόχρυσα αυτά φώτα της Αθήνας δεν τρεμοσβήνει για το Ρώμο όταν πέφτει η τρομερή νύχτα -η νύχτα των τρελών.
Ο μόνος που μας θυμάται συχνά ειν’ ο θάνατος. Ακούει τη μυστική μας επίκληση, στο αργό, ατέλειωτο μέτρημα των ράθυμων στιγμών της βαρυ- θυμίας μας, την άφωνη εκ βαθέων ευχή μας, απάνω στον ταραγμένο ύπνο μας κι έρχεται, παρηγορητής και γοργοεπήκοος κομίζοντας τα υπέρτατα δώρα του, τα γλυκόπιοτα δυνατά βάλσαμά του, που μας χαρίζουν ό,τι δεν μπορούν να μας χαρίσουν η βερονάλη και η χλωράλη, ούτε κανένα ναρκωτικό ή παυσόδυνο., την τελειωτική, την υπέρτατη κάλμα, την γλυκιά, δροσοπάροχη λύτρωση. Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο τους και τον ξύπνο, τα πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα, πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σα μια θαμπή ελπίδα γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο που τους σκεπάζει τα ταραγμένα τους λογικά.
Και ξέρουν πως το γλυκό τους όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων αργά ή γρήγορα θα στέρξει μια φορά. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας. Όλοι κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθεί.
Ο θάνατος μεταξύ των ψυχοπαθών γενικώς είναι κάτι το συνηθισμένο.
Σε 650 αρρώστους, εναλλασσόμενους κατά διετίαν και κατά μέσον όρον κατά το ήμισυ, αρρώστους που υπόκεινται σε βίαιες κρίσεις, σε κεραυνοβόλους παροξυσμούς, σε θανάσιμες εγκεφαλικές συμφορήσεις -είναι φυσικό να υποκύπτουν στον αιφνίδιο αποδεκατισμό ή στην αργή φθορά της αρρώστιας τουλάχιστον 100-150 το χρόνο. Τότε το μακρινό, παρά την Αγίαν Βαρβάραν, νεκροταφείο του Δρομοκαϊτείου, που το χώμα του έχει σκεπάσει απ’ τους δικούς μας το Βιζυηνό, το Μητσάκη και τόσους άλλους ακόμη, κι όπου είναι τόσο μικρό, ώστε κάθε δύο-τρία χρόνια να βγαίνουν οι παλιότεροι για να μπαίνουν οι νέοι, δέχεται τους επιτάφιους ψαλμούς του εκάστοτε παπά και του ψάλτη, και την πένθιμη και μικρή συνοδεία των νοσοκόμων. Τότε το μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων -που διακοσμείται με εικόνες και τοιχογραφικά ζωγραφήματα από την ζωγράφο κ. Κοντοπούλου και δι’ εξόδων της φιλοτέχνου κ. Καλλιόπης Γιαννήρη, που διαθέτει γι’ αυτό όλες τις εισπράξεις από τα καναρίνια που συντηρεί και διατρέφει εδώ- γίνεται θέατρο συνταρακτικής παραστάσεως που και η σπαραξικάρδιος ανθρωποπάθεια του Αισχύλου ωχριά σχεδόν ενώπιον του απλού αλλά μεστού ελέους και τρόμου θεάματος. Εδώ οι κηδείες είναι σαν κρυφές και αγνοημένες από τον άλλο κόσμο. Τις ακολουθούν λίγοι ή ένας-δύο στενοί συγγενείς και κάποτε και κανείς, όταν ο θάνατος είν’ αιφνίδιος ή βαρέθηκαν να ’ρθουν από την Αθήνα οι γνωστοί του άδοξου νεκρού.
Εδώ ο θάνατος φανερώνεται σε όλο το φρικτό μεγαλείο του -σαν καγχασμός μαζί και σαν θρήνος. Εδώ ακούμε την συνταρακτική ευφράδειαν των νεκρώσιμων ψαλμών, σαν πουλιά που τραγουδάνε στο πεύκο, και στην ψυχή μας την τέφρινη, την ελπίδα μιας ανεύρετης χαράς.
«Ο πηλός μεμελάνωται· το σκεύος ερράγη· άρτι λύεται η πονηρά του βίου πανήγυρις.»
Και η αυλαία πέφτει στην πρασινάδα και στη τέφρα μαζί. Τί μένει;… Ούτε χαραμίδα.
Ρώμος Φιλύρας «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο» Εφ. Η Καθημερινή, 23-29.6.1929
«Όταν μπήκα στο Δρομοκαΐτειον την πρώτη βραδιά», γράφει ο τρυφερός ποιητής Ρώμος Φιλύρας που νοσηλεύτηκε κι αυτός στο ψυχιατρείο, «αισθάνθηκα αμέσως τη συμφορά μου βαρύτερη, την πλήξη με τα μαύρα της φτερά να με σκεπάζει ολόκληρο, σύγκορμο και σύψυχο. Διασκέλισα το κατώφλι του σα νεκρός, όπως θα διεσκέλιζα με ακέραιες τις αισθήσεις μου το κατώφλι του Άδη. Οι νοσοκόμοι και οι γιατροί με τις λευκές καμιζό- λες που κατέβαιναν στην εξώθυρα να με παραλάβουν.με εψαχούλευαν με το βλέμμα τους, ένα βλέμμα μέχρι οστέων εξεταστικό και διασκεδαστικό, που μου ξήλωνε ραφή προς ραφήν – κράκ, κράκ, κράκ – σαν το τρυπάνι του νευροσκόπου το πετσί και τα κόκκαλα και μου αναμόχλευε με τη λεπτή ερευνητική του αιχμή την καρδιά και την κόγχη του εγκεφάλου.
