Η γιορτή της αγάπης
Καλή μου, κι αν μ’ απόδιωχνε τ’ αρχοντικό σου σπιτικό
εμέ, τον κάφρο της ζωής, κι αλλόφυλον Οθέλλο.
Κι όσο κι αν μας επότισαν το κώνειο του καταδιωγμού,
να, που των δυο μας νίκησε το αρματωμένο «θέλω»!
Κι έτσι κι οι δυο μας έκθαμβοι σ’ αυτή την πάνανθη γιορτή,
που με ηλιόφως, κι αρώματα, ο Απρίλης μας ραντίζει.
Ζήτω η αγάπη, κι η ζωή, κι η νιότη η ξελογιαστική,
κι ο έρωτας, που σαν βροχή τα χείλη του ακοντίζει.
Αύριο το δρόμο παίρνουμε τον πρωτοδιάβατο μαζί.
Εγώ ένας βάρδος της ζωής κι εσύ μια Λορελάι,
μ’ ένα μπουκέτο από χαρές στο νέο μας, περασμένο αυτί,
για μια ζωή π’ ανάμεσα από κρίνα θα κυλάει.
Εγώ, σαν άπραγο παιδί στα γόνατά σου ακουμπιστό,
καθώς σαν τόξα θα με κλειούν οι βελουδένιοι σου ώμοι.
Θ’ ακούω το χτύπο της σιωπής, και της γαλήνης
το σκοπό, αυτόνε που δεν άκουσα στον κόσμο ετούτο ακόμη.
Κι οι δυο μαζί χεροπιαστοί, σαν το δοξάρι στο βιολί.
Ακόμη και στο Γολγοθά θε ν’ ανεβαίναμε, ίσως.
Στο Γολγοθά που εκάρφωσαν κάποιον που αγάπησε πολύ
Εμείς θε να καρφώναμε το μίσος.
Ορθοί και πλέουμε γελαστά στην καταγάλανη απλωσιά
και μας φουσκώνει τα πανιά άνεμος ούριος.
Όρτσα και γειά κόσμε παλιέ, που πήγαν να σε κάψουνε,
κι εσύ ανατέλλεις, αύριο πιο καινούργιος!
Μην αργείς
Μην αργείς. Τούτο μόνο σου λέω. Μην αργείς.
Γιατί, σε λίγο, σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν’ ο χειμώνας, πως είν’ ο θάνατος.
Μην αργείς.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια,
κι απ’ τους δρόμους που περνάς.
Απ’ τα παράθυρα κρέμουνται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια.
Σ’ όλα κυλάει ο αέρας σου.
Όλα ξέρουν τ’ όνομά σου.
Μην αργείς.
Να σε περιμένω είναι πιο γλυκό κι απ’ το να ‘ρχεσαι.
Είναι σαν το σκάσιμο της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάιδισμα, σαν γέλιο πρωινό.
Να σε περιμένω είναι σαν ξανάρχομαι στη γη.
Στο δρόμο μην αργείς. Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γεμάτοι πλάνεμα, οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν, χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.
Μην αργείς. Γιατί ώσπου να ‘ρθεις
θα περπατήσω όλη την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ’ αγκάθια, κι όλους τους γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω, είναι σαν να πεθαίνω.
Γι’ αυτό: Μην αργείς.