«Xαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω
και γω της λέω δε μπορώ, τραγούδια δεν τα ξέρω
και τώρα γιά τους φίλους μου, γιά τους αγαπητούς μου
θα πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα.
H ξενητιά, η εργατιά, η πίκρα κι η αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα
φεύγουν παιδιά ανύπαντρα κι έρχουνται γερασμένα»…
Ανήμερα τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες τις παραμονές του Αη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά και μεγάλη κότα, από τις δέκα-δώδεκα κοτούλες, που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει ακέρια, μέσα σ’ ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλα στην κρικέλα και περίμενε, σαν όλες τις παραμονές του Αη-Γιαννιού, να έρθει ό ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερώνοντας τού Αη-Γιαννιού.
Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Ήταν ακόμη νειά η κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον μονάκριβό της τον Γιάννη για την έρημη την ξενιτειά. Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ’ αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά, της τούς τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στιά, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλα, και καμμιά δεκαριά κότες, μ’ έναν όμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την ξυπνά για ν’ ανάβει τη φωτιά της, και ν’ αρχινάη το εργόχειρό της: ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνει στο λόγγο να ζαλώνεται και να κουβαλά ξύλα.
Τα νειόπαιδα τού χωριού πήγαιναν κι’ έρχονταν στην ξενιτειά, ποιο σε τρία, ποιο σε τέσσερα και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ’ ο Γιάννης της κάκως τής Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο, και ο προεστός του χωριού τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρώνει η κακομοίρα η κάκω-Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ’ άσπρου.
— Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήσει το παιδί μου! Τί τον μέλλ’ αυτόν, σαν πληρώνω εγώ ; Να σβήσ’ τό κεφάλι του ο παλιάνθρωποςI Κακό χρό… να μην έχει!
Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν, ότι το παιδί της ήταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι ότι βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται. Ζούσε η καημένη με τ’ αργατικό, πότε στ’ αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι’ ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ’ απολογιώνταν με θυμό :
— Μπά! καί ποιός σας πληρώνει να μου τραβάτε την αγκούσα ; Μη σας πέρασ’ από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ’, και δε θα μώρθ’ ; Αυτό ζει και βασιλεύει, δόξα σ’ ο θεός. Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ’!
Κάθε δειλινάκι, χειμώνοκαλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη, άφηνε την αργατειά της και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ’ αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι’ εκεί κάθονταν, κι’ αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακριά, όσο έκοβε το μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τούς διαβάτες, που έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε:
— Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλάρης! Κοίτα πως τρέχει το μουλάρι του! Καλώς όρισες, παιδί μ’! Καλώς τα μάτια σ’ τα δυο!
Και ξεφώνιζε κι’ άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, άλλ’ ο καβαλάρης κείνος δεν ήταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγωνε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι’ η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ’ αγνάντια παρά όταν θόλωνε κι άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακί απάνω στη γη. Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας :
—Ποιός ξέρ’ το μοναχό μ’, πού να νυχτώθηκε; Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ’ απόψε! Κι αύριο μέρα του Θεού ξημερών’! Αύριο έρχεται!
Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. Η ελπίδα φώλιαζε βαθιά στα φυλλοκάρδια τής κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν μπορούσε να την ξεσκαλίσει απέκεί μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι ελπίδες, αλλ’ η κάκω η Μήτραινκ δε σκοτίζονταν καθόλου κι είχε πάντα την καρδιά της περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γιο της, που πάντα έρχονταν σε χρυσόκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι έλεγαν μέσα τους :
— Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!
Τα λειανόπαιδα όμως τού χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκα στο ζωνάρι προς τ’ αγνάντια, για ν’ αγναντέψει τάχα τον γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από κοντά, κι όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζει της έλεγαν με παιδιακίσια κακία :
«Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένη περιστέρι
τότε κι ο Γιάννης σου θα ‘ρθει μ’ ένα ραβδί στο χέρι.
X α χ α χ α χαχαχαχαχαχααά!».
Η κάκω η Μήτραινα τές πλειότερες φορές δεν τους απολογιώνταν, αλλ’ όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε : Ούγκζού! Να δαγκάσετε τη γλωσσά σας! Ούγκζού!
Κακό χρό να μην έχετε ! Έτσι λέτε σείς να μην έλθει ο Γιάννης μου! Μωρέ θάρθει, παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!
Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τάπιανε με το καλό.
—Σωπάτε, παιδάκια μ’! Σωπάτε καλημέρα σας! Τί καλούδια θα σας φέρει ο Γιάνν’ς μου ολωνών, όταν έρθ’!
Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την αφήναν ήσυχη.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζει, κι όλο να ελπίζει. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζει, χωρίς να αδημονάει, χωρίς ν’ απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ’ αγνάντια.
