Επίμετρο από το βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα «Η περίπτωση Ευρυδίκη. Κλινική της τοξικομανίας», εκδόσεις ΑΓΡΑ.
Κείμενο που έγραψε η Ευρυδίκη, για να διαβαστεί κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 24/3/2006
Όταν ξεκίνησα τη θεραπεία μου, δεν μπορούσα να φανταστώ που θα με βγάλει. Νιώθω μεγάλη συγκίνηση με τον τρόπο που σκύψανε η Κατερίνα και ο Σάββας Μιχαήλ στα κείμενά μου. Μάλλον, δεν έσκυψαν μόνο πάνω τους αλλά μπήκανε μέσα τους και άγγιξαν τη ψυχή μου, όχι μόνο το χαρτί που έγραφα.
Το μύθο της Ευρυδίκης δεν τον ήξερα. Έκατσα και τον διάβασα. Κόλλησα στο σημείο που αναφέρει το νόμο των νεκρών: κανείς δεν έπρεπε να αντικρίσει το πρόσωπο του νεκρού. Κανένα βλέμμα-παρά μονάχα η φωνή-δεν επιτρεπόταν στο βασίλειο των νεκρών.
Χαμογέλασα γιατί ο νόμος αυτός μου είναι γνωστός.
Στο σπίτι που μεγάλωσα δεν έπρεπε να κοιτάω τον πατέρα μου στα μάτια, όταν μου μίλαγε. Έπρεπε να κοιτάω στο πάτωμα. Δεν τολμούσα να μην υπακούσω. Όμως, αντί για το πάτωμα, κάρφωνα το βλέμμα μου δίπλα του, στον τοίχο. Με αυτόν τον τρόπο μου, τηρούσα το δικό του νόμο. Όμως ήμουν σίγουρη ότι το δικό μου βλέμμα το έβλεπε.
Το παιδικό μου βλέμμα ήταν πιο δυνατό απ’ το δικό του, γιατί ερχόταν από το βασίλειο των ζωντανών και αυτό τον εξόργιζε. Γιατί σίγουρα τον πονούσε.
Με την ένταξή μου στο πρόγραμμα του 18 ΑΝΩ μου δόθηκε η δυνατότητα να γυρίσω στον κόσμο των ζωντανών.
Όχι, δεν είναι τα ναρκωτικά που σκοτώνουν. Τα ναρκωτικά είναι απλώς η χαριστική βολή στα άλογα κούρσας, που έχουν σπάσει ένα πόδι. Στα άλογα κούρσας, που δεν θέλουν μα τρέξουν στον προκαθορισμένο γι’ αυτά δρόμο του ιπποδρόμου αλλά θέλουν να τρέξουν στο δικό τους δρόμο. Δεν θα μπορούσα να πω ότι είμαι ενάντια στα ναρκωτικά. Όσο κάποιος τοξικομανής τρέχει ακόμα να βρει τη δόση του, μέσα του κάτι ακόμα είναι ζωντανό. Υπάρχει μέσα του ακόμη κάτι, μια μικρή ελπίδα για κάτι καλύτερο. Κάτι για το οποίο αγωνίζεται. Αγωνίζεται για το θάνατό του, όμως αυτό τον κάνει να είναι ακόμα ζωντανός. Μέσα του υπάρχει ζωή. Και πολύ δύναμη. Την ασφάλεια που του δίνει η πρέζα την έχει μέσα του, όμως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να τη νιώσει. Εγώ αυτές τις προϋποθέσεις τις βρήκα στο 18 ΑΝΩ.
Είμαι όμως ενάντια στη μεθαδόνη. Το σύστημα υγείας θα έπρεπε να στρέψει προς τη ζωή, όχι προς το θάνατο. Το θάνατο τον βρίσκουμε και μόνοι μας αν θέλουμε. Και στο δρόμο προς το θάνατο σε πολλούς από μας γεννήθηκε η επιθυμία για ζωή. Γιατί μέσα στην εξαθλίωση, τη μιζέρια και την κακομοιριά, πολλοί από μας επαναστατήσαμε, θυμώσαμε με τον εαυτό μας και αγγίξαμε τη ζωή. Και αντί να τρέξουμε για την επόμενη δόση, τρέξαμε να βρούμε τη ζωή. Πήραμε εμείς την ευθύνη. Γιατί ζωή σημαίνει ευθύνη και η ευθύνη φέρνει την ελευθερία.
Η μεθαδόνη, όμως, δεν σου δίνει αυτή την δυνατότητα. Σου παίρνει και την τελευταία ευθύνη και τότε είναι που γίνεσαι πρόβατο, με αριθμό, καταχωρισμένο πια. Και θυμώνω γιατί εγώ δεν υποτιμώ τους τοξικομανείς. Αυτοί που τους υποτιμούν, είναι αυτοί που νομιμοποιήσανε τη μεθαδόνη. Και νιώθω πολύ τυχερή που δεν υπήρχε ακόμα, όταν έψαχνα να βγω από τα ναρκωτικά για λίγο. Τονίζω το «για λίγο» γιατί δεν είχα σκοπό να βγω για πάντα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει κάτι άλλο να με κρατήσει στη ζωή, εκτός από τα ναρκωτικά. Όμως τελικά βρήκα αγάπη και η ζωή χρειάζεται αγάπη.