Και οι χλωμές, φασματικές, εφιαλτικές μέρες των αρρώστων, που τριγυρνούσανε στον περίβολο, μου φανήκανε σαν φαντάσματα, σαν άυλα και άπιαστα φαντάσματα που τριγυρνούσαν στις όχθες του Άρνου και όπου στα χείλη τους έτρεμε, μαζί με το άφωνο «Καλώς ώρισες», το ερώτημα: «Τι νέα από τον απάνω κόσμο, από τον κόσμο των ζωντανών;»
Όσον επερνούσαν οι ημέρες, τόσο εγίνετο αισθητότερη και οδυνηρότερη η εντύπωσις της αποξενώσεως από τον κόσμο των ζωντανών. Πουθενά αλλού το αίσθημα της απομονώσεως δεν είναι τόσο οδυνηρό, καταθλιπτικό, όσο είς το άσυλο των παραφρόνων.
Όταν ρωτάτε τους νοσοκόμους ποιος είναι ο τάδε ή ο δείνα παράφρων, σας απαντούν, χωρίς να το θέλουν, χωρίς να το συναισθάνονται: «Ήταν». Ήταν δεν είναι. Τώρα δεν είναι καθένας παρά ένας ήσκιος ανθρώπου, μια αχνή σκιαγραφία ανθρώπου, σχεδόν απροσδιόριστη. Πουθενά αλλού δεν αισθάνεται κανείς ζωηρότερα, τραγικότερα, το συναίσθημα της ανθρώπινης μηδαμινότητος.
«Είμαι μόνος, ξεχασμένος από τους κλεισμένους στους δικούς των κόσμους εδώ συντρόφους μου, ξεχασμένος και από τους γνωστικούς. Πουθενά αλλού το αίσθημα της απομονώσεως δεν είναι τόσο οδυνηρό, καταθλιπτικό, όσο εις το άσυλο παραφρόνων.. Πουθενά αλλού δεν αισθάνεται κανείς ζωηρότερα, τραγικότερα, το συναίσθημα της ανθρώπινης μηδαμινότητας.»
Ρώμος Φιλύρας «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο» Εφ. Η Καθημερινή, 23-29.6.1929
Ποιήματα
Ποίημα του Τάκη Κ:
Κάπου
Κάγκελα στο φτωχό το παραθύρι
η καρδιά αγωνιά
το περιστέρι χίμαιρα
η νύχτα βαριά
ο κόσμος σκόρπιος.
Θάρθει άραγε η αυγή;
Στέλιος Τσαγκάς Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ- ΣΤΙΧΟΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΔΑΦΝΙ. [Στο Δημόσιο Ψυχιατρείο]:
Τί με κοιτάτε που βολτάρω νευρικά στο κατώφλι της παραφροσύνης κείμαι τι με κοιτάτε και γελάτε ειρωνικά μα δεν ξέρετε αλκοολικός πως είμαι;
Λύσσαξα και τις σάρκες μου να σκίσω επιθυμώ ακούω την καρδιά μου πως βροντάει δυνατά σε ένα ποτήρι να ρουφήξω λυσσασμένα με θυμό όλου του κόσμου μαζεμένα τα πιο δυνατά ποτά
Ζαλίζομαι, τον θάλαμο μια δρασκελιά τον κάνω στεγνό το στόμα, στο κεφάλι μπερδεμένοι ήχοι και ονόματα, και σχήματα, μπερδεύω και τα χάνω κατάρα, συμφορά, τι παιδεμός νάχω αυτή την τύχη
Αχ! Με κατάντησε ο πόνος παλαβό μούρχεται να φωνάξω, να χορέψω, να γελάσω το παρελθόν μου, πόσο κι άλλο θα με δείρει απ’ τη ζωή, στο θάνατο, ένα γιοφύρι -πόσες φορές θα το διαβώ -πόσες φορές θα το περάσω;
Α, κι ο θάνατός μου, κι η ζωή, σ’ ένα ποτήρι.
Σύνορα
Ποίημα του Χ. Χρ. («Τάκη Αχαιού»):
– Πόσο κακό, μεγάλο που πληθαίνει
Αυτές οι ασημαντότητες
αυτές οι μεγαλοστομίες
πως άπαρτα κάστρα,
είναι τα ήθη μας και
τα σύνορά μας.
Αλλοίμονο, αλλοίμονο σε κείνον,
που είχε πικρή την τύχη
Να ζει σε χώρα μικρή ανεμοδαρμένη
Χωρίς μεγάλα σύνορα.