Είχε χάσει τον λογαριασμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα ξένα. Δε θυμόνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη κι από την ήμερα που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ’ αγνάντεψε από τη ραχούλα, ώς που το έχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της. είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι από τότε δεν είχε δει το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει κι η ράχη της είχε κυρτώσει, κ’ αυτή δεν το γνώριζε!
Τα χρόνια σωρεύονταν το εν’ απάνω στ’ άλλο, κι η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο, που λούζουνται, λούζονταν σύνταχα στα σκοτεινά στο πρώτο λάλημα του πετεινού της, και πέταζε τ’ αποχτενίδια στη φωτιά, κι έτσι δε μπορούσε να δει τα μαλλιά της που είχαν γένει άσπρα, σαν βαμπάκι.
Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ’ αγνάντια η κάκω ή Μήτραινα, για να δει το παιδί της να έρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την προκόβα έστρωνε, ούτε τη σκύλα έδενε στην κρικέλα, για να μην αλυχτάει τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Αη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά. Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα ότι θάρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερώνοντας η γιορτή του, κι από την παραμονή, χωρίς να βγει καθόλου στ’ αγνάντια, έσφαζε την παχύτερή της την κότα,τή ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την προκόβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι έδενε την σκύλα στην κρικέλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχει άλλη δουλειά, παρά να πάει μόνο στην εκκλησιά, κι ούδ’ άλλο, κι’ ούδ’ άλλο.
Τόσοι Αη-Γιάννηδες πέρασαν, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τί να είχε γίνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας;
-Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της Μήτραινας ! Μπάξ’ ο Θιός να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε με τα σκουτιά!…
— Τί λέγαμε στήν αρχή; . . . Ά! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειό παχειά της κότα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την προκόβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλα τη σκύλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη-Γιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της ….
Όταν έβρασε καλά καλά η κότα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιάς, κι ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον Άη- Γιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην προκόβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθεί γιατί ήταν περασμένη η ώρα.
Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ήμερα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί, νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της εκκλησιάς. σηκώθηκε, νίφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο- έφκιασε τρία-τέσσερα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί πού είχε ψηλά σέ μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροί της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και κίνησε για την έκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το μάνταλο, για να μπορέσει να μπει μέσα μονάχο του το ξενιτευμένο της το παιδί. Ήταν τόσο βέβαιη η κάκω ή Μήτραινα ότι θάρχονταν, χωρίς άλλο ο Γιάννης της εκείνο το πρωί που μπορούσε να στοιχηματίσει το κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησία κάθισε από την αρχή της λειτουργίας ώς το τέλος, και, κατά πως το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρει αντίδωρο μπροστύτερα απ’ όλο τ’ άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στό σπίτι της να δεχτεί το παιδί της που έρχονταν από την ξενιτειά. Έτσι έκανε πάντα. Κι ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της τής έδινε αντίδωρο πρώτα απ’ όλους, κι αυτή, παίρνοντας τ’ αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροί, και τράβηξε ίσια για το σπιτοκάλυβό της.
Κα το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι η συννεφιά η βαριά που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά κ’ η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στις λάσπες για να φτάσει το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή κοίταξε ολόγυρα για να δοκηθή αν κλωτσοβροντάει κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου τό ροί της, βγήκε στο δρόμο και τράβηξε ίσια κατά τ’ αγνάντια. Κι άμα έφτασε στη μεριά, που είχε ξεχωριστεί τον Γιάννη της, φώναξε με μεγάλη φωνή.
—Ώωωωρε Γιάννηηηηη ! ! ! Γιάννη ούουουουού ! ! !…
—Ορσεεεεεε ! ! ! !
Απολογήθηκε μια φωνή από μακριά.
—Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ’, γιατί σ’ έφαγε το κρύο!
Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα.
Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερώτερα, αλλ’ η κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ως που ήρθε.
—Παιδάκι μ’ ! και ψυχούλα μ’ !
—Μαννούλα μ’ ! Ποιός σου πήρε τα σχαρήκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ να με καρτεράς;
—Η Ελπίδα μ’ ψυχούλα μ’. Η ανίκητη Ελπίδα μ’ που φώλιαζε μέσα εδώ στην καρδιά μ’ βαθιά !
Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγιναν ένα σώμα από το σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλιασμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα και παιδί ξαναφιλιώνταν κα ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι αγκάλιασμα του ερχομού! Κι έτσι φιλιώντας κι άγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαριά ντουφεκιά έπεσε στον αυλόγυρο της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το Χωριό. Η χαρά της κάκως της Μήτραινας, ούτε γράφεται ούτε μολογιέται!