Βρήκα αποδοχή. Βρήκα μια οικογένεια, η οποία μου επέτρεψε να φερθώ και σαν άτακτο μικρό παιδάκι: Ξεκινώντας από το ότι παίζαμε μπουγέλο (κρυφά) στο ατελιέ του 18 ΑΝΩ την ώρα που έπρεπε να είμαστε στα κρεβάτια μας, μέχρι το γεγονός ότι έπαιρνα (κρυφά) ένα γατάκι μαζί μου για ύπνο, το οποίο είχα βρει στο προαύλιο του 18 ΑΝΩ. Κρυφά εντός εισαγωγικών, δεν είχαμε καταλάβει ακόμα ότι οι θεραπευτές τα βλέπανε όλα… όμως τα επιτρέπανε. Για πολλούς από μας ήταν η πρώτη φορά που μας επιτρεπόταν να είμαστε παιδιά και τα παιδιά, μερικές φορές, πρέπει να είναι και ανυπάκουα, για να μπορέσουν να βρουν τον εαυτό τους.
Έχω κάνει τη δική μου οικογένεια και αυτή ήταν η πιο δύσκολη απόφαση για εμένα. Δεν ήθελα να κάνω οικογένεια. Νόμιζα ότι θα με διαλύσει. Όμως, βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος μπροστά μου, ο οποίος κάτι άγγιξε μέσα μου, αλλά μου έδειχνε τόσο ανοιχτά τα συναισθήματά του για εμένα, που θύμωνα. Παρ’ όλα αυτά, έμεινε δίπλα μου. Άντεξε. Ίσως αυτή η αντοχή του να γέννησε την επιθυμία μέσα μου να κάνουμε οικογένεια, μαζί. Αφού άντεξε εμένα χωρίς να προσπαθήσει να με αλλάξει, χωρίς να αισθανθώ ούτε για μια στιγμή ότι με απορρίπτει, ήμουν σίγουρη ότι θα μπορέσει-εκτός από σύντροφος-να γίνει και ένας καλός και στηρικτικός πατέρας, και δεν έχω πέσει έξω.
Την πρώτη φορά, όταν η κόρη μας ήταν δυόμισι ετών και γύρισε θυμωμένη και του φώναξε στα μούτρα «θα κάνω ό,τι θέλω ΕΓΩ!», τα έχασε.
Ήρθε και με ρώτησε: «Τι κάναμε λάθος;»
Εγώ χαμογέλασα. «Τίποτα» του είπα.
Η πιο ωραία μουσική είναι το γέλιο της και η πιο όμορφη εικόνα το χαμογελαστό προσωπάκι της. Θέλει να τη φωνάζουμε «Ζωή», γιατί χαϊδευτικά τη φωνάζω «Ζωή μου όμορφη».
Γιατί η ζωή, παρ’ όλες τις δυσκολίες που περνάμε, είναι όμορφη. Είναι επιλογή συνειδητή.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους ανθρώπους που μου έδωσαν τη δυνατότητα αυτής της επιλογής. Θέλω να ευχαριστήσω με όλη μου την καρδιά τους ανθρώπους αυτούς, που δουλεύανε στο 18 ΑΝΩ την εποχή 1990-1991, τη θεραπευτική ομάδα και ιδιαίτερα την ομαδική και ατομική θεραπεύτρια Κατερίνα Μάτσα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μερικές φορές, όταν βρισκόμουν σε μεγάλη απόγνωση, με δεχόταν ακόμα και στις 7 η ώρα το βράδυ και μου έδινε όλο το χρόνο και τη σημασία που χρειαζόμουν για να συνεχίσω τον αγώνα μου.
Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ και στον ατομικό μου θεραπευτή Γιάννη Κασσιδιάρη. Αν και τον βλέπω σπάνια, είναι κι αυτός μέσα στην καρδιά μου, ένα πολύ σημαντικό και ξεχωριστό πρόσωπο της ζωής μου, που με βοήθησε πάρα πολύ.
Θέλω να αφιερώσω αυτό το βιβλίο στην ομάδα μου. Σε αυτούς που ξανασηκωθήκανε και έδωσαν τη δική τους μάχη αλλά και σε αυτούς που, τελικά, τους νίκησε ο θάνατος.
Θέλω να το αφιερώσω στον Γιώργο Ξ. που πέθανε από AIDS. Τον γνώρισα μέσα στο 18 ΑΝΩ.
«Και μια μέρα ζωής να μου έχει μείνει, θέλω να τη ζήσω καθαρός, για να δω το ηλιοβασίλεμα και να το νιώσω…» έλεγε με πάθος.
Ήταν μεγάλος δάσκαλος για μένα και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιμονή μου να συνεχίσω το πρόγραμμα, όταν ακόμα δεν έβλεπα φως. Δεν ήταν εύκολο να λιγοψυχήσεις, όταν πάλευες δίπλα σε ανθρώπους σαν τον Γιώργο.
Και τέλος, θέλω να αφιερώσω το βιβλίο αυτό στον άντρα μου και στην κόρη μας, και να τους πω ότι τους αγαπώ, έτσι όπως έχω μάθει στο 18 ΑΝΩ.
Με εκτίμηση
Ευρυδίκη