Χωρίς καινούριες πολιτείες.
Ο Στέλιος Τσαγκάς σ’ ένα από τα ποίηματά του, από το Δαφνί: «Σαν διαβατάρικα πουλιά πετάξαν οι φίλοι μου, μόλις με τύλιξε η θηλειά κι ήρθε δειλά το δείλι μου».
Και η θεοδώρα:
«Κανένας δε με συμπονεί, δε μ’ αγαπά το ξέρω γι’ αυτό λυπάμαι και πονώ, μελαγχολώ και σιωπώ Και μόνη υποφέρω».
Ψύχως
Γιώργος Κοκκινίδης (Στο ΘΨΠ Χανίων):
Πώς ρωτούν ποιος είσαι «συ»;
Και δεν έχουν εκείνη
την πολύτιμη αιδώ
να δουν τα μάτια του ρωτούμενου.
Κι αν δεν μπορούν κατ’ ευθείαν τα μάτια ας κοιτάξουν το δάκρυ κρύσταλλο που κυλά, τόσο ζεστό στο μάγουλο.
Μόνο να δουν το είδωλό τους το ψυχρό.
Λευκοί ντυμένοι
με υποδόρια την νόηση
ρωτούν.
Και γω να μη θυμάμαι Τίποτα από τα μάτια μου τίποτα από τα δάκρυά μου Μόνο αυτούς στο Λευκό Λευκό, λευκό λευκό χαμόγελο Και κείνα τα χέρια.
Βλέπεις λειτουργούν
με αλυσίδες
σύρματα
βελόνες
Ακόμα.
Ποίημα του Γιώργου Κοκκινίδη (γράφτηκε σε ξενώνα του ψυχιατρείου Χανίων):
«Εγινε μια πτώση δυναμικού, βρέθηκα σ’ ένα πηγάδι, κι ακόμα σε πληροφορώ, τώρα ξέρεις που βρίσκομαι, το πηγάδι ήτανε πολύ βαθύ, το φως της τρέλας λες εσύ, η τρέλα το πηγάδι, κι εγώ είμαι στα χείλη του πηγαδιού και προσπαθώ να θεραπευτώ σ’ ένα πηγάδι που έχει πατήματα αλλά γλιστράνε, χωρίς σκοινί, χωρίς να υπάρχει κάποιος, έτσι είναι ο κάθε τρελός εδώ, κατάλαβέ το».
Γιώργος Φαλελάκης, Χανιά «ΧΑΡΙΣΣΗΣ 6», Τριμηνιαία Έκδοση της Ομάδας Αυτοβοήθειας-Ενδυνάμωσης Τεύχος 5, Χειμώνας 2004:
Το τριζόνι βουβάθηκε απότομα όταν η γάτα ρίχτηκε προς το ρυάκι Γύρισε πλευρό, αυτή η εικόνα, μέσα στο σκληρό όνειρό του ήταν εφιάλτης Κι όμως, το άκουγε να ‘χει περάσει μέσα στο αυτί του,
Όσο κι αν η γάτα έκοβε βόλτες γύρω από το ρυάκι.
Ακούς φωνές;
Ναι ακούω φωνές. Τις δικές μου φωνές
1 Aloperidin ακόμη με Akineton.
Ένοιωθε να του φεύγει η ψυχή
Και όλο να τη κυνηγάει στο μονόδρομο,
Χωρίς να έχει μαζί του τη σκιά του.
Είχε χάσει το μοναδικό αναπόσπαστο και αναντίρρητα Δικό του πράγμα.
Την σκιά του.
Μεταλλαγμένη, φωσφορίζουσα.
Όλα τα άλλα είχαν αφαιρεθεί
Χωρίς ψυχή, σκιά και θάνατο.
Αέναα νοσταλγικός, γιατί οι δικές του ενοχές ήταν οριακές.
Το πρωινό, τα χάπια, η απραξία και πάλι μια μέρα θα ξημέρωνε.
Μέρα με πανομοιότυπο τόνο στυλ, ερμηνεία.
Μοναχικός άνθρωπος, μονίμως αμυνόμενος προσπαθώντας να μην αφήσει κανένα να μπει στη δική του ψύχωση.
Να μπορεί να ακούσει τα τριζόνια του αμετάκλητα άγιος.
Καληνύχτα.
Ο Γιώργος Φαλελάκης διάβασε ποιήματά του στο 1ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στα Χανιά τον Σεπτέμβριο του 2006. Λίγες μέρες μετά, πέθανε ξαφνικά από καρδιά.
(Αναδημοσίευση από το πρώτο τεύχος της τριμηνιαίας έκδοσης του ΑΠΘ, για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού, «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία»).
επιστημονική επιτροπή: Δικαίου Μαρία, Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος, Φαφαλιού Μαρία
Εκδότης – Διευθυντής: Μπαϊρακτάρης Κώστας
Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος
Εποπτεία Τεύχους: Παπαϊωάννου Σκεύος, Μιχαήλ Σάββας
Επιμέλεια κειμένων: Σταμάτη Γιούλη