—Μωρέ τί τρέχει;
Έλεγε ένας στον άλλο.
—Κάποιος ξενιτεμένος θάρθε !
Σε λίγο όλο το Χωριό έμαθε, ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα ξένα, κι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το σπιτοκάλυβό τής κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.
Κι όταν ό κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τούς ήταν ταγμένα τόσες φορές.
Κι έμειναν μάννα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κοίταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαγχολικό τόνο :
—Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ’, κακό που μ’ ηύρε!. —Αμ τί δα ! Μισοκαίριασα, μάννα μ’! Της απολογήθηκε ό Γιάννης.
Της φάνηκε παράξενο τής κάκως τής Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα. Σ’ αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν άλλον ξένο μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Ήταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πως ήταν δυνατό! Τότε για να καταλάβει καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ό Γιάννης της, κοίταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της ήταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι είπε με καημό μεγάλο:
—Γέρασα η καημένη, και δεν τόξερα!
Κι ύστερα από λίγη σιωπή, ξαναείπε:
—Αφού σ’ απόλαψα, παιδάκι μ’, το ίδιο κάνει κι αν γέρασα κι αν δε γέρασα!
Το κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαγχολήσει. Κρέμασε τα μούτρα κι άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι άρχισε να κλαίει. και τα δάκρυα της κίνησαν κι έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι..
Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάσει, που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη ξενιτειά του μοναχογιού της έγινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς! Τί κλονισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάει σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον πλάστη της!
Ο Γιάννης, για να σκορπίσει τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψει κι αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του:
— Δε μας φέρ’ς να φάμε, μάννα;
—Αλήθεια, παιδάκι μ’, μού είσαι πεινασμένο!…. Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθισαν να φάνε. ‘Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακούλα γεμάτη φλωριά, να τάχει δικά της, και να δίνει για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του:
—Φεύγοντας, μανούλα μ’ απίδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ’ ένα αφεντικό, κι ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζί για τη Μολδαβία, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ’, που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ’. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μώδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει, εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. Αυτός κι η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσουν και στα υστερνά μώταξαν να με κάνουν παιδί τ’ς και να μ’ αρραβωνιάσ’ν με την μοναχοθυγατέρα τ’ς! Δεν ήταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα. αλλά ο θάνατος της μάννας μ’…
— Στάχτη στη γλωσσά τ’ς παιδάκι μ’!…. Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό. . .
— Μ’ έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σ’….
— Άλας και σκάρφη στη γλωσσά τ’ς …. Ξαναείπε η Μήτραινα.
— Αλλ’ η πατρίδα, όσο γλυκιά κι αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως ήμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι έτσι, υστέρα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ’….
— Παναγιά μ’! Ζουρλάθηκες, παιδί μ’ ! Τ’ είν’ αυτά που μου λες; Ξεφώνισε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.
— Κι απόφευγα να γνωρίζω πατριώτες, για να μη μου ανοίγει η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ’.
— Ούι! παιδάκι μ’ τι μου λές! . . . Παντρεύτηκες! Ξεφώνισε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της.
—Σώπα, μάννα, της είπε ό Γιάννης, ν’ ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε!
— Λέγε, γιέ μ’!
— Πήρα την θυγατέρα τ’ αφεντικού μ’, αλλά προκοπή τίποτε!
— Βέβια! βέβια!
Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο.
— Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι ύστερα από λίγα χρόνια πάει κι η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.
— Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ’!
— Μ’ άφησε ένα παιδάκι.
— Τί ; Τί;
’Αλλά σ’ ένα-δυό μήνες πάει κι’ αυτό!
— Βέβια! Βέβια!
Τότε πήρα όλο το βιό, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ’ και τράβησα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα τής Ρουσσίας, κι εκεί ζούσα, σαν έρημος που ήμουν, χωρίς να με ξέρει κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ’. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι έτρεχαν από τα τέσσαρα πέρατα τού κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι η Βασίλισσά μας, η Όλγα, με το Διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερο της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της Πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι, που ήταν κονεμένη η Βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη Βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακριά. Εκεί γνωρίστηκα μ’ έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ’ ομιλία σ’ ομιλία μ’ αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τί πατριώτες; Χωριανοί! Ήταν ο Κώστας της γειτόνισσάς μας της Γιώργαινας Κι όταν του είπα, πώς είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί με κοίταξε καλά καλά, και μού είπε:
— «Μωρέ συ είσ’ ο Γιάνν’ς η το φάντασμά τ’;»
— «Εγώ ! όλος κι όλος!» του είπα και άρχισαν να τρέχ’ν τα δάκρυα μ’ ποτάμι, κι η καρδιά μ’ να φουσκώνει σα βουνό.
— «Βρε τρισκατάρατε, μου είπε με θυμό, γιατί δέ γράφ’ς της μάννας σ’; Γιατί δεν της στέλλ’ς χρήματα να ζήσει; Γιατί τη λησμόνησες; Γιατί ; Γιατί ; Γιατί; κι ένα σωρό άλλα «γιατί;»
Μου φάνηκε, πώς άνοιξαν τα ουράνια. Θαμπώθηκα από το φως που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση, ότι ζει η μαννούλα μ’.
— «Βρέ αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ’ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ’ είναι πεθαμένη…. Θάχεις κανένα λάθος….»
«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ’, ωρέ μπουμπουνισμένε ζει και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα ξένα και….»
— «Μα, την ξέρ’ς καλά τη μάννα μ’;» Του είπα..
— «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσά μ’; Για χαμένο μ’ έχεις;»
Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντας τον του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:
— «Αλήθεια, ζει η μάννα μ’;»
— «Ζει και παραζεί, σου είπα και σε καρτεράει κάθε μέρα και κάθε ώρα και στιγμή!
Μου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε, ότι ήμουν πλειό ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλιάδες του κόσμου κι όλα τα βασιλόπουλα, που ήταν μαζωμένα εκεί στη Μόσχα.
— «Ζει η μάννα μ’, είπα μέσα μ’, και με καρτεράει, κι εγώ κάθομαι στα ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»
Κι έτσι πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα. Έμασα το ένα μ’ και το άλλο μ’, κίνησα για εδώ, κι ήρθα γερός και καλά, δόξα σ’ ο θεός.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη.
Η κάκω ή Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντάς του :
— Καλώς ήρθες, παιδάκι μ! καλώς ήρθες!
Ο Γιάννης, εξακολούθησε :
— Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατό σ’ τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ’, για να με κάνει γαμπρό τ’. Αλλά βλέπ’ς δεν τώστρεξε τ’ άδικο ο θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε κι όπως έστρωσε έτσι πλάγιασε! θεός σχωρέσ’ τον όμως, ας πούμε τώρα!
Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς να σηκώσει το ύψωμα, για τ’ όνομα τού Γιάννη!
Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ (1861-1937).
Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο Σουλόπουλο Καλαμά της Ηπείρου, γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου. Παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου το ψευδώνυμο του λογοτέχνη),άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα.
Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή, τοποθετείται από τους μελετητές γύρω στο 1860. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και συνέχισε με τη βοήθεια του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ως μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης.
Το 1875 συνελήφθη από τις Τουρκικές Αρχές με αφορμή την Ανατολική κρίση και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο δραπέτευσε και έφυγε για την Κέρκυρα, από όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων στους Αγίους Σαράντα, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, κατόπιν όμως νέας συμμετοχής του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία. Στα Τρίκαλα χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία με το μακροσκελές ποίημα Στ’ αδέρφια μας, ενέργεια που πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου.
Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποίησε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα «Η καλύτερή μου αρχιχρονιά» που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ακρόπολης του Γαβριηλίδη. Στην ίδια εφημερίδα εργάστηκε από το 1889, δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα (ως ανταποκριτής στη Ρωσία, τη Βουλγαρία και αλλού). Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι.
Το 1899 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη, από τη θέση του διευθυντή και στη συνέχεια δημοσίευσε πραγματείες στο περιοδικό της Εταιρείας (ομώνυμό της) με το ψευδώνυμο Ζευς Δωδωναίος. Μια από τις πραγματείες αυτές είχε τίτλο Εθνικά Άσματα 1453-1821 και στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν ο θείος του Σπυράκης.
Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα Τα ελευθερωμένα Γιάννινα από την Ακρόπολη και έφυγε για τη γενέτειρά του, όπου εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες γύρω από το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο του 1917. Τότε (1916-1919) τοποθετείται η συγγραφή των Διηγημάτων του Μικρού Σκολειού. Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρωτικά Φύλλα.
Λίγο πριν το θάνατό του επισκέφτηκε ξανά την Αθήνα, όπου έλαβε βραβείο για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση. Η έκταση του έργου του Χρηστοβασίλη (λαογραφικού, ιστορικού, διηγηματογραφικού, πεζογραφικού, ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού, μεταφραστικού) είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα «απλής και αφελούς» γραφής. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου Χρηστοβασίλη βλ. Άγρας Τέλλος, «Χρηστοβασίλης Χρήστος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 24. Αθήνα, Πυρσός, 1934, Χρυσογέλου – Κατσή Άννα, «Χρήστος Χρηστοβασίλης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας • Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η’ • 1880-1900, σ.286-337. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και χ.σ., «Χρηστοβασίλης Χρήστος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).